Ambrose Gwynnett Bierce: Ο Θάνατος του Χάλπιν Φρέιζερ
Βιογραφικό
Ο Αμπρόουζ Μπιρς (Ambrose Gwynnett Bierce 1842-1914-5;) απεχθανότανε το ρεαλισμό. Στο Αλφαβητάρι Του Διαβόλου τον όρισε ως "τη τέχνη ν' αναπαριστάς τη φύση, όπως τη βλέπουν οι βάτραχοι ή ένα διήγημα γραμμένο από κάμπια". Έστω λοιπόν, πως η ζωή του ήτανε μυθιστόρημα. Θα πίστευε άραγε κανείς πως η αρχή και το τέλος του διαθέτουν τον παραμικρό ρεαλισμό; Πόσο αληθοφανές είναι αυτό το εντελώς παράδοξο όνομα Αμπρόουζ Γκουίνετ; Είναι δυνατόν ένας από τους πιο γνωστούς Αμερικανούς λογοτέχνες, ένα από τα διασημότερα πρόσωπα της εποχής του, να χαθεί στα καλά καθούμενα, σαν ν' άνοιξε η γη και να τον κατάπιε, μόνο και μόνο επειδή πετάχτηκε μέχρι το επαναστατημένο Μεξικό για να δει τις μάχες;
Για να πούμε τα πράγματα με το καθημερινό όνομά τους, φαίνεται να υπάρχει μια θεμελιώδης αντίφαση ανάμεσα στη προσωπικότητα που αναδεικνύουν τα δημοσιογραφικά κείμενά του -τον κυνικό μισάνθρωπο κι ατίθασο μισογύνη, τον απογοητευμένο από τους κάθε λογής πολιτικούς και τους -ισμούς τους, τον ορκισμένο εχθρό θρησκειών και παπάδων κάθε γνωστής ή πιθανής λατρείας, τον φαρμακερό υβριστή συγγραφέων που θεωρούσε κακούς, όσο διάσημοι ή άσημοι κι αν ήταν -ανάμεσα σ' αυτή τη προσωπικότητα κι εκείνη που προβάλλουν οι ιδιαίτερα περιποιητικοί βιογράφοι του. Το μελαγχολικό προσωπείο που φοράει ο Μπιρς του "Αλφαβηταρίου" δεν είναι παρά η μάσκα ενός πολύ πληγωμένου ανθρώπου.
Παρόλο που αργά ή γρήγορα τσακωνόταν με τους φίλους του, είχε πάντα πολλούς, ώστε να κάνει ελεύθερα τις επιλογές του. Ίσως επειδή οι γυναίκες νόμιζαν πως ξέρουν ότι η απέχθειά του για το φύλο τους δεν ήταν παρά θεατρινισμός, δεν ήταν λίγες εκείνες -ιδίως νέες συγγραφείς- που κατέφευγαν για συμβουλές στον «Δρ. Τζόνσον» του Σαν Φρανσίσκο, στον κριτικό της Δυτικής Ακτής. Τις δεχόταν πάντα με καρτερική ευγένεια και τις βοηθούσε όσο μπορούσε. Όπως και να 'χει, ο «Πικρόχολος Μπιρς», ο πιο «Μοχθηρός Άνθρωπος του Σαν Φρανσίσκο», κατάφερε να επιβιώσει στο εκτυφλωτικό λυκόφως της φήμης, διαγράφοντας μεγάλη δημοσιογραφική τροχιά, που στη διάρκειά της περιέλαβε για τα καλά, με το πνευματώδες χιούμορ και το σαρκασμό του -που βούιξαν απ' άκρη σ' άκρη στην Αμερική, πριν περάσουν τον Ατλαντικό- συναδέλφους συγγραφείς, διάσημους όπως οι, Χένρι Τζέιμς (Henry James 1843-1916) και Στέφεν Κρέιν (Stephen Crane 1871-1900), μασόνους, υπερβολικά πλούσιους καπιταλιστές, ορισμένους Προέδρους κι ακόμα άσημους ιεροκήρυκες, ενεργητικότατους τοπικούς άρχοντες κι αδέξιους στιχοπλόκους.
Είναι αδύνατον να νιώσουμε σήμερα κείνη την ιδιαίτερη γοητεία, που 'κανε τους συγχρόνους του ν' ανέχονται, ν' απολαμβάνουν και ακόμα ν' αγαπούν το μεγάλο στραβόξυλο. Αρκεί να επισημάνουμε -πράμα που δε κάνουν συνήθως οι σύντομες αναφορές στη ζωή του- πως επρόκειτο για εξαιρετικά καλοφτιαγμένον άντρα. Ήτανε ψηλός με πλούσια υπόξανθα μαλλιά, ευθυτενής κι αθλητικός, παρόλο που υπέφερε από χρόνιο άσθμα. Είχε γαλάζια διαυγή μάτια και φρέσκια ρόδινη επιδερμίδα, παρόλη τη συνήθειά του να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Ντυνότανε κομψά κι ασχολιόταν σχεδόν ψυχαναγκαστικά με την προσωπική του υγιεινή, ίσως επειδή πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του μέσα στη δυσοσμία και τη βρωμιά μιας από τις πιο δυσάρεστες πολεμικές συρράξεις της ανθρώπινης ιστορίας.
Γεννήθηκε 24 Ιουνίου 1842 στην επαρχία Μέιγκς, Οχάιο. Ήτανε το 10ο παιδί της Λάουρα και του Μάρκου Αυρήλιου Μπιρς. Ο πατέρας, φτωχός αγρότης κι ευσεβής Κοινοτιστής Πουριτανός, προερχόμενος -όπως άλλωστε κι η μητέρα- από αποίκους που εγκαταστάθηκαν στη Νέα Αγγλία το 17ο αιώνα, αποφάσισε πως τα ονόματα των παιδιών του έπρεπε ν' αρχίζουν όλα με Α; Αμπιγκέιλ, Αμέλια, Άννα, Άντισον, Αύγουστο, Αλμέντα, Άντριου, Άλμπερτ κι ύστερα Αμπρόουζ. Πώς έφτασεν όμως στο μελόδραμα του Άγγλου συγγραφέα Τζέρολντ (Douglas Jerrold 1803-1857): "Αμπρόουζ Γκουίνετ ή Μια Ιστορία Πλάι Στη Θάλασσα" ("Ambrose Gwynett; or Α Seaside Story" 1828), που 'βαλε δίπλα στο Α του βρέφους ένα G; στη συνέχεια ήρθαν κι άλλα Α: ο Άρθουρ που πέθανε το 1846, σ' ηλικία 9 μηνών, η Αδέλια κι η Αυρηλία, που πέθαναν κι αυτές μες στα επόμενα 2 χρόνια.
Για να τονε καταλάβουμε, πρέπει οπωσδήποτε ν' αρχίσουμε από το γεγονός πως την εποχή που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο γύρω του, η μητέρα του ήταν απασχολημένη πρώτα λόγο με φροντίδα νεογέννητων και δεύτερο με το πένθος για το ήδη νεκρό παιδί. Έτσι, δε πρόσφερε στο αγοράκι την αγάπη που όφειλε. Εκείνος απέρριψε τους γονείς και την οικογένεια· κατέφυγε στα βιβλία. Σύμφωνα μ' όσα λέγονταν, ο Μάρκος είχε τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη στο Κοσκιούσκο της Ιντιάνα, όπου μετακόμισαν το 1846. Εκεί τριγύριζε ο μικρός. Ήταν μόνος. Μόνος στο σπίτι και μόνος στο σχολείο.
Μόλις έκλεισε τα 13, εγκατέλειψε για πάντα το πατρικό. Στην αρχή, έγινε ο φτωχοδιάβολος του τυπογραφείου μιας αντιρατσιστικής εφημερίδας που 'χεν ιδρυθεί πρόσφατα στο γειτονικό Ουάρσοου. Ύστερα τονε τράβηξε το Άκρον Οχάιο, όπου ο Λούκιος, μικρότερος αδελφός του Μάρκου -τόσο μα τόσο διαφορετικός από κείνον- ήταν ο επιφανέστερος πολίτης: δικηγόρος, συγγραφέας, 4 φορές δήμαρχος και θρυλικός πολεμιστής. Όταν το 1838, ο Καναδάς βρισκόταν στα πρόθυρα εξέγερσης ενάντια στη βρετανική επικυριαρχία, ο Στρατηγός Μπιρς πέρασε τη λίμνη Ήρι μ' ένα σώμα 500 εθελοντών, για να προκαλέσει γενικό ξεσηκωμό.
Ο Λούκιος αποφάσισε πως ο Αμπρόουζ έπρεπε να γίνει στρατιωτικός. Μόλις έκλεισε τα 17 τον έστειλε στο περίφημο Στρατιωτικό Ινστιτούτο του Κεντάκι. Ύστερα από 'να χρόνο τον απέβαλαν, αλλά είχεν αποκτήσει ήδη στρατιωτικό παράστημα και γνώσεις σχεδίου και χαρτογραφίας, που σύντομα αποδείχθηκαν εξαιρετικά χρήσιμες. Ακολούθησαν 9 μήνες γεμάτοι διάφορες περιστασιακές δουλειές στο Ουάρσοου ώσπου, άνοιξη του 1861 ξέσπασε ο Εμφύλιος. Ήταν απ' τους πρώτους που κατατάχτηκαν στο στρατό του Λίνκολν (Abraham Lincoln 1809-1865). Με το 9ο Σύνταγμα Πεζικού Εθελοντών του Κεντάκι, μπήκε στο καθημερινό σφαγείο. Στον πρόσφατο Κριμαϊκό Πόλεμο είχανε χάσει τη ζωή τους 20000 Βρετανοί στρατιώτες, από τους οποίους μόνο 3000 ξεψύχησαν στα πεδία των μαχών. Τον Απρίλη του 1862, η φρικιαστική μάχη του Σίλο, που 'λαβε μέρος κι ο Μπιρς, τέλειωσε με 23.741 πτώματα.
Πέρασε τη θητεία του εξ ολοκλήρου στο Νότο. Για έναν άνθρωπο γέννημα-θρέμμα της πεδινής Δύσης, οι ορεινές εκτάσεις του Νότου ήτανε πράγματι συγκλονιστικές. Η ομορφιά τους, μεταβαλλόταν αναπάντεχα, βασανιστικά, σε σκηνικό ανώφελων ηρωισμών και νυχτερινών σφαγών. Ο Μπιρς είδε γουρούνια να τρώνε σάρκες σκοτωμένων στρατιωτών και μυαλά να χύνονται από ανοιγμένα κρανία. Από μιαν άποψη είχε να κάνει με «τυπικό πόλεμο». Η μέχρι αυτοθυσία γενναιότητά του φάνηκε πολύ νωρίς, όταν διέσωσε ένα πληγωμένο συνάδελφό του, περνώντας μες από τα πυρά του στρατού των Νοτίων. Το Ινστιτούτο του Κεντάκι, μετά πολλά χρόνια τονε πρότεινε για προαγωγή.
Το Φλεβάρη του 1862 κι ενώ ήταν ήδη λοχίας, μετατέθηκε στη ταξιαρχία του στρατηγού Γουίλιαμ Χέιζεν (William Babcock Hazen 1830-1887), που ανήκε στο σώμα του Οχάιο, υπό τη διοίκηση του Μπιούελ (Don Carlos Buell, 1818-1898). Ονομάστηκε αξιωματικός της τοπογραφικής υπηρεσίας κι άρχισε να χαρτογραφεί τη περιοχή. Τον επόμενο χρόνο έγινε υπολοχαγός και το Νοέμβρη του 1864 προήχθη τιμητικά σε λοχαγό. Τώρα πια βρισκόταν κοντά στο Επιτελείο κι η συμπεριφορά των στρατηγών του προκαλούσε αηδία. Όσοι δεν ήταν ανόητοι ήταν ανώριμοι. Ο ήρωάς του ήταν ο Χέιζεν, που δεν έβλεπε με καλό μάτι την ανοησία, τόσο των οπλιτών όσο και των αξιωματικών.
