Γεώργιος Σουρῆς (1853-1919): σατιρικὸς
ποιητὴς ἀπὸ τὴν
Σύρο,
ἐξέδιδε ἐπὶ μακρὸν τὴν καθὅλα ἔμμετρη ἐφημερίδα «ὁ Ῥωμηός».
ἐξέδιδε ἐπὶ μακρὸν τὴν καθὅλα ἔμμετρη ἐφημερίδα «ὁ Ῥωμηός».
|
Ἡ ζωγραφιά μουΣατίριζε τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τὸνἑαυτό του ὁ Σουρῆς, ὅπως ἔκανε μὲ τὸ ἀκόλουθο ποίημα: Μπόι δυὸ πῆχες, κόψη κακή, γένια μὲ τρίχες ἐδῶ κι ἐκεῖ. Κούτελο θεῖο, λίγο πλατύ, τρανὸ σημεῖο τοῦ ποιητῆ. Δυὸ μάτια μαῦρα χωρὶς κακία γεμάτα λαύρα μὰ καὶ βλακεία. Μακρὺ ρουθούνι πολὺ σχιστό, κι ἕνα πηγούνι σὰν τὸ Χριστό. Πηγάδι στόμα, μαλλιὰ χυτὰ γεμίζεις στρῶμα μόνο μ᾿ αὐτά. Μούρη ἀγρία καὶ ζαρωμένη, χλωμὴ καὶ κρύα σὰν πεθαμένη. Κανένα χρῶμα δὲν τῆς ταιριάζει καὶ τώρ᾿ ἀκόμα βαφὲς ἀλλάζει. Δόντια φαφούτη ὅλο σχισμάδες, ὕφος τσιφούτη γιὰ μαστραπᾶδες. |
Νὰ ἤμουν παππούς«Ἂχ ἔλεγε ὁ Κοκός,παπποὺς νὰ ἤμουν τώρα, νὰ κάνω τὸ σοφό, νὰ βήχω νὰ ρουφῶ ταμπάκο ὅλη τὴν ὥρα. Ἄσπρα νὰ ἔχω γένια, ποτὲ νὰ μὴ διαβάζω, σχολειὸ νὰ μὴν πηγαίνω, στὸ σπίτι μου νὰ μένω κι ὅλο νὰ νυστάζω. Νὰ παίζω κάθε μέρα μὲ κάποιο κομπολόγι, νὰ μὴ μοῦ λένε γιὰ δουλειά, καὶ νὰ φορῶ γυαλιά, καὶ νἄχω καὶ ρολόγι. Νὰ λέω παραμύθια ἐπάνω ἀπὸ τὸ στρῶμα, κι ὅλοι τους στὴ μιλιά μου, νὰ στέκουνε μπροστά μου μ᾿ ὀρθάνοιχτο τὸ στόμα. Νὰ μοῦ φιλοῦν τὸ χέρι, εὐχὲς πολλὲς νὰ δίνω καὶ πάντα καθιστὸς καὶ σ᾿ ὅλους σεβαστός, νὰ τρώγω καὶ νὰ πίνω. Νἄχω καὶ μιὰ μαγκούρα, νὰ κάνω τὸν κακό κι ἄμα θυμὸς μὲ πάρει ν᾿ ἀρχίζω στὸ στειλιάρι καὶ τὸν τρελλὸ-Κοκό». Ἐτοῦτα κι ἄλλα λέει μὲ γνώση παιδική, γιατὶ ὁ Κοκὸς δὲν ξέρει πὼς θέλουν κι ὅλοι οἱ γέροι νὰ γίνουνε Κοκοί... |
Ὁ παιχνιδιάρηςΜοῦ ἔλεγε ὁ πατέρας μουπὼς σὰν γενῶ μεγάλος, ὅλα μου τὰ παιχνίδια θὰ ρίξω στὰ σκουπίδια καὶ θἆμαι τότε ἄλλος. Ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω πὼς θὲ νὰ μεγαλώσω, μὰ καὶ παπποὺς ἂν γίνω ποτὲς δὲν θὰ τ᾿ ἀφήνω κι ἂν μ᾿ ὅλους πιὰ μαλώσω. Ἐμπρός, λοιπὸν παιχνίδια, στὰ ὅπλα! σᾶς φωνάζω... Ἀπ᾿ τὰ κουτιά σας βγεῖτε καὶ στὴ γραμμὴ σταθεῖτε, ἐγὼ σᾶς τὸ προστάζω. Σεῖς εἶστε κι ἡ χαρά μου κι ἡ μοναχή μου ἔγνοια. Ἄχ! πῶς σᾶς καμαρώνω! Μὲ σᾶς θὰ μεγαλώνω, μὲ σᾶς θὰ βγάνω γένια. Μὰ κι ὁ μπαμπὰς σὰν βλέπει πὼς ἔχω καὶ μουστάκια καὶ παίζω κι ὁλοένα, τότε κι αὐτὸς μαζί μου θ᾿ ἀρχίσει παιχνιδάκια. |
Τὸ παραπαῖον γῆραςΤὰς τρίχας ἄσπρης κεφαλῆςσκοπὸν τὰς ἔχουν προσβολῆς κι εἰν᾿ ἐμπαιγμὸς τῆς μοίρας τὸ παραπαῖον γῆρας. Ὅπου τὸ πόδι μου σταθεῖ καὶ ὅπου περπατήσω σιγὰ-σιγὰ μ᾿ ἀκολουθεῖ ὁ χάρος ἀπὸ πίσω. Αὐτὸ τὸ ἔρημο κορμὶ τὸ τριγυρίζουν σκύλοι καὶ «χόρτασες κι ἐσὺ ψωμί» μοῦ λὲν ἐχθροὶ καὶ φίλοι. Ὡς φάσμα τρέχω τῆς νυκτὸς μακράν του δρῶντος κόσμου καὶ ὅπου τάφος ἀνοικτὸς μοῦ φαίνεται δικός μου. |
Και Ὅμως!Καὶ ὅμως ἐνῷ πλέονἐσάπισα παλαίων εἰς τῆς ζωῆς τὴ πάλη τὸ γῆρας τὸ μισῶ καὶ θέλω καὶ λυσσῶ νὰ γίνω νέος πάλι. |
ΤεμπελιάΔὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα... Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα. Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω... Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω. |
Στὸν ἴσκιο μουΒρὲ ἴσκιε μου γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;Δὲ μ᾿ ἀφήνεις μόνο μου νὰ τρέχω; Βρὲ ἴσκιε μου, δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς, πρέπει κι ἐσένα σύντροφο νὰ ἔχω; Πότε στραβὸ σὲ βλέπω πότε ἴσο, πότε μακρὺ σὰ σούβλα, πότε νᾶνο, τὴ μιὰ πηγαίνεις μπρός, τὴν ἄλλη πίσω σὲ ἀπαντῶ ἐδῶ, ἐκεῖ σὲ χάνω. Χωρὶς νὰ βλέπεις, πιάνεις ὅτι πιάνω, μὲ ὁδηγεῖς ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁδηγῶ. Καὶ τέλος πάντων κάνεις ὅτι κάνω καὶ εἶσαι ἄλλος, δεύτερος, ἐγώ. Βρὲ ἴσκιε μου, γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς; Βρὲ ἴσκιε μου δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς... Σὲ ἀπαντῶ στὸ σπίτι καὶ στὸ δρόμο καὶ μοῦ γεννᾷς πολλὲς φορὲς τὸν τρόμο. |
Οἱ ἭρωεςΜέσα σε βόλια κι ὀβίδων κρότουςἔπεσαν νιάτα μὲς στὸν ἀνθό τους. Πᾶνε λεβέντες, πᾶνε κορμιὰ κι ἄγνωστα τά ῾θαψαν στὴν ἐρημιά. Κανεὶς δὲ ξέρει ποὺ τά ῾χουν θάψει, κανεὶς δὲ πῆγε γιὰ νὰ τὰ κλάψει, κανεὶς δὲν ἔκαψε γι᾿ αὐτὰ λιβάνι, κανεὶς δὲν ἔπλεξε γι᾿ αὐτὰ στεφάνι. Ἀνώνυμ᾿ ἥρωες, ἄγνωστοι τάφοι, κανένας ὄνομα σ᾿ αὐτοὺς δὲ γράφει, μήτε τὸ χῶμα τοὺς φιλοῦνε χείλη, σταυρὸ δὲν ἔχουνε μήτε καντῆλι. Μόνο μιᾶς κόρης μαργαριτάρια κυλοῦν σὲ τάφους ποὺ κάποια μέρα θὰ γίνουν κόσμου προσκυνητάρια καὶ φάροι Νίκης γιὰ μία μητέρα. |
Οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες
τοῦ 1896
μέσα ἀπὸ
τὶς
σελίδες τοῦ «Ρωμηοῦ»
Κείμενα καὶ σχόλια τοῦ παρόντος τμήματος ἐστάλησαν στὸν ἱστοτόπο ἀπὸ ἀναγνώστη,
ὁ ὁποῖος τὰ
ἔλαβε ...ἄνευ
ἀδείας... ἀπὸ τὸν ἐξαιρετικοῦ περιεχομένου δικτυακὸ τόπο www.sarantakos.com
τοῦ Νίκου Σαραντάκου, μὲ τὴν
πλούσια συλλογὴ κειμένων νεοελληνικῆς λογοτεχνίας. Τὰ σχόλια
στὸ ποιητικὸ κείμενο παρατίθενται καὶ στὸ
μονοτονικὸ σύστημα, ὅπως ἐγράφησαν ἀπὸ τὸν Ν.Σ.
