Η «λογοτεχνία του φανταστικού» είναι ένα λογοτεχνικόν είδος με όλως ιδικήν του μορφήν και ιδικά του σύμβολα. Ο όρος «φανταστικόν», ο οποίος την διαχωρίζει από τα άλλα είδη, αναφέρεται συνήθως σε δρώμενα και φαινόμενα που δεν έχουν συμβεί, δεν συμβαίνουν, ούτε και θα ημπορούσαν να συμβούν, συμφώνως με τις προδιαγραφές της επιστήμης και τις αποδεκτές αποδείξεις της ιστορίας. Βεβαίως το ιδιαίτερον φιλοσοφικόν υπόβαθρον του φανταστικού, χαρακτηρίζεται πάντοτε από την εκτεταμένη σύγκρουση ορθολογικού - ανορθολογικού, ίσως δε σχετίζεται και με την ανάγκην «μεταστοιχειώσεως» και αναδημιουργίας του Κόσμου, με την ελευθερία και τις δυνατότητες που παρέχει η φαντασία.
Οι ρίζες του «φανταστικού» ανάγονται προφανώς στην προϊστορία του ανθρώπου και συνδέονται αρρήκτως με το στοιχείον του «τερατώδους» που εχαρακτήριζεν το πρωτόγονον περιβάλλον (γιγαντιαία ζώα, εκτενείς οικολογικές ανακατατάξεις, ουράνια φαινόμενα, ακατάπαυστος περί υπάρξεως αγών). Ο άνθρωπος βιώνων διαρκώς αυτό το ακατανόητον περιβάλλον συνθλιπτικής πιέσεως της «φυσικής επιλογής», [μέσα στο οποίον νυχθημερόν και ανά πάσαν στιγμήν επιβεβαιούται το μυστικόν και απερινόητον του Κόσμου (κυρίως με την επέλευση της γεννήσεως και του θανάτου)], υποχρεούται να «φαντασθεί» την ύπαρξη μιας «άλλης πραγματικότητος», η οποία λειτουργεί πέραν του περιορισμένου και στενού ορίζοντος της συνήθους αντιληπτικής και βιωματικής καθημερινότητός του. Η «άλλη αυτή πραγματικότης» υπονομεύει ασυναισθήτως την περιρρέουσα πραγματικότητα, αμφισβητεί, τροποποιεί και αναιρεί την γνώση του ανθρώπου για αυτήν, κυρίως όμως αποδεικνύει το «πεπερασμένον» της υπάρξεως και της παρεμβάσεώς του.
O Σαίξπηρ στον Άμλετ του λέγει διά στοματος του ήρωος στον πιστόν ακόλουθόν του Οράτιου (1.5.167-168) «Υπάρχουν περισσότερα πράγματα στον ουρανό και στην γη Οράτιε από όσα έχεις ονειρευθεί στην φιλοσοφία σου» Αυτά τα «περισσότερα πράγματα», αυτές οι ασύλληπτες δυνάμεις είναι που υποστασιοποιούν το φανταστικόν στοιχείο και προσδιορίζουν την λογοτεχνίαν του ως κεχωρισμένον είδος. Τα εξωπραγματικά, τα «μη ρεαλιστικά» του σύμβολα, δημιουργούν λογικώς ανερμήνευτα, «εξωλογικά» φαινόμενα και συμβάντα, τα οποία συνθέτουν την μυθολογία του. Το φάντασμα του βασιλέως Δαρείου, ο οποίος επιστρέφει από την Χώρα των Νεκρών στους Πέρσες του Αισχύλου, όπως ακριβώς και ο νεκρός Δανός βασιλεύς, πατήρ και ομώνυμός του Άμλετ, προσυπογράφουν με την παρουσίαν τους την ύπαρξη του «άλλου» Σύμπαντος.
Το «φανταστικόν» εμφανίζεται ισχυρώς σε περιόδους οπότε παρατηρούνται μείζονες διαφοροποιήσεις, αναταραχές και ανθρωπογραφικά «ρήγματα» (επαναστάσεις, πόλεμοι, λοιμοί, μεγάλα επιτεύγματα και ανακαλύψεις). Τότε αφυπνίζονται τα λησμονηθέντα, αρχέγονα «κτήνη και τέρατα». Η επανεμφάνισή τους τροφοδοτεί αφειδώς την φανταστική λογοτεχνία, η οποία τελικώς δεν είναι τίποτε περισσότερον ή ολιγότερον παρά μία αντανάκλαση, ένα «είδωλον», ένα απείκασμα της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητος, ορωμένης μέσως ενός ισχυρώς παραμορφωτικού κατόπτρου.
Για εμάς τους Ευρωπαίους, οι Αμερικανοί (ειδικώς εκείνοι του Βορρά) αποτελούν έναν νέον, ιδιότυπον, ανάμεικτον «λαόν», χαρακτηρίζονται δε ως ιστορικώς άπειροι και αφελείς. Όμως οι ΗΠΑ είναι το πρώτο Δυτικόν «έθνος» - κράτος στο οποίον εσχηματοποιήθη και διεμορφώθη η σύγχρονος κοινωνία, ενθαρρυνομένη να εκδηλώσει (σχεδόν αμέσως) κάθε αντίδραση, αμφισβήτηση, καταγγελία, αυτό-περιθωριοποίηση και καλλιτεχνική πάλη εναντίον του «μεσολαβητικώς» ενημερουμένου κόσμου της μαζικής επικοινωνίας, η μετάβαση του οποίου από τον 19ον στον 20ον αιώνα προητοιμάζετο ήδη. Βεβαίως, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της ρευστής και «ελατής» αμερικανικής πολυσυλεκτικής συλλογικότητος, ευρίσκοντο σε επαφή με τους Ευρωπαίους της εποχής εκείνης, οι οποίοι με τον ιδικόν τους τρόπο κατανοήσεως των ζωτικών φαινομένου, θα ημπορούσαν να φέρουν τους Λευκούς Αμερικανούς ευρωπαϊκής καταγωγής εγγύτερον στους παραδοσιακούς προγόνους τους.
Εκείθεν του Ατλαντικού υπήρχεν όντως τέτοια βαθυτέρα ψυχοπνευματική ανάγκη, εκδηλωθείσα εντόνως στο κίνημα των Βορειοαμερικανών δημοσιογράφων και συγγραφέων όπως οι Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe), Ρόμπερτ Έρβιν Χάουαρντ (Robert Ervin Howard) και Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ (Howard Phillips Lovecraft), κίνημα τόσον γνωστόν σήμερον και δυστυχώς προσφερόμενο απλώς ωε ένα άλλο ιδιόμορφο θελκτικό καταναλωτικό είδος. Αυτοί οι διανοούμενοι δεν ήσαν κάποια παράταιρα, ιδιότροπα και .. ανόητα όντα, απλώς αντετέθησαν σε μια κοινωνία η οποία με εκουσίως αυτοκτονικόν τρόπο παρητήθη από όλα όσα της ήσαν απαραίτητα για να εκδηλώσει αυτό που πράγματι και εγγενώς ήταν.
Είναι απολύτως λογικόν ότι, αυτή η πρωτοποριακή αντίδραση έλαβεν χώρα σε στενούς λογοτεχνικούς κύκλους στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς αφ΄ ενός εκεί ήταν το πρώτο Δυτικόν κράτος στο οποίον εσταθεροποιήθη εμπράκτως η «αστική δημοκρατία» της δικαιωματικής «ελευθερίας γνώμης» και κατά συνέπειαν, το πρώτον κράτος όπου η «Σύγχρονη Κοινωνία» έγινε ο κυρίαρχος συνθλιπτικός και αδίστακτος καταπιεστικός εφιάλτης, όπου ο «αριθμός» υπερισχύει αδιστάκτως και ανελεήτως της ποιότητος. Και αφ΄ ετέρου, η ιστορική και κοινωνική νεωτερικότης του υπό σχηματισμόν λαού των ΗΠΑ εδημιούργησεν ένα «κενόν παρελθόν» σε ανθρώπους οι οποίοι «φυσικώ τω λόγω» και εγγενώς εχρειάζοντο ή και ήθελαν να έχουν μια σχέση με αυτό το παρελθόν.