Αυτός που θα έγραφε αργότερα το "Αλφαβητάρι Του Διαβόλου", είχε κληρονομήσει απ' τους πουριτανούς προγόνους τους την αυστηρή συνείδηση. Έτσι, τρόμαξε μ' όσα είδε ως υπεύθυνος για τον ομοσπονδιακό θησαυρό στη Σέλμα της Αλαμπάμα, μετά τη λήξη της επιστράτευσης. Όλα τα τσακάλια του Βορρά είχαν έρθει για να σκυλέψουν το Νότο. Δουλειά του Μπιρς ήταν να εντοπίζει και να συγκεντρώνει το βαμβάκι που θεωρείτο πως ανήκε στη κυβέρνηση των ΗΠΑ. Το βαμβάκι ήτανε προϊόν με μεγάλη ζήτηση, τόσο σημαντικό όσο το πετρέλαιο σήμερα. Οι συνάδελφοί του στήνανε κομπίνες με ασυνείδητους επιχειρηματίες, ξετσίπωτους πειρατές και λαθρέμπορους. Η επιμονή του στην εντιμότητα, έθεσε τη ζωή του σε μεγάλο κίνδυνο.
Τώρα έβλεπε πίσω και πέρα από τον πομπώδη ιδεαλισμό του θείου Λούκιου. Γιατί είχε γίνει κείνος ο πόλεμος; Ο τυχοδιωκτισμός των στρατιωτών, η απληστία των δημοσίων λειτουργών, ο πόλεμος κι οι συνέπειές του, προσφέρανε στον ήδη αυστηρό ηθικολόγο Μπιρς, τη κυνική ματιά που συναντάμε στο "Αλφαβητάρι". Τελικά, ο Χέιζεν τονε γλίτωσε απ' αυτή τη κατάσταση. Τον πήρε μαζί του σε μια περιοδεία για την επιθεώρηση των οχυρών στη νέα Ορεινή Περιοχή της Δύσης. Η αποστολή ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1866 κι ήταν επικίνδυνη, αλλά απολαυστική, πορεία στην ινδιάνικη ενδοχώρα, όπου οι βίσονες γύριζαν ακόμη ελεύθεροι. Μόλις τελείωσε η επιθεώρηση, επέστρεψε στο Σαν Φρανσίσκο, ελπίζοντας πως θα πάρει κάποιο γράμμα, που θα τονε διορίζει λοχαγό του στρατού των ΗΠΑ. Το γράμμα το πήρε, αλλά τον πληροφορούσε πως είχε γίνει δεύτερος αναπληρωτής υπολοχαγός. Θύμωσε κι αποφάσισε να τα παρατήσει. Έτσι βρέθηκε άεργος σε μια πόλη που 'σφυζε από δράση, χτισμένη τις 2 τελευταίες 10ετίες, στη διάρκεια του διαβόητου Πυρετού του Χρυσού. Θα μείνει εκεί, για πάνω από 30 χρόνια.
Αρχικά πιάνει δουλειά σαν φύλακας στο Εθνικό Νομισματοκοπείο, ενώ παράλληλα αποφασίζει ν' αναλάβει ο ίδιος τη μόρφωσή του. Διαβάζει όλη τη Παρακμή & Πτώση Της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Decline and Fall οί the Roman Empire) του Έντουαρντ Γκίμπον (Edward Gibbon 1737-1794). Το έργο αυτό, με τη ζωντάνια του, έβγαλε τον Πικρόχολο Μπιρς απ' το κουκούλι του πρώην στρατιώτη που μόνη του περιουσία ήταν οι ελπίδες του. Διάβασε κι έμαθε πως υπήρξε κάποτε μια ισχυρή δημοκρατία, που βυθίστηκε στο χάος κι αναγκάστηκε να τρέχει πίσω από κυκλοθυμικούς Καίσαρες, πως υπήρξαν κάποτε ενάρετοι ηγέτες που αντικαταστάθηκαν από απαίσιους τυράννους. Καθώς είχε πια αποξενωθεί εντελώς απ' τη ψυχρή ευσέβεια των γονιών του και τα επαρχιώτικα ευαγγελικά κηρύγματα, η ειρωνεία με την οποία περιέγραφε ο Γκίμπον τη προκατάληψη, την υποκρισία και τη διαφθορά της πρωτο-χριστιανικής Εκκλησίας, έδωσε πνευματική διάσταση στις στομαχικές αντιδράσεις του. Όχι μόνο οι απόψεις, αλλά και το ύφος του μεγάλου δασκάλου διαποτίζουν το "Αλφαβητάρι" του, κάθε φορά που τολμά να εκφραστεί με το χαρακτηριστικό στόμφο των λατινικών.
Το Σαν Φρανσίσκο ήταν το καταλληλότερο μέρος για να ξεκινήσει τη συγγραφική του καριέρα. 100000 ψυχές περίπου στήριζαν την έκδοση 90 εφημερίδων & περιοδικών κάθε είδους. 2 απ' τους σημαντικότερους πρωτοπόρους αυτού που έλειπε -δηλαδή μιας ξεχωριστής Αμερικανικής λογοτεχνίας- μεσουρανούσαν στο εκκεντρικό, αυτοδημιούργητο στερέωμα της πόλης: ο Μπρετ Χαρτ (Bret Harte 1836-1902) κι ο Μαρκ Τουαίην (Mark Τwaίn Ψευδ. Samuel Taylor Clemens, 1835-1910). Το πρώτο δημοσίευμά του ήταν ένα ποίημα, στην εφημερίδα Califomian. Θα συνεχίσει να γράφει ποιήματα μέχρι το τέλος της καριέρας του. Μερικά ήταν μελαγχολικά. Άλλα -τα περισσότερα- σατιρικά. Όλα όμως διέθεταν άρτια τεχνική και μελωδία.
Πίστευε πως η ποίηση ήταν η υψηλότερη μορφή λογοτεχνίας. Τον ίδιο καιρό όμως αποφάσισε, με θλίψη, πως σίγουρα δεν θα μπορούσε να πετύχει κάτι σημαντικό στη ζωή του μόνο με τη συγκίνηση των στίχων. Άρχισε να δημοσιεύει άρθρα από δω κι από κει. Το καλοκαίρι του 1868 έγινε μέλος του δημοσιογραφικού επιτελείου της News Letter κι από το Δεκέμβρη, αρχισυντάκτης της εφημερίδας. Ο προκάτοχός του -κάποιος Γουότκινς- πριν φύγει για τη Ν. Υόρκη, του συνέστησε ευγενικά να διαβάσει Τζόναθαν Σουίφτ (Johnathan Swift 1667-1745) και Βολταίρο (Francois-Marie Arouet Voltaire 1694-1778).
Απ' τον τρελόπαπα έμαθε μέχρι πού μπορεί να φτάσει η άγρια αγανάκτηση, ώστε να μη γίνει κακόγουστο χάχανο. Από το Γάλλο αφομοίωσε μια μέθοδο λακωνικής και χαριτωμένης ειρωνείας, που βρισκόταν στον αντίποδα του Γκίμπον. Στην ίδια σελίδα του "Αλφαβηταρίου" ο Σουϊφτικός ορισμός της Αγκαλιάς ως "... πρωτίστως χρήσιμης στα αγροτικά πανηγύρια, για τη στήριξη δίσκων με κρύο κοτόπουλο και κεφαλών αρσενικών ενηλίκων", ακολουθείται από τον Βολταιρικό Δικηγόρο "...Αυτόν που ξέρει να παρακάμπτει το νόμο".
Ο άγγλος ιδιοκτήτης της News Letter, ο Φρέντερικ Μάριοτ (Frederick Marriott 1805-1884), είχε καταφέρει να κάνει την εφημερίδα του το πιο αποδοτικό διαφημιστικό μέσο του Σαν Φρανσίσκο και τώρα έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση, βλέποντας πως η εκ του συστάδην επίθεση του Μπιρς -που 'γραφε με το ψευδώνυμο Τελάλης- στον Κλήρο της πόλης θα του ανέβαζε την κυκλοφορία. Οι αντιδράσεις ήτανε σκανδαλώδεις. Καυτηρίαζε την εγκληματική συμπεριφορά των Χριστιανών απέναντι στην εργατική κινεζική κοινότητα και σχολίαζε τους φόνους και τις αυτοκτονίες. Οι φόνοι -ιδιαίτερα οι αιματηροί- είναι ακόμη και σήμερα σημαντικός λόγος για την αύξηση της κυκλοφορίας των εφημερίδων. Σε μιαν εποχή και σ' ένα τόπο, που οι εφημερίδες ήταν επιθετικές και βάναυσες, όλο το Σαν Φρανσίσκο αντιμετώπιζε με οδυνηρή έκπληξη ή χαιρεκακία τη Σουϊφτική απουσία αναστολών του Τελάλη.
Το ανερχόμενο αστέρι βρήκε το αστέρι της καρδιάς του στη Μόλι Ντέι, κόρη ενός επιτυχημένου μεταλλωρύχου. Στο μεταξύ, ο Μπιρς είχεν ήδη προκαλέσει αίσθηση στο Λονδίνο, που τότε ήταν ακόμη η λογοτεχνική πρωτεύουσα του αγγλόφωνου κόσμου. 1872 ο γερο-Ντέι αποχαιρέτησε πανευτυχής το νεαρό ζευγάρι, που στράφηκε προς ανατολάς. Κι άλλοι αστέρες της Καλιφόρνια αφέθηκαν στην έλξη του ίδιου μαγνήτη. Ο Μπρετ Χαρτ θα μετακόμιζε για τα καλά στην Αγγλία. Ο Μαρκ Τουαίην έκανε μια σύντομη εμφάνιση, όπως κι ο Χοακίν Μίλλερ (Joaquin Miller 1837-1913), σαν ιδιότυπος καουμπόι «Ποιητής των Σιέρας». Όμως ο Μπιρς προτίμησε να τριγυρίζει στα καπηλειά με μια παρέα διακεκριμένων Άγγλων πεζογράφων και δημοσιογράφων, που συμπληρωνότανε κάπου-κάπου με τον Γκίλμπερτ (W.S. Gilbert 1836-1911) και με το λιμπρετίστα του, Σάλλιβαν (Arthur Seymour Sullivan 1842-1900).
Ο Μπιρς βρήκε εκδότες για 3 συλλογές πεζών. Το ψευδώνυμό του, «Ντοντ Γκριλ» (Dod Grile), αναγραμματισμός του «Οργισμένος Θεός» (God Riled) δεν είχε επιτυχία, δεν έγινε οικείο στους αναγνώστες κι έτσι δυσκολεύτηκε κάπως να συντηρήσει τη γυναίκα και τους 2 νεογέννητους γιους του. Η Αγγλία όμως του άρεσε -μετεβλήθη σ' ένθερμο αγγλόφιλο- και στενοχωρήθηκε όταν η Μόλι, που 'χεν ήδη επιστρέψει στο Σαν Φρανσίσκο, νοσταλγώντας τον τόπο της, του ανήγγειλε πως ήταν έγκυος στο 3ο τους παιδί. Οκτώβρη του 1875 έφτανε κοντά στην οικογένειά του, στη Καλιφόρνια, καταμεσίς μιας οικονομικής ύφεσης, που τον ανάγκασε να περάσει πολλούς μήνες άνεργος, πριν καταφέρει να υπογράψει μια στήλη στην εφημερίδα Argonaut, σα «Πολυλογάς» ο «Τελάλης» με νέο όνομα.
Το 1880 παρατά ξαφνικά τη δημοσιογραφία κι αναλαμβάνει διεύθυνση ενός μεταλλείου στους Μαύρους Λόφους της Ντακότα. Μιλάμε για Άγρια Δύση στα «άγριά» της! Είχε την πρόνοια να προσλάβει το γρηγορότερο εν ζωή πιστόλι της περιοχής, για τη προστασία της επιχείρησης. Στις μισθοδοτικές καταστάσεις τον καταχώρισε ως «Μπούνι Μέι, δολοφόνος». Όντως υπήρχε χρυσάφι σε κείνους τους ανθρακόλοφους, αλλά η επιχείρηση δεν βρισκότανε στο σωστό σημείο κι έτσι, χωρίς ευθύνη του -σ' όλες τις δουλειές του ήτανρ πολύ αποδοτικός- το σύμπαν κατέρρευσε σε μερικούς μήνες.
