«Μετεξεταστέοι» οι Έλληνες μαθητές
Απόστολος Λακασάς
Ειδικότερα, ο PISA έχει ορίσει έξι επίπεδα εγγραμματισμού για τις δεξιότητες που πρέπει να έχουν οι μαθητές στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Το πρώτο επίπεδο είναι το χαμηλότερο και το έκτο το υψηλότερο. Στον τελευταίο διαγωνισμό, τα αποτελέσματα των Ελληνόπουλων ήταν τα εξής:
• Στην κατανόηση κειμένου, στα δύο χαμηλότερα επίπεδα κατετάγη το 52,6%, ενώ στα δύο υψηλότερα μόλις το 4,1%. Οι αντίστοιχοι μέσοι όροι του ΟΟΣΑ είναι 43,3% και 8,3%.
• Στις φυσικές επιστήμες, στα δύο χαμηλότερα επίπεδα κατετάγη το 64,1% (46% ο μ.ό. του ΟΟΣΑ) των Ελληνόπουλων και στα δύο υψηλότερα το 2,1% (7,8% του ΟΟΣΑ).
• Στα μαθηματικά, στα δύο χαμηλότερα επίπεδα κατετάγη το 61,8% (45,9% του ΟΟΣΑ) των Ελλήνων μαθητών, ενώ στα δύο υψηλότερα το 3,9% (10,7% του ΟΟΣΑ).
Βέβαια, όπως παρατηρεί στην «Κ» η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου (επίκουρη καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, εθνική συντονίστρια του PISA, και συντονίστρια της πολυσέλιδης μελέτης της διαΝΕΟσις) σημαντικό στοιχείο για να διαπιστωθεί το εύρος των ανισοτήτων –με βάση τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες– που αναπαράγονται μέσω του σχολείου είναι να σκιαγραφηθεί το προφίλ του Έλληνα μαθητή που πετυχαίνει εξαιρετικά καλές επιδόσεις. Σύμφωνα με την κ. Σοφιανοπούλου, «είναι μαθητής από αστική περιοχή, με μορφωμένους γονείς και υψηλό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο. Πήγε σε προνήπιο και παιδικό σταθμό. Είναι πολύ ευαίσθητος για τα περιβαλλοντικά θέματα, αλλά δεν είναι αισιόδοξος και ανησυχεί πολύ για το μέλλον του πλανήτη. Πηγαίνει σε ιδιωτικό σχολείο, που έχει καλό εξοπλισμό και δασκάλους που προσαρμόζονται ευκολότερα ανάλογα με τις ανάγκες της διδασκαλίας. Δεν παρακολουθεί μαθήματα σε φροντιστήριο!».
Η στόχευση
«Το ότι έχουν πια περάσει τέσσερα χρόνια από το 2015 και το ότι τα παιδιά που έλαβαν μέρος τότε είχαν το δικαίωμα να ψηφίσουν στις φετινές εκλογές δεν έχει, βεβαίως, μεγάλη σημασία. Τα δεδομένα τέτοιων μεγάλων εκπαιδευτικών ερευνών δεν χρησιμεύουν για την καταγραφή στιγμιαίων επιδόσεων, αλλά για την αξιολόγηση βασικών, διαχρονικών χαρακτηριστικών ενός εκπαιδευτικού συστήματος, και αυτά στη χώρα μας εδώ και αρκετά χρόνια παραμένουν λίγο-πολύ αναλλοίωτα», λέει ο Editorial Director της διαΝΕΟσις κ. Θοδωρής Γεωργακόπουλος.
«Η έρευνα της διαΝΕΟσις δεν εξαντλεί τα ευρήματα που μπορούν να εξαχθούν από τα δεδομένα του PISA, αλλά φιλοδοξεί για πρώτη φορά να φέρει στη δημόσια συζήτηση μερικά από τα σημαντικά θέματα που αναδεικνύονται από αυτές τις έρευνες, θέματα που αφορούν τα σχολεία μας, τους μαθητές μας και όλες τις ελληνικές οικογένειες. Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που μεταφέρονται στο εκπαιδευτικό σύστημα και αποτυπώνονται στις γνώσεις και στις ικανότητες των μαθητών μας, είναι ένα τέτοιο θέμα. Αυτό, μάλιστα, το αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες, πολλές σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλά είναι υπαρκτό και στη δική μας», τονίζει ο ίδιος.