Ὁ σατιρικὸς ποιητὴς
Γεώργιος Σουρῆς δὲν ἀπέβλεπε
στὴν ὑστεροφημία.
Τρομερὰ εὔκολος στὸ γράψιμο, ἐπὶ
35 συναπτὰ χρόνια (ἀπὸ
τὸ 1883 ἕως τὸ 1918) ἔγραφε μόνος του κάθε βδομάδα τὴν τετρασέλιδη ἐφημερίδα του Ὁ
Ρωμηός, ἡ ὁποία, ὅσο
κι ἂν ἀκούγεται
ἀπίθανο σήμερα, ἦταν ὁλόκληρη
ἔμμετρη, ἀπὸ τὸν τίτλο της (Ὁ Ρωμηός, ἐφημερίς -
ποὺ τὴν
γράφει ὁ Σουρῆς) μέχρι τὶς μικρὲς ἀγγελίες
της!
Στὶς σελίδες τοῦ Ρωμηοῦ
σχολιάζεται εὔθυμα ὅλη ἡ
ἱστορία αὐτῶν τῶν 35 χρόνων. Αὐτὸ ποὺ ἐντυπωσιάζει
τὸν σημερινὸ ἀναγνώστη, πέρα ἀπὸ
τὴν ἀβίαστη
ροὴ τοῦ
στίχου τοῦ Σουρῆ, εἶναι
τὸ πόσο λίγο ἔχουν ἀλλάξει ὁρισμένες καταστάσεις καὶ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἑλλήνων.Ἂς δοῦμε λοιπόν, πῶς περιέγραψε ὁ Σουρῆς στὸ Ρωμηὸ τοὺς πρώτους Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες τοῦ 1896. |
Ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος
Σουρής δεν απέβλεπε στην υστεροφημία. Τρομερά εύκολος στο γράψιμο, επί 35
συναπτά χρόνια (από το 1883 έως το 1918) έγραφε μόνος του κάθε βδομάδα την
τετρασέλιδη εφημερίδα του Ο Ρωμηός, η οποία, όσο κι αν ακούγεται απίθανο
σήμερα, ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της (Ο Ρωμηός, εφημερίς - που
την γράφει ο Σουρής) μέχρι τις μικρές αγγελίες της!
Στις σελίδες του Ρωμηού σχολιάζεται εύθυμα όλη η
ιστορία αυτών των 35 χρόνων. Αυτό που εντυπωσιάζει τον σημερινό αναγνώστη,
πέρα από την αβίαστη ροή του στίχου του Σουρή, είναι το πόσο λίγο έχουν
αλλάξει ορισμένες καταστάσεις και χαρακτηριστικά των Ελλήνων.Ας δούμε λοιπόν, πώς περιέγραψε ο Σουρής στο Ρωμηό τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. |
Ἡ ἀνάθεση |
Η ανάθεση |
Βρισκόμαστε στὰ
τέλη τοῦ 1894, ἕνα χρόνο μετὰ
τὸ «Δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν». Παρὰ τὴ
σταθερὴ κοινοβουλευτική της
πλειοψηφία, ἡ κυβέρνηση Τρικούπη εἶναι ἀναγκασμένη
νὰ ἐπιβάλει
ἐπαχθεῖς
φόρους γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθει στὴν ὑπερχρέωση
τῆς χώρας. Στὸ φύλλο 486 τοῦ Ρωμηοῦ (12 Νοεμβρίου 1894), ὁ Φασουλὴς
καὶ ὁ
Περικλέτος, φιγοῦρες ἀπὸ
τὸ κουκλοθέατρο καὶ μόνιμοι ἥρωες
τοῦ Ρωμηοῦ, σχολιάζουν τὸ μέγα
θέμα τῆς ἐπικαιρότητας, τὴν ἀπόφαση γιὰ
τέλεση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τὸ
1896 στὴν Ἑλλάδα.
|
Βρισκόμαστε στα τέλη του 1894,
ένα χρόνο μετά το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Παρά τη σταθερή κοινοβουλευτική
της πλειοψηφία, η κυβέρνηση Τρικούπη είναι αναγκασμένη να επιβάλει επαχθείς
φόρους για να αντεπεξέλθει στην υπερχρέωση της χώρας. Στο φύλλο 486 του
Ρωμηού (12 Νοεμβρίου 1894), ο Φασουλής και ο Περικλέτος, φιγούρες από το
κουκλοθέατρο και μόνιμοι ήρωες του Ρωμηού, σχολιάζουν το μέγα θέμα της
επικαιρότητας, την απόφαση για τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στην
Ελλάδα.