Αυτή η εύλογος υπαρξιακή «ιστορική αγωνία», αυτό το «έλειμμα του παρελθόντος», εξώθησεν τους πρωτοπόρους αντιδρώντες διανοουμένους να βυθισθούν στις πλέον αρχαίες παραδόσεις και στις βαθύτερες και σκοτεινότερες πτυχές της ανθρωπίνης υπάρξεως. Αυτή ακριβώς η ψυχοπνευματική τους διεργασία αντανακλάται στα γραπτά τους και περιλαμβάνει τις σκέψεις τους, στην πλέον φαντασιακή και αντισυστημική αναζήτηση του παραδοσιακού στοιχείου, όπως χαρακτηριστικώς φαίνεται στην φράση από την εισαγωγή της όμορφης ιστορίας του Χάουαρντ, «Ο Μαύρος Λίθος» : «Λέγουν ότι, τα βρωμερά όντα των Αρχαίων Καιρών παραμονεύουν στις λησμονημένες από την Γη σκοτεινές γωνίες και πως οι Πύλες ακόμη ανοίγουν μερικές νύκτες, ολότελα ορθάνοικτες σε μερικές φυλακισμένες μορφές της Κολάσεως».
Η αντανάκλαση των βαθέων εσωτερικών αναζητήσεων, η μαρτυρία περί της περιθωριοποιήσεως, η επίθεση στον γύρω τους κόσμο, αποτελούν μια περίεργη συμπεριφορική και πνευματική «σταθερά» αυτής της Σχολής Αμερικανών συγγραφέων που εκκινεί από τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε και φθάνει στον ευρύτερον κύκλο του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ. Αυτοί οι συγγραφείς έζησαν μιαν υπερβολική, εκκεντρική, «ακραία» και κατά καιρούς μη δημοφιλή ζωή, συχνάκις δε είχαν επαφές, μυητικές ενασχολήσεις και κατατριβές με τις πλέον ερμητικές των παραδόσεων. Η αισθητική και σχεδόν πάντοτε υπερφορτωμένη τους αναφορά και λατρεία του τρόμου, των κακών προθέσεων, του υπερφυσικού, του αθανάτου, του αμετακινήτου, του αενάου, του δυνατού, του αΰλου, των ονείρων, της νυκτός, του εσωτερικού και του μυθικού στοιχείου, κατέστησαν παντελώς αδύνατο για τους (αποτελούντες το ευρύ κοινό) ασθενείς μιας ορθολογικής, ποσοτικοποιημένης και τεχνοκρατικής τεχνητής κοινωνίας να τους αποδώσουν προσοχή. Να δώσουν προσοχή στην πρώτη τολμηρά σπίθα της πνευματικής αντιθέσεως, την οποίαν αυτοί επέδειξαν με θάρρος και πρωτοτυπία. Αντιθέσεως πορείας σε μίαν δολίως προκατασκευασμένη «λεωφόρο», η οποία καθημερινώς αποδεικνύεται ότι είναι η πλέον απρόσφορος, ανεπαρκής και ακατάλληλος για την υπαρξιακή αυτοπραγματοποίηση του ανθρώπου.
Αντικοινωνικοί συνεπώς οι εν λόγω δημιουργοί. Αντικοινωνικοί προς την κοινωνία που κατέστησε διασήμους τους … χρυσοθήρες, δηλαδή εν τέλει τον εμπράγματο πλούτο . Υπήρξεν όμως η «περιθωριακή», η «παρεξηγημένη» ομάς αυτών των συγγραφέων που απεφάσισαν να είναι «Λάτρεις και Ανιχνευτές της Παραδόσεως» και πράγματι το κατόρθωσαν να είναι. Αναμφιβόλως, η «ιστορική αγωνία» και η θεσμοθετημένη ιδρυματοποίηση της ομάδος αυτής στο ευρύτερον αμερικανικό κοινωνικό περίγραμμα, οδήγησαν αυτούς τους άνδρες με την ιδιαιτέρα ψυχοπνευματική ευαισθησία να εύρουν έναν ιδιότυπον σύνδεσμο με το απόμακρο.
Ο Πόε εβυθίσθη στην αναζήτηση του απομεμακρυσμένου, του αΰλου έως τις βαθύτερον κεκρυμμένες ενστικτώδεις λειτουργικές ίνες του ανθρώπου. Οι ιστορίες του ημπορούσαν να προκαλέσουν έξαρση, ταραχή, τρόμον, έλξη και αγωνία, ταυτοχρόνως με έναν υπερβατικόν φόβο, διότι στις αφηγήσεις του, από το «Βαρέλι του Αμοντιγιάδο» έως το «Τελευταίον ωρολόγιο», αντικατοπτρίζει τις πλέον απεχθείς φρίκες που ήταν ικανός να γεννήσει και να υποστεί ο άνθρωπος της εποχής του.
Τα γνωστότερα έργα της μυθοπλασίας του Πόε αφορούν στο είδος του «Γοτθικού» διηγήματος. Τα πλέον επαναλαμβανόμενα θέματα του ασχολούνται με ζητήματα θανάτου, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών σημείων του θανάτου, των επιπτώσεων της αποσυνθέσεως, των ανησυχιών της προώρου ταφής, της νεκροφανείας και αναζωογονήσεως των νεκρών , και του πένθους. Πολλά από τα έργα του γενικώς θεωρούνται μέρος του «σκοτεινού ρομαντισμού», μιας λογοτεχνικής αντιδράσεως στον «υπερβατισμό» τον οποίον ο Πόε απεχθάνετο εντόνως. Αναφέρετο στους οπαδούς του υπερβατικού κινήματος ως «σκότος προς χάριν του σκότους» ή «μυστικισμός προς χάριν του μυστικισμού». Πέρα από τον πολυεπίπεδο και πολύπλευρο φανταστικόν τρόμο, ο Πόε ανεκάλυψεν επίσης την «επιστημονική φαντασία», περιλαμβάνων στην συγγραφή του αναδυόμενες τεχνολογίες, ενώ επίσης η μυθοπλασία του περιλάμβανε συχνά στοιχεία της τότε διαδεδομένης ανθρωπολογικής «φρενολογίας» (του Γερμανού ιατρού Φραγίσκου Ιωσήφ Γκαλ) και «φυσιογνωμικής» ή «ανθρωποσκοπίας» (του Ελβετού πάστορος Γιόχαν Κάσπαρ Λαβάτερ).
Είχεν επίσης έντονο ενδιαφέρον για την κρυπτογραφία. Ήδη τον Ιούλιον του 1841, ο Πόε είχε δημοσιεύσει ένα δοκίμιον με τίτλον «Ολίγα λόγια για την μυστική γραφή». Η επιτυχία του Πόε στην κρυπτογραφία εβασίσθη όχι μόνον στη βαθεία κρυπτογραφική γνώση του, αλλά και στην ευρυτάτη εγκυκλοπαιδική του μόρφωση. Οι έντονες αναλυτικές του ικανότητες, οι οποίες είναι τόσον εμφανείς στις ιστορίες των αστυνομικών του ερευνητών (υπήρξεν και «πατήρ» του αστυνομικού μυθιστορήματος), του επέτρεψαν να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διάδοση των κρυπτογραφημάτων. Ο διάσημος Αμερικανοεβραίος Γουίλιαμ Φρέντερικ Φρήντμαν (William Frederick Friedman), ο κύριος στρατιωτικός κρυπτολόγος της Αμερικής, επηρεάσθη τα μέγιστα από τον Πόε. Το αρχικόν ενδιαφέρον του Φρήντμαν περί κρυπτογραφίας προήλθεν από την παιδική του ανάγνωση του «Χρυσού κοριού» («The Gold-Bug»), ένα ενδιαφέρον που αργότερον εχρησιμοποίησε για την αποκρυπτογράφηση του κωδικογραφικού μηχανήματος της Ιαπωνίας «Πορφύρα» κατά τον Β' Μεγάλο Πόλεμο.
Στις ιστορίες του υφίσταται πάντοτε κάποιο «ταξίδι», μια «περιπλάνηση» στις πλέον άρρητες επιθυμίες, στις βαθύτερες τάσεις και στους φόβους των ανθρώπων. Ο Πόε ήταν αναμφιβόλως μέγας γνώστης των αδυναμιών, ανικανοτήτων και αναπηριών αυτού του όντος που ημπορούμε να ονομάσουμε «σύγχρονος μικρός άνθρωπος», με τον στραγγαλισμόν από τους φόβους του και την απροθυμία του να τους ξεπεράσει, διότι κατά τον «ανθρωπάκο» αυτόν ό,τι δεν είναι ικανό να εξορθολογισθεί, δεν ημπορεί να είναι μια ζωντανή πραγματικότης και εάν εκδηλωθεί ως τέτοια είναι κάτι φοβερόν και πρέπει αμέσως να απορριφθεί και να καταδικαστεί. Και ο Έντγκαρ Άλαν Πόε αφιερώθη στο να καταδείξει στους συγχρόνους του και στους διαδόχους του, τις πνευματικές του δυστυχίες και την έλλειψη δυνάμεώς του να ζήσει, ως αρνητικά οδηγά σημεία παιδεύσεως και αποφυγής. Ο Πόε ανεγνώσθη πολύ, εθαυμάσθη και εμισήθη ταυτοχρόνως. Η πολυδιάστατος και πολυσύνθετος γραφή του κατακλύζεται από πάμπολλες λεπτομέρειες και αναρίθμητες ανεπιτήδευτες αναφορές σε κατ’ αυτόν «αυτονόητα» ή «γνωστά» δεδομένα, τα οποία πόρω απέχουν από την γνωστική και πληροφοριακή «αποθήκη» του μέσου αναγνώστη (τότε, πολύ δε περισσότερον τώρα). Εις ότι αφορά τις βαθύτερες αφηρημένες έννοιες ηθικής, θρησκευτικής και πνευματικής υφής τις οποίες θίγει, δεν υφίσταται ούτε καν υποψία τους στο νου του μέσου, αμαθούς και υποκριτή ηθικολόγου που θα τον διαβάσει, δεδομένο που πολλαπλασιάζεται εκθετικώς με την παρεμβολήν της μεταφραστικής παραθλάσεως.
