Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

Μνήμη ενός κοσμικού στοχαστή

7, 8, 10 και 12 Ιανουαρίου 2019      http://www.xryshaygh.com/

Μέρος Α’
Ο Ρενέ Ζαν Μαρί Ζοζέφ Γκενόν (René Jean Marie Joseph Guénon) γνωστότερος απλώς ως Ρενέ Γκενόν, γεννηθείς το 1886 στο Μπλουά, της Γαλλίας, απέθανε την 7η Ιανουαρίου 1951 στο Κάϊρον της Αιγύπτου. Ήταν γνωστός και ως Σεΐχης Αμπντούλ-Ουάχιντ Γιάχγια (το όνομα που χρησιμοποιούσε αφότου ησπάσθη το Ισλάμ). Υπήρξε ένας σπουδαίος Γάλλος στοχαστής και συγγραφεύς. Εγεννήθη σε μια παραδοσιακή καθολική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν αρχιτέκτων. Κατά  την περίοδο των νεανικών του χρόνων (1905-1912) εντυπωσιάσθηκε τα μάλα από τις εσωτεριστικές και αποκρυφιστικές οργανώσεις, από τον ελευθεροτεκτονισμό, καθώς και από τον γνωστικισμό.



Θεωρείται ότι ήταν ο ιδρυτής της Παραδοσιακής σχολής, αφιέρωσε δε τα πρώτα έτη της ζωής του στην μελέτη των μαθηματικών και της φιλοσοφίας. Μετέβη στο Παρίσι το 1906, όπου διατηρούσε τακτικές επαφές με διάφορες πνευματικές και αποκρυφιστικές ομάδες. Το 1909, επεξεργάσθηκε λεπτομερώς και εδημοσίευσε μία περιοδική επιθεώρηση με τίτλον «Η Γνώσις» («La Gnose») για την οποίαν έγραψε διάφορα δοκίμια και ανασκοπήσεις σχετικώς με την πνευματικότητα και τον εσωτερισμό. Το 1910 συνηντήθη με τον διάσημο Γαλλο-Σουηδό  ζωγράφο και Σούφι Ιβάν – Γκούσταφ Ακουελί ή Αγκέλι (1869 –1917), ο οποίος την εποχήν εκείνη ησπάσθη  το Ισλάμ και έλαβε το όνομα Σεΐχης Αμπντ-ελ –Χάντι. Ο Γκενόν εμυήθη στον Σουφισμό το 1912 και έγινε Μουσουλμάνος, λαμβάνων το προαναφερθέν όνομα.
Ετελείωσε την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση το 1916 με μιαν διατριβή έχουσα τίτλο «Ο Λάϊμπνιτς και ο απειροστικός λογισμός». Το ίδιον έτος συνηντήθη με τον φιλόσοφο Ζακ Μαριταίν (1882 – 1973), έναν από τους σημαντικοτέρους καθολικούς στοχαστές του 20ου αιώνος. Το 1921, προετοίμασε την διδακτορική του διατριβή υπό τον τίτλον «Γενική Εισαγωγή στη Μελέτη των Ινδουιστικών Δογμάτων». Η διατριβή του απερρίφθη από την διδακτορική επιτροπή, πράγμα που τον οδήγησε στην περιστασιακή εγκατάλειψη του πανεπιστημίου το 1923. Η διατριβή εδημοσιεύθη αργότερον ως βιβλίον με τον ίδιον τίτλο. Το 1924, εδημοσίευσε το «Ανατολή και Δύση», ένα από τα σημαντικότερα έργα του σχετικώς με την συγκριτική φιλοσοφία και την πνευματικότητα. Ηκολούθησεν «Η Κρίση του Συγχρόνου Κόσμου» (1927) - ίσως το διασημότερο και πλέον διαδεδομένο βιβλίο του.
Ένα χρόνο μετά την δημοσίευση της «Κρίσεως του συγχρόνου κόσμου», απέθανε η σύζυγος του. Το 1930 μετέβη στην Αίγυπτο ως μέρος ενός προσχεδιασμένου έργου για την μελέτη και δημοσίευση ορισμένων σουφικών κειμένων. Έκτοτε δεν έφυγε πλέον από την Αίγυπτο. Το 1934 ενυμφεύθη την Φατίμα, κόρη του Σούφι Σεΐχη Μουχάμαντ Ιμπραχήμ και εγκατεστάθη σε μιαν οικία εγγύς του περιβοήτου ισλαμικού Πανεπιστημίου Αλ Αζχάρ (Γκάμετ Αλ-Αζχάρ, κυριολεκτικώς «Λαμπρό Πανεπιστήμιον», ιδρύθηκε το 970μ.Χ. στο Κάϊρον. Είναι το κύριον κέντρο της αραβικής λογοτεχνίας και της αραβικής σουνιτικής ισλαμικής εκπαιδεύσεως στον κόσμο).

Εκεί είχε τακτικές επαφές με τον Αμπντ αλ Χαλίμ Μαχμούντ, τον διάσημο πρόεδρο του ιδρύματος και μελετητή του Σουφισμού. Αν και ο Γκενόν εδέχθη περιστασιακές επισκέψεις από μέλη της παραδοσιακής σχολής [όπως ο Γερμανοελβετός παραδοσιοκράτης εσωτεριστής και συγγραφεύς  Τίτους Μπούρκχαρτ ή Ιμπραχήμ ιζ αλ Ντίν (1908-1984), ο επίσης Γερμανοελβετός Φρίτγιοφ Σουόν ή Ίσα Νουρ αλ Ντιν, Σούφι, μεταφυσικός φιλόσοφος και ινδολόγος (1907-1998) και ο Βρετανός μεταφυσικός φιλόσοφος και σπουδαίος σαιξπηριστής φιλόλογος Μάρτιν Λινγκς ή Αμπού Μπακρ Σιράτζ αντ Ντιν (1909-2005)], παρέμεινε σε μεγάλον βαθμό απομονωμένος κατά την διάρκεια όλων των ετών στην Αίγυπτο, φοβούμενος κατά πολύ αποκρυφιστική - ψυχική επίθεση και συνάμα εργαζόμενος στα μεγάλα βιβλία και άρθρα του. Προς το τέλος της ζωής του, η κακή υγεία του Γκενόν, που τον συνόδευε καθ' όλην την διάρκεια της ζωής του, επεδεινώθη περαιτέρω και οδήγησε στον θάνατό του στις 7 Ιανουαρίου 1951.
Τα συγγράμματα του καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων από την μεταφυσική και τον συμβολισμό έως την κριτική του συγχρόνου κόσμου και την παρουσίαση των παραδοσιακών επιστημών. Ένα από τα σταθερά θέματα του κυρίως σώματος του έργου του είναι η έντονη αντίθεση μεταξύ της παραδοσιακής κοσμοθεωρίας (την οποία μοιράζονται διάφορες θρησκείες του κόσμου) και του «μοντερνισμού», τον οποίον θεωρούσε ως σκοτεινή και πονηρή ανωμαλία στην ιστορία της ανθρωπότητος. Τα γραπτά του αφιερωμένα στην κριτική του μοντερνισμού και του συγχρόνου κόσμου περιέχουν μερικές από τις βαθύτερες και διαρκείς αναλύσεις του συγχρόνου κόσμου αλλά και των φιλοσοφικών του προοπτικών. «Η Ανατολή και η Δύση» και «Η Κρίση του Συγχρόνου Κόσμου», που εδημοσιεύθησαν στο πρώτον ήμισυ του 20ου  αιώνος, εξακολουθούν να διαβάζονται σήμερον και έχουν μεταφρασθεί σε διάφορες γλώσσες. Εκτός από αυτά τα δύο βιβλία, που αφιερώνονται αποκλειστικώς στην κριτική του συγχρόνου κόσμου από την παραδοσιακή άποψη, τα άλλα γραπτά του Γκενόν περιέχουν πολλές αναφορές στις μεταφυσικές και φιλοσοφικές παρερμηνείες που επικρατούν (από ημιμάθεια, άγνοια ή σκοπούμενο δόλο) στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.