Ξανάστησε όμως τη στήλη του «Πολυλογά» σε μιαν άλλη εφημερίδα του Σαν Φρανσίσκο. Η Wasp τον προσέλαβε ως συντάκτη τον Γενάρη του 1881. Τότε θα ξεκινούσε -όλως παραδόξως από το γράμμα Ρ- τα λήμματα που θα συγκέντρωνε αργότερα με τίτλο "Το Αλφαβητάρι Του Διαβόλου". Η στήλη έγινε δημοφιλής και στα επόμενα 5 έτη θα 'φτανε τα 88 λήμματα, με 15-20 λέξεις το καθένα. Η κρίσιμη στιγμή της λογοτεχνικής ζωής του έφτασε το 1887, όταν ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ (William Randolph Hearst 1863-1951), απόφοιτος του Χάρβαρντ και γιος ενός πλούσιου διαφθαρμένου αυτοδημιούργητου γερουσιαστή, αντιλήφθηκε πως το μέλλον των εφημερίδων βρισκόταν στον κιτρινισμό που ερεθίζει μ' αισχρό τρόπο τις αισθήσεις των αναγνωστών. Άρπαξε τον Μπιρς και τον έβαλε να γράφει μια στήλη και κύρια άρθρα στην Examiner του Σαν Φρανσίσκο.
Το γεγονός πως του παρείχε τη δυνατότητα ν' αμφισβητεί ό,τι κι όποιον ήθελε ήταν αρκετό. Τον Χερστ δεν τον ένοιαζε αν οι απόψεις που εξέφραζε ήταν αντίθετες με τις δικές του. Εξάλλου, η Examiner ήταν μια καλή διέξοδος για τις ιστορίες από τον Εμφύλιο που τον καθιέρωσαν ως σημαντικό αμερικανό λογοτέχνη. Το διήγημα βρισκόταν ακόμη στην εφηβεία του ως λογοτεχνικό είδος. Ο Μπιρς το τροφοδότησε με έναν συνδυασμό προσεκτικά επιλεγμένων λεπτομερειών κι αλλόκοτων, εξαιρετικών γεγονότων, οπωσδήποτε απίστευτων. Θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος του Μαγικού Ρεαλισμού, που αναπτύχθηκε στη διάρκεια του 2ου μισού του 20ου αιώνα ή και μια σημαντική επιστροφή στον Γουώλτερ Σκοτ (Sir Walter Scott 1771-1832), το μεγάλο δημιουργό «μυθιστοριών». Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στο λήμμα Μυθιστόρημα, στο "Αλφαβητάρι": "Για τη μυθιστορία, το μυθιστόρημα είναι ό,τι η φωτογραφία για τη ζωγραφική".
Ο διεισδυτικός επιμελητής του έργου του Μπιρς καταλαβαίνει την «εσωτερική σχέση» των διηγημάτων για τον Εμφύλιο, των Μύθων και των φανταστικών ιστοριών, που 'χουν ήρωες πολίτες. Όμως την αναμφισβήτητη προτίμηση των αναγνωστών την συγκέντρωσαν οι φανταστικές ιστορίες. Στην αγγλόφωνη λογοτεχνία δεν υπάρχει τίποτε παρόμοιο με τα διηγήματα του Εμφυλίου, που συνεχίζουν να συγκλονίζουνε τον αναγνώστη, ακόμη και μετά απ' όλα τα εξαιρετικά κείμενα για τον πόλεμο που γράφτηκαν μετά το 1914. Ακόμη και τα γραπτά του Ρόμπερτ Γκρέιβς (Robert Graνes 1895-1985), ας πούμε, ή του Βασίλι Γκρόσμαν (Vasily Grossman 1905-1964), συγκρινόμενα με το αδέκαστο "Τσικαμάουγκα" (Chickamauga) του Μπιρς, φαίνονται σα να μας λυπούνται, σαν να μας κρύβουν κάποια πράγματα.
Υπηρετούσε στη ταξιαρχία του Χέιζεν στη Τζόρτζια όταν το Σεπτέμβρη του 1863 ξέσπασε η μάχη της Τσικαμάουγκα. Ο στρατός των Βορείων οπισθοχώρησε, εγκαταλείποντας 16000 νεκρούς και βαριά πληγωμένους. Όπως οι περισσότεροι παλιοί στρατιώτες, ο Μπιρς έπνιξε μέσα του τις φρικιαστικές, κυριολεκτικά απερίγραπτες, μνήμες του πολέμου, για 10ετίες. Τελικά, η τέχνη του κατάφερε να σχηματοποιήσει τη Τσικαμάουγκα, όχι φωτογραφικά, αλλά από την άποψη των συνεπειών της, με τα μάτια ενός κωφάλαλου αγοριού.
Το 1ο βιβλίο του, Ιστορίες Για Στρατιώτες & Πολίτες (Tales οf Soldiers & Civίlians), εμφανίστηκε το 1891. Αυτή η σοβαρή δημιουργική έκρηξη είχε συμπέσει με την καταστροφή της προσωπικής του ζωής. Εξαγριώθηκε όταν ανακάλυψε την ερωτική επιστολή που 'χε στείλει στη Μόλι κάποιος Δανός περαστικός απ' τη Καλιφόρνια. Ίσως, αυτή η λόγω απιστία της, να μην ήτανε παρά μόνο πρόφαση κι όχι αιτία για το χωρισμό τους το 1888, παρόλο που πολύ αργότερα θα εξομολογιόταν στις κόρες του πως η μητέρα τους ήταν η μεγάλη αγάπη του. Την επόμενη χρονιά, ο Ντέι, ο 17ετής γιος του, ανερχόμενος δημοσιογράφος, αυτοπυροβολήθηκε αφού πρώτα σκότωσε τον καλύτερό του φίλο για χάρη ενός κοριτσιού. Η γραφή του Μπιρς έγινε ακόμη πιο πικρόχολη.
Όσο για τον Χερστ ήτανε καταδεκτικός και καλοπληρωτής, αλλά ο Μπιρς δεν άργησε ν' αντιληφθεί και ν' αντιμετωπίσει με καχυποψία τα πολιτικά σχέδιά του. (Οι λαϊκίστικες εφημερίδες του εξυπηρετούσανε την επιθυμία του να γίνει Πρόεδρος). Αλλά οι προσδοκίες του εργοδότη του γίνανε και δικές του όταν το 1896 ο Χερστ τον έστειλε στην Ουάσινγκτον, για να οργανώσει εκστρατεία ενάντια στον Κόλλις Π. Χάντινγκτον [Collis Ρ. Huntingdon 1821-1900]. Ο Μπιρς τον απεχθανότανε, ένα βετεράνο της επιβίωσης μιας γενιάς αδίστακτων καπιταλιστών της μετεμφυλιακής εποχής. Η κυβέρνηση Λίνκολν είχε δανειοδοτήσει τη Southern Pacific Railroad Company, που του ανήκε. Τα χρήματα δεν επεστράφησαν και τώρα ο Χάντινγκτον προωθούσε στο Κογκρέσο νομοσχέδιο, που ανέστειλε το χρέος για 75 πέντε χρόνια! Τους επόμενους μήνες, δημοσίευε συγκλονιστικά στοιχεία στις εφημερίδες του Χερστ στο Σ. Φρανσίσκο και τη Ν. Υόρκη.
Μια μέρα, στα σκαλιά του Καπιτωλίου, ο Χάντινγκτον του ζήτησε να ορίσει την τιμή του. "Η τιμή μου" απάντησε κείνος, "είναι 75 εκατομμύρια δολάρια. Αν, όταν είστε έτοιμος να πληρώσετε, τυχαίνει να λείπω, μπορείτε να τα δώσετε στο φίλο μου, το θησαυροφύλακα των ΗΠΑ". Η απάντηση έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες όλης της χώρας και το Κογκρέσο απέρριψε τα σχέδια του Χάντινγκτον.
Το Δεκέμβρη του 1899, επέστρεψε στην Ουάσιγκτον για μόνιμη εγκατάσταση. Ήταν ακόμη υπάλληλος του Χέρστ και περιζήτητος, όταν για κακή του τύχη, στις αρχές του 1901, ο Λιγκ, ο 2ος γιος του -επίσης δημοσιογράφος- πέθανε από πνευμονία στη Ν. Υόρκη. 4 χρόνια
αργότερα πέθανε κι η Μόλι Μπιρς, αφού επιτέλους είχεν υποβάλλει αίτηση διαζυγίου. Στο μεταξύ, ο Μπιρς παρήγαγε για τον Χερστ, περισσότερο... Αλφαβητάρι. Το "Αλφαβητάρι Ενός Κυνικού" (The Cynic's Word Book) εμφανίστηκε το 1906 κι ο εκδότης του, ο Νταμπλντέι, ήτανε πανευτυχής με τον τίτλο. Περιλάμβανε το σύνολο των λημμάτων, από το Α μέχρι και το L. Ολόκληρο το "Αλφαβητάρι", με το σωστό τίτλο του, δημοσιεύθηκε το 1911, στον 7ο τόμο μιας παράτολμης 12τομης έκδοσης των "Απάντων" του [Collected Works 1909-1912].
Με το γύρισμα του αιώνα, το Αλφαβητάρι είχε μεγάλην απήχηση. Οι αντιδράσεις ήταν αλυσιδωτές, από το μισογυνισμό των κόμικς της New Yorker και τις μπηχτές του Γκρούτσο Μαρξ (Groucho Marx 1890-1977) μέχρι την άγρια σάτιρα του Γκέοργκ Γκρος (Georg Grosz 1893-1959), του Στιβ Μπελ (Steve Bell 1951-) και του Ραλφ Στέντμαν (Ralph Steadman 1936-), που εικονογραφεί με τον καλύτερο τρόπο του βιβλίου αυτού. Το γεγονός πως βιάστηκε να συγκεντρώσει τα γραπτά του, ενδέχεται να σημαίνει πως πίστευε ότι δεν θα έγραφε πια κάτι αξιόλογο. Μπορεί να 'νιωθε πως έγραψε, μίλησε και μέθυσε αρκετά. Από το φθινόπωρο του 1913, άρχισε να κουβεντιάζει για το ενδεχόμενο να πάει στο Μεξικό και να δει από κοντά τις επαναστατικές εξελίξεις. Το αντιμετώπιζε ίσως σαν μια μορφή ευθανασίας. Ήθελε ν' αγωνιστεί στο πλευρό των ανταρτών του Πάντσο Βίγια (Pancho Villa / Doroteo Arango Arambula 1877-1923) ή να τονε πάρει καμιά αδέσποτη; Εκτός τούτου, συνέχισε να ισχυρίζεται πως ο πόλεμος τον ενδιέφερε ακόμη.
Γνωρίζουμε πως τον Οκτώβρη επισκέφθηκε τα παλιά πεδία των μαχών του Εμφυλίου, συμπεριλαμβανομένης της Τσικαμάουγκα και πως έφτασε στο Τέξας, απ' όπου ταχυδρόμησε μερικά γράμματα. Το αν και κατά πόσον η επιστολή που 'λαβε η γραμματέας και σύντροφός του Κάρι Κρίστιανσον -και φέρεται ως η τελευταία, με ημερομηνία αποστολής: 26 Δεκέμβρη 1914- ταχυδρομήθηκε από τη Τσιουάουα στο Μεξικό, δεν είναι βέβαιο. Τυπικά, πρόκειται για το τελευταίο ίχνος του. Το σίγουρο είναι ότι κανείς από τους πολλούς αμερικανούς δημοσιογράφους που ακολουθούσανε το στρατό του Βίγια, δεν συνάντησε τον παλαίμαχο και διάσημο συνάδελφό του και πως η έρευνα που διεξήγαγε η αμερικανική κυβέρνηση δεν είχε κανέν αποτέλεσμα.
"Πολύ σημαντικότερη είναι η εκκεντρική και μελαγχολική μορφή του Αμερικανού δημοσιογράφου Αμπρόουζ Μπιρς [Ambrose Bierce, 1842-1914;], ο οποίος πέρασε μέσα από το σφαγείο του Εμφυλίου Πολέμου, αλλά κατάφερε να επιβιώσει, για να μας δώσει μερικές από τις καλύτερες ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ στη γλώσσα μας, και να εξαφανιστεί, το 1913, αφήνοντας πίσω ένα σύννεφο μυστηρίου που θα έλεγε κανείς πως βγήκε από την εφιαλτική φαντασία του. Ο Μπιρς ήταν σατιρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος, αλλά την φήμη του την οφείλει κυρίως στα σκοτεινά, αρχαϊκής πνοής διηγήματά του, τα περισσότερα από τα οποία αντλούν τα θέματά τους από τον Εμφύλιο, και αποτελούν την ζωηρότερη και ρεαλιστικότερη συμβολή της λογοτεχνίας μας, στην καλλιτεχνική διαπραγμάτευση εκείνης της σύγκρουσης. Ουσιαστικά, όλες οι ιστορίες του Μπιρς είναι ιστορίες τρόμου. Ενώ ασχολούνται κυρίως με τις οργανικές και ψυχολογικές που παίρνει ο τρόμος στο πλαίσιο της φύσης, εισάγουν μιαν αναλογία ανάμεσα στον κίνδυνο και το υπερφυσικό στοιχείο, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στην λογοτεχνία του αλλόκοτου".