|
-- Θάρρος, καημένε Περικλῆ,
κι ἡ μέρα ξημερώνει
ποὺ θὰ ξυπνήσουν τὴν ἠχὼ τῶν λόφων τῶν ἐρήμων παιᾶνες νέων ἀθλητῶν καὶ παλαιστῶν ἀλκίμων, ἀπὸ παντοῦ τῆς ράτσας μας θὰ φθάσουν θιασῶται, προσπάθησε δέ, Περικλῆ, νὰ ζήσῃς ἕως τότε κι ὅλων τῶν ζῴων τοὺς ὀροὺς νὰ πίνεις μονορούφι, ἀλλιῶς καθένας θὰ σὲ πεῖ μισέλληνα μαγκούφη, ποὺ βρῆκες τὴν περίσταση γιὰ νὰ τὰ κακαρώσεις πρὶν τῶν ἰοστεφάνων μας τὶς φέστες καμαρώσεις. -- Θὰ κάνω κούρα, Φασουλῆ, μὴ στάξει καὶ μὴ βρέξει γιὰ νὰ προφθάσω ζωντανὸς τὸ ἐνενηνταέξη -- Ἦλθε κι ὁ φίλος Κουβερτέν, ὁ Γάλλος ὁ Βαρόνος, καὶ στοῦ Συλλόγου «Παρνασσοῦ» ἐφώναξε τὸ βῆμα πὼς τὴν Ἐλλάδ᾿ ἀθάνατος τὴν περιμένει χρόνος κι οἱ δόξες θάβγουν οἱ παλιὲς μέσ᾿ ἀπὸ κάθε μνῆμα. Κι ἐγὼ ποὺ λὲς ἐστάθηκα στὸν ρήτορα καρσὶ κι αὐτὸς μιλοῦσε, μάτια μου, τὰ Γαλλικὰ φαρσί, κι ἐγὼ ποὺ τὸ κατάφερα νὰ μὴν τὸν καταλάβω ἐφώναξα μὲ τοὺς λοιποὺς «Βαρόνε, μπράβο, μπράβο», καὶ λόγ᾿ ἠκούσθησαν θερμοὶ στομάχων κεχηνότων κι ὅλοι τὸν χειροκρότησαν οἱ Μαραθωνομάχοι, γιὰ νἆναι δέ, βρὲ Περικλῆ, φιλέλλην ἐκ τῶν πρώτων Ἑλληνικὰ χρεώγραφα πιστεύω πὼς δὲν θἄχη. (...) Καὶ μὴ νομίζῃς Περικλῆ, πὼς μπόλικον Ἀργύρη προθύμως θὰ ξοδέψωμε γι᾿ αὐτὸ τὸ πανηγύρι. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες μηδεμιὰ δὲν θὰ γενῆ θυσία, μὲ χρήματα τὴν δόξα τῶν δὲν θὰ τὴν κηλιδώσωμε, καὶ τούτους θὰ τοὺς βγάλωμε εἰς τὴν δημοπρασία κι ὅποιος τοὺς πάρει πιὸ φτηνὰ σ᾿ ἐκεῖνον θὰ τοὺς δώσωμε. Ἡ μὲν Ἑλλὰς τὸ Στάδιον προσφέρει τῶν προγόνων κι ἂς δώσουν ἄλλοι τὸν παρᾶ πρὸς πέρας τῶν ἀγώνων. |
καὶ ὁ Σουρῆς
φαντάζεται τοὺς ἀγῶνες:
|
και ο Σουρής φαντάζεται τους
αγώνες:
|
πάλιν ὁ Λόρδος
προχωρεῖ ἐκ μέσου τῶν ὁμίλων
κι ὅπως ὁ περιβόητος Κροτωνιάτης Μίλων φορτώνεται τοὺς δανειστὰς ἀντὶ βωδιῶν στὸν ὦμο κι ἀμέσως παίρνει δρόμο καὶ τρεῖς φορὲς τὸ Στάδιον μὲ τούτους φέρνει γύρα κι ὅλοι φωνάζουν «ἐλελεῦ, ἀθάνατε Σωτῆρα» (...) Ἀλλ᾿ ὅμως καὶ μουφλούζηδες κοιτάζω λεγεῶνας ποὺ παίζουν Καραΐσκο, νὰ βγαίνουν πρῶτοι νικηταὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀγῶνας προπάντων δὲ στὸν Δίσκο. (...) Ἀλλ᾿ ὅμως καὶ κολυμβητῶν παράποτε σπανίων κατέρχεται φουσᾶτο, ὁ δὲ Τρικούπης κολυμπᾷ εἰς πέλαγος δανείων χωρὶς νὰ βρίσκει πάτο. |
Οἰκονομικὰ προβλήματαὍσο κι ἂν ἡ διοργάνωση ἐκείνων τῶν πρώτων Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων ἦταν σπαρτιατική σε σύγκριση μὲ τὸν σημερινὸ γιγαντισμό, τὸ οἰκονομικὸ κόστος ἦταν ὑπερβολικὸ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ οἰκονομία. Μιὰ λύση (ποὺ δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει σήμερα!) ἀποτελοῦσαν οἱ εὐεργέτες. Ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος ἀπευθύνει ἐπιστολὴ στὸν Ἀβέρωφ, ὁ ὁποῖος προσφέρεται νὰ καλύψει τὰ ἔξοδα γιὰ τὴν ἐπιμαρμάρωση τοῦ Παναθηναϊκοῦ Σταδίου, καὶ ὁ Φασουλῆς τοῦ Σουρῆ σατιρίζει στὸ φύλλο 507 τοῦ Ρωμηοῦ (8 Ἀπριλίου 1895). |
Οικονομικά προβλήματα
Όσο κι αν η διοργάνωση εκείνων
των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων ήταν σπαρτιατική σε σύγκριση με τον σημερινό
γιγαντισμό, το οικονομικό κόστος ήταν υπερβολικό για την ελληνική οικονομία.
Μια λύση (που δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα!) αποτελούσαν οι ευεργέτες. Ο
διάδοχος Κωνσταντίνος απευθύνει επιστολή στον Αβέρωφ, ο οποίος προσφέρεται να
καλύψει τα έξοδα για την επιμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου, και ο Φασουλής
του Σουρή σατιρίζει στο φύλλο 507 του Ρωμηού (8 Απριλίου 1895).
|
Πρὸς τὸν Ἀβέρωφ
ἐπιστολὴ
Ἀμάν, Ἀβέρωφ, σῶσε μας καὶ βοηθὸς
γενοῦτοῦ κακομοίρη τοῦ Φασουλῆ νὰ κουτουλήσ᾿ ἡ δόξα μας μὲ τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ κι ὅταν κοτζὰμ Διάδοχος σοῦ γράφῃ κοπλιμέντα κι ὅλος Ὑμέτερος πρὸς σὲ διὰ παντὸς πὼς μένει, ἄνοιξε τὸ κεμέρι σου χωρὶς πολλὴ κουβέντα κι ἂς εἶναι κάθε λέξις του ἀκριβοπληρωμένη. Τοῦ κράτους τὴν ὑπόληψιν θέλεις δὲν θέλεις, σῶσε, ἂν δὲ καὶ γράμμα δεύτερον σοῦ στείλουν ὡς τὸ πρῶτον, ἂς πάει τὸ παλιάμπελο κι ὅ,τι κι ἂν ἔχεις δῶσε πρὸς χάριν τῶν Ἀγώνων μας καὶ τῆς μητρὸς τῶν φώτων. Κι ἂν τῶν Ἀγώνων ἡ πομπὴ καὶ σὲ χρεωκοπήσει ἀλλ᾿ ὅμως μυριόστομος, Ἀβέρωφ, θὰ σαλπίσει κι εἰς Δύσιν κι εἰς Ἀνατολὴν ἡ φήμη τ᾿ ὄνομά σου καὶ θὰ καυχᾶσαι διαρκῶς γιὰ τὸ κατόρθωμά σου. Κι ἂν καταντήσῃς νὰ μᾶς λὲς μὲ τὸν ντορβᾶ στὸν ὦμο «δῶστε στὸν εὐεργέτη σας δυὸ ψίχουλα ψωμιοῦ» ἀλλ᾿ ὅμως θὰ σὲ δείχνωμε μ᾿ εὐλάβεια στὸν δρόμο κι ἔτσι τὸ στόμα θὰ μιλεῖ τοῦ καθενὸς Ρωμηοῦ: «Βλέπεις αὐτὸν τὸν φουκαρᾶ, ποὺ μὲ ντορβᾶ γυρίζει καὶ κρυφομουρμουρίζει γιὰ τὴν κακὴ κατάντια του καὶ τὸν πικρὸ καημό του;... Κροῖσος ἐλέγετο ποτὲ κι εἶχ᾿ εὐεργέτου πόζα, ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Διάδοχος τὸν πῆρε στὸν λαιμό του μὲ γράμματα Βασιλικὰ πολὺ κοπλιμεντόζα, κι ἀπεμαρμάρωσε λαμπρῶς τὰ Στάδια προγόνων καὶ θῦμ᾿ ἀπέμειν᾿ ἔνδοξον ἀρχαϊκῶν ἀγώνων.» Ἀμάν, Ἀβέρωφ, σῶσε μας καὶ βοηθὸς γενοῦ ... νὰ σκούξωμ᾿ ἔξω νοῦ Ἡ ψωροκώσταινα πατρὶς καὶ πάλιν κοκορεύεται, ἄσβεστος κρύπτεται πυρὰ στῆς δόξης τὸ καμίνι, καὶ Στάδια μαρμάρινα κι ἀγῶνας ὀνειρεύεται ἂν κι ἐκ τῆς πείνας μάρμαρο προώρισται νὰ μείνει. |
Στὸ μεταξύ, ἡ κυβέρνηση Τρικούπη ἔχει πέσει καὶ
τὴν ἐξουσία
ἔχει ἀναλάβει
ὁ Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Ἡ κατάσταση τῆς
οἰκονομίας προχωρεῖ πρὸς
τὸ χειρότερο, καὶ ὁ
Σουρῆς ἀναφέρεται
ἐν παρόδῳ συχνὰ στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, ὅπως
στὸ φ. 524 (21 Ὀκτωβρίου 1895), ὅπου ἐμφανίζει τὸν βασιλέα τῆς
Πορτογαλίας νὰ λέει τὰ ἀκόλουθα
στὸν βασιλέα Γεώργιο:
|
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση Τρικούπη
έχει πέσει και την εξουσία έχει αναλάβει ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Η κατάσταση
της οικονομίας προχωρεί προς το χειρότερο, και ο Σουρής αναφέρεται εν παρόδω
συχνά στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως στο φ. 524 (21 Οκτωβρίου 1895), όπου
εμφανίζει τον βασιλέα της Πορτογαλίας να λέει τα ακόλουθα στον βασιλέα
Γεώργιο:
|
Φαντάζομαι τὸ
κράτος σου
Παράδεισον ἐπίγειον καὶ δίχως ἰσοζύγιον σφοδρὸς δὲ πόθος, ἀδελφέ, μὲ διαφλέγει τώρα νὰ φύγω ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ τὴν φυλὴν νὰ δῶ, ποὺ δὲν χαλᾷ τὸ κέφι της τῶν δανεικῶν ἡ ψώρα, κι Ἀγῶνας Ὀλυμπιακοὺς στὸ μέλλον ἑτοιμάζει, ἀλλὰ κι ἐκείνους δανεικοὺς κι ὁ κόσμος τὴν τρομάζει. |
Οἱ ἀγῶνεςΦτάνει ἐπιτέλους ἡ μέρα τῆς ἔναρξης τῶν Ἀγώνων, ἡ 25η Μαρτίου 1896. Παρὰ τὴ μικρὴ ἀριθμητικὰ συμμετοχή τους, οἱ Ἀμερικανοὶ κατακτοῦν τὰ περισσότερα χρυσὰ μετάλλια, ἐνῷ ἡ Ἑλλάδα ἔρχεται δεύτερη. Σχολιάζει ὁ Σουρῆς στὸ φύλλο 547 τοῦ Ρωμηοῦ (30 Μαρτίου 1896): |
Οι αγώνεςΦτάνει επιτέλους η μέρα της έναρξης των Αγώνων, η 25η Μαρτίου 1896. Παρά τη μικρή αριθμητικά συμμετοχή τους, οι Αμερικανοί κατακτούν τα περισσότερα χρυσά μετάλλια, ενώ η Ελλάδα έρχεται δεύτερη. Σχολιάζει ο Σουρής στο φύλλο 547 του Ρωμηού (30 Μαρτίου 1896): |
Ὕμνους ἀναξιφόρμιγγας, βρὲ Περικλῆ, θὰ ψάλω
καὶ δι᾿ Ἀγῶνας διεθνεῖς τὸν σβέρκο μου θὰ βγάλω. Τίνα μεγάλον ἥρωα, τίν᾿ ἄνδρα κελαδήσομεν; ἐλᾶτε βάρη ν᾿ ἄρωμεν, ἐλᾶτε νὰ πηδήσωμεν, καὶ νὰ παρακαλέσωμεν μὲ δίσκους εἰς τὸ χέρι Ἀβέρωφ τὸν περίδοξον νὰ λύσει τὸ κεμέρι, κι ὁλάκερο τὸ Στάδιο μαρμάρινο νὰ κάνει γιὰ ν᾿ ἁλωνίζουν Κόννολυ καὶ Φλὰκ κι Ἀμερικάνοι. (...) Ποία ῥώμη, ποῖον νεῖκος!... θέλεις ἅλμα κατὰ μῆκος, θέλεις ἅλμα κατὰ πλάτος; πρῶτος καὶ τὰ δυὸ τὰ κάνει καὶ κερδίζει τὸ στεφάνι Θοδωρὴς ὁ κορδονάτος. (...) Ἂν ρωτᾷς καὶ γιὰ τὴ σφαῖρα πρῶτος εἶναι κι ἐκεῖ πέρα, κι ὅταν δανεισταὶ τὸν δοῦν εἰς τὸ χέρι νὰ τὴν πάρει, τρέμουν μὴν τὴν ἀμολάρει καὶ τὰ γένεια των μαδοῦν. |
Πιὸ κάτω, ὁ Σουρῆς
σατιρίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν
ὁποῖο
ἀντιμετώπισε τοὺς ἀγῶνες ὁ
μέσος Ἕλληνας:
|
Πιο κάτω, ο Σουρής σατιρίζει τον
τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τους αγώνες ο μέσος Έλληνας:
|
Ἀγῶνες, ποὺ
ξετίναξε καθένας τὰ χαλιά του
καὶ ξένους ἐπερίμενε τὴν τύχη του νὰ κάνει, Ἀγῶνες, ποὺ παραίτησε καθένας τὴ δουλειά του καὶ μὲ πηλάλες δυνατὲς στὸν Μαραθῶνα φθάνει. Ἀγῶνες, ποὺ κατήντησε ἡ τῶν προγόνων δόξα γιὰ τοὺς συγχρόνους λόξα, Ἀγῶνες, ποὺ μᾶς ζούρλανε τὸ τόσο μας ὀνόρε καὶ κόσμος πάει κι ἔρχεται στῆς Ἀθηνᾶς τὸ φιόρε, Ἀγῶνες, ποὺ δὲν βρίσκεται κανεὶς νὰ σωφρονίσει τῆς ράτσας τῆς Ρωμαίικης τ᾿ ἀκράτητα παιδιά, Ἀγῶνες, ὁποὺ νόμισαν καὶ στὸ Βαθρακονήσι πὼς θὰ νοικιάσουν κάμαρες δυὸ λίρες τὴν βραδυά. Ἀγῶνες, ὁποὺ πίστεψαν πολλοὶ μὲς στὴν Ἀθήνα ὅτι μονάχα τό῾ν᾿ αὐγὸ θὰ πάει μία στερλίνα, Ἀγῶνες, ποὺ πτερώνεται τὸ φρόνημα τοῦ γένους κι οἱ γάτες κάνουν ἅλματα ψηλὰ στὰ κεραμίδια, Ἀγῶνες, ὁποὺ φύλαξαν καμπόσοι γιὰ τοὺς ξένους τὰ ψάρια των, τὰ χάβαρα, τὶς πίνες καὶ τὰ μύδια. Ἀγῶνες, ποὔδειξε μικρὸ τὸν κάθε κουνενὲ ἡ γῆ μας