Η κυβέρνηση Μπάιντεν πιέζει άσκοπα και επικίνδυνα την
Ρωσία να συνειδητοποιήσει το επίσημο αμυντικό δόγμα της, σύμφωνα με το οποίο
«τα πυρηνικά όπλα εγγυώνται κυρίως την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα
της χώρας». Στις αρχές αποτροπής αυτού του δόγματος που δημοσιεύτηκαν το 2020
αναφέρεται ότι «οι πυρηνικές δυνάμεις θα χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση πυρηνικής
επίθεσης στην Ρωσία ή/και εάν
η ύπαρξη του κράτους απειλούνταν από συμβατική επίθεση».
Η Ουάσιγκτον σέρνοντας πίσω της τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης συγκεντρώνει
ένα στρατόπεδο πολέμου στην ήπειρο, με την Βρετανία να είναι ο συνεργός σε κάθε
κλιμακούμενο βήμα και την Γερμανία και Γαλλία να αναλαμβάνουν τους ρόλους που
τους έχουν ανατεθεί. Προ ολίγων ημερών η Ουάσιγκτον φιλοξένησε όλους τους
συνωμότες και υποτακτικούς της στην αμερικανική αεροπορική βάση Ραμστάιν της
Γερμανίας για να σχεδιάσει τον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Μεταξύ των
συμμετεχόντων όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, καθώς και το Ισραήλ, η Ιαπωνία,
Αυστραλία, Νότιος Κορέα, Κένυα και Τυνησία.
Η ηγεσία του ιμπεριαλιστικού ΝΑΤΟ σε αυτή την συνάντηση προχώρησε σε μια
απερισκεψία που συνορεύει με εγκληματική παραφροσύνη. Στην συνάντηση οι
συμμετέχοντες αντί να εργαστούν για βιώσιμες λύσεις και να προτείνουν όρους που
επεξεργάζονται ρυθμίσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ασφάλεια στην
Ανατολική Ευρώπη, προχώρησαν προς μια εντελώς πολεμοχαρή κατεύθυνση, με στόχο
την αποσταθεροποίηση της Ρωσίας.
Στην συνάντηση της 26ης Απριλίου στο Ραμστάιν οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις
του ΝΑΤΟ έθεσαν σε λειτουργία μια αλυσίδα γεγονότων που δυνητικά οδηγούν στον
τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, μέσω μιας εξελισσόμενης δυναμικής λανθασμένων υπολογισμών
και της πανταχού παρούσας πίστης της Δύσης για νικηφόρα σύγκρουση.
Η παράδοση βαρέος οπλισμού και τεράστιων ποσοτήτων όπλων στην Ουκρανία από
νατοϊκές χώρες είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει την ασύμμετρη αντίδραση της
Μόσχας και την διολίσθηση σε άμεση σύγκρουση μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας.
Οι υπουργοί Άμυνας και
Εξωτερικών των ΗΠΑ, Όστιν και Μπλίνκεν, μετά την συνάντηση δήλωσαν ότι «ο
πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται μεταξύ ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, αφενός, και της Ρωσίας
αφετέρου». Ο Όστιν ανακοίνωσε ότι «η Ουάσιγκτον θα συγκαλεί
παρόμοια διεθνή συνάντηση ανώτερων στρατιωτικών αξιωματούχων κάθε μήνα, για να
κερδίσει την σύγκρουση με την Ρωσία».
Οι στόχοι των ΗΠΑ στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι πλέον σαφείς. Η αιματοχυσία
που προκάλεσαν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία δεν προκλήθηκε για να υπερασπιστούν το
δικαίωμα ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ. Αντίθετα η σύγκρουση προετοιμάστηκε,
υποκινήθηκε και κλιμακώθηκε από το 2014 μαζικά προκειμένου να καταστραφεί η
Ρωσία ως μεγάλη στρατιωτική δύναμη και να ανατραπεί η κυβέρνηση της. Η Ουκρανία
είναι ένα πιόνι σε αυτή την σύγκρουση και ο λαός της τροφή για τα κανόνια. Ο
μέχρι πρότινος ισχυρισμός της Ουάσιγκτον ότι «ΗΠΑ και ΝΑΤΟ δεν βρίσκονται σε
πόλεμο με την Ρωσία» έχει πλέον επισήμως εξανεμιστεί, σύμφωνα και με τον πρώην
διοικητού των Αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων στην Ευρώπη Ben Hodges, ο οποίος
δήλωσε ότι ο στόχος σε αυτή την σύγκρουση είναι «να σπάσουμε την ραχοκοκαλιά
της Ρωσίας». Σημειώνουμε ότι ο Ben Hodges σήμερα είναι επικεφαλής Στρατηγικών
Μελετών στο «Κέντρο Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής», ένα think tank που προωθεί
την ηγεμονική πολιτική των ΗΠΑ στο παγκόσμιο στερέωμα.
Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Λαβρόφ απάντησε στις δηλώσεις Όστιν και Μπλίνκεν
κατηγορώντας τις ΗΠΑ ότι πιέζουν την ουκρανική κυβέρνηση να σαμποτάρει τις
ειρηνευτικές συνομιλίες, καθώς θέλουν να διεξάγουν πόλεμο δια αντιπροσώπων στην
Ουκρανία και προειδοποίησε ότι «οι εξελίξεις εγκυμονούν πραγματικό, σοβαρό
κίνδυνο πυρηνικού πολέμου». Ο
Πούτιν αναφερόμενος στις εξελίξεις και στο ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων δήλωσε
ότι «όποιος προσπαθήσει να δημιουργήσει απαράδεκτες στρατηγικές απειλές για την
Ρωσία, τότε η απάντηση θα είναι αστραπιαία και γρήγορη. Διαθέτουμε όλα τα
εργαλεία για τον σκοπό αυτό, ανάμεσα σε αυτά είναι ένα για το οποίο κανείς δεν
μπορεί να καυχηθεί. Και δεν θα καυχηθούμε. Θα το χρησιμοποιήσουμε αν χρειαστεί.
Και θέλω να το γνωρίζουν όλοι αυτό».
Ανατρέχοντας στην ιστορία ας θυμίσουμε ότι κατά την διάρκεια του Ψυχρού
Πολέμου, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να
αποφύγουν αντιπαραθέσεις που θα μπορούσαν να διακινδυνεύουν μια πυρηνική
αντιπαράθεση. Το πιο γνωστό επεισόδιο είναι όταν οι Σοβιετικοί το 1962
προσπάθησαν να εγκαταστήσουν στην Κούβα πυρηνικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς
και βομβαρδιστικά Ilyushin-28. Οι ΗΠΑ απαίτησαν και πέτυχαν την αποχώρηση τους,
αν και σε αντάλλαγμα δέχτηκαν την απομάκρυνση (κρυφίως) από την ανατολική
Τουρκία των αμερικανικών πυρηνικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς Jupiter που
στόχευαν την Σοβιετική Ένωση.
Ένα δεύτερο επεισόδιο συνέβη το 1973 κατά την διάρκεια του πολέμου Γιομ Κιπούρ.
Όταν δρομολογήθηκε η ήττα του Αιγυπτιακού στρατού από τους Ισραηλινούς, οι
Σοβιετικοί άρχισαν να συγκεντρώνουν μεγάλες δυνάμεις επέμβασης και έθεσαν σε
κατάσταση επιφυλακής τις πυρηνικές τους δυνάμεις. Σε απάντηση οι ΗΠΑ κήρυξαν
πυρηνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης (DEFCON-3) και ο τότε υπουργός Εξωτερικών
Χένρι Κίσινγκερ ξεκίνησε διπλωματικές επαφές με την Μόσχα, οι οποίες χαράχτηκαν
στην ιστορία ως «shuttle diplomacy». Στις διεθνείς σχέσεις «shuttle diplomacy»
είναι η δράση της διαμεσολαβούμενης διπλωματίας-επικοινωνίας που μπορεί να
είναι χρήσιμη σε κρίσιμες καταστάσεις, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια όταν η
άμεση επικοινωνία είναι πιθανό να είναι αντιπαραγωγική. Η ουσία της έγκειται
στην χρήση τρίτου μέρους που χρησιμεύει ως αξιόπιστο μέσο επικοινωνίας λιγότερο
επιρρεπές στην αντιπαράθεση των δυο εμπλεκομένων μερών.