Χ.Π. Λάβκραφτ (1890-1937) Ο Υπερφυσικός Τρόμος Στη Λογοτεχνία 1935
Ο κύριος Σάμιουελ Λάβμαν [Samuel Loveman, 1885-1976], εξαίρετος ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας, που τονε γνώρισε προσωπικά, συμπυκνώνει με τον παρακάτω τρόπο την ιδιοφυΐα του μεγάλου «Ουτοπιστή», στον πρόλογο της έκδοσης μέρους της αλληλογραφίας του:
"Στον Μπιρς - για πρώτη φορά - η φρίκη δεν είναι ούτε ρητορικό τέχνασμα ούτε εκτροπή, όπως στον Ποε [Edgar Allan Poe, 1809-1849] και τον Μωπασάν [Guy de Maupasant, 1850-1891], αλλά μια ατμόσφαιρα καθορισμένη κι αλλόκοτα ακριβής. Οι λέξεις, τόσο απλές που θα μπορούσαμε ίσως να τους προσάψουμε υπερβολική λογοτεχνικότητα, αποκτούν κάτι ανίερα φρικτό, μια νέα απρόσμενη διάσταση. Στον Πόε νομίζει κανείς πως αυτός ο μετασχηματισμός των λέξεων πρόκειται για tour de force [ανδραγάθημα], ενώ στον Μωπασάν για μια αγωνιώδη δέσμευση στην επίτευξη της αποκορύφωσης. Στον Μπιρς, απλά κι ειλικρινά, το δαιμονιακό στοιχείο διατηρείται σταθερό κι απόλυτα θεμιτό μέχρι τέλους. Επιπλέον, τίθεται διαρκώς μια σιωπηρή συμμαχία με την φύση. Στο "Θάνατο του Χάλπιν Φρέιζερ", τα λουλούδια, το χορτάρι, τα κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων γίνονται με υπέροχο τρόπο ένα οχυρό ενάντια στην επέλαση του υπερφυσικού κακού. Δεν πρόκειται για τον συνήθη ιδανικό κόσμο,αλλά για έναν κόσμο διαποτισμένο από το μυστηριώδες γαλάζιο και την κάθιδρη απείθεια των ονείρων˙ αυτό είναι Μπιρς. Τέλος, με κάποιον περίεργο τρόπο, το απάνθρωπο δεν λείπει εντελώς".
Το «απάνθρωπο» στο οποίο αναφέρεται ο Λάβμαν, συνίσταται σε μια σπάνια διαπλοκή σαρδόνιας κωμωδίας και μαύρου χιούμορ, κι ακόμη-ακόμη σ’ ένα είδος απόλαυσης που υποβάλουν εικόνες σκληρότητας και μαρτυρικής απογοήτευσης. Το έργο του είναι γενικά κάπως άνισο. Πολλά διηγήματά του είναι ολοφάνερα γραμμένα κατά παραγγελία, με κοινότοπο τεχνητό ύφος, που προέρχεται από τα δημοσιογραφικά πρότυπα, αλλά το ιδιόμορφο στοιχείο του αποτρόπαιου τους προσδίδει κάτι εξαιρετικό, και αρκετά από αυτά βρίσκονται οπωσδήποτε στην κορυφή της αμερικανικής διηγηματογραφίας.
Ο Μπιρς σπάνια εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες των θεμάτων του ή τουλάχιστον όχι όσο συχνά το καταφέρνει ο Πόε. Ένα μεγάλο μέρος του έργου του διακατέχεται από κάποια αίσθηση αφέλειας, πεζογραφικής στερεοτυπίας κι επαρχιωτισμού, στοιχεία αντιπαραβαλλόμενα με τις προσπάθειες των επιγόνων του. Εντούτοις, η γνησιότητα κι η καλλιτεχνική αξία των σκοτεινών υπαινιγμών του, θα κρατούν πάντα τα διηγήματά του στο απυρόβλητο της επέλασης του χρόνου.
"Ο Αμπρόουζ Μπιρς, για του οποίου τη καταγωγή και την εκπαίδευση δεν υπάρχουν πληροφορίες, εκτός από το εύλογο γεγονός πως δεν είναι από την Καλιφόρνια, έχει γράψει ποιήματα και διηγήματα, αλλά τον γνωρίζουμε κυρίως από τα καυστικά δημοσιογραφικά κείμενά του. Η γραφή του είναι εν πολλοίς πικρόχολη, σαρκαστική κι αν ήθελα να ψήσω έναν άνθρωπο στα κάρβουνα, δεν θα μπορούσα να βρω άλλον που να ξέρει καλύτερα τι πρέπει να κάνω. Μα παρόλη την δύναμη της πένας του, δεν είναι εύκολος συγγραφέας. Διψά για φρίκη, του αρέσει να κάνει τις τρίχες των αναγνωστών του να ορθώνονται και τα μάτια τους να κινδυνεύουν να πεταχτούν από τα κρανία τους. Ένα διήγημα του Αμβρόσιου Μπιρς δεν μπορεί εύκολα να κερδίσει την επιδοκιμασία οποιουδήποτε κάθεται μόνος μια σκοτεινή νύχτα του χειμώνα, σ’ ένα δωμάτιο με πόρτες που δεν κλειδώνουν καλά και παραθυρόφυλλα που τρίζουν. Η λιακάδα, το καταγάλανο κύμα, οι ψίθυροι των φύλλων, και το κελάρυσμα των δροσερών πηγών δεν γοητεύουν τον Μπιρς. Όσοι από μας αγαπούν όλες αυτές τις φυσικές ομορφιές, θα θεωρήσουν οπωσδήποτε τον συγγραφέα τουλάχιστον αλλόκοτο. Του λείπει εκείνη η ζωντάνια κι η πνευματική ισορροπία, που κάνουν το έργο του Στήβενσον [Robert Louis Stevenson, 1850-1894] γοητευτικό κι ιδιαιτέρως τονωτικό. Επιπροσθέτως, δεν εννοεί να περιορίσει την έφεσή του προς τη δημιουργία παράξενων λέξεων, τόσο το χειρότερο που αυτή η έφεση δεν υποστηρίζεται από σοβαρά φιλολογικά προσόντα".
SAN FRANCISCO NEWS LETTER Τεύχος Χριστουγέννων, 1897
Πραγματικά στοιχεία που να στηρίζουνε τη φήμη πως πήγε στο Γκραντ Κάνιον, βρήκε μιαν ήσυχη γωνιά κι αυτοπυροβολήθηκε, δεν υπάρχουν.
«O θάνατος επιφέρει πολύ σημαντικότερες αλλαγές από αυτές που συνήθως παρατηρούμε. Συμβαίνει συχνά να επιστρέφουν οι ψυχές και να εμφανίζονται στους ζωντανούς με την μορφή των σωμάτων που εγκατέλειψαν όταν πέθαναν. Το ίδιο γίνεται και με τα σώματα. Συχνά επανέρχονται στην ζωή και κινούνται χωρίς ψυχή. Μάλιστα εκείνοι που έτυχε να συναντήσουν ένα τέτοιο πτώμα -κι επέζησαν- δήλωσαν πως δεν έχει συναισθήματα και μνήμη˙ μόνο μίσος. Επίσης, είναι γνωστό πως άνθρωποι οι οποίοι υπήρξαν καλοκάγαθοι όσο ζούσαν, έγιναν κακοί όταν πέθαναν».
ΜΕΡΟΣ 1ο
Μια νύχτα κατασκότεινη στα μέσα του καλοκαιριού, ένας άνδρας ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο του μέσα στο δάσος, ανακάθισε στην γη, κοίταξε, για μια στιγμή το απόλυτο σκοτάδι που τον έζωνε και είπε: «Κατερίνα Λαρού». Αυτό μονάχα. Κι ούτε ήξερε γιατί. Ο άντρας λεγόταν Χάλπιν Φρέιζερ. Κάποτε έμενε στην Σάντα Έλενα, μα τώρα κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται, γιατί είναι νεκρός. Όταν έχεις την συνήθεια να κοιμάσαι στα δάση, με μόνο στρώμα τα ξερά φύλλα και την βρεγμένη γη και μόνο σκέπασμα τα κλαδιά απ’ όπου έπεσαν τα φύλλα και τον ουρανό απ’ όπου έπεσε η γη, δε μπορείς να ελπίζεις πως θα ζήσεις πολύ. Παρόλα αυτά, ο Φρέιζερ κατάφερε να φτάσει τα τριανταδύο. Υπάρχουν πλάσματα σ’ αυτόν τον κόσμο -εκατομμύρια πλάσματα κι ίσως τα πιο σπουδαία- που θεωρούν πολύ σημαντικό να γίνεις τριανταδύο χρόνων. Είναι τα παιδιά. Όταν αντικρίζεις το ταξίδι της ζωής από το πρώτο λιμάνι που έπιασε το καραβάκι των ημερών σου, ακόμα κι η πιο μικρή απόσταση μοιάζει να οδηγεί στη μακρινότερη ακτή. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι βέβαιο αν ο Χάλπιν Φρέιζερ πέθανε από τις κακουχίες.
Είχε περάσει όλη τη μέρα στα βουνά του Όκλαντ, κυνηγώντας περιστέρια κι άλλα μικρά αποδημητικά. Αργά το απόγευμα συννέφιασε ο καιρός κι έχασε ο Χάλπιν τον προσανατολισμό του, κι αντί να κάνει ό,τι κάνει όποιος χαθεί, να κατεβεί γρήγορα-γρήγορα στα πεδινά, να βρει τους δρόμους, να σωθεί, μπερδεύτηκε ακόμη περισσότερο γυρεύοντας τα μονοπάτια, μέχρι που η νύχτα τον πρόφτασε στο δάσος. Μες στο σκοτάδι δεν μπορούσε να περάσει τις πυκνές φυλλωσιές που του έφραζαν το δρόμο. Σάστισε πια ολότελα, κουράστηκε, ξάπλωσε στην ρίζα μιας μεγάλης Μαντόρνας και κοιμήθηκε βαθιά, χωρίς ούτε ένα όνειρο. Ώρες μετά, μες στη καρδιά της νύχτας, κάποιος μυστήριος άγγελος Θεού, ξέφυγε απ’ τις αμέτρητες στρατιές των συναδέλφων του, και γλίστρησε σαν αστραπή κατά την Δύση, κάτω. Ψιθύρισε την λέξη του ξυπνημού στο αυτί του κοιμισμένου κι εκείνος ανακάθισε κι είπε ένα όνομα, χωρίς να ξέρει ούτε γιατί ούτε σε ποιον ανήκε.
Ο Χάλπιν Φρέιζερ δεν ήταν φιλόσοφος, ούτε επιστήμονας. Είχε ξυπνήσει απότομα απ' τον βαθύ, τρισκότεινο ύπνο του και είχε πει ένα όνομα που δεν θυμότανε καν να το θυμάται. Κι όμως δεν μπήκε καν στον κόπο να σκεφτεί πως θα μπορούσε να δώσει μιαν εξήγηση. Απλά του φάνηκε παράξενο και ριγώντας απρόθυμα, σε ένδειξη σεβασμού προς τη ψύχρα που έβαζε η νύχτα τέτοια εποχή, ξάπλωσε πάλι και κοιμήθηκε. Όμως τώρα, ο ύπνος του δεν ήταν πια τρισκότεινος: ονειρευόταν.
Πήγαινε, λέει, σ’ έναν μεγάλο χωματόδρομο, που χανόταν κατάλευκος μες στα νυχτερινά σκοτάδια του Καλοκαιριού. Από πού είχε ξεκινήσει, πού πήγαινε και γιατί, ιδέα δεν είχε, παρόλο που όλα ήταν τόσο απλά και φυσικά. Έτσι είναι τα όνειρα, αφού στη Πέρα Γη του Κρεβατιού, οι εκπλήξεις δεν προβληματίζουνε κανένα κι η λογική αναπαύεται. Σε λίγο, έφτασε σε μια διασταύρωση. Ένας στενότερος, λιγότερο ταξιδεμένος, δρόμος ξεκινούσε από τον μεγάλο χωματόδρομο κι έμοιαζε πια παρατημένος, γιατί -όπως σκέφτηκε ο Χάλπιν- θα οδηγούσε σε κάτι οπωσδήποτε κακό. Δεν δίστασε, τον πήρε αμέσως, σαν σπρωγμένος από κάποια ακατανίκητη ανάγκη.