ἡ μεγάλη κι ὁ Πύργος διεσπάθισε τὸν Γάλλον Περρονὲ μεθ᾿ ὅσης τέχνης ἄλλοι διασπαθίζουν φανερὰ τῶν φουκαράδων τὸν παρᾶ. Ἀγῶνες, ποὺ κουνήθηκε καὶ τοῦτο τὸ ρημάδι, ποὺ πρῶτος ὁ Καρασεβντᾶς ἐβγῆκε στὸ σημάδι, κι εἰς ὅλους ἄναψε σεβντᾶ τὸ γέρας τοῦ κοτίνου κι ἂς βάλῃ τὸ χεράκι της ἡ Παναγιὰ τῆς Τήνου. (...) Ἀγῶνες, ποὺ μὲ σώματα παρέστημεν ἀκμαῖα κι ἐθάμβωσε μισέλληνας ἡ πάγκαλος ἀλκή μας, μὰ πάντ᾿ Ἀμερικάνικη σηκώνετο σημαία μ᾿ ἐλπίδα πὼς θὰ σηκωθεῖ στὸ μέλλον κι ἡ δική μας. Ἀγῶνες, ὁποὺ λύσσαξαν τὰ ξένα τὰ σκυλιὰ καὶ τὸν μπελᾶ μας βρήκαμε μὲ τοὺς Ἀμερικάνους, μὰ βάλαμε τῆς φίλης μας Εὐρώπης τὰ γυαλιὰ καὶ τοὺς δευτέρους πήραμε περιφανεῖς στεφάνους. |
Παρὰ τὰ πολλὰ
ἑλληνικὰ
χρυσὰ μετάλλια, οἱ θεατὲς
ἦσαν ἀπογοητευμένοι
ἐπειδὴ
δὲν εἴχαμε
κερδίσει καμιὰ πρώτη νίκη σὲ ἀγωνίσματα
στίβου. Στὸ τελευταῖο ἀγώνισμα,
τὸν Μαραθώνιο, ἦρθε ὁ
θρίαμβος τοῦ Σπύρου Λούη νὰ ἀναπτερώσει
τὸ φρόνημα ὅλων, καὶ ὁ Σουρῆς
προλαβαίνει νὰ τυπώσει στὴν τελευταία σελίδα τοῦ ἴδιου
φύλλου τὴ χαρμόσυνη εἴδηση:
|
Παρά τα πολλά ελληνικά χρυσά
μετάλλια, οι θεατές ήσαν απογοητευμένοι επειδή δεν είχαμε κερδίσει καμιά
πρώτη νίκη σε αγωνίσματα στίβου. Στο τελευταίο αγώνισμα, τον Μαραθώνιο, ήρθε
ο θρίαμβος του Σπύρου Λούη να αναπτερώσει το φρόνημα όλων, και ο Σουρής
προλαβαίνει να τυπώσει στην τελευταία σελίδα του ίδιου φύλλου τη χαρμόσυνη
είδηση:
|
Ὁ μαραθώνιοςΤελευταία ὥραμὲ μεγάλη φόρα Τὸν νικητήριον χορὸν καὶ σύ, «Ῥωμηέ» μου, σῦρε... τὸν δρόμον τὸν περίδοξον, ποὺ χίλιους δούλους κάνει, Ἁμαρουσιώτης κρατερός, ὁ Λούης τὸν ἐπῆρε, κι ὁλόκληρον τὸ Στάδιον φρενῆρες ἐξεμάνη. Ὕμνους Πινδάρου σήμερον ὁ Λούης ἂς ἀκούσῃ... Ζήτω τὸ Γένος, ὁ Λαός, τὸ Στέμμα, τὸ Μαρούσι. |
Οἱ Ἀγῶνες
πέρασαν γρήγορα, μόλις καὶ μετὰ βίας διάρκεσαν 10 μέρες. Κατὰ σύμπτωση, τὴν
ἴδια σχεδὸν στιγμὴ τῶν πανηγυρισμῶν
γιὰ τὴ
νίκη τοῦ Λούη, φτάνει στὴν Ἀθήνα
ἡ εἴδηση
τοῦ θανάτου τοῦ Χαριλάου Τρικούπη στὶς
Κάννες. Μετὰ τὴν ἧττα του στὶς ἐκλογές,
ὁ μεγάλος πολιτικὸς εἶχε
ἐγκαταλείψει ἀπογοητευμένος τὴν Ἑλλάδα. Ἡ
πρώτη σελίδα τοῦ ἑπόμενου φύλλου (548) τοῦ Ρωμηοῦ
κοσμεῖται ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν
εἰκόνα τοῦ ἐκλιπόντος μέσα σὲ μαῦρο
πένθιμο πλαίσιο. Ὡστόσο, οἱ ἐσωτερικὲς σελίδες σχολιάζουν τὸν ἀπόηχο
τῆς νίκης τοῦ Λούη, ποὺ δὲν ἔχει
ἀκόμα κοπάσει...
|
Οι Αγώνες πέρασαν γρήγορα, μόλις
και μετά βίας διάρκεσαν 10 μέρες. Κατά σύμπτωση, την ίδια σχεδόν στιγμή των
πανηγυρισμών για τη νίκη του Λούη, φτάνει στην Αθήνα η είδηση του θανάτου του
Χαριλάου Τρικούπη στις Κάννες. Μετά την ήττα του στις εκλογές, ο μεγάλος
πολιτικός είχε εγκαταλείψει απογοητευμένος την Ελλάδα. Η πρώτη σελίδα του
επόμενου φύλλου (548) του Ρωμηού κοσμείται ολόκληρη από την εικόνα του
εκλιπόντος μέσα σε μαύρο πένθιμο πλαίσιο. Ωστόσο, οι εσωτερικές σελίδες
σχολιάζουν τον απόηχο της νίκης του Λούη, που δεν έχει ακόμα κοπάσει...
|
...
μὰ τώρα νενικήκαμεν καὶ δὲν
μὲ μέλει δράμιἂν μία γιὰ πάντα τῆς Βουλῆς κλεισθεῖ τὸ Παρλαμέντο κι ἂν κάνωμ᾿ ἑκατὸ φορὲς καινούργιο φαλιμέντο. --Μέσα σε τούτη τὴν κοινὴ Μαραθωνομανία, ὁποὺ καθεὶς φρενιάζει, κι ἐμένα δὲν μὲ νοιάζει, ἂν πᾶν οἱ παλιό-Βούλγαροι μὲς στὴν Μακεδονία. Ἐμπρὸς στὸν Μαραθώνιον Βουλγάρους ποιὸς κοιτᾷ; κι ἂν νέος Ξέρξης στρατιᾶς στὸν Μαραθῶνα στείλει, ἀλλ᾿ ὅμως κάποιος θὰ βρεθεῖ μὲ πόδια δυνατὰ νὰ σπεύσει τὴν ἐπιδρομὴν ἐγκαίρως ν᾿ ἀναγγείλει. |
καὶ πιὸ κάτω, ὁ
Σουρῆς ἀπευθύνεται
στὸν Λούη, λέγοντάς του:
|
και πιο κάτω, ο Σουρής
απευθύνεται στον Λούη, λέγοντάς του:
|
Ψάλλω κι ἐγὼ εὐγνώμων
Ὦ νικητῶν ἀπόγονε κι Ἁμαρουσίου θρέμμα,τὸν Μαραθωνοδρόμον ἔστεψε τοὺς θριάμβους σου τὸ θριαμβεῦον Στέμμα, Διάδοχοι καὶ Πρίγκηπες σ᾿ ἐπῆραν ἀγκαλιά, ξένες περιηγήτριες σ᾿ ἐχόρτασαν φιλιά, κι ἴσως, λεβέντη χωρικὲ καὶ πρῶτο παλληκάρι, καμμία Μὶς παράξενη θελήσει νὰ σὲ πάρει. (...) μὰ σὺ γι᾿ αὐτὰ κι αὐτὰ μὴ δίνεις δυὸ λεφτά. Ἄκου μὲ φλέγμα στωικὸν τὸ τί καθείς σου ψάλλει καὶ μὴν ἀφήνεις τὸ τσαπὶ γιὰ ν᾿ ἀποδείξεις, τσελεπῆ, πὼς ἔχεις σὰν τὰ πόδια σου γερὸ καὶ τὸ κεφάλι. |
Τὸ κάθε θάμα τρεῖς ἡμέρες
καὶ τὸ
μεγάλο τέσσερις, λέει ὁ λαός μας. Ἔτσι, τόσο ἡ
νίκη τοῦ Λούη, ποὺ ἔγινε
καὶ παροιμιώδης ἔκφραση, ὅσο
καὶ ὁ
θάνατος τοῦ Τρικούπη, ἔφυγαν μοιραῖα
ἀπὸ
τὸ προσκήνιο τῆς ἐπικαιρότητας καὶ ἀπὸ τὶς
σελίδες τοῦ Ῥωμηοῦ. Ἕναν χρόνο ἀργότερα,
ἡ χώρα γνώριζε τὴν ἀτιμωτικὴ ἧττα
τοῦ ῾97.