[Χαρακτηριστικώς επ΄ αυτού αναφέρω ότι, προ πολλών ετών, επληροφορήθην για μια παρωδια τρόμου, που ανεφέρετο στην «Αίρεση του Άμωνος Τιλλάντο» (sic!). Tο όνομα της αιρέσεως μου ηκούσθη πρωτόγνωρο, λίαν μυστηριωδες και ζοφερό, επιφέρον στον νου μου πιθανές συνδέσεις με …. αιγυπτιολογικά μυστήρια. Αυτό συνέβαινε μέχρις ότου έμαθα πως ο όρος αυτός ήταν ….μεταφραστική παρωδια του τιτλου «Cask of Amontillado» («Βαρέλι του Αμοντιγιάδο») του μεγάλου Πόε ! Στην πρώιμο εφηβεία μου πάντως (παρά την επαρκή αγγλομάθειά μου) το όνομα «Αμοντιλλάντο» αντήχει στον νου μου ωσάν μια μυστηριωδης λεξη. Λόγω της γκροτέσκας αιρέσεως του … «Άμωνος Τιλλάντο», αντελαμβανόμην την λεξη ως ονομα. Εθεώρουν οτι η ιστορια του Ποε μιλαει για καποιον «Αμοντιλλάντο», που διέθετε κάποιο ….. καταραμένο βαρέλι ή ήταν κάποιο φανταστικόν ον, μυστικιστικός όρος ή κάτι αναλόγως μυστήριον ! Φευ: Με την στοιχειώδη γευσιγνωστική εμπειρία και την εισαγωγική γνώση της ισπανικής φθογγώσεως, αντελήφθην ότι το «Amontillado» δεν είναι «Αμοντιλλάντο» αλλά «Αμοντιγιάδο», καθόλου υπερβατικόν, αλλά λίαν φυσικό και υπαρκτό όν, ένας αθώος γευστικότατος ισπανικός οίνος που ονόματι υποδεικνύει ότι έχει το γευστικόν ύφος της Μοντίγια (Montilla), μιας ομόρου περιοχής της Ανδαλουσίας στα βορειοανατολικά σύνορά της…]
Αναμφιβόλως, ο Πόε υπήρξεν ένας εκ των σπουδαιοτέρων δημιουργών του 19ου αιώνος και πιθανώς όλων των εποχών. Παρά τα ανεξάντλητα πάθη το κατώρθωσεν να διακριθεί τόσον ως εκπρόσωπος του αμερικανικού ρομαντισμού όσον και ως πρωτοπόρος μυθιστοριογράφος του τρόμου και του αστυνομικού διηγήματος. Μεταφραστής, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός έργων. Υπήρξεν «τα πάντα». Διέθετε μια μοναδική ικανότητα να διεισδύει στα μύχια της ανθρωπίνης ψυχής και να την μελετά. Παρά την μείζονα ευφυία, την εμπειρία ζωής του και την πολυεπίπεδο γνώση του δεν ανεκάλυψε τις χρειώδεις απαντήσεις για την ιδική του ψυχή, ούτε στην κατάχρηση του αλκοόλ, ούτε στα εξαντλητικά τυχερά παίγνια. Για την ιδική μας ψυχή ήταν όμως παρών. Όλα του τα έργα υπανίσσονται το υπερβατικό και εκφράζουν το μυστήριον, την αγωνία, τον φόβο, την περατότητα, τον θάνατο. Δηλαδή όσα στοιχεία περιείχεν η ζωή του. Μόνον ένα στοιχείο δεν περιέχουν : Tην ελπίδα ότι όλα ημπορούν να ανατραπούν και πως η θέληση για ζωή θα νικήσει την μοίρα. Όμως ο μεγαλοφυής και πολυμαθέστατος Πόε ουδέποτε ηθέλησεν ή επεδίωξεν κάτι τέτοιο.
Η επιθυμία του να φθάνει πάντα στις βαθύτερες υφές, στις λεπτοφυέστερες δομές του κόσμου γύρω του, τον έκανε να πραγματοποιήσει το έργον εκείνο που αργότερον εχαρακτηρίσθη ως το αριστούργημά του, το αμφιλεγόμενον δοκίμιόν του «Εύρηκα - Ένα πεζογραφικόν ποίημα», γραφέν το 1848. Σε αυτό του το δοκίμιον φυσικής και κοσμολογίας, ο Πόε επεχείρησε να προβεί σε μία ζώσα και ζωηρά ανατομία της φύσεως του Σύμπαντος. Το «Εύρηκα» είναι ένα ιδιαιτέρως πυκνό δοκίμιον, το οποίον ημπορεί μεν για τον αναγνώστη της σήμερον να φαίνεται ακόμη και αφελές, αλλά η ψυχοδιανοητική προσπάθεια του Πόε να αποκαλύψει τις ρίζες, την ουσία και τον τελικόν προορισμόν του Κόσμου, αξίζει τον βαθύτερο σεβασμό μας, καθώς όταν δίδει μιαν ενιαία ερμηνεία στην ανάλυσή του, δεν διαιρεί το «Κοσμικόν Πεπρωμένο» και την «Ουσίαν» του Κόσμου, αλλά τα αφομοιώνει σε μιαν Ολότητα που περιλαμβάνει τα μέρη, εξαπολύων έτσι ένα ακόντιον από την «Ενότητα του Πεπρωμένου της Δημιουργίας» ενάντια στο κρατούν ορθολογικό ρεύμα, (είτε αναγωγικό είτε επαγωγικό), ήτοι στο ρεύμα το οποίον εκυριάρχει στην ερμηνείαν του Κόσμου εκείνην την εποχή.
Το «Εύρηκα» περιελάμβανε μια κοσμολογική θεωρία η οποία προέβλεψεν την κοσμογονική θεωρία της «Μεγάλης Εκρήξεως» (Big Bang) προ 80 ετών, καθώς και την πρώτη εύλογον λύση στο «παράδοξον του Όλμπερς (Olbers)».
[Το παράδοξον του Olbers περιεγράφη από τον Γερμανό αστρονόμο Heinrich Wilhelm Olbers το 1823. Αυτός ισχυρίσθη ότι ένα άπειρο Σύμπαν έπρεπε να περιέχει άπειρον πλήθος αστέρων και εφ΄όσον το Σύμπαν είχε και άπειρον ηλικίαν, τότε αυτό το γεγονός θα είχε δώσει στο αστρικόν φως άπειρον χρόνο ώστε να φθάσει σε εμάς. Συνεπώς, ο νυκτερινός ουρανός όφειλε να είναι πλημμυρισμένος από άπειρον ποσότητα φωτός όλων αυτών των αστέρων. Ο Πόε προέτεινεν ότι, το πεπερασμένον μέγεθος του παρατηρησίμου Σύμπαντος επιλύει το φαινομενικόν παράδοξο. Ειδικότερον, επειδή το Σύμπαν είναι πάρα πολύ παλαιόν και η ταχύτης του φωτός είναι πεπερασμένη, μόνον πεπερασμένος αριθμός άστρων ημπορεί να παρατηρηθεί από την Γη (αν και ολόκληρον το Σύμπαν ημπορεί να είναι άπειρο στον διαστημικόν χώρον). Η πυκνότης των αστέρων σε αυτόν τον πεπερασμένον όγκο είναι αρκούντως χαμηλή, ώστε οποιαδήποτε οπτική επαφή από την Γη είναι απίθανον να φθάσει οπωσδήποτε σε έναν αστέρα.]