Χαμηλά οι «μη προνομιούχοι», σημαντική η προσχολική αγωγή
Αν και από τους ερευνητές του PISA το επίπεδο 2, από τα έξι στα οποία κατατάσσονται οι επιδόσεις των μαθητών, θεωρείται επαρκές, είναι ανησυχητικό το ποσοστό, περί το 20%, όσων βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο. Ένας στους πέντε Έλληνες μαθητές είναι στην κατώτατη κατηγορία από τις έξι του PISA και στα τρία γνωστικά αντικείμενα. Λιγότερο από 1% των Ελλήνων μαθητών είναι στην ανώτερη κατηγορία και στα τρία γνωστικά αντικείμενα. Αναλύοντας τα αποτελέσματα του PISA στις έρευνες που έγιναν στους μαθητές και στους διευθυντές των σχολείων, η μελέτη εντοπίζει τους παράγοντες που σχετίζονται με την επίδοση των μαθητών. Σταχυολογώντας ενδεικτικά:
• Μαθητές που είχαν λάβει προσχολική αγωγή για πολλά χρόνια πριν ξεκινήσουν το σχολείο, πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις από τον μέσον όρο, ή από αυτούς που είχαν λιγότερα χρόνια προσχολικής αγωγής.
• Οι μισοί «μη προνομιούχοι» ως προς το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμό τους υπόβαθρο μαθητές πετυχαίνουν πολύ κακή επίδοση και κατατάσσονται στην κατώτερη κατηγορία κατάταξης.
• Μόνο το 18% των Ελλήνων «μη προνομιούχων» μαθητών κατατάσσεται στο ανώτατο 25% των επιδόσεων του PISA.
• Οι μαθητές των ιδιωτικών σχολείων έχουν σημαντικά καλύτερη επίδοση από τους μαθητές δημόσιων σχολείων. Το 9,2% των Ελλήνων μαθητών ιδιωτικών σχολείων πετυχαίνει εξαιρετικά υψηλή επίδοση στις φυσικές επιστήμες. Μόνο το 1,8% των μαθητών των δημοσίων πετυχαίνει αντίστοιχες επιδόσεις.
• Η παρακολούθηση εξωσχολικών μαθημάτων φαίνεται ότι δεν σχετίζεται με τις επιδόσεις των μαθητών στον PISA. Ίσα ίσα, μαθητές που κάνουν φροντιστήριο σε ομάδες άνω των οκτώ ατόμων τα πηγαίνουν χειρότερα στις φυσικές επιστήμες και από τον μέσον όρο και από τα παιδιά που δεν πηγαίνουν καθόλου φροντιστήριο.
• Οι μαθητές που δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν ελάχιστα ή καθόλου το Ίντερνετ εκτός σχολείου τα πηγαίνουν χειρότερα από ό,τι ο μέσος όρος. Αντίθετα, τα παιδιά που δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν το Ίντερνετ από μισή ώς τέσσερις ώρες την ημέρα εκτός σχολείου, τα πηγαίνουν καλύτερα από τον μέσον όρο.
• Τα ελληνικά σχολεία υπολείπονται κατά πολύ στον αριθμό διαθέσιμων ηλεκτρονικών υπολογιστών ανά μαθητή στο σχολείο. Στη χώρα μας αντιστοιχεί ένας υπολογιστής για κάθε τέσσερις μαθητές, την ώρα που στην Πορτογαλία είναι σχεδόν ένας υπολογιστής για κάθε δύο μαθητές και σε χώρες όπως η Εσθονία ή η Γαλλία σχεδόν ένας υπολογιστής για κάθε μαθητή.
• Τo 16,7% των Ελλήνων μαθητών δήλωσε πως έχει υποστεί κάποιας μορφής bullying κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα πριν από την έρευνα (ποσοστό λίγο μικρότερο από τον μέσον όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, που είναι στο 18,7%), ενώ το 4,3% δηλώνει πως έχουν δεχθεί σωματική βία τον τελευταίο μήνα στο σχολείο (ακριβώς ίδιο ποσοστό με τον μέσον όρο του ΟΟΣΑ).
ΠΗΓΗ: www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.