Οἱ Ἀγῶνες δὲν
ἦταν πανάκεια γιὰ ὅλα
τὰ προβλήματα...
|
Το κάθε θάμα τρεις ημέρες και το
μεγάλο τέσσερις, λέει ο λαός μας. Έτσι, τόσο η νίκη του Λούη, που έγινε και
παροιμιώδης έκφραση, όσο και ο θάνατος του Τρικούπη, έφυγαν μοιραία από το
προσκήνιο της επικαιρότητας και από τις σελίδες του Ρωμηού. Έναν χρόνο
αργότερα, η χώρα γνώριζε την ατιμωτική ήττα του 97. Οι Αγώνες δεν ήταν
πανάκεια για όλα τα προβλήματα...
|
Ἀνθολογία τῆς Φωτιᾶς ἢ Πυροσβεστικὴ Ἀνθολογία
Ἐλήφθη
ἀπὸ τὴν σελίδα τοῦ Νίκου Σαραντάκου http://www.sarantakos.com
Ἄρθρο τοῦ Ἀντιπυράρχου Χρήστου Κων. Μητροπέτρου στὸ περιοδικὸ τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος
Ἀπὸ
τότε ποὺ πέρασα, πρὶν εἰκοσιπέντε
χρόνια, τὸ κατῶφλι τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος ἄρχισα
νὰ συγκεντρώνω, μὲ σεβασμὸ
καὶ ἀγάπη,
κάθε μορφῆς ἔντυπο ὑλικὸ ποὺ
σχετίζεται μὲ σημαντικὰ γεγονότα τῆς
πορείας τοῦ Σώματος, τὸ ὁποῖο ἔχω
τὴν ξεχωριστὴ τιμὴ νὰ ὑπηρετῶ, τοὺς
λειτουργούς του Πυροσβέστες καὶ τὸ ἀντικείμενο
τῆς δουλειᾶς μας. Καὶ νιώθω βαθιὰ συγκίνηση κάθε φορὰ ποὺ ἡ τύχη μὲ
βοηθᾷ ν᾿
ἀνακαλύψω κάποιο σημαντικὸ στοιχεῖο
ποὺ φωτίζει τὰ περασμένα μας1.Ἄρθρο τοῦ Ἀντιπυράρχου Χρήστου Κων. Μητροπέτρου στὸ περιοδικὸ τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος
Σημαντικὴ θέση καὶ ἔκταση, στὴν πλούσια αὐτὴ ἀρχειακὴ συλλογή μου, καταλαμβάνουν ἑκατοντάδες ποιητικὰ δημιουργήματα, εὔθυμα καὶ σοβαρά, ποὺ γράφηκαν, κατὰ καιροὺς ἀπὸ τοὺς νεότερους ὁμότεχνους τοῦ Ὁμήρου, γιὰ τὴ φωτιὰ καὶ τοὺς πολέμιούς της Πυροσβέστες. Στὸν ποιητικὸ αὐτὸ θησαυρὸ συμπεριλαμβάνονται στίχοι ἀπὸ τὶς ἀστραφτερὲς γραφίδες καταξιωμένων ποιητῶν, ποιητικὲς ἀπόπειρες συναδέλφων μὲ τὶς ὁποῖες ἐκφράζουν - πολλὲς φορὲς συγκλονιστικὰ - τοὺς καημούς, τὰ βάσανα, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς δουλειᾶς μας καὶ ἁπλοϊκὰ στιχουργήματα, μὲ τὰ ὁποῖα συνάνθρωποί μας ἐκφράζουν τὴν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη τους στοὺς Πυροσβέστες σωτῆρες τους καὶ ὑμνοῦν τὶς τιτάνιες προσπάθειές τους σὲ κατασβέσεις πυρκαγιῶν καὶ διασώσεις, ἀτόμων καὶ ἀγαθῶν, ποὺ συγκλόνισαν τὸ Πανελλήνιο.
Ἐπειδὴ πιστεύω πὼς εἶναι, τουλάχιστον, ἐγωιστικὸ ὅτι γνωρίζει ἢ κατέχει κανεὶς νὰ τὸ κρατᾷ σφαλισμένο μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, θεώρησα χρέος μου νὰ κάνω γνωστά, στοὺς συναδέλφους μου Πυροσβέστες καὶ τοὺς φίλους τοὺς ἀναγνῶστες μας, στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ σημειώματος - μὲ τὴ συνοδεία τῶν ἀπαραίτητων γιὰ τὴν κατανόηση τῶν σχολίων καὶ πληροφοριῶν γιὰ τοὺς δημιουργούς τους - μερικὰ ἀπὸ τὰ ὡραιότερα καὶ πιὸ χαρακτηριστικὰ ποιήματα ποὺ γράφτηκαν, ὡς τώρα, γιὰ τὸ σινάφι μας καὶ τὰ ἀντικείμενα τοῦ λειτουργήματός μας.
Θὰ ξεκινήσω τὴν παρουσίαση αὐτὴ παραθέτοντας τὸ ποίημα, «Χριστὲ καὶ Παναγιὰ καρσί μας πυρκαγιά» τοῦ μεγαλύτερου ἕλληνα σατιρικοῦ ποιητῆ Γεωργίου Σουρῆ, (Ἑρμούπολη Σύρου 1853 - Ἀθήνα 1919), μὲ τὸ ὁποῖο περιγράφει τὶς καταστροφικὲς συνέπειες μιᾶς πυρκαγιᾶς σὲ ξυλουργεῖο ποὺ ἔλαβε χώρα, τὸ Μάιο τοῦ 1883, στὴν περιοχὴ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. Στὸ τέλος τοῦ ποιήματος, ὁ Σουρῆς, ἐπιβεβαιώνοντας ὅτι ἡ ποίηση εἶναι ἡ πιὸ ἱερὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς, κάνει ἔκκληση στοὺς Ἀθηναίους φιλάνθρωπους νὰ βοηθήσουν τὸν ἄτυχο βιοτέχνη.
ΧΡΙΣΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΡΣΙ ΜΑΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑ2Πᾶν τοῦ Ῥωμιοῦ τὰ σύνορα, μὰ πᾶν κι οἱ τορναδόροι!Ἐκάηκε τὸ μαγαζὶ τοῦ ξυλουργοῦ Δημώρη. Τώρα θὰ συνορεύουμε μ᾿ Ἁγίους Θεοδώρους, κι ἀντίκρυ μας θὰ ἔχουμε καμένους τορναδόρους. Ἄλλ᾿ ὅμως ἂς ἀφήσουμε αὐτὰ τὰ κολοκύθια... πρέπει σ᾿ αὐτὸν τὸν δυστυχῆ νὰ γίνει μία βοήθεια. Εἰς τὰ καλὰ καθούμενα ὁ ἄνθρωπος ἐχάθη, καὶ δὲν φοβᾶται συμφορὰ χειρότερη νὰ πάθει. Ὅλα του τἄφαγ᾿ ἡ φωτιά, δὲν τ᾿ ἄφησε σανίδα, καὶ τώρα κλαίει ὁ πτωχὸς χωρὶς καμμιὰ ἐλπίδα. Κι ὅταν κανένας χάνεται, πρὸ πάντων φαμελίτης, πρέπει καθεὶς νὰ βοηθεῖ ἀληθινὸς πολίτης. Ἐμπρός, στὴν τόση συμφορὰ ἁπλώσετε τὸ χέρι, καὶ ὁ Ῥωμιὸς ὁ φουκαρὰς ὅ,τι μπορεῖ προσφέρει.
Μάιος 1883
|
Ὁ σατιρικὸς ποιητικὸς διάλογος, μεταξὺ Φασουλῆ καὶ Περικλέτου ποὺ ἀκολουθεῖ, ἔχει ὡς ἀφορμὴ μία πυρκαγιὰ ποὺ ἐκδηλώθηκε, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1884, στὸ Παλάτι3 καὶ ἔδωσε ἀφορμὴ στὸ Σουρῆ νὰ ἐκδηλώσει, γιὰ μία ἀκόμη φορά, τ᾿ ἀντιβασιλικά του αἰσθήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχε ὑποστεῖ πολλὲς διώξεις. Διάχυτη στοὺς πικάντικους στίχους του ἡ ἐκτίμηση καὶ ὁ θαυμασμός του γιὰ τοὺς προδρόμους μας σκαπανεῖς τῆς Διλοχίας Σκαπανέων ποὺ ἐκτελοῦσαν τότε πυροσβεστικὰ καθήκοντα.