Καθώς βάδιζε με κόπο, άρχισε να νιώθει πως ο δρόμος του ήταν ζωντανός: γεμάτος αόρατα πλάσματα, που δεν μπορούσε να τους δώσει κάποια μορφή συγκεκριμένη. Μόνο ασυνάρτητους ψιθύρους, κομματιασμένους, άκουγε πίσω απ’ τα δέντρα, ολόγυρά του. Άγνωστη ήταν η γλώσσα τους κι όμως κάπως τη καταλάβαινε. Λέξεις, φράσεις ατέλειωτες, αποσπάσματα φρικαλέας συνομωσίας ενάντια στο σώμα και τη ψυχή του.
Είχε νυχτώσει απ’ ώρα, κι όμως το απέραντο δάσος που διέσχιζε σαν να φωτιζόταν από κάποια ασθενική λάμψη. Δεν ήξερε από πού ερχόταν εκείνη η λάμψη, γιατί δεν έβλεπε τα πράγματα τριγύρω του να ρίχνουν σκιά. Μια πορφυρή αναλαμπή αιχμαλώτισε το βλέμμα του. Οι παλιές ροδιές που είχε αφήσει κάποιο κάρο, σχημάτιζαν μακρόστενες λιμνούλες, σαν να ’βρεχε πριν από λίγο. Σταμάτησε και βούτηξε τα δάχτυλά του εκεί. Ήταν αίμα! Κοίταξε γύρω του. Αίμα παντού. Τ' αγριόχορτα που θέριευαν στις άκρες του δρόμου είχανε τα πανύψηλα πλατιά τους φύλλα βουτηγμένα στο αίμα κι η σκόνη ανάμεσα στις παλιές ροδιές ήταν γεμάτη ξεραμένες κηλίδες σαν να έπεσε κόκκινη βροχή. Στους κορμούς των δέντρων ξεχώριζαν αμέτρητα σημάδια πορφυρά, κι από τα φυλλώματά τους το αίμα έσταζε σαν τη δροσιά.
Κοίταζε γύρω του ο Χάλπιν μ' ένα τρόμο, που δεν ταίριαζε στην φυσική ικανοποίηση που ένιωθε. Όλα εκείνα του φαίνονταν σαν εξαγνισμός ενός εγκλήματος. Ήξερε πως ο ένοχος ήταν ο ίδιος, μα δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε και πού το έκανε. Η συνείδηση της ενοχής του δεν ήταν παρά ένας ακόμη τρόμος μες στις τόσες απειλές, στα τόσα μυστήρια που τον κύκλωναν. Μάταια γύρισε πίσω στη περασμένη του ζωή, μήπως και θυμηθεί την στιγμή του ανοσιουργήματός του. Οι σκηνές, τα περιστατικά βούιζαν και μπερδεύονταν μες στο μυαλό του. Η μια εικόνα έσβηνε την άλλη ή έσμιγε μαζί της κι έπλαθε κάτι αόριστο, θαμπό. Πουθενά μια λάμψη, μια μικρή φλογίτσα, κάποιο σημάδι αυτού που αναζητούσε. Η αποτυχία φούντωσε τον τρόμο του. Ένιωθε σαν να 'χε σκοτώσει μες στο σκοτάδι, μα δεν ήξερε ποιον και γιατί. Έφριξε καθώς το μυστηριώδες φως σάλεψε σιωπηλά, απαίσια, απειλητικά, ανάμεσα σε κείνη την επίβουλη βλάστηση, σε κείνα τα δέντρα, που σαν να είχαν συνεννοηθεί, απέπνεαν κάτι μελαγχολικό, κάτι μοχθηρό. Ήταν βέβαιος πως όλα γύρω του συνωμοτούσαν για να ταράξουν την γαλήνη του.
Δεν άντεχε πια. Από παντού έφταναν στ' αυτιά του καθαρά μυριάδες αναπάντεχοι ψίθυροι πλασμάτων, που ήταν ολοφάνερο πως δεν ανήκαν στον κόσμο αυτόν. Μάζεψε τις δυνάμεις του και, σαν να ήθελε να διαλύσει κάποια απαίσια μάγια που τον βύθιζαν αργά στη σιωπή, στη πλήρη αδράνεια, κραύγασε με όση ορμή του επέτρεπαν τα πνευμόνια του! Η φωνή του φάνηκε να σπάζει σε άπειρα κομμάτια παράξενων, πρωτόγονων ήχων. Ένα ακατανόητο τραύλισμα ξεπήδησε από μέσα του, κι έτρεξε να χαθεί στην απεραντοσύνη του δάσους. Ύστερα σιωπή. Ύστερα όλα όπως πριν. Κι όμως είχε κάνει μιαν αρχή, είχε αντισταθεί, είχε πάρει κουράγιο. Άνοιξε πάλι το στόμα του κι είπε:
-"Δε θα υποκύψω στη σιωπή. Μπορεί να ταξιδεύουν δυνάμεις που δεν είναι μοχθηρές σ' αυτόν τον καταραμένο δρόμο. Θα τους αφήσω κάτι, θα τους αφήσω ένα σημάδι. Θα εξιστορήσω τα λάθη μου και τους κατατρεγμούς που υπέφερα, εγώ ένας αβοήθητος θνητός, ένας μετανοών αμαρτωλός κι άκακος ποιητής"!
Ο Χάλπιν Φρέιζερ ήταν ποιητής μόνον όσο ήταν μετανοών αμαρτωλός: στο όνειρό του. Βγάζοντας από το πανωφόρι του ένα σημειωματάριο με κόκκινο δερμάτινο κάλυμμα -και τις μισές σελίδες χωρισμένες για υπενθυμίσεις- διαπίστωσε πως δεν είχε μολύβι. Έκοψε ένα κλαδάκι από κάποιον θάμνο, το βούτηξε σε μια λακκούβα με αίμα κι έγραψε βιαστικά. Δεν είχε καν προλάβει ν’ αγγίξει το χαρτί με το κλαδάκι του, όταν κάπου μακριά σε κείνη την απροσμέτρητη έκταση που απλωνόταν μπρος του, ξέσπασε ένα βαθύ, άγριο γέλιο, που έμοιαζε ολοένα να ’ρχεται ολοένα προς το μέρος του, ένα γέλιο χωρίς ψυχή, χωρίς καρδιά, χωρίς χαρά, σαν την φωνή του ψαροφάγου που ξορκίζει την νυχτερινή μοναξιά του στην όχθη της λίμνης, ένα γέλιο που κορυφώθηκε σε μιαν απόκοσμη κραυγή γύρω του, κοντά του, κι ύστερα έσβησε με κύματα αργά, λες και το καταραμένο πλάσμα που την είχε βγάλει πέρασε πάλι το κατώφλι του κόσμου απ' όπου είχε πριν λίγο ξεχυθεί.
Όμως ο Χάλπιν ένιωθε πως δεν ήταν έτσι. Ό,τι φρικτό είχε ξεστομίσει κείνο το αποτρόπαιο γέλιο δεν είχε κάνει βήμα από κοντά του. Ένα παράξενο αίσθημα κατέλαβε αργά-αργά το σώμα και το μυαλό του. Δε μπορούσε να πει τι ακριβώς ήταν και ποιαν απ' τις αισθήσεις του επηρέαζε. Το εισέπραττε σαν βαθιά συναίσθηση, σαν ακλόνητη βεβαιότητα κάποιου υπερφυσικού κακού εντελώς διαφορετικού απ' τις αόρατες υπάρξεις που συνωστίζονταν γύρω του κι ασύγκριτα ισχυρότερου. Ήξερε πως αυτό ήτανε που 'χε βγάλει κείνο το αποτρόπαιο γέλιο. Τώρα έμοιαζε να τον πλησιάζει. Από πού δεν ήξερε, κι ούτε τολμούσε να υποθέσει. Όλοι οι φόβοι που ένοιωθε πριν λίγο, σβήσαν ή φωλιάσαν μες στον γιγάντιο τρόμο που τονε κυριαρχούσε. Έτρεμε σύγκορμος κι είχε μόνο μια σκέψη: να τελειώσει το μήνυμά του στις καλές δυνάμεις που διέσχιζαν εκείνο το στοιχειωμένο δάσος. Ίσως κάποτε τον γλίτωναν αν αρνιόταν την ευλογία του αφανισμού. Έγραφε με τρομακτική ταχύτητα. Το κλαδάκι δεν χρειαζόταν αίμα πια: είχε αρκετό από τα δάχτυλά του. Όμως, στην μέση εκεί μιας πρότασης, τα χέρια του πάψανε να υπακούουν στην θέλησή του. Κρέμασαν άβουλα τα χέρια του, κι έπεσε το μικρό βιβλίο στην γη κι έμεινε εκείνος, άφωνος, να κοιτά το αιχμηρό, τσακισμένο, πρόσωπο, τ’ ανέκφραστα, άψυχα μάτια της μητέρας του, που έστεκε μπροστά του: μια σιωπηλή φιγούρα τυλιγμένα στα κατάλευκα σάβανά της.
ΜΕΡΟΣ 2ο
Όταν ήταν νεαρός, ο Χάλπιν Φρέιζερ ζούσε με τους γονείς του στο Νάσβιλ του Τένεσι. Οι Φρέιζερ ήταν καλοστεκούμενοι, με καλή θέση σε μια κοινωνία που είχε καταφέρει να περάσει σχεδόν αλώβητη μέσα απ’ την λαίλαπα του Εμφυλίου Πολέμου. Τα παιδιά τους απόλαυσαν όλες τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές ευκαιρίες που τους προσέφερες ο τόπος και η εποχή τους, και εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις καλές συναναστροφές και τις γνώσεις τους, δεδομένου ότι ήταν ευγενικά και καλλιεργημένα. Ο Χάλπιν ήταν ο μικρότερος, καθόλου εύρωστος κι ίσως λίγο «βουτυρόπαιδο». Είχε το διπλό μειονέκτημα μιας εργατικής μητέρας κι ενός απερίσκεπτου πατέρα. Ο Φρέιζερ πατήρ ήταν αυτό που δεν ήταν κανένας εύπορος Νότιος: πολιτικός. Οι αξιώσεις που προέβαλε η περιοχή του, ή καλύτερα, ο τόπος, η Πολιτεία του, διεκδικούσαν τόσο σθεναρά τον χρόνο και την προσοχή του, σε σημείο που αναγκάστηκε να γυρίσει την πλάτη στις ανάγκες της οικογένειάς του -συμπεριλαμβανομένων και των δικών του- μην έχοντας αυτιά παρά μόνο για το πανδαιμόνιο των πολιτικών και πολεμικών ιαχών.
Ο νεαρός Χάλπιν πραγματοποίησε μια ονειροπόλα, οκνηρή, ρομαντική για την ακρίβεια, στροφή σχετική με την αδυναμία που έτρεφε στην λογοτεχνία και όχι στη νομική, το επάγγελμα που τον είχε αναθρέψει. Όσοι γνωστοί του ήταν οπαδοί της μοντέρνας θεωρίας της κληρονομικότητας, πίστευαν ακράδαντα πως ο αστέρας του όχι ασήμαντου αποίκου ποιητή Μύρωνα Μπέιν -πατέρα της μητέρας του- συνέχιζε να βρίσκεται στη τροχιά της σελήνης. Αν και δεν φαίνεται να σχολιάστηκε ποτέ, αξίζει να σημειωθεί πως ενώ κάθε πραγματικός Φρέιζερ έπρεπε να διαθέτει οπωσδήποτε ένα πολύτιμο αντίτυπο των προγονικών «Ποιητικών Έργων» (που είχανε τυπωθεί με έξοδα της οικογένειας κι αποσύρθηκαν προ πολλού από την αφιλόξενη αγορά), η οικογένεια εκδήλωνε μιαν εντελώς αντιφατική απροθυμία να τιμήσει τον μεγάλο εκλιπόντα στο πρόσωπο του πνευματικού διαδόχου του. Ο Χάλπιν αντιμετωπιζόταν εξολοκλήρου σαν ένα είδος πνευματικού μαύρου προβάτου, που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκθέσει το κοπάδι βελάζοντας έμμετρα.