Ο Πόε απέφυγε την «επιστημονική μέθοδο» στο «Εύρηκα» και αντ' αυτού το συνέγραψεν από καθαρά διαίσθηση. Για τον λόγον αυτόν, το εθεώρησεν έργον τέχνης και όχι επιστήμης, επέμενε ότι ήταν αλήθεια και το εθεώρει ως το αριστούργημα της σταδιοδρομίας του. (Παρ΄ όλα αυτά, το «Εύρηκα» είναι γεμάτο επιστημονικά λάθη. Συγκεκριμένως, οι προτάσεις του Πόε ηγνόησαν τις Νευτώνειες αρχές σχετικώς με την πυκνότητα και την περιστροφή των πλανητών).
Στο τέλος του δοκιμίου αυτού, ο Πόε ενσωματώνει όλα τα μέρη του Κόσμου και όλες τις στιγμές του σε μίαν ολοκληρωμένη σύνθεση πανθεϊστικού χαρακτήρος, συμπέρασμα του πλέον φανατικού λάτρου του «Μεγάλου Θεού Πανός», [την απολογητική περί του οποίου συνέγραψεν ο ολιγότερον γνωστός αλλά σπουδαίος Ουαλός συγγραφεύς Άρθουρ Μάχεν – φιλολογικόν ψευώνυμο του Άρθουρ Λουέλην Τζόουνς (Arthur Machen - Arthur Llewellyn Jones), σχετιζόμενος εντόνως με τον λογοτεχνικόν κύκλο του Λάβκραφτ, μεγαλοφυής και πολυμαθής άνδρας με παράδοξα έθιμα και παραδοξότερες αφηγήσεις, καθώς και με πολυποίκιλες εσωτεριστικές ενασχολήσεις].
Ο τυπικός πρωταγωνιστής των έργων του Πόε είναι γενικώς ένας υπερήφανος, εύμορφος, μελαγχολικός, διανοούμενος, εξαιρετικώς ευαίσθητος, ιδιότροπος, λίαν εσωστρεφής, απομονωμένος, «σκοτεινός» και μερικές φορές κατά τι ψυχοπαθής αριστοκράτης, από αρχαία και πλουσία οικογένεια Πρωτοπόρων της Νέας Αγγλίας, ο οποίος συνήθως έχει μελετήσει εις βάθος τις «παράξενες» γνώσεις και μυστικές τέχνες, έχει δε μια σκοτεινή φιλοδοξία να εισχωρήσει στα απηγορευμένα μυστικά του Σύμπαντος. Εκτός από ένα συνήθως παράξενον όνομα, αυτός ο χαρακτήρ προφανώς δεν διαθέτει πολλά χαρακτηριστικά της παλαιάς γοτθικής νουβέλας, διότι δεν είναι ούτε ο διαβολικός «κακός» ούτε ο προβλέψιμος και τυποποιημένος ήρως του ρομαντικού μυθιστορήματος. Εμμέσως όμως, διαθέτει κάποιον είδος εντόνου γενεαλογικής συνδέσεως με τον τυπικό «βυρωνικόν» ήρωα, με τις φιλόδοξες, «σκοτεινές», αντισυμβατικές και αντικοινωνικές ιδιότητές του. Οι όλως εξειδικευμένες ποιότητες των ηρώων του φαίνεται να προέρχονται από την ψυχολογία του ιδίου του Πόε, ο οποίος μετά βεβαιότητος διέθετεν ένα μεγάλον μέρος της καταθλίψεως, της ευαισθησίας, της μοναξιάς, της φρενοβλαβούς φιλοδοξίας και της υπερβολικής ιδιοτροπίας που αποδίδει στα μοναχικά αλλά και υψηλόφρονα θύματα της Μοίρας τα οποία εδημιούργησεν με την γραφίδα του.
Όμως, όλα τα ίχνη αυτών των ανθρωπίνων ιδιοτήτων και πραγμάτων καλύπτονται πλήρως από μιαν ιδιαιτέρως ισχυρά και έμφυτο αίσθηση του φανταστικού, του νοσηρού και του τρομερού, αναβλύζουσα από κάθε κύτταρο του φλοιού του καλλιτέχνη, έδρα του μοναδικού δημιουργικού πνεύματός του. Τούτη η αίσθηση έχει εν πολλοίς σφραγίσει το μακάβριον έργον του με την ανεξίτηλο σφραγίδα της ανωτέρας ιδιοφυίας. Οι παράδοξες ιστορίες του Έντγκαρ Άλλαν Πόε είναι ζωντανές με κάποιον τρόπο που ελάχιστες ιστορίες ημπόρεσαν ποτέ να επιτύχουν.
Ο Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ εγεννήθη το 1890 και απέθανε το 1937, σε ηλικίαν 47 ετών, στο Πρόβιντενς του Ροντ Άϊλαντ της Νέας Αγγλίας. Υπήρξεν αφοσιωμένος μελετητής των αρχαιοτήτων της πόλεώς του και η καταγωγή του ήταν ο λόγος της εμμόνου αγγλοφιλίας του. Η υγεία του δεν ήταν ιδιαιτέρως σταθερά (μάλιστα από παιδί είχε «κνίδωση εκ ψύχους», μια βασανιστική αλλεργική δερματοπάθεια, σε οποιανδήποτε θερμοκρασία κάτω των 20°C και αργότερον στην ζωή του, κάτω των 30°C).
Μεγάλο μέρος των μυθιστορημάτων του ανήκει στο βασίλειον του υπερφυσικού και εξωκοσμικού, αποδίδεται δε στις ιδιαιτερότητες της παιδικής του ηλικίας. Ως παιδί ήταν πολύ ντροπαλός, ενώ ως ενήλικος υπήρξεν απόμακρος και σχεδόν απομονωμένος. Ήταν υψηλόκορμος και αδύνατος, χλωμός, με λίαν ζωηρούς οφθαλμούς. Ο χαρακτήρ του ήταν ευγενικός. Η ομιλία του απεκάλυπτε ένα εξόχως πλούσιον λεξιλόγιο και μιαν άμεσο χρήση των λέξεων, στοιχείο καταφανές στα μυθιστορήματά του. Στις δύο δεκαετίες κατά τις οποίες διήρκεσεν η συγγραφική του ζωή, κατέστη όντως διδάσκαλος του «φανταστικού», ενώ στην εποχήν του δεν υπήρχεν ισότιμός του στην Αμερική.
Σε αντίθεση με τον Πόε, ο Λάβκραφτ δεν βυθίζεται στις βαθύτερες σκοτεινές ουσίες του Ανθρώπου, αλλά μόνον στα όνειρα και στις επιθυμίες του, ειδικώς δε σε αυτά που αναζητούν την ένταξη και την απαρτίωσή τους στο παρελθόν. Για να επαληθεύσουμε αυτό το ιδιάζον χαρακτηριστικόν του, αρκεί να εξετάσουμε δύο έργα του, την βραχεία νουβέλα «Η περίπτωση του Τσαρλς Ντέξτερ Ουώρντ» («The Case of Charles Dexter Ward») και την μεγαλυτέρα «Η ονειρική αναζήτηση της Αγνώστου Καντάθ - Οι ονειρικές περιπέτειες του Ράντολφ Κάρτερ» («The Dream-Quest of Unknown Kadath -The Oneiric Adventures of Randolph Carter»). Καθ' όλην την λογοτεχνική σταδιοδρομία του Λάβκραφτ, τα έργα του εκχυλίζουν από μυθικά, αφύσικα, διαχρονικά στοιχεία που αναμιγνύονται με εκτενείς αναφορές στους προγόνους, συστατικά που προσεγγίζονται πλήρως αν και με διαφορετικήν άποψη, από τον επίσης Αμερικανό Ρόμπερτ Χάουαρντ.
Αμφότεροι οι ανωτέρω συγγραφείς δημιουργούν συνεχώς μια γέφυρα ανάμεσα σε μια μετρία, σχεδόν μισητή πραγματικότητα και σε ένα έργον του παρελθόντος ή του μέλλοντος, πάντοτε φανταστικό ή τρομακτικό, αλλά ποτέ μέτριο ή χλωμόφαιο και άτονο. Τόσον ο Λάβκραφτ όσον και ο Χάουαρντ είχαν επαφές με το έργον του μεγάλου συγγραφέως και αποκρυφιστή Άρθουρ Μάχεν, (πράγμα που δεν είναι εμφανές μόνον στις αναφορές της λογοτεχνικής κριτικής, αλλά και στην δομή του εσωτερικού τους κόσμου, όπως εκδηλώνεται στις σελίδες των έργων τους).
