Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

30 χρόνια από το θάνατο του Ζορζ Σιμενόν

03/04/2019

Έγινε γνωστός ως ο άνδρας με τις 10.000 γυναίκες και τα 400 βιβλία. Μπορεί το πρώτο να ηχεί υπερβολικό, το δεύτερο όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό. Μία πληθωρική προσωπικότητα, με έναν εκτενή βίο και πολιτεία, ο Ζορζ Σιμενόν (Λιέγη 1903-Λωζάνη 1989) άφησε πίσω του ένα ασύγκριτο έργο, μία πλουσιότατη λογοτεχνική κληρονομιά, της οποίας ο διάσημος επιθεωρητής Μαιγκρέ είναι μόνο ένα μικρό τμήμα, ενώ η ματιά του ακόμη και σήμερα προσφέρει αρκετά στοιχεία για την κατανόηση του σημερινού ανθρώπου. Με αφορμή τα 90 χρόνια από την έκδοση του πρώτου βιβλίου της σειράς του Μαιγκρέ «Το σπίτι της ανησυχίας», εκδοτικοί οίκοι και συγγραφείς τιμούν στο Και ντυ Πολάρ της Λυόν (το Σπίτι των Αστυνομικών Ιστοριών, θα λέγαμε) τον γίγαντα αυτόν της γραφής, για τον οποίο ο φίλος του νομπελίστας, Αντρέ Ζιντ, είχε γράψει πως «είναι ο μεγαλύτερος και πιο αυθεντικός λογοτέχνης».

«Είναι κατά γενική ομολογία ένας από τους λιγοστούς, εάν όχι ο μόνος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων που έχει αναγνωρισθεί ως μέγας λογοτέχνης. Γραφομανής, έγραφε συνέχεια, όχι μόνον ιστορίες του Μαιγκρέ, αλλά επίσης και κανονικά μυθιστορήματα, που είναι θαυμάσια— η μορφή του συνιστά μία «ανωμαλία» στο είδος αυτό. Ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε για τη γραφή και η ικανότητά του να γράφει τόσο πολύ και τόσο καλά όλες τις φορές τον καθιστά ένα είδος ιδιοφυΐας», δηλώνει η Στεφανί Ντελεστρέ, εκδότρια της σειρά αστυνομικών (Σερί Νουάρ) των εκδόσεων Gallimard.

Γεννημένος στο Βέλγιο και γόνος μίας μικροαστικής οικογένειας, ο πρόωρα ανεπτυγμένος συγγραφέας εγκατέλειψε τις σπουδές του στα 15 του και στα 16 εργαζόταν ήδη ως δημοσιογράφος. Στα 27 του κατέκτησε τη φήμη, εκδίδοντας το πρώτο μυθιστόρημα που υπέγραψε με το κανονικό του όνομα, ενώ ήδη είχε κατακτήσει το κοινό με τις 150 ιστορίες που είχε δημοσιεύσει με τα ψευδώνυμα Ζορζ Σιμς και Ζαν ντι Περί. Η ζωή του η ίδια ήταν ένα παράδοξο: διάσημος και δισεκατομμυριούχος, με σαφή διάθεση επίδειξης, η ίδια του η ζωή μοιάζει να υπακούει σε ένα καλοδουλεμένο και συνεπές σχέδιο, για το οποίο δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιο ήταν. Η αλήθεια για τη ζωή του δεν εμφανίζεται στις συνεντεύξεις, ή τις αναμνήσεις του, στη συγγραφή των οποίων αφοσιώθηκε από το 1972 οπότε και εγκατέλειψε τη μυθιστοριογραφία, αλλά στα διάφορα ίχνη, τις λεπτομέρειες και τους υπαινιγμούς που αφήνει να διαγραφούν μέσα στα ίδια του τα έργα. «Είναι προφανές ότι του άρεσε να τροφοδοτείται από την προσωπική του ζωή και κατόπιν να τη μεταμορφώνει στα μυθιστορήματά του», εξηγεί ο Λοράν Ντεμουλέν, ποιητής, κριτικός και διαχειριστής του αρχείου στο Κέντρο Σπουδών Ζορζ Σιμενόν στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης. Είτε πρόκειται για τα αστυνομικά, ή τα κανονικά μυθιστορήματά του, στα έργα του Σιμενόν πληθαίνουν το βάρος της συνείδησης, η μοναξιά, το μοιραίο, η έλλειψη επικοινωνίας, η προδοσία, η διπλοπροσωπία και η σιγή και είναι βέβαιο πως αυτά αντανακλούν και στην προσωπική ζωή του συγγραφέα.