Το δεύτερον μέρος του κυρίως συγγραφικού κορμού  του Γκενόν ασχολείται με τα παραδοσιακά δόγματα και σε αυτά του τα έργα ο Γκενόν επιχειρεί να αναβιώσει παραδοσιακές έννοιες και επιστήμες, οι οποίες είτε ηγνοήθησαν είτε εχάθησαν με την άνοδο και επιβολή της συγχρόνου φιλοσοφίας. Τέτοιες εργασίες του όπως η «Εξουσία της Ποσότητος και τα Σημεία των Καιρών», οι «Πολλαπλές Καταστάσεις του Όντος» και τα «Θεμελιώδη Σύμβολα της Ιεράς Επιστήμης» είναι αφιερωμένες στην αναβίωση των παραδοσιακών δογμάτων και έχουν συμβάλλει τα μάλιστα στην άνοδο και εξάπλωση της Παραδοσιακής Σχολής, που εκπροσωπείται από τέτοιες σπουδαίες προσωπικότητες όπως οι προαναφερθέντες Σουόν, Λινγκς, και Μπούρκχαρτ, αλλά και οι Ανάντα Κέντις Μούθου Κουμαρασβάμι (Κεϋλανός ιστορικός της τέχνης και μεταφυσικός φιλόσοφος, 1877-1947), Μάρκος-Αλέξανδρος Πάλης (Ελληνοβρετανός θιβετανιστής λόγιος, συγγραφεύς και διεθνής ορειβάτης,1895 –1989) και ο Ιρανός καθηγητής ισλαμικών σπουδών και φιλόσοφος Χοσεΐν Νασρ (γέννηση 1933). Εκτός από αυτά τα ζητήματα, μερικά από τα γραπτά του Γκενόν ασχολούνται με ορισμένα θέματα και συγκεκριμένες θρησκευτικές παραδόσεις, που έχουν γραφεί από την ίδια άποψη της παραδοσιακής μεταφυσικής και του εσωτερισμού. Από αυτήν την κατηγορία των γραπτών, ημπορούμε να αναφέρουμε τον «Συμβολισμό του σταυρού», τον «Άνθρωπο και το Γίγνεσθαί του συμφώνως προς την Βεδάντα»,  την «Εισαγωγή στην Μελέτη των Ινδουιστικών Δογμάτων» και την «Μεγάλη Τριάδα».
Η άποψη του Γκενόν για την επιστήμη αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσπαθείας του να αναβιώσει την παραδοσιακή κοσμοθεωρία και δεν ημπορεί να γίνει ορθώς κατανοητή, εάν εξετασθεί προχείρως και μεμονωμένη από το γενικό πλαίσιον  που υιοθετεί σε όλα τα έργα του. Η ουσία των μεταφυσικών απόψεων του Γκενόν ευρίσκεται επίσης στην καρδία της Παραδοσιακής σχολής: Η αρχέγονος και αιωνία αλήθεια, η οποία εκδηλούται σε μια ποικιλία θρησκευτικών παραδόσεων και μεταφυσικών συστημάτων, εχάθη στον σύγχρονο κόσμο. Οι «μοντερνιστές» επιδιώκουν να μειώσουν όλες τις υψηλότερες αρχές και τα ανώτερα επίπεδα της πραγματικότητος με τον περιορισμόν και την αναγωγή τους στην αναγκαστικήν εκδήλωσή τους στον κόσμο της πολλαπλότητος και της σχετικής –όχι απολύτου και αληθούς- υπάρξεως. Η σύγχρονη φιλοσοφία το επιτελεί μειώνουσα τα πάντα αντιστοίχως προς τον στενόν ατομικόν ορίζοντα του θέματος και υποβιβάζουσα την αντικειμενική πραγματικότητα στις εκτενείς συλλογιστικές  κατασκευές του εκάστοτε διερευνούντος υποκειμένου.

Στον τομέα των φυσικών επιστημών, ο θετικισμός και οι επιστημονικοί σύμμαχοί του απορρίπτουν ομοίως κάθε πραγματικότητα που ευρίσκεται πέραν ​​από την προσιτότητά τους και την μηχανοποιημένη εξέταση της ποσοτικής μετρήσεως των φυσικών επιστημών. Στον κοινωνικό χώρο, οι ηθικές και αισθητικές αρχές αφήνονται στις αυθαίρετες και συναινετικές αποφάσεις της πλειοψηφίας, θέτουσες έτσι σε κίνδυνο την αντικειμενική πραγματικότητα της αληθείας. Για τον Γκενόν, η κακουχία του συγχρόνου κόσμου είναι απότοκος της αμειλίκτου  αρνήσεως του μεταφυσικού χώρου, ενώ ο μεταφυσικός κόσμος αποτελείται από την αληθή φιλοσοφία και την πνευματικότητα. Ο Γκενόν βλέπει τα πάντα στον κόσμο της δημιουργίας ως εφαρμογή και εκδήλωση των μεταφυσικών αρχών, οι οποίες περιέχονται στις αιώνιες διδασκαλίες των θρησκειών και αυτές εφαρμόζει σε κάθε θέμα στο οποίον εγκύπτει  με τα έργα του. Τόσον η αξία των παραδοσιακών επιστημών της φύσεως όσον και οι λανθασμένες διεκδικήσεις της συγχρόνου κοσμικής επιστήμης κρίνονται αναλόγως με την εγγύτητα ή την απόστασή τους  από αυτές τις αρχές. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Γκενόν είναι ο «κατ' εξοχήν μεταφυσικός», ο οποίος έχει αφιερώσει την ζωή του στην διάγνωση και στην διόρθωση των μεταφυσικών λαθών του συγχρόνου κόσμου.

Όσον αφορά στα γραπτά του Γκενόν για την επιστήμη, ημπορούμε να εφαρμόσουμε την προαναφερθείσα διπλή διάκριση και να αναλύσουμε τις απόψεις του σε δύο ευρείες κατηγορίες. Ενώ η πρώτη κατηγορία γραπτών αφορά στην κριτική ανάλυση της συγχρόνου επιστήμης και της φιλοσοφικής της απόψεως, η δευτέρα ομάς γραπτών ασχολείται με τις παραδοσιακές επιστήμες της φύσεως, όπως η κοσμολογία, η αλχημεία, η φιλοσοφία των αριθμών και η επιστήμη της ψυχής, τις οποίες ο Γκενόν εξηγεί ως πολυάριθμες εφαρμογές των μεταφυσικών αρχών «στον τομέα του σχετικού  και του φυσικού».

Για να τονίσει τη βαθεία αντίθεση ανάμεσα στις παραδοσιακές και στις σύγχρονες επιστήμες, ο Γκενόν αποκαλεί τις πρώτες «ιερά επιστήμη» και τις τελευταίες «κοσμική – βλάσφημο επιστήμη» («Η κρίση του συγχρόνου κόσμου», σελίδες 37, 47). Η ιερά επιστήμη, η οποία, στο συγκεκριμένο αυτό πλαίσιο, είναι συνώνυμος με την παραδοσιακή επιστήμη, βασίζεται, αφ’ ενός, στην «πνευματική διαίσθηση» και αφ’ ετέρου στην αποδοχή της ιεραρχίας της υπάρξεως. Για τον Γκενόν, η διανοητική διαίσθηση, που ευρίσκεται στα θεμέλια των παραδοσιακών κοινωνιών, προηγείται της μακροσκελούς διδακτικής γνώσεως, επειδή συνδέεται αμέσως με την γνώση του Απολύτου. Το σχετικό πεδίον είναι ο τομεύς των φυσικών επιστημών και οι εφαρμογές τους με την μορφή διαφόρων ποσοτικών μεθόδων και τεχνολογίας, δεν πρέπει μεν να αμφισβητούνται, αλλά να οφείλουμε να τοποθετηθούν στην κατάλληλο θέση τους, στην μεγάλη άλυσο της υπάρξεως. Οι επιστήμες της φύσεως ασχολούνται με ζητήματα σχετικά προς την συνολική οικονομία των πραγμάτων και από αυτήν την άποψη αφορούν στον κόσμο της πολλαπλότητος. Αυτό εξηγεί, συμφώνως προς τον Γκενόν, την ύπαρξη διαφόρων παραδοσιακών επιστημών που εμφανίζουν σημαντικές διαφορές στην μορφή και στην γλώσσα από τον έναν παραδοσιακό πολιτισμό στον άλλο, αλλά παραμένουν οι ίδιες στην ουσία και στην αρχή τους. Όταν ερμηνεύονται ως πολυδιάστατες προσαρμογές και «απεικονίσεις» μεταφυσικών αρχών στον χώρο της ενσωμάτου υπάρξεως, τα παραδοσιακά κοσμολογικά και επιστημονικά συστήματα που χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθοδολογίες και γλώσσες εντός και μεταξύ των πολιτισμών καθίστανται απολύτως αρμονικά, δικαιολογημένα και συγγενή.

Επομένως, για την κατανόηση της αντιλήψεως του Γκενόν περί επιστήμης, δεν ημπορούμε να τονίσουμε υπερβολικώς την σημασία της σχέσεως μεταξύ της Αρχής και των εκάστοτε προσαρμογών της. Για τον Γκενόν, η μεταφυσική μελετά την Αρχή και παρέχει βασικές γνώσεις, ενώ οι επιστήμες της φύσεως διερευνούν την γηίνη, σχετική και πολυεπίπεδο εκδήλωσή της Αρχής μέσα στον Κόσμο. Οι επιστημονικές θεωρίες, ακόμα και όταν δηλώνονται ως εμπειρικώς καθιερωμένες και καθολικές αλήθειες, δεν ημπορούν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα των ανωτέρων αρχών, αλλά μόνον ως περαιτέρω επιβεβαιώσεις των αρχών, (των οποίων είναι απλώς  εφαρμογές). Από αυτήν την άποψη, η μεταφυσική, όπως είπεν ο Αριστοτέλης, είναι η επιστήμη όλων των επιστημών, δηλαδή η γνώση που παρέχει ένα συνολικό πλαίσιο για όλες τις άλλες μορφές γνώσεως, είτε βασίζεται στην θεωρία είτε στην πράξη. Συνεπώς, η μεταφυσική συνδέει όλους τους κλάδους και τις μορφές γνώσεως, παρέχουσα ένα πλαίσιον αναφοράς, μέσα στο οποίον λειτουργούν οι φυσικές επιστήμες.

Για να φέρει αυτό το ζήτημα ένα βήμα μακρότερον, ο Γκενόν αντιστρέφει την σχέση ανάμεσα στην θεωρία και στο πείραμα και δίδει προτεραιότητα στις αποκαλούμενες «προκαταληπτικές ιδέες» - χρησιμοποιεί μιαν άποψη εγγύτατα στην έννοια του «παραδείγματος» του Τόμας Κουν (1922-1996), ενός Αμερικανού κβαντικού φυσικού που επηρέασε κατά πολύ την επιστημολογία του 20ου αιώνος. Ο Κουν εδήλωνε πως οι επιστημονικές αντιλήψεις μιας περιόδου συνδέονται αρρήκτως με μια συγκεκριμένη παράδοση επιστημονικής πρακτικής. Το πλαίσιον εντός του οποίου αναπτύσσεται κάθε φορά η επιστήμη, καθώς και το υπόδειγμα που ακολουθεί αυτή, το ονόμασε «Παράδειγμα». [Αυτό είναι το δομικό στοιχείο της θεωρίας του, αποτελείται δε από τις γενικές θεωρητικές παραδοχές, τους νόμους και τις τεχνικές «εφαρμογής παραδοχών και νόμων» που αναγνωρίζονται και υιοθετούνται από τα μέλη μιας συγκεκριμένης επιστημονικής κοινότητος. Το παράδειγμα είναι πολύ ευρύτερον από μιαν απλή θεωρία. Παραδείγματα ημπορούν να θεωρηθούν η αριστοτελική φυσική φιλοσοφία, η πτολεμαϊκή αστρονομία, η νευτώνειος μηχανική, ο κλασικός ηλεκτρομαγνητισμός. Ο Κουν παρετήρησεν ότι οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί επιστήμης (όπως οι επαγωγικές ή διαψευσιοκρατικές αντιλήψεις) αδυνατούν να περιγράψουν και να εξηγήσουν τα ιστορικά δεδομένα. Ένεκα τούτου ετοποθέτησε τα επιστημονικά γεγονότα στο ιστορικό τους πλαίσιο και με κύριο εργαλείο την ιστορία των επιστημών και την κοινωνιολογία προσεπάθησε να ερμηνεύσει την επιστημονική εξέλιξη].