Οι μυθολογίες που τροφοδοτούν το βασικό περίγραμμα των έργων αμφοτέρων, αφορούν τόσον σε πολυποίκιλα υπονοούμενα, όσον και στα παγιωμένα «παραδοσιακά» ονόματα : της φανταστικής πόλεως Άρκαμ (Arkham),στην κομητεία Έσσεξ της Μασαχουσέτης, του Πανεπιστημίου Μισκατόνικ (Miskatonnic) αυτής της πόλεως, της παλαιάς βιβλιοθήκης όπου ευρίσκεται το «Βιβλίον των Νεκρών» - μαύρο γριμόριο «Νεκρονομικόν», (έργον του ημιπαράφρονος Υεμενίτου Άραβος Αμπντούλ αλ Χαζρέντ, το όνομα του οποίου είναι αφ΄εαυτού μια τελετουργική βλασφημία, κάτι αμυδρώς ολιγότερον αυτών που περιέχονται στην Μυθολογία του οκταποδομόρφου Θεού Κθούλου).
Το έργον του Λάβκραφτ βρίθει από αξιοπερίεργα και εμπνευσμένα στοιχεία, όπως οι διάφοροι παραδοξώνυμοι ήρωες και τα φανταστικά ή μυθικοϊστορικά γεωγραφικά ονόματα των πολυαρίθμων τόπων [του οροπεδίου της Λενγκ, της Λεμουρίας, της ονειρικής Χρυσής Πόλεως Καντάθ στην οποίαν ζουν οι Μεγάλοι Παλαιοί θεοί, της χαμένης πόλεως των Παλαιών στην Ανταρκτική, της Ιρέμ των Κιόνων στην έρημον της Αραβίας, της καταραμένης Μναρ, της Ούλθαρ με τις ιερές γάτες, της μαγευτικής Σελεφαΐς, της υποθαλασσίου - βυθισμένης στον Ειρηνικόν- τρομακτικής πόλεως Ρ’λυέ στην οποίαν «κοιμάται» ο Κθούλου, της Λεμουρίας, της Άσγκαρντ και του Βάναχάϊμ (αντιστοίχων κατοικιών των δύο φυλών αρχαίων γερμανικών θεών Αίζιρ και Βάνιρ), της Υπερβορείας, της Ατλαντίδος και του Τουράν]. Υπάρχουν επίσης ποικίλοι θανατηφόροι κατακλυσμοί, τεράστιες φυσικές καταστροφές, εκτεταμένοι πόλεμοι και καταστροφικοί κύκλοι, που ουσιαστικώς συνιστούν τα δηλωτικά χαρακτηριστικά και «παραδοσιακά αποτυπώματα» των οιονεί τελετουργικών αντιπαραθέσεων δύο όλως αντιθέτων τρόπων κατανοήσεως της υπάρξεως.
Στην δημιουργία του μοναχικού στοχαστή χρησιμοποιείται μία λεπτολόγος παράξενη γλώσσα, συνοδευομένη από την μεθοδικήν εμφάνιση εσωτερικών και παραδοσιακών συμβόλων, ολοσχερώς ακατανόητος σε έκταση και βάθος από τους αμαθείς, ημιμαθείς ή και ανοήτους συγχρόνους τους. Υπάρχει η «Αργυρά Κλεις», την οποίαν αναζητεί ο Ρόμπερτ Κάρτερ κατά το περιπετειώδες ταξίδι του στην μετά θάνατον ζωήν, (αντιμετωπίζων τις τρομερότερες μορφές φρίκης σε ένα παρατεταμένο όνειρο στο τέλος του οποίου, όταν αφυπνισθεί, εντός της μεθυπνίου αναμνήσεώς του ανακαλύπτει την αληθή φύση της ονειρικής Χρυσής Πόλεως Καντάθ, αποτύπωμα από τις χρυσές αντανακλάσεις των στεγών της ηρέμου παραδοσιακής πόλεως της Νέας Αγγλίας όπου ευρίσκεται).
Χρυσή Πόλη, Χρυσός και «Χρυσή Εποχή», ένα ακόμη παραδοσιακό κοσμολογικό «ησιόδειο» στοιχείον το οποίον συνδέει τον Κάρτερ / Λάβκραφτ με τον παλαιότερον από τους μεγάλους μεταϊστορικούς κύκλους. Στοιχείον που συνδέεται με ένα μαγικοϊστορικό, μυθολογικό και φανταστικό παρελθόν, καθώς και με μια διαχρονική, μεγάλη μαρτυρία απορρίψεως της κοινωνίας των βολικών και βολεμένων «ανθρωπάκων», η οποία με έναν απερισκέπτως επιπόλαιον και ηλίθιον τρόπο αρνείται να ταυτισθεί με το παρελθόν της.
Ένα σημειολογικώς σπουδαίον δείγμα αυτής της ιδιομόρφου πνευματικής δυναμικής, ευρίσκεται στο έργον του Λάβκραφτ «Η περίπτωση του Τσαρλς Ντέξτερ Ουώρντ». Αυτό αφορά στην κλιμακωτήν απορρόφηση της προσωπικότητος του νεαρού Τσαρλς από τον πάππο Ουώρντ, μετά από παρατεταμένες και εσωτεριστικές μελέτες του νέου. Ουσιαστικώς δεν είναι τίποτε περισσότερον από την πραγματοποίηση, την ενσάρκωση της γοητείας που αισθάνεται ο Λάβκραφτ για την ευκτέα πλήρη παράδοση της νεολαίας στο διαχρονικό και συνάμα άχρονο παρελθόν, συχνάκις γεμάτο από αμαρτωλές και μη καθωσπρεπικές (συμφώνως προς την «σύγχρονη» οπτικήν) ιδιότητες, όπως στην περίπτωση του πάππου Ουώρντ. Παρ' όλα ταύτα, ο Λάβκραφτ επιδεικνύει τον ανυπόκριτον θαυμασμόν του για ό,τι η περιβάλλουσα κοινωνία καταδικάζει με δαιμονολογικό, δεισιδαίμονα, προληπτικό και υποκριτικώς σεμνότυφο ή τάχα ευαίσθητον τρόπο.
Η «υπόθεση Ουώρντ» είναι στην πραγματικότητα η «υπόθεση Λάβκραφτ» : H εμφανής μισανθρωπία του, ο αβρός αλλά έκδηλος μισογυνισμός του, η περιφρόνησή του για περιστασιακούς γείτονες, ο «δακτύλιος αντιπαθείας» που περιβάλλει τον Λάβκραφτ, είναι ο αντίκτυπος των αντιθέσεών του και το εναντίον του εκδηλωθέν «εικονοκλαστικόν κίνημα» του ευτελούς και ασημάντου ενάντια στο μεγαλειώδες και αιώνιον. Αλλά ο Ουώρντ επέτυχεν αυτό που λαχταρούσε, (εν αντιθέσει προς τον Λάβκραφτ), επειδή εύρηκε τον πρόγονόν του, έστω και εάν αυτό τον οδήγησε στον θάνατόν του, (ο φίλος του και οι ιατροί εδήλωσαν τον νεαρό Ουώρντ ως νεκρόν), όμως ο Λάβκραφτ δεν τον αναφέρει σαφώς ως νεκρόν, επειδή Ουώρντ και Λάβκραφτ είναι το ίδιον πρόσωπο. Πρόσωπο βυθισμένο στην αναζήτηση του παραδοσιακού, χωρίς κανέναν φόβον χυδαίας ηθικής κριτικής ενός κοινωνικού περιβάλλοντος που αμφότεροι (ήρως και συγγραφεύς) απορρίπτουν με αηδία.
Για τούτο ο Λάβκραφτ εμφανίζεται, μαζί με τους περισσοτέρους εκ των οικείων συνεργατών του, βαθέως συνδεδεμένοι με τους μυητικούς κύκλους, εστραμμένοι στην αναζήτηση και στην μετάδοση των παραδόσεων που η εποχή τους δεν ήθελε να κάνει αποδεκτές, ούτε καν συμβολικώς. Και με την στάση του αυτήν ο Λάβκραφτ διενήργησε μιαν απολύτως εσκεμμένη μάχη για να καταρρίψει την κοινωνίαν εκείνην η οποία τον περιέσφιξε και τον εβύθισε στους πλέον θανατηφόρους εφιάλτες. Την κοινωνία της δήθεν «δημοκρατικής», αναγκαστικής μετριοκρατίας, όχι απλώς ως «κανονιστικό» πολιτικό πλαίσιον, αλλά ως ζωτικόν περιορισμό και υπαρξιακόν άχθος.
Βεβαίως για πολλούς από τους θαυμαστές του, τα τρομακτικότερα πράγματα που έγραψεν ο Λάβκραφτ δεν εσχετίζοντο με τον τερατώδη ανθρωποκτόνο Κθούλου, εσχετίζοντο με την πολιτικήν ! Διότι η πολιτική θεώρηση που διέθετεν αυτός ο «Κύριος» του ελλοχεύοντος, παραλόγου, μεταφυσικού τρόμου, εστηρίζετο σταθερώς στην πραγματικότητα και στον καθαρόν λόγο.