Οι Φρέιζερ του Τένεσι ήταν πρακτικό κοπάδι, όχι με τη λαϊκή αντίληψη της αφοσίωσης σε ποταπές επιδιώξεις, αλλά υπό την έννοια μιας εύρωστης απέχθειας για οτιδήποτε καθιστούσε έναν άνδρα ανίκανο να επιδοθεί στο ευεργετικό λειτούργημα της πολιτικής. Για να είμαστε δίκαιοι με τον νεαρό Χάλπιν, θα πρέπει να πούμε πως ενώ μέσα του είχαν αναπαραχθεί πιστά τα περισσότερα πνευματικά και ηθικά χαρακτηριστικά που τόσο η ιστορία, όσο κι η οικογενειακή παράδοση απέδιδαν στον άποικο βάρδο, το κληρονομικό θείο χάρισμα δεν ήταν παρά μια λογική συνεπαγωγή. Όχι μόνο δεν έφερε ποτέ την μούσα ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά δεν είχε καν τη δυνατότητα να γράψει σωστά έναν στίχο, προκειμένου να γλιτώσει τον εαυτό του από τον Φονιά των Σοφών. Παρολαυτά, δε γνώριζε πότε θα μπορούσε να ξυπνήσει και ν’ αρχίσει να κρούει τη λύρα η ικανότητα που κοιμόταν μέσα του.
Στο μεταξύ, ο νεαρός ήταν κατά κάποιον τρόπο αδέσποτος. Ανάμεσα σ' αυτόν και τη μητέρα του είχε αναπτυχθεί ένα κλίμα απόλυτης κατανόησης, γιατί η Κυρία ήταν ένθερμη λάτρης του τελευταίου μεγάλου Μύρωνα Μπέιν, μολονότι με τη λεπτότητα για την οποία τόσο δίκαια θαυμάζουμε το φύλο της (πανουργία την ονομάζουν οι κακεντρεχείς) κατάφερνε να κρύβει την αδυναμία της απ’ όλους, όσοι δεν τη μοιράζονταν μαζί της. Από αυτή την άποψη, η συνενοχή τους έμοιαζε μ' έναν καλά κρυμμένο δεσμό. Αν η μητέρα του τον καλόμαθε, εκείνος αναμφίβολα είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να καλομάθει.
Όταν έφτασε στην ηλικία που κάθε Νότιος αδιαφορεί για τις εκλογές, ο δεσμός του με την όμορφη μητέρα του -την οποία φώναζε από μικρός Κάτυ- έγινε ισχυρότερος και τρυφερότερος. Στις δύο αυτές ρομαντικές υπάρξεις εκδηλώθηκε με αξιοσημείωτο τρόπο εκείνο το αστόχαστα παραμελημένο φαινόμενο, η αναπόφευκτη κυριαρχία του ερωτικού στοιχείου, που υπερισχύει, αμβλύνει κι εξωραΐζει ακόμη και την εξ αίματος συγγένεια. Ήταν αχώριστοι πια, και οι ξένοι που παρατηρούσαν τη συμπεριφορά τους, συχνά τους περνούσαν για εραστές.
Μια μέρα, ο Χάλπιν Φρέιζερ μπήκε στη κρεβατοκάμαρα της μητέρας του, τη φίλησε στο μέτωπο, έπαιξε λίγο με μια κατάμαυρη μπούκλα που είχε ξεφύγει από τη προσεκτική κόμμωσή της και της είπε, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια να παραμείνει ήρεμος:
-"Θα σε πείραζε πολύ, Κάτυ, αν πήγαινα στην Καλιφόρνια για μερικές εβδομάδες"";
Η Κάτυ δεν χρειαζόταν να κινήσει τα χείλη για να δώσει μιαν απάντηση που μόλις τα εκφραστικά της μάγουλα είχαν μαρτυρήσει. Προφανώς τη πείραζε πολύ και τα δάκρυα που κύλησαν απ' τα μεγάλα καστανά της μάτια, το απέδειξαν αμέσως.
-"Αχ, γιε μου!"!" είπε, κοιτάζοντας το πρόσωπό του με απέραντη τρυφερότητα."Έπρεπε να το περιμένω. Μήπως δε πέρασα άγρυπνη τη μισή νύχτα, επειδή την άλλη μισή ήρθε στο ύπνο μου ο Παππούς Μπέιν; Στάθηκε κάτω απ' το πορτραίτο του -το ίδιο νέος, το ίδιο όμορφος- μου 'δειξε το δικό σου, δίπλα του κι όταν το κοίταξα δε ξεχώρισα χαρακτηριστικά. Πάνω στο πρόσωπό σου ήτανε ζωγραφισμένο ένα πανί, σαν κι αυτό που σκεπάζουμε τα πρόσωπα των νεκρών. Ο πατέρας σου γέλασε μαζί μου, όμως εμείς οι δυο ξέρουμε πως όλα αυτά δεν είναι ασήμαντα. Ύστερα είδα κάτω απ' την άκρη του πανιού σημάδια χεριών στον λαιμό σου. Συγχώρεσέ με, αλλά δεν πρέπει να κρύβουμε ο ένας απ’ τον άλλο τέτοια πράγματα. Ίσως εσύ να έχεις κάποιαν άλλη ερμηνεία. Ίσως να μην σημαίνει πως θα πας στη Καλιφόρνια ή πως θα με πάρεις μαζί σου".
Ομολογουμένως, αυτή η επιτήδεια ερμηνεία στο φως ενός εντελώς πρόσφατου δεδομένου, δεν ικανοποιούσε απόλυτα την αυστηρότερη λογική του γιου. Χρειάστηκε μόνο μια στιγμή. για να περάσει απ’ το μυαλό του η σκέψη πως το όνειρο προμήνυε μιαν απλούστερη και πιο άμεση -αν κι όχι λιγότερο τραγική- καταστροφή από την επίσκεψή του στις ακτές του Ειρηνικού. Ο Χάλπιν Φρέιζερ είχε την εντύπωση πως θα στραγγαλιζόταν στον θαμνότοπο που τον γέννησε.
-"Δεν υπάρχουν ιαματικές πηγές στην Καλιφόρνια;" ξανάρχισε η Κυρία Φρέιζερ, πριν προλάβει να της δώσει την αληθινή ερμηνεία του ονείρου. «Δεν υπάρχουν μέρη για ν’ απαλλαγείς απ’ τους ρευματισμούς και τις νευραλγίες; Κοίταξε τα δάχτυλά μου. Δε λυγίζουνε πια. Είμαι βέβαιη πως με πονούν όταν κοιμάμαι".
Άπλωσε τις παλάμες της προς το μέρος του. Ποιαν ακριβώς διάγνωση έκρυψε ο νεαρός πίσω από το χαμόγελό του, ο αφηγητής δεν είναι σε θέση να πει. Αισθάνεται όμως υποχρεωμένος να πει πως δάχτυλα με πολύ μικρότερη ακαμψία και πολύ λιγότερες ενδείξεις ασυναίσθητων πόνων, σπανίως προσφέρθηκαν για ιατρική εξέταση, ακόμα κι από την ομορφότερη ασθενή, τόσο πρόθυμα, τόσο έτοιμα για ασυνήθιστες θεραπευτικές μεθόδους.
Τελικά ο ένας από αυτούς τους δύο παράδοξους ανθρώπους, που μοιράζονταν τις ίδιες παράδοξες αξίες, έφυγε για την Καλιφόρνια, όπου τον καλούσαν τα συμφέροντα του πελάτη του κι ο άλλος παρέμεινε στο σπίτι του, διατηρώντας τη κρυφήν ελπίδα πως ο σύζυγος δεν ήξερε καν τι σημαίνει διασκέδαση.
Μια νύχτα σκοτεινή, ο Χάλπιν Φρέιζερ περπατούσε στην προκυμαία του Σαν Φρανσίσκο, όταν ξαφνικά -με μια ταχύτητα που τον εξέπληξε και τον θορύβησε-μεταμορφώθηκε σε ναύτη. Στη πραγματικότητα τονε τσουβαλιάσανε σ’ ένα πλοίο λαθρεμπορικό κι έκαναν πανιά για μια χώρα μακρινή. Αλλά οι συμφορές του δεν τέλειωσαν με κείνο το ταξίδι, γιατί το πλοίο ναυάγησε σ’ ένα νησί του Νότιου Ειρηνικού, και πέρασαν έξι ολόκληρα χρόνια μέχρι να ανακαλύψει τους επιζώντες κάποιο τολμηρό εμπορικό ιστιοφόρο και να τους φέρει πίσω στο Σαν Φρανσίσκο.
Παρόλη τη φτώχεια του, ο Φρέιζερ δεν είχε χάσει τη παλιά περηφάνεια του, πριν από κείνα τα έξι χρόνια που του φαίνονταν αιώνες. Δεν δεχόταν βοήθεια από ξένους. Έμενε μ’ έναν από τους επιζώντες συντρόφους του κοντά στην Σάντα Έλενα και περίμενε νέα και χρήματα από το σπίτι του, όταν βγήκε για κυνήγι κι ονειρεύτηκε...
ΜΕΡΟΣ 3ο
Το φάσμα που του έκοβε τον δρόμο μες στο στοιχειωμένο δάσος -απαράλλαχτο
κι όμως τόσο διαφορετικό από την μητέρα του- ήταν αποτρόπαιο! Ίχνος αγάπης, ίχνος λαχτάρας δεν στάλαζε μες στη καρδιά του. Δεν του θύμιζε τίποτε από τις παλιές καλές ημέρες, δεν του προκαλούσε το παραμικρό συναίσθημα. Αχόρταγος τρόμος τα κατάπινε όλα. Προσπάθησε να γυρίσει, να τρέξει, να φύγει, όμως τα πόδια του ήτανε βαριά σα μολύβι. Του ήταν αδύνατον ακόμη και να τα σαλέψει. Τα χέρια του κρέμονταν άψυχα. Μόνο τα μάτια του μπορούσε να κινήσει, μα και πάλι δε τολμούσε να τα πάρει από τα σκοτεινά μάτια του φάσματος, που ήξερε πως δεν ήταν μια ψυχή χωρίς σώμα, αλλά η πιο φρικαλέα απ’ τις υπάρξεις που λυμαίνονταν εκείνο το στοιχειωμένο δάσος, ένα σώμα χωρίς ψυχή! Στο άδειο βλέμμα του δεν υπήρχε ούτε αγάπη ούτε οίκτος ούτε καν νοημοσύνη, τίποτε, τίποτε ικανό να δεχθεί μια παράκληση, μια ικεσία για έλεος. «Δεν υπάρχουν περιθώρια συμβιβασμού» σκέφτηκε καταφεύγοντας εντελώς παράλογα στην επαγγελματική του γλώσσα κι έκανε τη κατάσταση ακόμη πιο τρομακτική, σαν αναμμένο τσιγάρο μέσα σε τάφο.
Όλα έγιναν σε μια στιγμή, που όμως φάνηκε να κράτησε αιώνες, γιατί ο κόσμος άσπρισε από γηρατειά και ντροπή και το στοιχειωμένο δάσος -με τις σκιές και τους ψιθύρους του- χάθηκε από την συνείδηση του Χάλπιν, έχοντας επιτελέσει από καιρό τον τερατώδη προορισμό των τρόμων του. Το φάσμα στάθηκε σε απόσταση αναπνοής από τον ονειρευόμενο. Τον κοίταξε με την ζωώδη μοχθηρία του κτήνους. Ύστερα σάλεψε, άπλωσε τα χέρια προς το μέρος του με φρικιαστική αγριότητα! Η πράξη αυτή απελευθέρωσε τις σωματικές δυνάμεις του Χάλπιν χωρίς όμως να απελευθερώσει και τη θέλησή του. Το μυαλό του ήταν ακόμη δεμένο με μάγια, αλλά το δυνατό σώμα και τα ευκίνητα βλέφαρά του, που μέχρι κείνη τη στιγμή ήταν άψυχα, τυφλά, ανέκτησαν την παλικαρίσια δύναμή τους. Για μια στιγμή, ένιωσε ένας απλός θεατής σε κείνον τον αφύσικο αγώνα ανάμεσα σε μια νεκρή νοημοσύνη κι έναν ζωντανό μηχανισμό, -συμβαίνουν αυτά στα όνειρα. Ύστερα, ανέκτησε τον έλεγχο του εαυτού του, σαν να πήδησε ξαφνικά μες στο σώμα του. Το καταπονημένο αυτόματο είχε πια βούληση, μπορούσε να κινηθεί, να νιώσει τον κίνδυνο, να παλέψει, όπως ο φρικιαστικός αντίπαλός του.