Μέρος B
Ο εμπαθώς και δηλητηριωδώς κατηγορηθείς ως θεμελιωτής του «πνευματικού φασισμού»  Μέγας Μύστης Γκενόν είναι  μια προσωπικότης απερινόητος με την ιστοριογραφική, την ορθολογιστική αλλά και την ψυχαναλυτική χαρακτηρολογική προσέγγιση. Επί παραδείγματι,  για τον Γκενόν, το να υποθέσουμε ότι μια θεωρία ημπορεί να αποδειχθεί από τα γεγονότα είναι μια «παράξενη απάτη, χαρακτηριστική του συγχρόνου “πειραματισμού” , ενώ πραγματικώς τα ίδια γεγονότα ημπορούν πάντοτε να εξηγούνται, εξ ίσου καλώς, από μια ποικιλία διαφορετικών θεωριών» («Η κρίση του συγχρόνου κόσμου», σελίς 42).


Επίσης η παραδοσιαρχία συνεπάγεται την επιμελή απόρριψη του μοντερνισμού. Ενώ και οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές κυριολεκτικώς ελάτρευαν την τεχνολογία, οι διανοητές της παραδοσιαρχίας όπως ο Διδάσκαλος Γκενόν συνήθως την απορρίπτουν ως απολύτως αντίθετο προς τις παραδοσιακές πνευματικές αξίες. Όμως, παρόλον που ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός υπερηφανεύετο για τα κρατικά βιομηχανικά του επιτεύγματα, ο επιπολής ρεαλιστικός του εγκωμιασμός για τον  μοντερνισμό, ήταν απλώς η  στιλπνή χαλυβδοϋαλίνη εξωτερική επιφάνεια μιας ιδεολογίας βασιζομένης στο ιδεατό δίπολο  «Αίμα και Γη». Η απόρριψη του συγχρόνου κόσμου ήταν απλώς μεταμφιεσμένη ως αντίκρουση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, αλλά κυρίως αφορούσε στην καθολική απόρριψη του Πνεύματος της μασονικής «γαλλικής επαναστάσεως» του 1789 (και βεβαίως  του Πνεύματος της μασονικής «αμερικανικής επαναστάσεως»  του 1776). Στην παραδοσιοκρατία και τους απολογητές της όπως ο μέγας Γκενόν, Ο Διαφωτισμός, η Εποχή του Ορθολογισμού, γίνεται αντιληπτή ως απαρχή της συγχρόνου – μοντέρνας/νεωτερικής αχρειότητος.
Η παραδοσιαρχία, είναι βεβαίως  πολύ παλαιοτέρα από τον Εθνικισμό, τον φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό. Δεν εχαρακτήρισε μόνον την αντεπαναστατική σκέψη των Πιστών Καθολικών Βασιλοφρόνων μετά την «γαλλική επανάσταση», αλλά εγεννήθη ήδη κατά  τους ελληνιστικούς χρόνους, ως αντίδραση στον παραπαίοντα κλασικό ελληνικό ορθολογισμό, που απεξάρθρωσε το μεγαλείον του Ελληνισμού και του πνεύματός του. Στην ευρεία λεκάνη της Μεσογείου, λαοί διαφόρων διαφορετικών φυλών και εθνών θρησκειών (οι περισσότερες των οποίων είχαν γίνει δεκτές στο αυτοκρατορικό ρωμαϊκό πάνθεον) ήρχισαν να ονειρεύονται κάποιαν «Αποκάλυψη» επισυμβάσα  στην χαραυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτή η αποκάλυψη, σύμφωνα με την μυστηριακή αίγλη που καλλιεργούσε η παραδοσιαρχία, είχε παραμείνει επί πολύ καιρό κρυμμένη υπό το κρυπτικό  πέπλο γλωσσών που ήσαν πλέον ξεχασμένες -στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, στους κελτικούς και τευτονικούς ρούνους, στους παπύρους των σχεδόν αγνώστων θρησκειών της Ασίας-.Καθένα από τα αρχικά, «πρωτο – αποκαλυπτικά» μηνύματα περιέχει ψήγματα σοφίας, και όποτε εφαίνετο πως αφηγούνται \ διαφορετικά ή ασύμβατα πράγματα αυτό συνέβαινε μόνο και μόνον διότι όλα παραπέμπουν, με αλληγορικό, συμπερασματικόν, άμεσον ή έμμεσο τρόπο, στην ιδία αρχέγονο –πρωταρχική Αιωνία Αλήθεια.
Συνεπώς, δεν ημπορεί να υπάρξει καμία πρόοδος στην γνώση ! Η αλήθεια έχει ήδη καταγραφεί «άπαξ και διά παντός», εμείς δε το μόνον που ημπορούμε να πράξουμε είναι να συνεχίζουμε να ερμηνεύουμε το δυσνόητο μήνυμά της.

Ο Γκενόν αποδίδει το μηχανιστικό λάθος των ορθολογιστών με τις κωμικοτραγικές εμμονές τους περί στατιστικών και συχνοτήτων των δεδομένων, σε εκείνο το στοιχείον που ονομάζει «δεισιδαιμονία γεγονότων», μια δημιουργία της συγχρόνου «βλασφήμου επιστήμης», η οποία είναι ανίερος και υποθέτει ότι τάχα η επιστήμη ημπορεί να διερευνά «γυμνά γεγονότα», που στερούνται υποκειμενικών, θεωρητικών ή υπερ-αισθητών συστατικών. Αντιθέτως, ο Γκενόν προβαίνει σε μια ριζική διανοητική αξίωση και βασίζει ολόκληρη την ανθρωπίνη κατανόηση, θεωρητική, πειραματική ή αισθητική, στην πνευματική διαίσθηση, η οποία είναι επίσης και η κυρία πύλη της μεταφυσικής γνώσεως. Όλη η γνώση είναι μια μορφή κατανοήσεως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο - ένα συμπέρασμα που εκφράζεται και αρθρώνεται από πολλούς φιλοσόφους της συγχρόνου ερμηνευτικής. Για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της φιλοσοφίας της επιστήμης, ημπορούμε βεβαίως να ειπούμε ότι ο Γκενόν θα συμφωνούσε με το βασικό αξίωμα ότι όλη η διενεργουμένη παρατήρηση είναι εκ προοιμίου «φορτωμένη» με την θεωρία, δηλαδή ότι προηγείται μια σειρά προκατειλημμένων ιδεών και υποθέσεων που δεν ημπορούν να ληφθούν υπόψη μέσα στο αποκλειστικό πλαίσιο των φυσικών επιστημών.
Όπως έχουμε επισημάνει προηγουμένως, οι επιστήμες της φύσεως είναι εφαρμογές και προσαρμογές των μεταφυσικών αρχών σε συγκεκριμένους τομείς μελέτης και ως τέτοιες αποδίδουν την φιλοσοφική δικαιολόγησή τους όχι από το θέμα τους, όπως υποστηρίζουν οι θετικιστές, αλλά από εκείνες τις αρχές που ενημερώνουν και καθορίζουν τα όρια του προαναφερομένου πλαισίου. Υπό αυτήν την έννοια, η επιστημονική γνώση, στον βαθμό που απορρέει από τις αρχές της, δεν είναι ούτε ψευδής ούτε άχρηστη. Έτσι, ο Γκενόν δηλώνει με έμφαση ότι «δεν ημπορεί να υποστηριχθεί πως κάθε είδους γνώση, όσον και αν είναι κατωτέρα, είναι παράνομη από μόνη της. Αυτό που δεν είναι νόμιμο είναι απλώς η κατάχρηση που συμβαίνει όταν τέτοια θέματα απορροφούν ολόκληρη την ανθρωπίνη δραστηριότητα, όπως συμβαίνει σήμερον.» (ως ανωτέρω, σελίς 43).
Από αυτήν ακριβώς την άποψη, ο Γκενόν εξετάζει και το ζήτημα της αναδύσεως της πειραματικής μεθόδου στις σύγχρονες επιστήμες. Θέτει την ερώτηση με τον ακόλουθο τρόπο: «Γιατί οι πειραματικές επιστήμες προσέλαβαν μιαν ιδιαιτέρα εξέλιξη στον σύγχρονο πολιτισμό, όπως ποτέ πριν δεν είχαν λάβει στα χέρια οποιουδήποτε άλλου πολιτισμού;». Ο Γκενόν απαντά σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα υπογραμμίζων την ισχυρά τάση του συγχρόνου κόσμου και το αποκλειστικό μέλημα του συγχρόνου νου με αυτό που μας δίδεται μόνον με την άμεσο εμπειρία μας. Οι φυσικές επιστήμες εξ ορισμού περιορίζονται στην υλική σφαίρα και παρέχουν μια συστηματική πρόσβαση σε ότι ημπορεί να δοκιμαστεί μόνον στον λογικό κόσμο. Οι επιστήμες ασχολούνται έτσι με την ελαχίστη πτυχή της πραγματικότητος, η οποία είναι αμέσως διαθέσιμη σε εμάς από την άποψη της αισθήσεως, των συναισθημάτων, των εμπειριών και ούτω καθεξής. Όταν η ποσοτική διάσταση των πραγμάτων ερμηνεύεται ως τελική ουσιώδης βάση για όσα ημπορούν να γνωρισθούν και να μελετηθούν, η φιλοσοφία, ακολουθούσα τον Καντ και τους μαθητές του, καθίσταται «υπηρέτρια  της φυσικής», δηλαδή ένας απλούς διερμηνεύς των δεδομένων που παρέχουν οι φυσικές επιστήμες.
Για τον Γκενόν, αυτό αντιπροσωπεύει την αιχμή του συγχρόνου «αναγωγισμού», ο οποίος μετατρέπει εμμονικώς όλες τις προσπάθειες πνευματικής επιστήμης σε ανεπαρκή, κακή, αρνητική και επιζήμιο  φιλοσοφία. Αυτός είναι ο λόγος που ο Γκενόν ονομάζει «εξουσία της ποσότητος» τον τίτλο του σημαντικοτέρου έργου του στις παραδοσιακές επιστήμες των φυσικών καταστάσεων (Βλέπε «Η εξουσία  της ποσότητος και τα σημεία των καιρών» - Εισαγωγή). Όπως το θέτει ο Γκενόν, ο λόγος για τον οποίον η πειραματική μέθοδος έχει κερδίσει μια πρωτοφανή εξέχουσα θέση στον σύγχρονο κόσμο είναι ότι, οι φυσικές επιστήμες «περιορίζουν την προσοχή τους στα πράγματα των αισθήσεων και στον κόσμον της ύλης» και επίσης ότι «προσφέρονται ευκόλως για πλέον άμεσες πρακτικές εφαρμογές». Η ανάπτυξή τους επομένως, συμβαδίζουσα με αυτό που ημπορεί να χαρακτηριστεί ως «δεισιδαιμονία των γεγονότων», είναι αρκούντως σύμφωνη με τις ιδιαιτέρως σύγχρονες τάσεις, ενώ «αντιθέτως οι προηγούμενες εποχές ήταν πιθανόν να αδυνατούν πράγματι να ανεύρουν  επαρκή κίνητρα για να απορροφηθούν προς την κατεύθυνση αυτήν, στον βαθμό που παραμελούν τις ανώτερες τάξεις της γνώσεως » («Η κρίση του συγχρόνου κόσμου», σελίδες 42-3).