Τουλάχιστον 70 είναι οι μεταφορές των ιστοριών του Σιμενόν στον κινηματογράφο, ενώ η τηλεοπτική σειρά με ήρωα τον Μαιγκρέ είναι η πιο μακρόβια στη γαλλική τηλεόραση. Το ρόλο του θρυλικού επιθεωρητή έχουν ερμηνεύσει μεγάλα «τέρατα» της σκηνής, από τον Μπρυνό Κρεμέρ και τον Ζαν Γκαμπέν, έως σήμερα τον Ρόουαν Άτκινσον. Ακολουθώντας την παράδοση που ξεκίνησε το 1932 ο πολύς Ζαν Ρενουάρ, ο σκηνοθέτης Μπερτράν Ταβερνιέ έχει μία ξεχωριστή θέση στο Πάνθεον των σκηνοθετών που ασχολήθηκαν με το έργο του Σιμενόν. Μέγας γνώστης του έργου το 1974 μετέφερε «στο πανί» τον «Ωρολογοποιό του Σαιν Πολ», μετατοπίζοντας τη δράση από τις ΗΠΑ στη γενέτειρά του Λιόν. «Έβαλα μέσα όλα όσα γνώριζα από την πόλη. Είχα πάθος γι’ αυτόν. Χάρις στον πατέρα μου μυήθηκα στον Μαιγκρέ και τον καταβρόχθισα. Υπάρχει κάτι εξόχως δυνατό και βαθύ που δεν χρειάζεται άλλες βακτηρίες. Στον Σιμενόν υπάρχει ίντριγκα. Το σημείο εκκίνησης είναι πολύ ευαίσθητο, αλλά καταλήγει σε ένα πολύ δυνατό αποτέλεσμα που είναι ορατό στις μεγάλες ταινίες», σχολιάζει ο σκηνοθέτης, ο οποίος προτείνει για ανάγνωση τα έργα «Ο Γάτος» (1971) και το «Κεφάλι του Γάτου» (1933).



Ο Τζον Σιμενόν, ο Τζόνι, ο γιος του Σιμενόν που γεννήθηκε στις ΗΠΑ αποτελεί το ζωντανό παράδειγμα της επιμειξίας αυτής ανάμεσα στη ζωή και τη δημιουργία. «Η σχέση μου με το έργο του πατέρα μου δεν είναι πολύπλοκη, αλλά είναι παράδοξη. Όταν ξεκίνησα να τον διαβάζω αισθανόμουν κάπως άβολα με ορισμένα στοιχεία που ναι μεν δεν ήταν αυτοβιογραφικά, αλλά εγώ τα αναγνώριζα. Ήταν χαρακτηριστικά των ηρώων του, γιατί οι ιστορίες του ουδέποτε ήταν αυτοβιογραφικές, όμως βρίσκονταν εκεί. Έπαψα να τον διαβάζω, αλλά τον ξανάπιασα στα 35 μου και ξανανακάλυψα το έργο του με διαφορετικό τρόπο. Αντιλήφθηκα πόσο η εκπαίδευσή μου και η νιότη μου είχαν σημαδευθεί από μία ηθική κι ένα πνεύμα που περιέχονταν στα βιβλία του». Τα πιο σκοτεινά επεισόδια —η σχέση του με τη μητέρα και τον αδελφό του, ή η στάση του κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής στη Γαλλία— βρίσκονται επίσης εκεί, σε αχνές γραμμές, εντοπίσιμα μόνον από όσους γνωρίζουν να τα διακρίνουν.