Μα πώς μπορεί ένας θνητός να τα βγάλει πέρα με τα πλάσματα των ονείρων του;
Η φαντασία που είχε πλάσει τον εχθρό ήταν ήδη κατατροπωμένη. Το αποτέλεσμα της πάλης ήταν η αιτία της πάλης. Παρά την αντίσταση που προσπάθησε να προβάλει, όλη η δύναμη, όλη η ενεργητικότητά του, χάθηκαν στο απόλυτο κενό κι ένιωσε τα παγωμένα δάχτυλα να σφίγγουν τον λαιμό του. Λύγισε, έγειρε προς την γη, είδε το νεκρό, σκελετωμένο πρόσωπο να σκύβει πάνω του, όλο και πιο κοντά. Ύστερα σκοτάδι. Κάπου μακριά ακούγονταν άγρια τύμπανα, φωνές ανθρώπων που αναστέναζαν, βογκούσαν. Ένας ατέλειωτος θρήνος υψώθηκε και βύθισε τα πάντα στη σιωπή...
Ο Χάλπιν Φρέιζερ ονειρεύτηκε πως ήταν νεκρός.
ΜΕΡΟΣ 4ο
Την ζεστή, διάφανη νύχτα διαδέχθηκε η πυκνή ομίχλη του πρωινού. Το απόγευμα
της προηγουμένης, μια ελαφρά υπόνοια δροσιάς, μια ανεπαίσθητη πύκνωση της ατμόσφαιρας, η σιλουέτα ενός σύννεφου είχε φανεί στην δυτική πλευρά του Όρους Σάντα Έλενα, πάνω ψηλά προς τη γυμνή κορφή. Ήτανε τόσο λεπτό, τόσο διάφανο
-σχεδόν αόρατο- που όποιος το παρατηρούσε, σίγουρα θα 'λεγε:
«Ελάτε γρήγορα! Σελίγο θα χαθεί»!
Κάποια στιγμή φάνηκε να πυκνώνει. Η μια του άκρη είχε αδράξει το βουνό, ενώ η άλλη έγερνε προς τις πλαγιές. Αργά-αργά, απλωνόταν προς τον Νότο και τον Βορά, έλκοντας την ομίχλη που ανέδυαν οι πλαγιές του βουνού, πάντα από το ίδιο επίπεδο, υπακούοντας σ’ ένα καλομελετημένο σχέδιο. Μεγάλωσε, μεγάλωσε, ώσπου η κορφή του βουνού δε φαινόταν πια. Ύστερα απλώθηκε κι άλλο, σχημάτισε ένα πυκνό σταχτί θόλο πάνω από τη κοιλάδα. Στην Καλιστόγκα, που βρίσκεται στην άκρη της κοιλάδας, στους πρόποδες του βουνού, ήταν νύχτα δίχως άστρα και μέρα δίχως ήλιο. Η ομίχλη, βουτώντας στη κοιλάδα, στράφηκε νότια, καταπίνοντας ένα-ένα τ' αγροκτήματα, ώσπου τύλιξε τη Σάντα Έλενα, εννιά μίλια μακριά. Η σκόνη κατακάθισε στους δρόμους, τα δέντρα μούσκεψαν, τα πουλιά σώπασαν στις φωλιές τους, το φως του πρωινού μούγχρωσε, πήρε μιαν αποτρόπαιη όψη, χωρίς χρώμα, χωρίς ίχνος ζεστασιάς.
Δυο άντρες άφησαν την πόλη της Σάντα Έλενα, με το πρώτο χάραμα. Πήραν το δρόμο που διέσχιζε τη κοιλάδα και κατευθύνθηκαν νότια, προς την Καλιστόγκα. Είχαν όπλα στους ώμους κι όποιος δε ξέρει από τέτοια πράγματα, θα τους περνούσε για κυνηγούς. Ήταν ένας βοηθός Σερίφη από την Νάπα, κι ένας Ντετέκτιβ από το Σαν Φρανσίσκο -ο Χόλκερ κι ο Τζάραλσον αντίστοιχα- επαγγελματίες ανθρωποκυνηγοί.
-"Πόσο μακριά είναι;" ρώτησε ο Χόλκερ, καθώς βάδιζαν γρήγορα, σπάζοντας τη λευκή κρούστα υγρασίας που σκέπαζε τον δρόμο κι αναδεύοντας την σκόνη.
-"Η Άσπρη Εκκλησία; Όχι πάνω από μισό μίλι"" απάντησε ο άλλος. "Και μια που το φέρε ο λόγος" συνέχισε, "δεν είναι ούτε άσπρη ούτε εκκλησία. Ένα παλιό σχολείο είναι, εντελώς γκρίζο από την εγκατάλειψη. Κάποτε λειτουργούσε και σαν εκκλησία. Όταν υπήρχε εκεί ένα νεκροταφείο ό,τι πρέπει για ποιητές. Δεν αναρωτήθηκες γιατί σου είπα να έρθεις οπλισμένος";
-"Α, δεν με απασχολούν τέτοια πράγματα. Όταν έρθει η ώρα, θα μου τα πεις όλα. Πάντα έτσι έκανες. Αλλά αν πρέπει να ριψοκινδυνεύσω μιαν υπόθεση, νομίζω πως μάλλον με θέλεις για να συλλάβουμε κανέναν πεθαμένο στο νεκροταφείο".
-"Θυμάσαι τον Μπράνσκομ;" είπε ο Τζάραλσον, αντιμετωπίζοντας την ευστροφία του συντρόφου του με την αδιαφορία που άξιζε. "Τον τύπο που έκοψε το λαρύγγι της γυναίκας του";
-"Αν τον θυμάμαι λέει! Μου 'φαγε μια βδομάδα και με δικά μου έξοδα. Τον επικήρυξαν για πεντακόσια δολάρια. Όσο τα είδες, τα είδα. Δεν εννοείς πως..."
-"Αυτό ακριβώς. Κάτω απ’ την μύτη σας ήταν, παιδιά, βήμα δεν έκανε. Τα βράδια πάει στο παλιό νεκροταφείο, στην Άσπρη Εκκλησία".
-"Ε, τον διάβολο! Εκεί θάψανε τη γυναίκα του".
-"Χρειαζότανε πολύ μυαλό, φιλαράκια μου, για να υποθέσετε πως κάποια στιγμή θα ερχότανε στον τάφο".
-"Είναι το τελευταίο μέρος που μπορείς να φανταστείς πως θα τον βρεις".
-"Σε όλα τα υπόλοιπα ψάξατε όμως. Είδα πως δεν βγάλατε άκρη και του έστησα καρτέρι εκεί".
-"Και τον βρήκες";
-"Όχι, να πάρει ο διάβολος, ΜΕ βρήκε. Με κατάλαβε το τσακάλι. Βγήκε μπροστά μου κανονικά κι αναγκάστηκα να το βάλω στα πόδια. Ένας Θεός ξέρει πως δεν με καθάρισε. Α, είναι πολύ καλός. Εμένα φτάνει κι η μισή επικήρυξη αν έχεις οικονομικά ζόρια".
Ο Χόλκερ γέλασε με τη καρδιά του κι εξήγησε πως οι πιστωτές του δεν τον ενοχλούσαν ποτέ.
-"Θέλω να σου δείξω τη περιοχή και να καταστρώσουμε ένα σχέδιο" συνέχισε ο Ντετέκτιβ. "Νομίζω πως είναι καλύτερα να οπλοφορούμε ακόμη και τη μέρα".
-"Ο άνθρωπος μάλλον είναι ψυχοπαθής" είπε ο βοηθός Σερίφη. "Η επικήρυξη είναι για τη σύλληψη και καταδίκη του. Αν είναι παλαβός, δε πρόκειται να τονε καταδικάσουν".
Τόσον έντονα επηρέασε τον Χόλκερ το ενδεχόμενο μιας δικαστικής αποτυχίας, ώστε -για μια στιγμή- σταμάτησε ασυναίσθητα στη μέση του δρόμου. Ύστερα συνέχισε με λιγότερο ζήλο.
-"Έτσι φαίνεται" συμφώνησε ο Τζάραλσον. "Είμαι υποχρεωμένος να παραδεχθώ πως δεν είδα ποτέ μου πιο αξύριστο, ακούρευτο, τσαλακωμένο κι εξαθλιωμένο ερείπιο στην αρχαία και τιμημένη τάξη των αλητών. Όμως τον έστρωσα στο κυνήγι και δεν έχω καμιά πρόθεση να τον παρατήσω. Είναι ζήτημα φήμης και τιμής. Κανείς δε μπορεί να καταλάβει πως ο τύπος είναι η άλλη πλευρά του φεγγαριού".
-"Καλά λοιπόν" είπε ο Χόλκερ, "θα πάμε να δούμε τη περιοχή". Και πρόσθεσε, χρησιμοποιώντας την αγαπημένη του έκφραση για τους τάφους: "Θα πάμε εκεί που έτσι κι αλλιώς είναι γραφτό να πάμε. Εννοώ, όταν ο γερο-Μπράνσκομ βαρεθεί εσένα και την ενοχλητική παρουσία σου. Α, μια και το ’φερε ο λόγος, άκουσα τις προάλλες πως το «Μπράνσκομ» δεν είναι το πραγματικό του όνομα".
-"Και ποιό είναι";
-"Δε μπορώ να θυμηθώ. Τον παράτησα τον λεχρίτη, τον έβγαλα από το μυαλό μου κι έτσι το ξέχασα. Κάτι σαν Παρντί. Η γυναίκα που της έκοψε το λαιμό, ο θεόμουρλος, ήταν χήρα όταν την γνώρισε. Είχε έρθει στην Καλιφόρνια για να βρει τους συγγενείς της. Υπάρχουν άνθρωποι που το κάνουν αυτό. Τα ξέρεις τώρα".
-"Φυσικά".
-"Όμως αφού δεν ήξερες το πραγματικό όνομα, πώς βρήκες τον τάφο; Τον μάντεψες; Ο άνθρωπος που μου έδωσε το όνομα, είπε πως είναι σκαλισμένο στη ταφόπλακα".
-"Δε βρήκα τον τάφο" είπε ο Τζάραλσον απρόθυμα. Δεν ήθελε να παραδεχθεί πως αγνοούσε ένα τόσο σημαντικό στοιχείο του σχεδίου του. "Έριξα μια ματιά γενικά στη περιοχή. Μια από τις δουλειές που πρέπει να κάνουμε σήμερα το πρωί είναι να εντοπίσουμε τον τάφο. Εδώ είναι, λοιπόν, η Άσπρη Εκκλησία".
Μέχρι εκεί, ο δρόμος περνούσε μέσα από χωράφια. Τώρα όμως, αριστερά τους. απλωνόταν ένα δάσος με βελανιδιές, μαντόρνες και γιγάντια έλατα, μισοβυθισμένα στη μουντή, τρομακτική ομίχλη. Τ' αγριόχορτα σχημάτιζαν πυκνές -αλλά όχι αδιάβατες- λόχμες. Στην αρχή, ο Χόλκερ δεν έβλεπε το κτίσμα, αλλά καθώς μπήκαν στο δάσος, ένας ανεπαίσθητα γκρίζος τεράστιος όγκος ανέτειλε στο βάθος της ομίχλης. Λίγα βήματα ακόμη και θα μπορούσε ν’ ακουμπήσει τους τοίχους του. Η Άσπρη Εκκλησία ήταν εκεί, ξεκάθαρη, μουσκεμένη απ' τη δροσιά, ασήμαντη στο μέγεθος. Έμοιαζε μ' όλα τα επαρχιακά σχολεία: ένα τετράγωνο αρχιτεκτόνημα, σα κιβώτιο. Τέσσερις πέτρινοι τοίχοι, σκεπή γεμάτη βρύα και μερικές άδειες τρύπες, εκεί που κάποτε υπήρχαν παράθυρα. Τζάμια και κάσες είχαν αφαιρεθεί προ πολλού.
Ήταν ερειπωμένο αλλά όχι ερείπιο, δεν έμοιαζε με κείνα τα στερεότυπα υποκατάστατα, που οι συγγραφείς οδηγών για τη Καλιφόρνια, χαρακτηρίζουν «μνημεία του παρελθόντος». Ο Τζάραλσον, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στο συνηθισμένο κτίσμα, κινήθηκε προς τα μουσκεμένα χαμόκλαδα που βρίσκονταν στο βάθος.
-"Θα σου δείξω πού πετάχτηκε μπροστά μου" είπε. "Αυτό είναι το νεκροταφείο".