Έτσι ο Γκενόν θεωρεί την άνοδο της συγχρόνου επιστήμης όχι ως φυσικόν επακόλουθο και αποτέλεσμα των προόδων των πειραματικών μεθόδων, αλλά μάλλον ως αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους αλλαγής στην κοσμοαντίληψη, στην ευρυτέρα Κοσμοθεώρηση  του συγχρόνου ανθρώπου, αλλαγής που ο Γκενόν θεωρεί ως μια «διαδικασία εκφυλισμού» από την άποψη της διαισθητικής -μεταφυσικής γνώσεως. Κατά τον ίδιον τρόπο, τα απείρως λεπτομερή και πολυπληθέστατα δεδομένα που συλλέγονται από τις επιστήμες, σχετικώς με την ποσοτική διάσταση της πραγματικότητος, σημαίνουν για τον Γκενόν, όχι μιαν εμβάθυνση της γνώσεως, αλλά μια «διασπορά στην λεπτομέρεια... η οποία ημπορεί να επιδιώκεται απεριορίστως, χωρίς να προχωρήσει ούτε ένα βήμα τις την κατεύθυνση τις αληθινής γνώσεως». Όπως εξήγησε ο Γκενόν στην «Εξουσία τις Ποσότητος» και σε άλλα γραπτά του, αυτό οφείλεται στην διάσπαση τις επιστημονικής γνώσεως, στον αποχωρισμόν της  από τις ανώτερες αιώνιες αρχές που περιγράφονται θαυμασίως από την παραδοσιακή μεταφυσική.

 Μέρος Γ’
«Προκειμένου να γνωρίσετε την αλήθεια του φωτός, πρέπει να ανέλθετε στην πηγή του ως ένα μοναδικό βιωματικό πείραμα»
  Το ίδιο το όνομα που επέλεξε ο μεγάλος στοχαστής αφ’ ότου ησπάσθη το Ισλάμ, συνοψίζει ολόκληρο την πορεία της ζωής του σε μερικές λέξεις: «Αμπντούλ-Ουάχιντ –Γιάχγια» που σημαίνει «ο Δούλος του Ενός Ιωάννης (δηλαδή “Φιλόθεος”)» τονίζει δε ότι, επέλεξε το δρόμο της ηρεμίας μακράν των συγκρούσεων και αγωνιών της ζωής, πορευόμενος «στον δρόμο του Αλλάχ», του Ενός, «Αυτού που δεν συνεταιρίζεται με κανέναν».

Ο Γκενόν από Χριστιανός κατέστη Μουσουλμάνος, αφού πρώτα εμελέτησε σε βάθος και μείζονα έκταση τον Τεκτονισμό και τις αρχαίες Ανατολικές φιλοσοφίες. Ησπάσθη το Ισλάμ μετά από φιλότιμο και εργώδη μακρά αναζήτηση εκείνου του ψυχοπνευματικού συνδέσμου που εν τέλει θα ένωνε τον ίδιον με το ζων Σύμπαν.

Η αναζήτηση των απαντήσεων σε ερωτήματα που οι Καθολικοί θεολόγοι αδυνατούσαν να απαντήσουν ήρχισε να τον περιρρέει ισχυρότατα λίαν ενωρίς, σε ηλικία 20 ετών. Τότε απεφάσισε την περαιτέρω πορεία του: Να σπουδάσει τις μεγάλες θρησκείες της ανθρωπότητος και τις πνευματικές φιλοσοφίες. Η αναζήτησή του ετελείωσεν όταν ησπάσθη το Ισλάμ, κατέστη δε ένας από τους σημαντικοτέρους συγχρόνους λογίους του Σουφισμού.

Η γραφή του εθεώρησεν εξ αρχής τις σύγχρονες πνευματικές «σέκτες» και αιρέσεις ως τίποτε άλλο παρά ένα ύπουλον υλισμό νέου επιπέδου με μόνον του σκοπό να επικαλύψει συγχυτικώς με την σύγχρονο επιστήμη τον πνευματικό άνθρωπο.

Ο φημισμένος Σεΐχης (πνευματικός διδάσκαλος) Αμπντελχαλίμ Μαχμούντ, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αλ-Άζχαρ και μέγας ιμάμης του εκεί τεμένους στην δεκαετία του ’70 είχεν ειπεί: «Ο λόγος που ο Γκενόν ησπάσθη το Ισλάμ είναι απλός και ταυτοχρόνως λογικός. Ήθελε να ακολουθήσει μία θεία Γραφή, η οποία να μην σφάλλει ποτέ. Μετά από λίαν ενδελεχείς σπουδές, το μόνο που ανηύρε ήταν το Κοράνιο. Είναι το μοναδικό βιβλίο το οποίον ούτε παρεποιήθη ούτε ήλλαξε, διότι ο Αλλάχ όρισε στον Ίδιο την προστασία του. Ο Γκενόν ηκολούθησε τους κανόνες του και ως αποτέλεσμα απέκτησε την πνευματική γαλήνη».

Ο Γκενόν ομίλησε για τις υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των φιλοσοφιών της Ανατολής και της Δύσεως στο αόρατο, στο υπεραισθητόν  επίπεδο. Ετόνισεν  εμφατικώς ότι η μεταφυσική είναι παγκοσμία, ούτε Δυτική ούτε Ανατολική, αλλά οι διαφορές αντιλήψεώς της προέκυψαν λόγω της διαφόρου κατανοήσεως της εννοίας αυτής από την σκοπιά του Ανατολικού ή του Δυτικού πολιτισμού. Ετόνισεν επίσης ότι είναι λίαν ουσιώδης η επιστροφή στην πίστη στην ανατολική μεταφυσική, μιας και η Δύση είχεν απωλέσει σχεδόν όλες της τις πνευματικές αξίες και αρχές, λόγω της δαιμονικής πλέον ροπής της προς τον επιστημονικόν υλισμό.

Ενδεχομένως ο Γκενόν ημπορεί να εφάνταζε στην Δύση ιδιαιτέρως σκληρός και όντως ήταν εξόχως επικριτικός και συνάμα αντικειμενικός στην ανάλυσή του και την σπουδή του. Όμως όσοι κατανοούν την «προοδευτική» και υποκριτική ευρωπαϊκή νοοτροπία και την ενοχική αλλά και εγγενή αδυναμία της να απαλλαγεί από τα ιουδαιοχριστιανικά στερεότυπά της για τους Ανατολίτες και τους Μουσουλμάνους, παρατηρούν ευχερώς ότι η γραφή του Γκενόν περικλείει πράγματι όλες τις φιλοσοφικές απόψεις. Ήταν βαθύτατα προβληματισμένος με τον «Δυτικό» πολιτισμό, δεν ήθελε βεβαίως να τον αφανίσει και να τον ισοπεδώσει αλλά τουναντίον  να τον διασώσει επαναφέρων την τροχιά του και πάλιν προς την Αληθή Συμπαντική Πίστη. Από την ιδική του οπτική του υπήρχεν μόνον ένας τρόπος να επέλθει ισορροπία σε αυτόν τον επαπειλούμενο πολιτισμό,  οποίο βεβαιότατα είχε τις θετικές του πλευρές, αλλιώς δεν θα επετύγχανε να επιβιώσει έως τις ημέρες μας.