ΤΟΥ ΠΑΛΑΤΙΟΥ Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ4Φασουλῆς καὶ Περικλέτος,ὁ καθένας νέτος σκέτος ΦΑΣΟΥΛΗΣ Οὔφ! ἄφησε μέ, Περικλῆ, καὶ σοῦ ῾χω μία λύπη! ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο, βρὲ κουτέ; ἐσένα τί σοῦ λείπει; ἔχεις τὰ παραδάκια σου, ἔχεις κι ἐμένα φίλο, πηγαίνεις καὶ στὸ Φάληρο, τρῷς κάποτε καὶ ξύλο... ΦΑΣΟΥΛΗΣ Μὰ δὲν ἀφίνεις, Περικλῆ αὐτὰ τὰ χωρατά σου, δὲν ἔρχεσαι γιὰ μία στιγμὴ καὶ λίγο στὰ σωστά σου; Ἐδῶ ὁ κόσμος καίεται... ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Τί καίεται, βρέ, πάλι; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Νάτα! λοιπὸν στὴν πυρκαγιὰ δὲν ἤσουν τὴν μεγάλη; ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Ποιὰ πυρκαγιά; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Τοῦ Παλατιοῦ. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Ἐκάη τὸ Παλάτι; Πάλι σὲ τρώει, φαίνεται, ἡ ἔρημή σου πλάτη. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Μὰ πῶς, μωρέ; στὴν πίστη σου δὲν πῆρες σὺ χαμπάρι; Ἐδῶ ὁ κόσμος σύσσωμος σηκώθη στὸ ποδάρι καὶ ἔτρεχε ξεσκούφωτος στὸ ντάλα μεσημέρι, καὶ ὅλοι ἐβαστούσανε κι ἕναν κουβᾶ στὸ χέρι. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Πάλι τὰ ἴδια μ᾿ ἄρχισες καὶ θὰ σὲ μπαγκλαρώσω. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Βρὲ ἄφησέ με μία μικρὴ ἰδέα νὰ σοῦ δώσω γι᾿ αὐτὸ τὸ φοβερὸ κακό, ποὺ πάλι μᾶς συνέβη, γιατί ἐμένα ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ σαλεύει. Ἄκου λοιπόν.... ἐφύσαγε ἕνα μελτέμι πρώτης, ὅταν ἐμπρός μου πέρασε δρομαῖος στρατιώτης. Γειά σου τοῦ λέω, ἀδελφέ, μὰ στάσου καὶ κομμάτι, πολλὰ τὰ ἔτη μ᾿ ἁπαντᾶ .... φωτιὰ εἰς τὸ Παλάτι! Τότε κι ἐγώ, βρὲ Περικλῆ, διόλου καιρὸ δὲν χάνω, τὸ βάζω εἰς τὰ τέσσερα καὶ στὸ παλάτι φθάνω, καὶ τί νὰ δῶ, βρὲ μάτια μου;....σπίθες, καπνό, φαντάρους, καὶ τὸν Τρικούπη στὴ σκεπὴ μὲ δυὸ ψηλοὺς κολλάρους, καὶ νὰ σοῦ πῶ, βρὲ Περικλῆ, τὸν θαύμασα στ᾿ ἀλήθεια... Εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος, ποὔχει ζωὴ στὰ στήθια. Μπορεῖ καὶ τὸν Κουταλιανὸ ὁλάκερο νὰ φάει. αὐτὸς δὲν εἶναι ἄνθρωπος, αὐτὸς καὶ ποῦ δὲν πάει; στὶς πυρκαγιές, στὰ δάνεια, στὶς Τράχωνες, στὰ δάση στοὺς φόρους, στοὺς προβιβασμοὺς κι ὅπου ἀλλοῦ προφθάσει. Προφθαίνει καὶ στὸ θέατρο ἀκόμη τοῦ Φαλήρου.... Αὐτὸς εἶν᾿ ἄνδρας τοῦ πυρός, καθὼς καὶ τοῦ σιδήρου, γιατὶ σὲ τοῦτο τὸν καιρὸ ὅλ᾿ ἡ Ἑλλὰς ἀνάβει, καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς γιατί καὶ πῶς νὰ καταλάβει. Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσουμε αὐτὸν κι ἂς ἔλθουμε καὶ πάλι στὴ φοβερὴ τὴν πυρκαγιὰ καὶ τὴν ἀνεμοζάλη. Λοιπὸν κοντὰ στὸν Πρόεδρο στεκόταν ὁ Μαμούρης, εἰς τὸν Μαμούρη δὲ κοντὰ στεκόταν ὁ Μπουντούρης, εἰς τὸν Μπουντούρη δὲ κοντὰ στεκότανε ὁ Σοῦτσος, καὶ εἰς τὸν Σοῦτσο δὲ κοντὰ στεκότανε ἕνας μοῦτσος, καὶ εἰς τὸν μοῦτσο δὲ κοντὰ στεκότανε ὁ Λέλης, καὶ εἰς τὸν Λέλη δὲ κοντὰ στεκόταν ὁ Γουβέλης, καὶ στὸ Γουβέλη δὲ κοντὰ στεκότανε ὁ Λάγγες, καὶ εἰς τὸν Λάγγες δὲ κοντά, ἕνα φουσάτο μάγγες, καὶ εἰς τοὺς μάγγες δὲ κοντὰ καμπόσοι λωποδύτες, καὶ πυροσβέστες ἄπειροι ἀπάνω στὶς σοφίτες, καὶ ὁ Πηνειός, ὁ Τσέρνοβιτς, ὁ Σέκερης, ὁ Πάλλης, ἀκόμη κι ὁ Γενήσαρλης, ὁ Λάμπρος ὁ Μιχάλης, καὶ μὲ τὸ σκύλο του μαζὶ ὁ Φὼν Κολοκοτρώνης, ὁ Γιώργης τῆς Δημήτραινας κι ὁ Σπύρος ὁ Πομόνης... ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Καὶ τέλος τί ἀπέγινε; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Τί ἤθελες νὰ γίνει μέσα σὲ τέτοιο φλογερὸ καὶ ἄσβεστο καμίνι; Πρῶτα ἐπήρανε φωτιὰ ἄξαφνα οἱ κουζίνες, ἔπειτα πῆραν ἄξαφνα φωτιὰ καὶ οἱ κουρτίνες, ἔπειτα πῆραν ἄξαφνα φωτιὰ κι οἱ καναπέδες, ἔπειτα πῆραν ἄξαφνα φωτιὰ κι οἱ λακέδες, κοντὰ σ᾿ αὐτοὺς τὸ θέατρο, μαζὶ κι ἡ ἐκκλησία, καὶ τέλος πάντων ἔγινε ἑσπερινὴ θυσία. Καὶ ὅταν πιὰ ἐπήρανε φωτιὰ καὶ τὰ φουγάρα, ἀπελπίσθηκαν ὅλοι των καὶ ἄναψαν τσιγάρα. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Μὰ πές μου, τούτη τὴ φωτιὰ ποιὸς νὰ τὴν ἔχει βάλει; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Καὶ θέλει ρώτημα κι αὐτό, μωρὲ στραβὸ κεφάλι; Τί ἄνθρωπος! ... αἰώνια ζητᾷ νὰ μὲ πειράζει!... Σοῦ εἶπα ὅλες τί φωτιές, πὼς ὁ Μελᾶς τὶς βάζει. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Λοιπόν; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Λοιπὸν ἐκάηκαν καμπόσοι στρατιῶται, μὰ παλληκάρια τῆς φωτιᾶς κι ἀληθινοὶ ἱππόται, ποὺ βασιλιὰς γιὰ μία στιγμὴ λαχτάριζα νὰ γίνω, νὰ τοὺς φορέσω στέφανο, καὶ Φασουλῆς νὰ μείνω. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Καὶ ποιοὶ ἀκόμη τὄδειξαν; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Οἱ σκαπανεῖς κι οἱ ναῦτες, κι οἱ ἄλλοι ὅλοι ἤτανε σπουδαῖοι μυϊγοχάφτες. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Καὶ λὲς ἡ νέα πυρκαγιά, νὰ ἔχει σημασία, ἡ λὲς κι αὐτὴ πὼς ἔγινε γιὰ τὴ φωτοχυσία; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ἔ! ὅταν βλέπεις σκαπανεῖς καὶ μέσα στὸ Παλάτι, καὶ βασιλεῖς μὲ βασιλεῖς καὶ κράτη ἐπὶ κράτη, καὶ στὰ καλὰ καθούμενα ἀνάβει καὶ ὁ θρόνος, αὐτὸ θὰ πεῖ, συντέλεια, πὼς ἦλθε τοῦ αἰῶνος. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Καὶ ἡ ζημία πόσο λὲς νὰ εἶν᾿ ἀπάνω κάτω; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ὅσα περίπου ἔχασε, θαρρῶ τὸ Συνδικᾶτο. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Καὶ τώρα τούτη τὴ ζημιὰ ποιὸς λὲς θὰ τὴν πληρώσει; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Στὴ ράχη σας ὁ βασιλιὰς κι αὐτὴ θὰ τὴν φορτώσει. Καὶ τίποτα παράξενο ν᾿ ἀκούσεις σὲ κομμάτι καινούργιους φόρους γιὰ φωτιὲς ποὺ βάζουν στὸ Παλάτι. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Καὶ ὕστερα ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ βασιληᾶς τί κάνει; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Τοῦ τηλεγράφησαν, θαρρῶ, καὶ μὲ τὸ πρῶτο φθάνει. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Ἐγὼ σοῦ λέω πὼς αὐτὸς δὲν τὸ κουνάει διόλου κι ἂν ὅλο τὸ Παλάτι του πάει κατὰ διαβόλου. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ἐγὼ σοῦ λέω πὼς θἄρθη... ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Ἐγὼ σοῦ λέω σκάσε. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ἐγὼ σοῦ λέω πὼς θὰ ῾ρθῆ καὶ νὰ μοῦ τὸ θυμᾶσαι. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Μὰ σὺ τὸ παραξίλωσες μ᾿ αὐτό σου τὸ γινάτι... ὄρσε λοιπὸν δυὸ τρεῖς σβερκιὲς καὶ σῦρε στὸ Παλάτι.