Ανάμεσα στους θάμνους ξεχώριζαν μικροί περίφρακτοι χώροι με τάφους˙ μερικοί είχαν μόνον ένα. Τα μάρμαρα είχαν μαυρίσει, οι ξύλινοι φράκτες -όταν δεν είχαν ήδη σκορπίσει κάπου εκεί γύρω- ήταν σάπιοι, ετοιμόρροποι. Ορισμένοι είχανε καλυφθεί εντελώς από τα σάπια φύλλα. Μόνο κάπου-κάπου μια σκούρα λωρίδα από χαλίκι έδειχνε πως κάποιος φτωχός θνητός -ό,τι απέμεινε απ' αυτόν- βρισκότανε δυο μέτρα κάτω από την γη. Κάποιος θνητός που εγκαταλείποντας τον «ευρύ κύκλο των τεθλιμμένων φίλων» εγκαταλείφθηκε ομοίως από κείνους, με μόνη περιουσία ένα κομμάτι γης, που πάντως άντεξε περισσότερο απ' τη μνήμη του. Τα μονοπάτια -αν, τέλος πάντων, υπήρξαν ποτέ- είχανε χαθεί προ πολλού. Δέντρα ολόκληρα πετάγονταν από τους τάφους, διαλύοντας μάρμαρα και φράκτες με τις ρίζες και τα κλαδιά τους. Παντού απλωνόταν ατμόσφαιρα εγκατάλειψης και παρακμής, κάθε άλλο παρά αταίριαστη σε πολιτεία νεκρών.
Ο Τζάραλσον πήγαινε μπρος, αποφεύγοντας με κόπο, αλλά κι επιδεξιότητα, τα μικρά δέντρα που ξεφύτρωναν από παντού. Ξαφνικά σταμάτησε, πρότεινε το όπλο του, ψιθύριζε κάτι σαν «Προσοχή!» και στάθηκε ακίνητος με το βλέμμα καρφωμένο ίσια μπρος. Ο σύντροφός του, παρόλο που δεν έβλεπε τίποτε με τόσα κλαδιά γύρω, τον μιμήθηκε. Σταμάτησε κι ετοιμάστηκε για κάθε ενδεχόμενο. Μια στιγμή αργότερα, ο Τζάραλσον προχωρούσε προσεκτικά. Ο άλλος τον ακολούθησε. Στη ρίζα ενός τεράστιου ελάτου βρισκόταν το σώμα ενός νεκρού άντρα.
Στάθηκαν σιωπηλοί από πάνω του και παρατήρησαν όλες εκείνες τις λεπτομέρειες, που τραβούν αμέσως τη προσοχή οποιουδήποτε: το πρόσωπο, τη στάση του σώματος, τα ρούχα, οτιδήποτε θα μπορούσε γρήγορα κι απλά να απαντήσει στα βουβά ερωτήματα που θέτει η ανθρώπινη περιέργεια.
Το σώμα ήταν ανάσκελα, με τα πόδια ανοιχτά. Το ένα χέρι ήταν τεντωμένο ψηλά, πάνω από το επίπεδο του κεφαλιού, ενώ το άλλο προς τα κάτω. Αυτό το χέρι είχε μια τρομερή σύσπαση κι η παλάμη βρισκόταν κοντά στον λαιμό του νεκρού. Κι οι δυο γροθιές ήτανε σφιχτά κλεισμένες. Η όλη στάση του σώματος έδειχνε απεγνωσμένη και μάταιη αντίσταση σε... Τι;
Δίπλα του βρισκόταν ένα όπλο κι ένα κυνηγετικό σακίδιο, που από τα δίχτυα του πρόβαλαν τα φτερώματα σκοτωμένων πουλιών. Όλα δείχνανε πως είχε προηγηθεί λυσσαλέα πάλη. Γύρω υπήρχαν θάμνοι τσακισμένοι, εντελώς γυμνωμένοι απ' τα φύλλα τους κι απ' τον κορμό του δέντρου λείπανε κομμάτια φλούδας, που βρίσκονταν σκόρπια παντού. Τα σάπια φύλλα σχημάτιζαν μικρούς σωρούς, όχι όμως από τη κίνηση των ποδιών του νεκρού. Άλλα πόδια είχαν παλέψει εκεί... Τα πόδια κάποιου που γονάτισε, αφήνοντας αναμφισβήτητα τα ίχνη του στο ύψος των γοφών του θύματος.
Η φύση της πάλης ήταν αποτυπωμένη στον λαιμό και το πρόσωπο του νεκρού. Ενώ το στήθος και τα χέρια ήταν κάτασπρα, ο λαιμός και το πρόσωπο ήτανε βαθυκόκκινα, σχεδόν μαύρα. Η πλάτη του ακουμπούσε σ’ ένα μικρό ανάχωμα και το κεφάλι ήτανε πεσμένο πίσω, σχηματίζοντας μια γωνία εντελώς παράλογη. Τα ορθάνοιχτα μάτια ρίχνανε το άδειο βλέμμα τους προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από κείνη των ποδιών του. Απ' τους αφρούς που γέμιζαν το ανοιχτό στόμα του, πρόβαλλε κατάμαυρη και πρησμένη γλώσσα. Ο λαιμός είχε φρικτές πληγές, καμωμένες από χέρια δυνατά που βυθιστήκανε στη μαλακή σάρκα και συνεχίσαν να τη σπαράζουν ακόμη και μετά το θάνατο από ασφυξία. Το στήθος, το κεφάλι κι ο λαιμός ήτανε βρεγμένα, τα ρούχα μούσκεμα, η ομίχλη είχε νοτίσει με μικρές, πυκνές σταγόνες δροσιάς τα μαλλιά και το μουστάκι του νεκρού. Όλα αυτά οι δύο άντρες τα παρατηρήσανε σιωπηλοί, με μια μόνο ματιά. Ύστερα ο Χόλκερ είπε:
-"Ρε τον κακομοίρη! Τί κόλαση πέρασε"!
Ο Τζάρλασον επιθεώρησε σβέλτα ένα-γύρο το δάσος, με τον κόκορα του όπλου σηκωμένο και το δάχτυλο στην σκανδάλη.
-"Είναι δουλειά μανιακού" είπε, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα δέντρα.
-"Ο Μπράνσκομ-Παρντί το έκανε".
Τη προσοχή του Χόλκερ τράβηξε κάτι χωμένο ανάμεσα στα φύλλα που είχανε σαρώσει τα πόδια του δολοφόνου. Ήταν ένα σημειωματάριο με κατακόκκινο δερμάτινο κάλυμμα. Το μάζεψε από κάτω και το άνοιξε. Είχε ένα σωρό λευκές σελίδες για υπενθυμίσεις. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε το όνομα: Χάλπιν Φρέιζερ. Λίγο παρακάτω βρίσκονταν γραμμένοι με κόκκινο μολύβι -βιαστικά, πρόχειρα γραμμένοι, σχεδόν δυσανάγνωστοι- οι παρακάτω στίχοι, που ο Χόλκερ τους διάβασε δυνατά, ενώ ο σύντροφός του συνέχιζε να επιθεωρεί το μέρος, έτοιμος ν' αντιδράσει και στη παραμικρή κίνηση της δροσιάς πάνω στα φύλλα.
Παγιδευμένος βρέθηκα σε δάσος μαγεμένο.
Λίγο το φως κι η δύστυχη καρδιά μου σκλαβωμένη.
Το κυπαρίσσι στη μυρτιά φαινότανε δεμένο,
κι εκείνη στην αγκάλη του φαρμακερά δοσμένη.
Κάτι ψιθύριζε η ιτιά στο έλατο με πόνο˙
το πένθιμο μαυρόχορτο κι ο απήγανος χιμούσαν
επάνω στους αμάραντους, τους έπνιγαν και μόνο
τσουκνίδες μέναν και φρικτά στοιχειά που τις πατούσαν.
Μέλισσα εκεί δε βούιζε, πουλί δε κελαηδούσε.
Αύρα γλυκειά δε σάλευε ανάμεσα στα φύλλα.
Σιωπή! ο αέρας, τρομερό αγρίμι, ξεψυχούσε
πίσω απ' τα δέντρα σπέρνοντας τριγύρω ανατριχίλα.
Φαντάσματα ψιθύριζαν, κρυμμένα στο σκοτάδι,
λόγια βαθιά, προδοτικά και μυστικά θαμμένα.
Αίμα τα δέντρα στάζανε και μούσκευαν το βράδυ,
κι λάμπαν μες στο μάγο φως λουλούδια ματωμένα.
-Άδικα! φώναξα, άδικα! Έμεινα μαγεμένος.
Δίχως ψυχή, δίχως καρδιά, μόνος, δίχως ελπίδα,
στη θέληση, στη σκέψη μου ήμουν παγιδευμένος,
κι ένιωθα πως τα πιο φρικτά ακόμη δεν τα είδα!
Στο τέλος, εν' αόρατο...
Ο Χόλκερ σώπασε. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο να διαβάσει. Το χειρόγραφο σταματούσε στη μέση του στίχου.
-"Σαν Μπέιν ακούγεται" είπε ο Τζάραλσον, που ήταν ένα είδος διανοούμενου, με τον τρόπο του βέβαια. Χαλάρωσε κάπως την επιφυλακή του, κι έμεινε ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στον νεκρό.
-"Ποιός είναι ο Μπέιν;" ρώτησε μάλλον αδιάφορα ο Χόλκερ.
-"Ο Μύρων Μπέιν, ένας τύπος που ξεφύτρωσε από τους πρώτους αποίκους, πριν εκατό χρόνια. Έγραφε καταθλιπτικά πράγματα. Έχω τα «Άπαντά» του. Αυτό το ποίημα όμως δε περιλαμβάνεται. Θα ξέχασαν να το βάλουν".
-"Κάνει κρύο" είπε ο Χόλκερ, "πάμε να φύγουμε. Πρέπει να φέρουμε τον Δικαστή από την Νάπα".
Ο Τζάραλσον δεν είπε τίποτε, έγνεψε όμως καταφατικά. Περνώντας δίπλα από το μικρό ανάχωμα στο οποίο ακουμπούσαν οι ώμοι και το κεφάλι του νεκρού άντρα, σκόνταψε σε κάτι σκληρό. Έσκυψε και παραμέρισε τα σαπισμένα φύλλα που το σκέπαζαν. Ήταν μια πεσμένη ταφόπλακα. Κατάφερε να διαβάσει την επιγραφή: Κατερίνα Λαρού.
-"Λαρού, Λαρού!" φώναξε ο Χόλκερ, σαν κάτι να τον χτύπησε. "Μα, τι... Αυτό είναι το πραγματικό όνομα του Μπράνσκομ˙ όχι Παρντί. Και -μπα σε καλό μου, πώς μου ήρθαν όλα ξαφνικά!- το όνομα της σκοτωμένης γυναίκας του ήταν Φρέιζερ"!
-"Κάποια βρωμιά γίνεται δω" είπε ο Ντετέκτιβ Τζάραλσον. "Τα σιχαίνομαι αυτά..."
Τότε ήταν που τάραξε την ομίχλη -μακριά, πολύ μακριά- ένα γέλιο υπόκωφο, αργό, άψυχο, τόσο χαρούμενο όσο το ουρλιαχτό της ύαινας που γυρεύει να τραφεί μες στη νύχτα της ερήμου. Ανέτειλε σιγά-σιγά, κι άρχισε να δυναμώνει, να δυναμώνει, όλο και πιο καθαρό, πιο έντονο, πιο τρομερό, ώσπου έφτασε να γίνει αφύσικο, απάνθρωπο, δαιμονικό -σχεδόν έξω απ' το ξέφωτο που στέκονταν οι δυο σκληροί ανθρωποκυνηγοί, γεμίζοντάς τους απερίγραπτο τρόμο! Δεν κίνησαν τα όπλα τους.
Δεν σκέφτηκαν καν να το κάνουν. Η απειλή αυτού του φρικαλέου ήχου δεν μπορούσε ν' αντιμετωπιστεί με όπλα. Απρόσμενα είχε ξεφυτρώσει απ' τη σιωπή κι απρόσμενα επέστρεψε σ' αυτήν. Χίμηξε πρώτα καταπάνω στ' αυτιά τους, ξέσπασε σε μια τελευταία εκκωφαντική βοή κι ύστερα υποχώρησε, πέρα μακριά, σβήνοντας -πένθιμο, μηχανικό μέχρι και τον τελευταίο αντίλαλο- σ' έναν απροσμέτρητο βυθό...
-----------------------------------------------------------------------------------
Ambrose Gwynnett Bierce
"The Death of Halpin Frayser" (1893)
ΠΗΓΗ: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1322
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.