Ο Γκενόν τονίζει ότι στην εποχή του φρενήρους και τεχνολογικού μοντερνισμού, καθώς και της αποτόκου του «στρεβλώσεως της Γνώσεως» υφίσταται  και ένα άλλο σημαντικόν αποτέλεσμα της πτωτικής και μονοσημάντου υλόφρονος διαδικασίας της σκέψεως : Oι φυσικές επιστήμες τώρα ασχολούνται κυρίως με πρακτικές εφαρμογές και σε πολλές περιπτώσεις αυτό συνδυάζεται με μιαν απεριόριστο και βουλιμική βούληση για την εξουσία. Αυτή είναι η κοινή σύγχυση μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας. Όπως επισημαίνει: «... δεν είναι προς χάρη της ότι οι Δυτικοί γενικώς καλλιεργούν την επιστήμη όπως την καταλαβαίνουν. Πρωταρχικός τους στόχος δεν είναι η γνώση, ακόμη και σε κατωτέρα τάξη  της, αλλά οι πρακτικές της εφαρμογές, όπως ημπορεί να συναχθεί από την ευκολία με την οποίαν που η πλειοψηφία των συγχρόνων μας συγχέει την επιστήμη και την βιομηχανία, έτσι ώστε πολλοί να θεωρούν τον μηχανικό ως έναν τυπικό άνθρωπο της επιστήμης ».
Επίσης εκχωρεί δύο αλληλένδετες λειτουργίες στις επιστήμες της φύσεως, όταν αυτές σχεδιάζονται στο παραδοσιακό περιβάλλον τους. Η πρώτη αφορά στο γεγονός ότι, οι επιστήμες ως «εφαρμογές του δόγματος ... επιτρέπουν την σύνδεση μεταξύ όλων των διαφορετικών τάξεων της πραγματικότητος και την ενσωμάτωσή τους στην ενότητα της συνολικής συνθέσεως». Με άλλα λόγια, οι φυσικές επιστήμες αναλύουν την ιεραρχία της υπάρξεως και αναδεικνύουν την υποκειμένη ενότητα που υπάρχει σε διαφόρους τομείς του Κόσμου. Η δευτέρα συνάρτηση των παραδοσιακών επιστημών της φύσεως είναι μάλλον παιδαγωγική, καθώς μας προετοιμάζει για τις υψηλότερες μορφές γνώσεως: «αυτές [δηλαδή οι φυσικές επιστήμες] αποτελούν, τουλάχιστον για μερικούς ανθρώπους -συμφώνως με τις ιδικές τους ιδιαιτερότητες-, μια προετοιμασία για ένα υψηλότερον είδος γνώσεως και ένα είδος οδού που οδηγεί προς αυτήν την γνώση, ενώ από την ιεραρχική τους διάταξη, συμφώνως προς τα επίπεδα υπάρξεως που σχετίζονται με αυτές τις επιστήμες, σχηματίζουν τόσες πολλές βαθμίδες μιας κλίμακος με την βοήθεια της οποίας είναι δυνατόν να ανέλθει κανείς στα ύψη της καθαράς διανοητικότητος ».


Ο Διδάσκαλος Γκενόν έχει αναπτύξει εκτενώς τα ανωτέρω θέματα στο βιβλίον «Η βασιλεία της ποσότητος και τα σημεία των καιρών» με μεγαλυτέρα έμφαση στην ανάλυση διαφόρων επιστημονικών εννοιών από την παραδοσιακή άποψη. Με μεγάλη αυταπάρνηση και διαύγεια, ο Γκενόν ασχολείται με έννοιες όπως η ποσότης και η ποιότης, η πρωταρχική ύλη, η «χωρική ποσότης και ο ποιοτικοποιηθείς ειδικός χώρος», ο χρόνος, η εξατομίκευση, η ενότης και η απλότης, η «στερεοποίηση του κόσμου», γεωμετρικά σύμβολα, αριθμούς, και μια σειρά από άλλες έννοιες, όλες των οποίων ανελύθησαν με σκοπό να υπογραμμισθεί ο βαθύς πνευματικός μετασχηματισμός που έλαβε χώρα με την άνοδο της συγχρόνου κοσμικής επιστήμης. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, του οποίου ο τίτλος συνοψίζει ένα μεγάλο μέρος του μηνύματός του, ο Γκενόν επικεντρώνεται στην φρικτή «ποσοτικοποίηση της πραγματικότητος», που διενεργείται επ’ ονόματι της επιστημονικής μετρήσεως, της προβλέψεως και της ακριβείας. Ειδικότερον στο δωδέκατο κεφάλαιο του βιβλίου γράφει συγκλονιστικώς:
«Οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε ένα σημείον το οποίον εθίξαμε μόνον εν παρόδω. Είναι αυτό που θα ημπορούσε να ονομασθεί τάση για «εκλαΐκευση» (η λέξη είναι μία ακόμη από εκείνες που χαρακτηρίζουν προδήλως την σύγχρονη νοοτροπία), δηλαδή η αξίωση να δοθούν τα πάντα σε «κοι­νή χρήση», αξίωση για την οποίαν έχουμε ήδη σημειώσει ότι, αποτελεί επακόλουθο των «δημοκρατικών» αντιλήψεων και ισοδυναμεί τελικώς με το να θέλουμε να υποβιβάσουμε την γνώση στο επί­πεδον της χαμηλοτέρας διανοητικής στάθμης. Θα ημπορούσαμε πολύ εύκολα να καταδείξουμε τις ποικίλες δυσχέρειες που επιφέρει, γενικώς, η αλόγιστη διάδοση διδασκαλιών σε όλους αδιακρίτως τους ανθρώπους, με μορφές και μεθόδους εντελώς όμοιες μεταξύ τους, η οποία δεν θα ημπορούσε να οδηγήσει, όπως προείπαμε, παρά σ' ένα είδος ολοκληρωτικής ισοπεδώσεως. Εδώ, όπως και αλλού, η ποιότης θυσιάζεται στην ποσότητα. Είναι αλήθεια εξ άλλου ότι η βέβηλος εκπαίδευση για την οποίαν ομιλούμε δεν παρουσιάζει συνολικώς καμία γνώση με την αληθινή σημασία της λέξεως και δεν περιέχει απολύτως τίποτε που να ανήκει έστω και στην χα­μηλοτέρα βαθμίδα σοφίας. Αλλά πέραν της ασημαντότητος και της ματαιότητός της, εκείνο που την καθιστά πραγματικώς ολεθρία είναι πρωτίστως το γεγονός ότι θεωρείται  αυτό που δεν είναι, ότι τείνει να αρνείται οτιδήποτε την υπερβαίνει, έτσι δε συνθλίβει κυριολεκτικώς όλες τις δυνατότητες που ανήκουν σε ένα υψηλότερο πεδίο. Θα έλεγε κανείς ότι επενοήθη ειδικώς για τον σκοπόν αυτόν, δεδομένου ότι η σύγχρονη «ομοιομορφία» συνεπάγεται αναγκαστικώς την απέχθεια προς κάθε τι ανώτερο. [Θυμηθείτε εδώ την λυσσαλέα απέχθεια και απόρριψη των κρατούντων κυβερνητικών νεομπολσεβίκων ενάντια στην «αριστεία»].
Ακόμη εκπληκτικότερον είναι το γεγονός ότι, ορισμένοι άνθρωποι στις ημέρες μας πιστεύουν πως ημπορούν να εκθέσουν τις παραδοσιακές διδασκαλίες λαμβάνοντες ως πρότυπο την ιδία την βέβηλο εκπαίδευση, χωρίς να λαμβάνουν ούτε στο ελάχιστον υπ’ όψη τους την φύση των παραδοσιακών διδασκαλιών και τις ου­σιώδεις διαφορές οι οποίες υπάρχουν ανάμεσα σε αυτές και σε όλα όσα επονομάζονται σήμερον «επιστήμη» και «φιλοσοφία», από τα οποία τις χωρίζει πραγματική άβυσσος. Έτσι οδηγούνται αναγκαστικώς στο σημείον να διαστρέψουν εντελώς αυτές τις διδασκαλίες, με την  υπεραπλούστευσή τους και μη επιτρέποντες να φανεί παρά μό­νον η πλέον επιφανειακή τους έννοια, διότι διαφορετικώς θα ήσαν υποχρεωμένοι να παραδεχθούν ότι οι αξιώσεις τους είναι τελείως αδικαιολόγητες. Παρατηρούμε εδώ μια διείσδυση του συγχρόνου πνεύματος μέσα σε ό,τι είναι, ριζικώς και εξ ορισμού ακόμη, το αντίθετόν του, οπότε δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ποίες ημπο­ρεί να είναι οι διαλυτικές συνέπειες που προκύπτουν, έστω και εν αγνοία εκείνων οι οποίοι, συχνάκις καλοπίστως και χωρίς σαφή πρόθεση, καθίστανται όργανα για την πραγματοποίηση αυτής της διεισδύσεως. Η παρακμή της θρησκευτικής δογματικής στην Δύση και η σχεδόν ολοκληρωτική απώλεια του αντιστοίχου εσωτερισμού καταδεικνύουν σαφώς που ημπο­ρεί να οδηγηθεί ο κόσμος εάν μια τέτοια οπτική γενικευθεί μιαν ημέρα κατακλύζουσα ακόμη και την Ανατολή. Ο κίνδυνος να συμβεί αυτό είναι τόσον μεγάλος, ώστε οφείλουμε να τον επισημάνουμε όσον υπάρχει ακόμη καιρός. (…)»


[Είναι όντως τρομακτικός ο προφητικός λόγος του Σοφού, καθώς προεξήγγειλε με σαφήνεια την φρικτή επέλαση των Δυνάμεων της «Παγκοσμιοποίησης» σε πλανητική κλίμακα, δρώμενο το οποίον ευρίσκεται σήμερον σε πλήρη εξέλιξη].