Ἰούλιος
1884
|
ΑΣ ΡΙΞΩΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ - ΣΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΜΑΣ ΤΗ ΦΩΤΙΑ5Κοντὰ στὴ μιὰ καταστροφὴ καινούργια μᾶς προφθάνει,κοντὰ στὶς τόσες συμφορὲς καὶ στὶς πολλὲς θυσίες, δὲν ξέρω τίνος βάλθηκε παντοῦ φωτιὲς νὰ βάνει καὶ κάθε βράδι νἄχουμε φρικτὲς φωτοχυσίες. Καὶ δός του νέα πυρκαγιὰ καὶ κάτω στὸ παζάρι, καὶ μέσα στὴ σαρακοστὴ ἐκάη τὸ χαβιάρι. Ἐκάηκαν τὰ βούτυρα, τὰ μῆλα καὶ τ᾿ ἀχλάδια, οἱ μπάμιες τὰ πετρέλαια, τὰ ραζακιὰ σταφύλια, οἱ λεμονάδες, οἱ ἐλιὲς τὸ γιάτσο καὶ τὰ λάδια, ἡ ζάχαρη καὶ ὁ καφές, λουμίνια καὶ φυτίλια. Γιατ᾿ ἦλθαν χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια, νὰ ψήνονται στὴν ἀγορὰ καὶ τ᾿ ἄγουρα πεπόνια Ἦτο σχεδὸν μεσάνυχτα καὶ λίγο περασμένα, ὁ Ταβουλάρης ἔπαιζε στὸ θέατρο ἀκόμα, ὅταν μπὰμ μποὺμ ἀκούσθηκαν στὰ ὕψη σκορπισμένα, κι ὅλος ὁ κόσμος φώναξε ἀμέσως μ᾿ ἕνα στόμα: Συναθροισθῆτε, σκαπανεῖς, ὁρμήσετε φαντάροι, ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη χαλασμός... φωτιὰ καὶ στὸ παζάρι. Κι ἰδοὺ μὲ σκούφους ναυτικούς, μὲ νυχτικὰ φουστάνια, γυναῖκες κι ἄνδρες ὤρμησαν μέσα στοὺς δρόμους ὅλοι, μὲ στάμνες, μὲ πλατύσταμνα, καὶ μὲ τὰ γιαταγάνια, κι ἔβλεπες σὰν στρατόπεδο τῶν Ἀθηνῶν τὴν πόλη. Ἐν τούτοις μὲς στὴν ταραχὴ πολὺ παρετηρεῖτο, πὼς μόνον ὁ πρωθυπουργὸς στὴν πυρκαγιὰ δὲν ἦτο. Ὡς τὰ ἑπτὰ οὐράνια ἀνέβαιναν οἱ φλόγες, κι ἐφώτιζαν τὰ τέσσερα τῆς πόλεως σημεῖα, σὰν σκάγια ἐσκορπίζονταν τῶν σταφυλιῶν οἱ ρόγες, καὶ πέριξ διεχέετο μεγάλη εὐθυμία. Κοκκίνζ᾿ ἡ Ἀκρόπολις ἀπ᾿ τὴν πολλὴ χαρά της, ποὺ ἔβλεπε νὰ καίεται τὸ δῶρον τοῦ Ἐλγίνου, γιατί αὐτὴ δὲν ξέχασε ἀκόμη τὰ παλιά της, πῶς θαῦμα ἔγιν᾿ ἄλλοτε τοῦ κλέφτη της ἐκείνου. Ἂν τὸ ξεχνοῦνε οἱ Ρωμιοί, οἱ πέτρες δὲν ξεχνοῦνε μὲ ποιοὺς ἐζοῦσαν ἄλλοτε καὶ τώρα μὲ ποιοὺς ζοῦνε. Ὢ τόσων ἀναμνήσεων καημένο μου παζάρι, μὲ τ᾿ ἀκριβά σου κρέατα, τὰ βρώμια σου τὰ ψάρια, τὶς ξύλινες παράγκες σου, τὸν κάθε μακελάρη, τὶς ζυγαριὲς τὶς ξύγκικες, τὰ ξύγκικα καντάρια, αἰώνια στὴ μνήμη του κανεὶς θὰ σὲ φυλάττει καὶ γαῖαν ἔχεις ἐλαφράν, ὦ Ἀγορὰ φιλτάτη.
Αὔγουστος
1884
|
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μερικὰ ἀπὸ τὰ ἔγγραφα αὐτὰ στοιχεῖα, ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ σὲ ἄρθρα καὶ σημειώματά μου ποὺ ἔχουν δημοσιευθεῖ στὸ παρὸν περιοδικό. Ἐπιθυμία μου εἶναι τὸ ἀρχειακὸ αὐτὸ ὑλικὸ νὰ κατατεθεῖ στὸ Ἱστορικὸ Πυροσβεστικὸ Ἀρχεῖο ποὺ εἶναι ἀνάγκη νὰ δημιουργηθεῖ στὸ Πυροσβεστικὸ Σῶμα.2. Γεωργίου Σουρῆ, Ἅπαντα, Ἱστορικὲς Ἐκδόσεις Λογοτεχνίας, Τόμος 5ος, σελ. 47.
3. Βλέπε σχετικά, Ἱστορία τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος, Ἔκδοση Διεύθυνσης Μελετῶν Ἀρχηγείου Πυροσβεστικοῦ Σώματος, Ἀθήνα 1980, σελ. 16.
4. Ὅπως προηγούμενη σημείωση 2, Τόμος 2ος, σελ. 144 - 147.
5. Ὅπως προηγούμενη σημείωση 2, Τόμος 5ος, σελ. 37
Ἀνθολογία τῆς Οἰκονομίας
συλλεγέντα καὶ ἀναρτηθέντα ἐπὶ τῇ πανηγυρικῇ ἐλεύσει τοῦ ΔΝΤ
Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό, ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ; νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς, ταμεῖο δίχως χρήματα καὶ δόξης τόσα μνήματα; Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά, κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε; * * * |
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες
μὲ ἅμαξες
καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια, ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή. * * * |
Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ
γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί, οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή. * * * |
Ὁ Ἕλληνας δυὸ
δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος. * * * |
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται. * * * |
Γι᾿ αὐτὸ
τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια! * * * |
Καὶ τῶν σοφῶν
οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη... αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα, δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει. * * * |
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο. Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης. Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει. Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ. * * * |
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ
καφὲ
Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ
εἶναι ὡραῖο-τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ». Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς. νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο. Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι. * * * |
Δυστυχία σου Ἑλλάς,
μὲ τὰ
τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα; * * * |
ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/gewrgios_soyrhs_poems.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.