Όπως πολλοί από τους διανοουμένους οι οποίοι εστράφησαν στην «Αριστερά» ή στην «Δεξιά» πολιτική στις αρχές του 20ου αιώνος, ο Λάβκραφτ, ησχολήθη με τον αντίκτυπον του καπιταλισμού και της τεχνολογίας στην κοινωνία και στον πολιτισμόν. Τονίζεται πως ο οικονομικός ανταγωγισμός του καπιταλισμού απλώς αντικατοπτρίζεται στον μαρξισμό, αποτελεί το κατοπτρικόν είδωλόν του, καθώς και οι δύο προέρχονται από τον ίδιο σύγχρονο υλιστικό «Πνεύμα των Καιρών» (Zeitgeist) και διατηρούν βαθείες κοινές ρίζες.
Εκκινούσα περί τα τέλη του 19ου αιώνος, μια διαδεδομένη δυσαρέσκεια προς τον υλισμόν οδήγησε στην αναζήτηση μιας εναλλακτικής μορφής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και εναλλακτικών θεμελιώσεων του σοσιαλισμού, δυσαρέσκεια που κατέλαβεν και τους κορυφαίους σοσιαλιστικούς νόες της Ευρώπης, όπως ο Ζωρζ Σορέλ (Georges Sorel). Αυτό το ιδεολογικόν ρεύμα που ενεφανίσθη στις αρχές του 20ου αιώνος ονομάσθη «Νεοσοσιαλισμός» και «Σχεδιοκρατία» ή «Κεντρικώς Σχεδιασμένη Οικονομία». Οι πλέον εξέχοντες υποστηρικτές του περιελάμβαναν τον Μαρσέλ Ντεά (Marcel Déat, 1894-1955) στην Γαλλία και τον Ανρί ντε Μα (Henri De Man, 1885-1953) στο Βέλγιον. Ο Νεοσοσιαλισμός, με την σειρά του, επηρέασεν την άνοδο του Ευρωπαϊκού Εθνικισμού (των διαφόρων εθνικών παραλλαγών του και ιδίως του γαλλικού και ιταλικού φασισμού), όπως επισημαίνει εμφατικώς ο διάσημος Πωλονοεβραίος ιστορικός και πολιτικός επιστήμων Ζηβ Στέρνχελ (Zeev Sternhell) στο εμπεριστατωμένο βιβλίο του «Ούτε Αριστερά ούτε Δεξιά: Φασιστική Ιδεολογία στην Γαλλία» (εκδόσεις Πανεπιστημίου Πρίνστον 1986).
Οι Νεοσοσιαλιστές εφοβούντο κυρίως ότι η υλική αφθονία και ο ελεύθερος χρόνος που υπεσχέθη ο σοσιαλισμός, θα οδηγούσαν στην παρακμή και στην κοινοτοπία, εκτός εάν ενετάσσοντο σε ένα ιεραρχημένο όραμα για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση.
Αυτό ήταν, επί παραδείγματι, το επίκεντρον στο έργον του διασήμου Όσκαρ Ουάϊλντ (Oscar Wilde, 1854-1900) «Η ψυχή του ανθρώπου υπό τον σοσιαλισμό» («The Soul of Man under Socialism»,1891), όπου οραματίσθη έναν «ατομικιστικόν σοσιαλισμό» που θα απελευθέρωνε την ανθρωπότητα από την οικονομικήν ανάγκη, ώστε να επιδιώξει την αυτοπραγμάτωση και τις υψηλότερες πολιτιστικές και πνευματικές δραστηριότητες, ακόμα και εάν αυτές δεν απετέλουν τίποτα περισσότερον από μιαν ήσυχη περιεργασία του Κόσμου.Τέτοιες ανησυχίες δεν ημπορούν να απορριφθούν ως παρηκμασμένη και θηλυπρεπής επιτήδευση κάποιων λεπταισθήτων δανδήδων της βρετανικής αυτοκρατορίας. Τις εμοιράζοντο σκληροί και δοκιμασμένοι άνδρες, όπως επί παραδείγματι ο διάσημος Νεοζηλανδός, «Εργατικός» πολιτικός Τζων Άλφρεντ Αλεξάντερ Λη (John Alfred Alexander Lee, 1891-1982), ένας μονόχειρ ήρως του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου, (ο οποίος περισσότερον από οποιονδήποτε άλλον προσεπάθησε να πιέσει την Κυβέρνηση των Εργατικών του 1935 να τηρήσει τις εκλογικές της υποσχέσεις σχετικώς με τις τραπεζικές και κρατικές πιστώσεις). Ο Λη οραματίζετο μιαν μορφήν σοσιαλισμού που δεν κατευθύνεται ως αυτοσκοπός πρωτίστως σε «σωρούς αγαθών και εργασία δικαίως κατανεμημένη», αλλά σχηματοποιείται ως μέσον επιτεύξεως «υψηλοτέρων επιπέδων υπάρξεως».
Είναι αναντίρρητο ιστορικό δεδομένο ότι, αυτές τις νεοσοσιαλιστικές ανησυχίες εμοιράζοντο επίσης οι φασίστες και εθνικοσοσιαλιστές θεωρητικοί. Η καταπολέμηση των αποχαυνωτικών και ισοπεδωτικών επιπτώσεων του πλούτου και του ελευθέρου χρόνου, όπως και η επιμέλεια και διαπαιδαγώγηση των χαρακτήρων και των προτιμήσεων των μαζών ήσαν οι επιδιωκόμενοι στόχοι των οργανώσεων «Μετά την Εργασία» («Dopolavoro») στην φασιστική Ιταλία και «Δύναμη δια της Χαράς» («Kraft durch Freude») στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, όσον ενοχλητική και εάν είναι αυτή η διαπίστωση για τους σοσιαλιστές της Αριστεράς.
Ενώ φαίνεται απίθανον ότι ο Λάβκραφτ εγνώριζεν επαρκώς αυτόν τον ιδεολογικόν αναβρασμό στον ευρωπαϊκό σοσιαλισμό, κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα επί ορισμένων βασικών τομέων της κοινωνικής και εθνικής ζωής.
Ο Λάβκραφτ, (όπως και άλλοι συγγραφείς που απέρριψαν τον μαρξισμό), εθεώρησεν ότι τόσον η δημοκρατία όσον και ο κομμουνισμός «ήσαν παραπλανητικοί για τον Δυτικόν πολιτισμό», (όπως ομολογεί ανεπιφυλάκτως σε επιστολή του της 27ης Οκτωβρίου 1932, στον στενόν φίλο του, φιλόλογο και μουσικοσυνθέτη Άλφρεντ Γκάλπιν (Alfred Galpin, 1901-1983) - [όρα Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ – «Επίλεκτες Επιστολές», τόμος Δ’, εκδόσεις «Οίκος Άρκαμ», Γουισκόνσιν 1976, σελίς 93]
Αντ ' αυτού, (όπως γράφει στην ιδίαν επίστολή) o Λάβκραφτ: «...Συνεπώς ευνοώ ένα είδος φασισμού ο οποίος ωστόσον δύναται, ενώ βοηθά τις επικίνδυνες μάζες σε βάρος των ασκόπως πλουσίων, να διατηρεί τα ουσιώδη του παραδοσιακού πολιτισμού και να αφήνει την πολιτικήν ισχύ στις χείρες μιας μικράς και καλλιεργημένης (αν και όχι υπερβολιώς πλουσίας) αρχούσης τάξεως, σε μεγάλον βαθμό κληρονομικής αλλά υποκειμένης σε σταδιακήν αύξηση, καθώς άλλα άτομα ανεβαίνουν στο πολιτιστικόν της επίπεδον».
Ο Λάβκραφτ εφοβείτο ειλικρινώς ότι ο σοσιαλισμός, όπως ο καπιταλισμός, θα ανοίξει τον δρόμο για την καθολική προλεταριοποίηση των μαζών και την επακόλουθον ισοπέδωση του πολιτισμού. Έτσι προέτεινε την πλήρη απασχόληση και την συντόμευση της εργασίμου ημέρας μέσω της μηχανοποιήσεως της εργασίας, υπό την πολιτιστικήν καθοδήγηση ενός αριστοκρατικού σοσιαλιστικού-φασιστικού καθεστώτος.