Μέρος Δ’
O Ρενέ Γκενόν είναι βέβαιον ότι δεν ημπορεί να κατηγορηθεί για οιασδήποτε μορφής εχθροπάθεια ή έστω μισαλλοδοξία σε βάρος άλλων ανθρώπων ή λαών. Κύριο και μείζον ελάττωμά του υπήρξε μάλλον η  εμμονική του προσπάθεια  να αναζητά λεπτομερέστατα λογικές συνεπαγωγές  στην ανθρωπίνη θρησκευτικότητα, πράγμα που τον αποστασιοποίησεν αρκούντως από την εθνική – γαλλική και γενικότερον την ευρωπαϊκή παράδοση και τον οδήγησε σε ολισθηρές  εξωτικές ατραπούς και εν τέλει σε ψυχοδιανοητική απομόνωση.

Για τον Γκενόν ο σύγχρονος κόσμος ευρίσκεται τώρα βαθύτατα βυθισμένος στην  «σκοτεινή εποχή», στην Kali-Yuga της ινδουιστικής παραδόσεως, η οποία χαρακτηρίζεται από φαινόμενα συγχύσεως, φθοράς και εκφυλισμού. Η Ιερά Παράδοση, της αληθείας και του φωτός, καθισταμένη ολοέν και πλέον κρυφή και απρόσιτος για την ανθρωπότητα στο σύνολόν της, θα είναι προσβάσιμος μόνον σε έναν μικρό κύκλο μυημένων, αυτών που συνειδητοποίησαν ότι κατέχουν την «ιερά επιστήμη» και την καλλιεργούν.

Σε μια σειρά μελετών, οι οποίες εντυπωσιάζουν με το εύρος των γνώσεων, το βάθος του δόγματος και την διαύγειαν της παρουσιάσεώς τους, ο Γκενόν πασχίζει να εντοπίσει αυτήν την επιστήμη στο σώμα των συμβόλων και στην γνώση του περιεχομένου στα κείμενα των μεγάλων παραδόσεων του σουφισμού, στην μεταφυσική των εικαστικών τεχνών, στο Αριστοτελικόν  δόγμα περί φύσεως και κόσμου, σε ένα μαγικοθρησκευτικό ποίημα όπως η δαντική «Θεία κωμωδία» ή ακόμη και στην προσπάθειαν αναλυτικής αποκωδικοποιήσεως του ιουδαϊκού καμπαλισμού. Δεν εδίστασε μάλιστα να αναγνωρίσει την αρχικήν ενότητα της ιεροσύνης και της βασιλείας, στο μυστηριώδες πρόσωπο του «Βασιλέως του Κόσμου», (ουδεμίαν σχέση έχοντος με τον πονηρό, «βασιλέα του κόσμου τούτου»), πρόσωπο του κοσμικού αγαθοποιού άρχοντος, ο οποίος  «ακτινοβολεί την αύρα του στο υπόγειο μυστικό βασίλειον της Αγκάρθα».

Ο Γκενόν ήταν πεπεισμένος ότι μόνον η Ανατολή διατηρούσε τις παραδοσιακές αξίες και μαζί τους την δυνατότητα επανεκκινήσως  και πνευματικής συνειδητοποιήσεως του Ιερού. Επίστευεν ανεπιφυλάκτως στην λατινικήν έκφραση «ex Oriente lux», που μεταφράζεται κυριολεκτικώς ως «εξ ανατολής φως». Στην Δύση, ωστόσον, αυτή η πιθανότης του Ιερού είχε κατ’ αυτόν ήδη διακυβευθεί και μόνον «οι υψηλότερες Δυτικές παραδόσεις, η Αριστοτελική και η Καθολική» εξακολουθούν να διατηρούν κάποια ίχνη της. Εθεώρησεν ιδίως ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, λόγω της παραδόσεώς της ως «κατήχηση» και ο Ελευθεροτεκτονισμός, λόγω του μυητικού του δρωμένου ως «λειτουργική», ήσαν τα μόνα όργανα στην Δύση, στα οποία εναπέθετε εν μέρει κάποιαν ελπίδα ανασυγκροτήσεως της αρχεγόνου Παραδόσεως, ως στοιχειώσεως και ιερουργίας. Ακόμη και όταν προέβη στην «αιγυπτιακή απόσυρσή» του δεν έπαυσε να είναι εμφανής η υποδοχή που επεφυλάχθη στην διδασκαλία του, από εξόχως καλλιεργημένους κύκλους της Δύσεως.

Ο λόγος του υπήρξεν  αυστηρός, οξυδερκής και επισκοπικός. Εκατηγόρησε σφοδρώς την θεοσοφία ως ψευδή θρησκεία με δολίους σκοπούς, ενώ επέκρινε πολλούς ανατολιστές της εποχής του για προκατάληψη και εθελοτύφλωση.   Στο βιβλίον του «Η βασιλεία της ποσότητος και τα σημεία των καιρών», (12ο κεφάλαιο) γράφει, μεταξύ άλλων:


{« (…) Το πλέον απίστευτον όμως εξ όλων, είναι το κύριον επιχείρημα που προβάλλουν τούτοι οι νεοφανείς “προπαγανδιστές” ώστε να δικαιολογήσουν την στάση τους. Ένας από αυτούς έγραφε προσφάτως, ότι αν αληθεύει πως άλλοτε εχρειάζετο να υπάρχουν περιορισμοί στην διάδοση ορισμένων γνώσεων, δεν συντρέχει πλέον λόγος να διατηρούνται και σήμερον οι περιορισμοί, διότι (αντιγράφουμε επί λέξει για να μην νομίσει κάποιος ότι μεγαλοποιούμε τα λεγόμενα του) «το μέσο μορφωτικό επίπεδο ανέβηκε και τα πνεύματα είναι έτοιμα να δεχθούν τη διδασκαλία στο σύνολό της». Εδώ καθίσταται ολοφάνερη η σύγχυση ανάμεσα στην παραδοσιακή διδασκαλία και την βέβηλη εκπαίδευση, σύγχυση η οποία δηλώνεται με την λέξη «μόρφωση», που έχει γίνει στις ημέρες μας ένας από τους πλέον κοινοτόπους όρους. Αυτή η «μόρφωση» δεν έχει την παραμικρά σχέση με την παραδοσιακή διδαχή ούτε λαμβάνει υπ' όψη της την ικανότητα προσλήψεως του μαθητή. Επιπλέον, αφού η αποκαλουμένη «ανύ­ψωση του μέσου επιπέδου» απαιτεί αναποφεύκτως ως αντάλλαγμα τον αφανισμόν της πνευματικής ελίτ, ημπορεί να ειπωθεί πως η «μόρφωση» αντιπροσωπεύει το ακριβώς αντίθετον της προετοιμασίας για την λήψη της παραδοσιακής γνώσεως.

Εξ άλλου, είναι να απορεί κανείς πως ένας Ινδός (γιατί αυτός που αναφέραμε ανωτέρω είναι Ινδός – εννοεί εδώ τον διαβόητο ψευδο-Μεσσία Κρισναμούρτι) ημπορεί να αγνοεί παντε­λώς σε ποία φάση της Κάλι-Γιούγκα ευρισκόμεθα σήμερον, αφού φθάνει σε σημείο να ειπεί πως «ήλθε ο καιρός οπότε το όλον σύστημα της Βεδάντα («το τέλος των Βεδών» ο μυστικός κλάδος του Ινδουϊσμού) ημπορεί να παρουσιασθεί αυτούσιο στο κοινό», ενώ και η ελαχίστη ακόμη γνώση των κυκλικών νόμων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, οι καιροί είναι ολιγότερον από ποτέ ευνοϊκοί για κάτι τέτοιο. Αν η Βεδάντα ήταν ανέκαθεν αδύνατο να μεταδοθεί στο «πλατύ κοινό», για το οποίον άλλωστε δεν επροορίζετο, πόσο μάλλον αυτό δεν είναι κατορθωτό στην σημερινή εποχή, όπου είναι περισσότερον από ποτέ φανερά η ακατανοησία του «πλήθους». Άλλωστε η αλήθεια είναι ότι για τον ίδιο λόγο οτιδήποτε έχει αληθώς βαθύ παραδοσιακό περιεχόμενο και συνεπώς ανταποκρί­νεται στο «σύνολο της διδασκαλίας» (γιατί αν αυτή η έκφραση έχει κάποια πραγματικήν αξία πρέπει να περιλαμβάνει και την γνη­σία μυητική διδασκαλία) γίνεται παντού όλο και δυσκολότερον προσιτό, εξ αιτίας της εισβολής του συγχρόνου βεβήλου πνεύμα­τος. Πώς, λοιπόν, ημπορεί κανείς να παραγνωρίζει την πραγματι­κότητα σε σημείον ώστε να βεβαιώνει το ακριβώς αντίθετο, και μάλιστα με τόσην ηρεμία ωσάν να διακηρύσσει την πλέον αδιαφιλονίκητο αλήθεια;