Η συναρπαστική του ζωή κινούνταν παράλληλα με το έργο του. Το 1948 ζούσε στην Αριζόνα κάτω από την ίδια στέγη με τη σύζυγό του Τίγκι, την ερωμένη και γραμματέα του Ντενίζ και την μαγείρισσα Μπουλ, με την οποία επίσης κοιμόταν. Μέσα σε εκείνη τη χρονιά δημιούργησε κάποια από τα καλύτερα έργα του και ένα από τα πιο διάσημα μυθιστορήματά του «Ο θάνατος του Μαιγκρέ». Πως εργαζόταν; «Πάντοτε μόνος. Σε ένα δωμάτιο χωρίς θορύβους, ήσυχο, απομακρυσμένο, γι’ αυτό κανείς δεν τον έβλεπε να γράφει», τονίζει στην εφημερίδα El Pais o γιός του. «Κατόπιν υπήρχε μία περίοδος ωρίμανσης, που σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή όλα γίνονταν με αυτόματο τρόπο. Επιπλέον, προτού ξεκινήσει μία ιστορία έκανε ατέλειωτους περιπάτους», προσθέτει.

Ο Σιμενόν είναι ο 17ος πιο μεταφρασμένος συγγραφέας στον κόσμο, ο πρώτος γαλλόφωνος στον 20ο αιώνα και ο τρίτος σε όλη την ιστορία μετά τους Ιούλιο Βερν και Αλέξανδρο Δουμά, σύμφωνα με την UNESCO. «Γνώριζε πώς να χρησιμοποιήσει το αστυνομικό είδος γραφής για να δημιουργήσει ιστορίες με ασύλληπτο βάθος», τονίζει ο Ντυμουλέν. «Είναι ο πρώτος που δεν εστιάζει στην έρευνα για τον ύποπτο, αλλά γενικότερα για το ανθρώπινο ον. Χάρις στο μυθιστόρημα ‘νουάρ’ φθάνει στην εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής», διαπιστώνει ο γιός του Τζόνι. «Με τον Σιμενόν θα πρέπει να απελευθερωθείς από τα πάντα για να αφήσεις μόνον το συναίσθημα, που έρχεται όπως είναι», υπογραμμίζει από την πλευρά του ο Ταβερνιέ.



Έχοντας χάσει για λίγο το βραβείο Γκονκούρ το 1937 ο Σιμενόν είχε επενδύσει και στη διεκδίκηση του Βραβείου Νόμπελ το 1961. Τελικά το μόνο μεγάλο βραβείο που έλαβε ήταν το 1966 το Βραβείο Grand Master από την «Εταιρεία Αμερικανών συγγραφέων μυστηρίου». Τη μεγαλύτερη αναγνώριση του έργου του αποτελεί όμως η έκδοση του από την διακεκριμένη σειρά La Pléiade των επιφανών εκδόσεων Gallimard το 2003. Ακριβώς στη σχέση του με τον Γκαστόν Γκαλιμάρ, ο Σιμενόν απέδειξε πως δεν είναι ένας τυχαίος συγγραφέας. Διέκοψε τη συνεργασία του με τον εκδότη που τον εκτόξευσε στους ουρανούς της δόξας και υπέγραψε με έναν άλλον άγνωστο εκδότη, ώστε να κερδίσει περισσότερα. Μία απόφαση που επανακαθόρισε για πάντα τη σχέση των συγγραφέων με τους εκδότες τους εκείνους τους καιρούς.

Εάν υπάρχει ένας βιογράφος που έχει προσεγγίσει περισσότερο τον δημιουργό του Μαιγκρέ είναι ο συγγραφέας και μεταφραστής Πιερ Ασουλίν, ο οποίος με δύο επιγραμματικές φράσεις περιγράφει καλύτερα το πρόσωπο και τον συγγραφέα Σιμενόν. Η πρώτη ανήκει στον πρόλογο της σειράς Tout Maigret (Όλος ο Μαιγκρέ) που μόλις κυκλοφόρησαν οι γαλλικές εκδόσεις Omnibus: « Η ιδιοφυΐα του πηγάζει από το γεγονός ότι μιλάει για τον αναγνώστη, χωρίς να έχει ανακρίνει τον αναγνώστη». Η δεύτερη είναι από το βιβλίο του «Σιμενόν» (εκδ. Folio): «Επί πολύ καιρό παρουσιαζόταν ως φαινόμενο γνωστό ένεκα της φήμης του, ενώ εκείνο που αυτός επιζητούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο ήταν να είναι ένας μυθιστοριογράφος και τίποτε παραπάνω, διότι αυτό μόνο είχε αξία».

Πηγή: www.thepresident.gr - El Pais 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.