[Αυτή η οξυδερκής αντίληψη στην οποίαν έφθασεν ανεξαρτήτως ο Λάβκραφτ, απετέλει μέρος της νέας οικονομικής σκέψεως της εποχής. Στην Αγγλία, η φαβιανή-σοσιαλιστική επιθεώρηση «Η Νέα Εποχή», που εξεδίδετο από τον «συντεχνιακόν σοσιαλιστή» Άλφρεντ Ρίτσαρντ Όρατζ (Alfred Richard Orage,1873-1934) κατέστη η τράπεζα συζητήσεων περί την θεωρίαν της «Κοινωνικής Πιστώσεως» ή «Κοινωνικής Διαχειρίσεως» του Ταγματάρχου και μηχανικού Κλιφορντ Χιού Ντάγκλας (Clifford Hugh Douglas, 1879-1952), η οποία προετάθη ως εναλλακτική λύση στο σύστημα χρηματοδοτήσεως του χρέους, με το ζήτημα της «κοινωνικής πίστεως» προς όλους τους πολίτες μέσω ενός «Εθνικού Μερίσματος», επιτρέποντος την πλήρη κατανάλωση της παραγωγής. Οι οπαδοί αυτών των απόψεων εστόχευαν επίσης στην ενίσχυση της μηχανοποιήσεως της εργασίας για την μείωση των ωρών εργασίας και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, κάτι που επίστευαν ότι θα ηυνόει την άνθηση του πολιτισμού. Τόσον ο μέγας Έζρα Πάουντ, όσον και ο εν πολλοίς άγνωστος σήμερον, σπουδαίος Νεοζηλανδός θεωρητικός τέχνης, ποιητής και πεζογράφος Ρεξ Φαίρμπερν (Rex Fairburn, 1904-1957) ήσαν επίσης ένθερμοι οπαδοί της θεωρίας της «Κοινωνικής Πιστώσεως», επειδή την έκριναν ως το καλύτερον οικονομικόν σύστημα για τις τέχνες και τον πολιτισμό. (Αυτές οι ιδέες έχουν ανανεώσει την σημασία τους, καθώς η οκτάωρος εργάσιμος ημέρα, κέρδος μακροχρονίων αγώνων του πρωίμου εργατικού κινήματος, καθίσταται σπανιότης στις ημέρες μας).]
Ο Λάβκραφτ κατετρίβετο με την εξάλειψη των αιτίων της κοινωνικής επαναστάσεως και υπεστήριξεν τον περιορισμόν της τεραστίας συσσωρεύεσεως του πλούτου, αναγνωρίζων ταυτοχρόνως την ανάγκην διατηρήσεως των μισθολογικών ανισοτήτων, αλλά βάσει των προσόντων, της ικανότητος και της αξίας των εργαζομένων. Μείζων προβληματισμός του υπήρξεν η εξάλειψη των «εμπορικών ολιγαρχών», σκοπός ο οποίος στην πράξη ήταν ο σκοπός της «Κοινωνικής Πιστώσεως» και των Νεοσοσιαλιστών.
Ενώ εθεώρει ότι ο πρωταρχικός στόχος ενός έθνους πρέπει να είναι η ανάπτυξη υψηλών αισθητικών και πνευματικών προτύπων, ο Λάβκραφτ ανεγνώριζεν ότι
«Γνωρίζω πάντοτε ότι είμαι ένας ξενόφερτος. Ένας ξένος σε αυτόν τον αιώνα και μεταξύ αυτών που ακόμη είναι άνδρες!»
Όποιον και να ερωτήσετε, σε οποιοδήποτε στοιχειδώς «ανεπτυγμένο και πολιτισμένο» μέρος του πλανήτη, ποίος είναι ο μισάνθρωπος θεός Κθούλου ή ποίος είναι ο δημιουργός του που τον κατέστησεν πασίγνωστον, ασφαλώς ένα όνομα θα σας ειπούν: Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ! Αυτός ο Αγγλοαμερικανός πρωτεργάτης της παραφυσικής – εξωγηίνου λογοτεχνίας και δημιουργός της λατρείας του υπερφυσικού και του παραδόξου, την οποίαν σήμερον ασπάζεται σήμερον πλήθος κόσμου, υπήρξεν ο γεννήτωρ και δημιουργός της «Μυθολογίας Κθούλου» και επιτυχής πομπός του λογοτεχνικού τρόμου, παραφυσικού και «διαστασιακού» (ήτοι έχοντος διακριτήν άλλων αυτοτέλειαν βάθους, εκτάσεως και χρόνου).
Το απηγορευμένο βιβλίο που διηγείται την «Μυθολογίαν Κθούλου» δηλαδή την ιστορία των «Μεγάλων Παλαιών» [μίας πανισχύρου φυλής «εξωδιαστασιακών και αχρόνων» οντοτήτων που ο Λάβκραφτ αποκαλεί «Μεγάλους Παλαιούς» («Great Old Ones») ή «Aρχαίους» («Ancient Ones»)], αλλά εμπεριέχει και αρκετές άλλες ιδιάζουσες σκοτεινές γνώσεις, είναι το θρυλικόν «Νεκρονομικόν» του ημιπαράφρονος Υεμενίτου Άραβος Αμπντούλ Αλχαζρέντ. Δεν απεδείχθη ποτέ εάν όντως υπάρχει πράγματι αυτό το απηγορευμένο βιβλίο [θρύλοι αναφέρουν ότι αντιστοιχεί σε τρία πρωτότυπα βιβλία, [ένα πρωτότυπον στην αραβική καλούμενο «Αλ-αζίφ» ( ήτοι ο ήχος των νυκτερινών δαιμόνων-εντόμων), στην ελληνική γλώσσα μεταφρασθέν με τίτλον «Νεκρονομικόν» («… το 950 μ. Χ. από τον Έλληνα Κωνσταντινοπολίτη λόγιον Θεόδωρον Φιλέτα και πυρποληθέν το 1050 κατ’ εντολήν του Οικουμενικού Πατριάρχου Μιχαήλ») και ένα ένα στην λατινική, μεταφρασθέν από τον Δανόν ιατρόν Όλε Βορμ ή Ολάους Βόρμιους εκ του ελληνικού αντιτύπου] ή παριστά ένα λογοτεχνικόν παίγνιον του Λάβκραφτ, ο οποίος το επενόησε για τα διηγήματά του. Παρ’ όλα ταύτα, το βιβλίον, έστω και φανταστικόν, αντικατοπτρίζει εν μέρει τμήματα από διάφορα αληθινά απηγορευμένα βιβλία και κείμενα, τα οποία πιθανότατα είχε μελετήσει ο μελετηρός «βιβλιοφάγος» Λάβκραφτ.
Όλα εξεκίνησαν με το διήγημα του «Η κλήση του Κθούλου» («The Call of Cthulhu»), με την διήγηση να περιστρέφεται γύρω από μία γιγαντιαία, οκταποδόμορφο, δαιμονική, εξωγήινον οντότητα, που στην αρχαία γλώσσα έχει το όνομα «Κθούλου» και τους ακόλουθούς του, οι οποίοι μετενάστευσαν στην Γη πριν από εκατομμύρια χρόνια και έκτισαν την Ρ’λυέ (R’lyeh), μίατεραστία μεγαλιθική μητρόπολη σε μία νήσο του Ειρηνικού Ωκεανού. Αυτά τα γιγαντιαία όντα, ημιδρακοειδή - ημιοκταποδοειδή, εμάχοντο σε έναν αιώνιον πόλεμο με άλλες εξωγήινες φυλές που κατώκησαν τον πλανήτη μας από την εποχήν των δεινοσαύρων. Κάποια άγνωστος κοσμογονική καταστροφή οδήγησε τον Κθούλου και την γενεά του εντός των μεγαλιθικών πύργων τους και (συμφώνως προς την διήγηση του Λάβκραφτ) η νήσος - φρούριόν τους τελικώς εβυθίσθη υπό τα κύματα, φυλακίζουσα τα τερατώδη όντα σε μίαν ημιναρκωμένη κατάσταση, σε ένα είδος «χειμερίας νάρκης» στον βυθόν του Ειρηνικού ωκεανού, επί αμετρήτους αιώνες.
Συμφώνως προς την «Μυθολογία Κθούλου», οι «Αρχαίοι Θεοί» ή «Μεγάλοι Παλαιοί», εξωρίσθησαν στο διάστημα («πέραν από τα άστρα») από τους νικητές τους «Πρεσβυτέρους Θεούς», διότι εξήσκουν την μαύρη μαγεία στο απηγορευμένο πεδίον της Γης. Η «Πύλη των Διαστάσεων» έκλεισεν οπίσω τους και εσφραγίσθη, έτσι ώστε να μην επιστρέψουν ποτέ. Από αυτούς μόνον ο Κθούλου παραμένει αιωνίως στην βυθισμένη Ρ’λυέ, όπου «κοιμάται και ονειρεύεται», έως ότου ξυπνήσει και καλέσει οπίσω στην Γη τους αδελφούς του. Η μυθολογία του Λάβκραφτ επεκτείνεται σε όλους τους πιθανούς χώρους, σε άλλες διαστάσεις, στα άστρα, στην Γη, στον βυθόν των θαλασσών, στην περιβόητον «Κοίλη Γη», ακόμη και εντός της διαστάσεως του χρόνου.