Στην περίπτωση του συγγραφέως που παραθέσαμε ανωτέρω ως τυπικόν παράδειγμα με σκοπό να «σκιαγραφήσουμε» μιαν ορισμένου είδους νοοτροπία, όπως και σε όλες τις παρόμοιες με αυτήν περι­πτώσεις, τα επιχειρήματα που προβάλλονται για να δικαιολογηθεί το όψιμον ενδιαφέρον για την ευρεία διάδοση της Βεδαντικής διδασκαλίας στις ημέρες μας, είναι εξ ίσου περίεργα. Επικαλούνται, κατ' αρχάς, «την εξέλιξη των κοινωνικών ιδεών και των πο­λιτικών καθεστώτων». Αλλά ακόμα και εάν οι αλλαγές που παρατηρούνται αποτελούσαν πράγματι «εξέλιξη» (το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι προς ποια κατεύθυνση), η φύση τους είναι τέτοια ώστε δεν «συμβάλλουν» περισσότερον στην κατανόηση μιας μεταφυσικής διδασκαλίας απ' όσον «συμβάλλει» η διάδοση της βεβήλου εκπαιδεύσεως. Αρκεί να ιδούμε πόσην ζημία έχουν προκαλέσει στην γνώση των παραδοσιακών αληθειών οι πολιτικές ενασχο­λήσεις, σε όποια χώρα της Ανατολής έχουν εισδύσει, για να πει­σθούμε ότι θα ήταν σωστότερο να ομιλούσαμε για ασυμβατότητα, τουλάχιστον στην πράξη, παρά για συμφωνία μεταξύ της συγκεκριμένης «κοινωνικής εξέλιξης» και της πνευματικής αναπτύξεως. Πράγματι, δεν βλέπουμε τι σχέση ημπορεί να έχει η «κοινωνική ζωή» με την καθαρά βέβηλη έννοια που της δίδουν οι σημερινοί άνθρωποι, με την πνευματικότητα, μόνον εμπόδια της παρεμβάλλει και τίποτε άλλο. Αντιθέτως, όταν η κοινωνική ζωή ολοκληρώνετο στους κόλπους ενός παραδοσιακού πολιτισμού, οι δεσμοί με­ταξύ τους ήσαν πολύ ισχυροί. Αλλά ακριβώς η σύγχρονη νοοτρο­πία είναι που τους κατέστρεψε ή προσπαθεί να τους καταστρέψει και στα μέρη όπου ακόμη διατηρούνται. Τι ημπορεί λοι­πόν να περιμένει κανείς από μιαν «εξέλιξη» που κύριο γνώρισμά της είναι η ά­μεση αντίθεση σε κάθε πνευματικότητα.
Ό ίδιος συγγραφεύς προβάλλει έναν ακόμη λόγο: «Άλλω­στε», λέγει, «για την Βεδάντα ισχύει ό,τι και για τις επιστημονικές αλήθειες. Δεν υπάρχουν πλέον στις ημέρες μας επιστημονικά μυστι­κά. Η επιστήμη κοινολογεί και τις πλέον πρόσφατες ανακαλύψεις». Πράγματι, η βέβηλη επιστήμη είναι κατασκευασμένη αποκλειστικώς για το «πλατύ κοινό». Αφ’ ότου εγεννήθη, ο μόνος λόγος υπάρξεώς της είναι αυτός. Είναι ολοφάνερον ότι δεν είναι τίποτα περισσότε­ρον από αυτό που φαίνεται, διότι ενδιαφέρεται αποκλειστικώς για την επιφάνεια των πραγμάτων και αυτό συμβαίνει όχι για λόγους αρχής, αλλά εξαιτίας της απουσίας δεσμών με υπερβατικές αρχές.  Ασφαλώς και δεν περιέχει τίποτα που να αξίζει τον κόπο να κρατηθεί μυστικό, ή, για να το εκφράσουμε καλύτερον, κάτι που να αξίζει να διαφυλαχθεί προς χρήση μιας ομάδος επιλέκτων, η οποία εξ άλλου δεν έχει καθόλου ανάγκην από τέτοιου είδους γνώ­σεις. Αναρωτόμεθα  μόνον, τι είδους εξομοίωση ημπορεί να κα­θιερωθεί ανάμεσα στις υποτιθέμενες αλήθειες και στις «πλέον πρόσ­φατες ανακαλύψεις» της βεβήλου επιστήμης, με τις διδασκαλίες της Βεδάντα η οποιουδήποτε άλλου παραδοσιακού δόγματος, έστω και του πλέον εξωτερικού από αυτά; Εδώ παρατηρεί κανείς την ιδία σύγχυση που αναφέραμε προηγουμένως, και νομίζουμε ότι δικαιούμεθα να ερωτήσουμε: Μέχρις ποίου σημείου ένας άνθρω­πος που την υποστηρίζει με τόσην επιμονή, είναι σε θέση να κατανοήσει τις διδασκαλίες που θέλει να διδάξει; Ανάμεσα στο παραδοσιακό και στο σύγχρονο πνεύμα δεν χωρά κανείς συμβιβασμός και κάθε υποχώρηση που γίνεται χάριν του τελευταίου απο­βαίνει αναγκαστικώς εις βάρος του πρώτου, επειδή, κατά βάθος, το σύγχρονο πνεύμα δεν είναι παρά η άρνηση όλων όσων συνι­στούν το παραδοσιακό πνεύμα.


Η αλήθεια είναι ότι το σύγχρονον πνεύμα προκαλεί, σε όλους όσους επηρεάζει στον έναν η τον άλλον βαθμό, πραγματική απέ­χθεια προς το μυστικό και προς όλα όσα ομοιάζουν να είναι ολίγο­ν έως πολύ κρυφά, σε οποιοδήποτε πεδίο και αν ανήκουν. Ωστόσον, δεν ημπορούμε να ειπούμε ακριβώς πως η «εκλαΐκευση» των παραδοσιακών διδασκαλιών είναι επικίνδυνη, τουλάχιστον εφ’ όσον έχει να κάνει μόνον με την θεωρητική τους πλευρά. Θα ήταν απλώς ανώφε­λη, ακόμα και αν ήταν δυνατή. Στην πραγματικότητα όμως οι εσώτερες αλήθειες ανθίστανται από την ίδια τους την φύση σε κάθε είδους «εκλαΐκευση»: Με όσην σαφήνεια και αν τις εκθέσει κανείς - υπό την προϋπόθεση βέβαια να τις παρουσιάσει ως έχουν, χωρίς να διαστρεβλώσει το πραγματικό τους νόημα - δεν θα γίνουν κα­τανοητές παρά μόνον από εκείνους που είναι ικανοί να τις κατα­νοήσουν, ενώ για τους υπολοίπους θα είναι ωσάν να μην υπάρ­χουν.
Δεν ομιλούμε εδώ για την «πραγμάτωσή» τους και τις μεθόδους τις κατάλληλες γι' αυτήν, διότι, από αυτήν την άποψη, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να ημπορεί να έχει ουσιαστικήν άξία αν δεν λαμβάνει χώρα στους κόλπους μιας κανονικής μυητικής οργανώσεως, από θεωρητικήν άποψη όμως επιβάλλεται να είναι κανείς επιφυλακτικός, όταν οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες, δηλα­δή καθαρώς για λόγους περιστάσεων, οι οποίες δεν πρέπει να πα­ραβλέπονται. Κατά βάθος, το πραγματικό μυστικό, το οποίον άλλωστε είναι το μόνο που δεν ημπορεί ποτέ να αποκαλυφθεί με κανέναν τρόπο, κατοικεί αποκλειστικώς στο ανέκφραστο, γι' αυτόν τον λόγο και δεν είναι ανακοινώσιμο. Μέσα δε σε κάθε αλήθεια υπερβατικής τάξεως υπάρχει ένα ανέκφραστο μέρος, εκεί ουσιαστικώς ευρίσκεται, η βαθυτέρα σημασία του μυητικού μυστι­κού. Ένα εξωτερικό μυστικό, όποιο και αν είναι, δεν έχει ποτέ καμίαν αξία εκτός από εκείνην ενός συμβόλου η μιας εικόνος του μυη­τικού μυστικού, ή, ορισμένες φορές, μιας ωφελίμου «αγωγής». Αλλά όπως είναι ευνόητον, η έννοια και ο προορισμός αυτών των πραγμάτων εκφεύγουν εντελώς από τα διανοητικά πλαίσια και την εμβέλεια της συγχρόνου νοοτροπίας, και η ακατανοησία περί αυτά γεννά φυσικώς την αποστροφή. Εξ άλλου, ο μέσος άνθρωπος αισθάνεται πάντα έναν ενστικτώδη φόβο για ό,τι δεν ημπορεί να κατανοήσει και ο φόβος γεννά λίαν ευκόλως την εχθρότητα, έστω και αν κανείς πιέζει ταυτοχρόνως τον εαυτόν του για να αποβάλλει τον φόβον, αρνούμενος την ύπαρξη της αληθείας που δεν κατανοεί. Λόγω αυτού υπάρχουν μερικές αρνήσεις που ομοιάζουν πράγματι με κραυγές λύσσης, όπως, για παράδειγμα, εκείνες των «ελεύθερα σκεπτόμε­νων» ανθρώπων -όπως αυτοαποκαλούνται- αναφορικώς με οτι­δήποτε σχετίζεται με την θρησκείαν.
Η σύγχρονος νοοτροπία έχει λοιπόν διαμορφωθεί έτσι, ώστε να μην ημπορεί να ανεχθεί κανένα μυστικό, ούτε καν κάποιαν επι­φύλαξη. Επειδή αγνοεί τους λόγους της υπάρξεώς τους, νομίζει πως «αυτά τα πράγματα αποτελούν προνόμια» που καθιερώθη­σαν μόνον για την ωφέλεια ορισμένων, επιπλέον δε, δεν ημπορεί να ανεχθεί κανένα είδος υπεροχής.  Εάν επιχειρούσε κανείς να της εξηγήσει ότι τα «προνόμια», όπως τα αποκαλεί, βασίζονται ουσιαστικώς στην ιδία την φύση των όντων και πουθενά άλλού, θα έχανε τον χρόνο του, διότι θα προσέκρουε στον έμμονο «εξισωτι­σμόν» της. Όχι μόνον καυχάται, εντελώς αδικαιολογήτως, ότι εξά­λειψε, με τη βοήθεια της αποκλειστικώς «ορθολογιστικής» επιστή­μης και φιλοσοφίας της, κάθε «μυστήριον» με την γνωστοποίησή του στο «πλατύ κοινό», αλλά καλλιεργεί επίσης την απέχθεια προς το «μυ­στικό» σε όλα τα πεδία, ακόμα και στην λεγομένη «καθημερινή ζωή».