Απαύγασμα: Σε περιόδους μεγάλης κρίσης το σωστό είναι η διαπραγμάτευση με τον
πυρηνικό αντίπαλο και η αποφυγή θανατηφόρων αντιπαραθέσεων. Ειρήσθω εν παρόδω,
ο Κίσινγκερ πρέπει να είναι συγκλονισμένος με τις ανόητες προκλήσεις Μπάιντεν
και εν γένει με την ακολουθούμενη πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης.
Αντί η κυβέρνηση Μπάιντεν να κατανοήσει την εμπειρία του παρελθόντος με την
Σοβιετική Ένωση, οι αξιωματούχοι της κάνουν ότι μπορούν για να πυροδοτήσουν
περισσότερες και ανεξέλεγκτες συγκρούσεις.
Το ολοφάνερο και καταφανές είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να
αποφευχθεί εάν οι ΗΠΑ είχαν πιέσει τον Ζελένσκι και το ολιγαρχικό κατεστημένο
του Κιέβου να διαπραγματευτεί σοβαρά με τους Ρώσους στο πλαίσιο των συμφωνιών
Μινσκ Ι και Μινσκ ΙΙ. Αντίθετα οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ πυροδότησαν την αντιπαράθεση,
εκπαιδεύοντας και εξοπλίζοντας τις ουκρανικές στρατιωτικές δυνάμεις με σκοπό να
εισβάλουν στις ρωσόφωνες επαρχίες του Ντονέτσκ, χρηματοδοτώντας την εμβάθυνση
των ουκρανικών λιμανιών για να μπορούν να ελλιμενίζονται πολεμικά πλοία του
αμερικανικού και βρετανικού ναυτικού, ώστε να προκαλέσουν την Ρωσία στην
Αζοφική και Μαύρη Θάλασσα.
Η εξέλιξη της σύγκρουσης στην Ουκρανία επί του στρατιωτικού πεδίου σηματοδοτεί
μια νίκη της Ρωσίας και επίτευξη των στόχων της, εδραιώνοντας τον έλεγχο στην
νοτιοανατολική Ουκρανία και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Παρά την μαζική
υποστήριξη του καθεστώτος του Κιέβου από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, οι ουκρανικές
στρατιωτικές δυνάμεις δεν μπορούν να προκαλέσουν την ήττα της Ρωσίας.
ΗΠΑ και ΝΑΤΟ στο ουκρανικό ζήτημα έχουν φτάσει στο «Point Οf Νo Return». Με τις
αποστολές όπλων, τις εκτεταμένες δηλώσεις, τα πολεμικά συμβούλια έχουν δώσει όλο
τους το βάρος σε μια ήττα της Ρωσίας σε αυτή την σύγκρουση, ήττα η οποία δεν
είναι εφικτή. Στην
Ουκρανία διακυβεύεται η μοίρα της ηγεμονικής θέσης των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης
της αξιοπιστίας των αμερικανικών απειλών κατά της Κίνας. Οι
τελείως απερίσκεπτες αποφάσεις της Ουάσιγκτον οδηγούνται από την λογική της
κλιμάκωσης, μια αλαζονική και αδίστακτη λογική που ωθεί, επισπεύδει, σε
πυρηνική κλιμάκωση.
Στον σημερινό πόλεμο, η σκόπιμη ή η ακούσια πυρηνική κλιμάκωση έχει εισέλθει
στην σφαίρα της πιθανότητας, ουδείς πρέπει να αμφιβάλει για τον ορθολογισμό του
Πούτιν και τον παραλογισμό του Μπάιντεν. Η εξελισσόμενη κατάσταση δεν επιτρέπει
βιώσιμες επιλογές πολιτικού συμβιβασμού. Οι εννοιολογικές εκτιμήσεις πυρηνικής
στρατηγικής δείχνουν ότι υπό τις σημερινές συνθήκες η πιθανότητα χρήσης
πυρηνικών όπλων παραμένει υψηλή, παρά την αρχή της αμοιβαίας εξασφαλισμένης
καταστροφής.
Ο τρόπος με τον οποίο οι ΗΠΑ αξιολογούν αυτό τον κίνδυνο παραμένει ασαφής,
επειδή πιθανότατα πιστεύουν ότι o πυρηνικός πόλεμος θα μπορούσε να περιοριστεί
στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Γ. Λιναρδής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.