Όμως ένας κόσμος όπου τα πάντα θα εγίνοντο «κοινά», θα είχε έναν χαρακτήρα αληθώς τερατώδη. Λέμε «θα εγίνοντο», διότι, παρά τις προσπάθειες ορισμένων, δεν έχουμε φθάσει σε αυτό το έσχατο σημείο και δεν θα φθάσουμε ποτέ εκεί πραγματικώς, επειδή πρόκειται πάντα για μια «οριακή» κατάσταση. Αλλά μια τέτοια κατάσταση επιδιώκεται αναμφιβόλως από όλες τις πλευρές, και σε συνάρτηση με αυτό θα ημπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι πολλοί από τους φαινομενικώς πολεμίους της «δημοκρατίας» δεν κάνουν τελικώς τίποτε άλλο από το να δίδουν, στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό, περαιτέρω ώθηση στις συνέπειές της, επειδή είναι και οι ίδιοι, κατά βάθος, εξ ίσου με εκείνους που θεωρούν αντιπάλους τους δια­ποτισμένοι από το σύγχρονο πνεύμα.
Για να αναγκάσουν τους ανθρώπους να ζουν όσο το δυνατόν πλέον «δημοσίως», δεν αρκούνται στο να τους συγκεντρώνουν «μαζικώς» με κάθε ευκαιρία και υπό οποιοδήποτε πρόσχημα. Θέλουν επιπροσθέτως να τους εγκαταστήσουν, όχι απλώς σε «κλωβούς» όπως ελέγαμε προηγουμένως, αλλά κυριολεκτι­κώς σε «υάλινους κλωβούς», διαρρυθμισμένους με τέτοιον τρόπο ώστε ακόμη και να τρώνε «από κοινού». Οι άνθρωποι που είναι ικανοί να υπομείνουν μια τέτοια ζωή, έχουν πραγματικώς εκπέσει σε ένα «υπανθρώπινο» επίπεδο, στο επίπεδο, αν θέλετε, των εντόμων όπως οι μέλισσες και τα μυρμήγκια. Επιχειρείται άλλωστε με κάθε μέσο να τους «οργανώσουν» με τέτοιον τρόπον, ώστε να μην διαφέρουν μεταξύ τους περισσότερον από τα άτομα αυτών των ζωικών ειδών, αν όχι ακόμη ολιγότερον.

Καθώς δεν έχουμε καθόλου την πρόθεση να εισέλθουμε σε λεπτομέρειες προβαίνοντες σε ορισμένες «προβλέψεις» που ευκόλως διαβλέπον­ται και λίαν συντόμως θα υπερκερασθούν από τα γεγονότα, δεν θα  επιμείνουμε περισσότερον επάνω σε αυτό το θέμα και μένουμε ικανοποιημένοι εάν καταφέραμε να δώσουμε, συνοπτικώς, τόσον μια εικόνα της σημερινής καταστάσεως πραγμάτων όσον και της τάσεως η οποία αναμφιβόλως θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί στο μέλλον, τουλάχιστον επί ορισμένο διάστημα ακόμη. Η απέχθεια προς το μυστικό δεν είναι κατά βάθος παρά μία μορφή του μίσους προς όλα όσα υπερβαίνουν το «μέσο» επίπεδο και προς το κάθε τι που εκφεύγει από την ομοιομορφία την οποίαν θέλουν να επιβάλλουν σε όλους. Και όμως, μέσα στον ίδιο τον σύγχρονο κόσμο υπάρχει ένα μυστικό που φυλάσσεται καλύτερον από κάθε άλλο: Είναι η τρομερά δύναμη υποβολής που κατεσκεύασε και συντηρεί την υπάρχουσα νοοτροπία, και η οποία την συνέθεσε και τη «εμηχανεύθη», θα ελέγαμε, με τέτοιον τρόπον ώστε ο κόσμος να μην είναι σε θέση να παραδεχθεί όχι μόνον την ύπαρξη αλλά ακόμα και την δυνατότητα υπάρξεως αυτής της υποβλητικής δυνάμεως, οπότε  αυτό είναι ασφαλώς το καλύτερο μέσον, ένα μέσον αληθώς “διαβο­λικής” εμπνεύσεως, ώστε να μην αποκαλυφθεί ποτέ αυτό το μυστικό.»}

Ως εξέχων υπερασπιστής της παραδοσιακής μεταφυσικής και της φιλοσοφίας της επιστήμης, ο Γκενόν έπαιξε κατά τον 20ον  αιώνα, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας εξαιρετικώς κρισίμου θέσεως απέναντι σε αυτό το οποίον ο (γεννηθείς το 1930) καθολικός Γερμανός φιλόσοφος, μαθηματικός, φυσικός και επιστημολόγος  Βόλφγκανγκ Σμιθ εχαρακτήρισεν ως σύγχρονον «επιστημονισμό». Παρ’ όλον που ο Γκενόν παρέμεινε σχετικώς άγνωστος στους δυτικούς ακαδημαϊκούς κύκλους, λόγω της ανηλεούς κριτικής του για την σύγχρονο υλιστική και άθεο κοσμοθεωρία, αλλά και λόγω της ασυμβιβάστου εκ μέρους του υπερασπίσεως της Παραδόσεως, τα γραπτά του έχουν επηρεάσει βαθύτατα πολλούς σπουδαίους διανοουμένους και συγγραφείς στην Δύση και στην Ανατολή.
Στην Ιταλία ο Ιούλιος Έβολα παρέλαβε, μετέφρασε εν πολλοίς  και κατέστησε γνωστό το έργον του Γκενόν, (ήδη από την β’ δεκαετία του μεσοπολέμου) παρά τις βαθείες διαφορές τους στην αξιολόγηση του παραδοσιακού περιεχομένου του Χριστιανισμού και του Βουδισμού. Ο ιδιόμορφος Γκενόν υπήρξεν εσωτεριστής καταδικάζων ένα μεγάλο μέρος του εσωτερισμού ως πλάνη ή αγυρτεία. Υπήρξεν τέκτων ο οποίος εστιγμάτισεν με ωμότητα  τον τεκτονισμό, ως εκφυλισμένο υλόφρονα διαχειριστή πολιτικοκοινωνικών σκοπιμοτήτων που απέρριψε το μυητικόν του περιεχόμενο.

Ήταν ένας μέγας στοχαστής, που απέρριψεν, ολιγότερον ή περισσότερον, το σύνολον σχεδόν της φιλοσοφικής παραδόσεως. Εξήντα οκτώ έτη μετά τον θάνατόν του παραμένει ένα ενσαρκωθέν «πνευματικό σκάνδαλο», το οποίον δίκην γρανιτώδους βράχου περιρρέουν οι κυματισμοί των συγχρόνων μας αναζητήσεων, επικρίσεων και αμφισβητήσεών του, χωρίς όμως να ημπορούν  να το μετακινήσουν.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικώς ο διδάσκαλος Έβολα : «Αν έλειπεν ο Γκενόν δεν θα είχα υπάρξει εγώ

Βιβλιογραφία

«Εισαγωγή στην Μελέτη των Ινδικών Δογμάτων» (Introduction générale à l'étude des doctrines hindoues, 1921)
«Θεοσοφία: Ιστορία μιας Ψευδο-θρησκείας» (Le Théosophisme – Histoire d'une pseudo-religion, 1921)
«Η Πνευματική Πλάνη» (L'erreur spirite, 1923)
«Ανατολή και Δύση» (Orient et Occident, 1924)
«Ο Εσωτερισμός του Δάντη» (L'ésotérisme de Dante, 1925)
«Ο Βασιλεύς του Κόσμου» (Le Roi du Monde, 1927)
«Η Κρίση του Συγχρόνου Κόσμου» (La crise du monde moderne, 1927)
«Πνευματική Αυθεντία και Εγκόσμιος Ισχύς» (Autorité Spirituelle et Pouvoir Temporel, 1929)
«Άγιος Βερνάρδος» (Saint-Bernard, 1929)
«Ο Συμβολισμός του Σταυρού» (Le symbolisme de la croix, 1931)
«Η Ασιατική Μεταφυσική» (La metaphysique orientale, 1939)
«Η Βασιλεία της Ποσότητος και τα Σημεία των Καιρών» (Le règne de la quantité et les signes des temps, 1945)
«Επισκοπήσεις επί της Μυήσεως» (Aperçus sur l'initiation, 1946)
«Οι Μεταφυσικές Αρχές του Απειροστικού Λογισμού» (Les principes du calcul infinitésimal, 1946)
«Η Μεγάλη Τριάς» (La Grande Triade, 1946)

Μεταθανάτιες Συλλογές έργων

«Μύηση και Πνευματική Πραγματοποίηση» (Initiation et réalisation spirituelle, 1952)
«Επισκοπήσεις επί του Χριστιανικού Εσωτερισμού» (Aperçus sur l'ésotérisme chrétien, 1954)
«Σύμβολα της Ιεράς Επιστήμης» (Symboles de la Science Sacrée, 1962)
«Μελέτες για τον Ελευθεροτεκτονισμό και την Μαθητεία» (Études sur la Franc-Maçonnerie et le Compagnonnage, 1964)
«Μελέτες για τον Ινδουισμό» (Études sur l'Hindouisme, 1966)
«Παραδοσιακές Μορφές και Κοσμικοί Κύκλοι» (Formes traditionelles et cycles cosmiques, 1970)
«Αναθεωρήσεις» (Comptes rendus, 1973)
«Διάφορα» (Mélanges, 1976)

                                      Α. Κωνσταντίνου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.