Σε αυτό το σημείον υπάρχει κάτι που πρέπει να θίξουμε περί του μυθολογικού σύμπαντος του Λάβκραφτ : Σε κάποια σημεία, «Μεγάλοι Παλαιοί» ονομάζονται το σύνολον των θεοτήτων της «Μυθολογίας Κθούλου», ενώ σε κάποια άλλα υφίσταται ένας ιδιότυπος διαχωρισμός. Ειδικότερον, οι θεότητες μικροτέρας ισχύος ονομάζονται «Μεγάλοι Παλαιοί» (μεταξύ των οποίων ο διαβόητος Κθούλου), ενώ οι «Εξώτεροι Θεοί», (ο Αζαθώθ, ο Γιογκ Σοθώθ, ο Νυαρλαθοτέπ και άλλοι), είναι Θεοί «κοσμικής κλίμακος» και πολύ μεγαλυτέρας ισχύος.
Στην σύγχρονον ανθρωπότητα υπάρχουν μυστικά μαγικοθρησκευτικά τάγματα και ανθρλωπινες φυλές που λατρεύουν τις σκοτεινές αυτές θεότητες, με φρικτέςή και αηδείς τελετές, οι οποίες διαστρέφουν τον νού και απεξαρθρώνουν την ψυχήν των ανθρώπων. Η επικοινωνία τους διενεργείται κυρίως μέσω των ονείρων, ενώ η ενασχόληση των ανθρώπων με την λατρεία των «Μεγάλων Παλαιών» είναι καταστροφική για αυτούς, είτε λατρεύουν κάποιους από τους μικρούς, είτε από τους «εξωτέρους» Θεούς. Όμως οι Θεοί αυτοί παρά το γεγονός ότι έχουν τεαστίαν δύναμη, δεν είναι ανίκητοι. Άλλωστε, σε αμνημονεύτους καιρούς, κατενικήθησαν από τους «Πρεσβυτέρους Θεούς» και εξωρίσθησαν, ενώ σε διάφορα διηγήματα εμφανίζονται επίσης ευάλωτοι σε ειδικές τελετουργίες, αλλά ενίοτε και σε ανθρώπινα όπλα εις χείρας των τολμώντων.
Οι νικητές των τεράτων «Πρεσβύτεροι» είναι μάλλον εμμέσως φιλάνθρωποι, ως σφόδρα πολέμιοι των «Παλαιών», διότι δεν συνεκτιμούν την ανθρωπίνη κλίμακα, ανεπαίσθητη και ουτιδανή για εκείνους, όπως ακριβώς «τα άστρα δεν έχουν φιλανθρωπία ή μισανθρωπία, αλλά μόνον μία ηθική : την συνέχεια της ουρανίας τροχιάς τους. Το «αποτύπωμα» των Πρεσβυτέρων στις θρησκείες, στις μυθολογίες, στους θρύλους και στις ιστορίες των Λευκών Ευρωπαίων φαίνεται σε έναν σπουδαίο τους εκπρόσωπο, τον θεόν «Νόντενς», «Κυρίαρχον της Μεγάλης Αβύσσου», νικητή του μελανόχροου Νυαρλαθοτέπ, του «έρποντος χάους». Ο Νόντενς, κυνηγός, ιατρός και πολεμιστής έχει απωλέσει στην μάχη τον δεξιάν του χείρα αντκατασταθεισα από μίαν αργυρά, λειτουργικώς άψογον. Τούτος ο Θεός αντανακλά σαφώς στον ομώνυμον κελτικόν θεό, που μεταπίπτει στον Ιρλανδό μυθολογικόν ήρωα Νουάντα και τον Ουαλό Νουντ, αμφοτέρους αργυρόχειρες κατά την δεξιά. «Προβολή» των μυθολογικών καταβολών υφίσταται και στον ιστορικόν Αυτοκρατορικόν Ιππότη από την Φρανκονία (χώρα κράματος Κελτών και Τευτόνων) Γκότφρηντ - «Γκετς» («Φιλόθεον») φον Μπερλίχινγκεν, με την σιδηραργυρά τεχνητήν δεξιά χείρα, ισοβίως ανίκητον, μέγα μονομάχο και προστάτη των αγροτών… Πίστη, μύθος και ιστορία διαπλέκονται αενάως!
Το μοναδικόν, ιδιόμορφον και ανεπανάληπτον ψηφιδωτόν της «Μυθολογίας» του σαγηνευτικού και σπουδαίου Λάβκραφτ δεν επιλύεται, ουσιαστικώς δε είναι απείρως ατέρμον. Τα κυρίαρχα δομικά του στοιχεία (γαλαξίες, αστερισμοί, πλανήτες, ιστορικές και θρυλικές τοποθεσίες, παγκόσμιες μυθολογίες, μυστικά αποκρυφιστικά χειρόγραφα, αρχαιολογικά ευρήματα, μυητικά και απόκρυφα τάγματα, θεολογίες, πολιτισμοί, φανταστικές τοποθεσίες, Θεοί και πρόσωπα…) διαπλέκονται πολυεπιπέδως μεταξύ τους δημιουργούντα σημεία-κλείδες τα οποία (περιληπτικώς και μόνον), είναι... σχεδόν τα ακόλουθα:
Άλλες διαστάσεις, άλλοι πλανήτες, παράλληλοι κόσμοι, εξωγήινες και εξωδιαστασιακές οντότητες, Δρακονιανοί και Ερπετόμορφοι «Γκρίζοι», χωροχρονικά μυστήρια, ο «Αντίκοσμος», τόποι πέραν των άστρων, ο γαλαξίας της Ανδρομέδας, οι Πλειάδες (και οι Υάδες), ο αστήρ Μπετελγκέζ, ο αστερισμός του Δράκοντος και του Βοώτη, ο Αρκτούρος και ο Ρίγκελ, οι πλανήτες Άρης, Αφροδίτη και κυρίως ο Πλούτων (ο κατά Λάβκραφτ «Γιουγκώθ»), η «Κοίλη Γη», οι νήσοι του Ειρηνικού Ωκεανού, οι έρημοι, ο βυθός της θαλάσσης, η Ατλαντίς, η Μου και η Λεμουρία, τα Ιμαλάϊα, τα πράσινα όρη του Βερμόντ, το όρος Σάστα της Καλιφορνίας, οι Άνδεις, η ζούγκλα και οι χαμένοι πολιτισμοί της Βραζιλίας, το Λαύριον της Αττικής (!) με τις χαώδεις στοές των ορυχείων. Επίσης ποικίλες εναλλακτικές Προϊστορίες, αρχαίες απόκρυφες παραδόσεις, παράξενες και τρομακτικές μυθολογίες διαφόρων μη ευρωπαϊκών λαών, ολόκληρος η Ιστορία του Δυτικού Αποκρυφισμού, διάφορες μυστικές βιβλιοθήκες, απηγορευμένα μαγικά βιβλία [όπως το Νεκρονομικόν, το γριμόριον «Τα μυστήρια του Σκώληκος» («De Vermis Mysteriis») του Γερμανοεβραίου μυθιστοριογράφου συγγραφέως Robert Albert Bloch (1917-1994), οι «Ανείπωτες Λατρείες» («Unaussprechliche Kulten») του Friedrich Wilhelm Von Junzt, τα «Πνακωτικά Χειρόγραφα» ή «Πνακωτικά Αποσπασματα» από την χαμένη πόλη Πνακωτό στην Μεγάλη Αμμώδη Έρημον της Βορειοδυτικής Αυστραλίας, το «Βιβλίον του Τζυάν», θιβετανικής προελεύσεως που απετέλεσεν την βάση του «Μυστικού Δόγματος» (1888), της Έλενας Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ ιδρυτρίας της Θεοσοφίας, οι «Πινακίδες του ιερέως Ζάνθου» ή «Πινακίδες των Ναακάλ», του αρχαίου λαού κυριάρχου της βυθισθείσης ηπείρου Μου {όπως ανέφεραν ο Βρετανοαμερικανός αρχαιολόγος και εξερευνητής Αύγουστος Ερίκος Ιουλιανός Λε Πλονζόν (Augustus Henry Julian Le Plongeon 1826-1908) και κατόπιν ο Βρετανός μηχανικός, εξερευνητής και αποκρυφιστής Τζέημς Τσερτσγουαρντ (James Churchward, 1851-1936)}, το «Χειρόγραφον Βόϊνιτς» (εκ του Πολωνοαμερικανού παλαιοβιβλιοπώλη Βίλφριντ Βόϊνιτς - Wilfrid Voynich, που το ηγόρασεν το 1912). Επίσης χαμένοι εξερευνητές [ο Βρετανός αρχαιολόγος Συνταγματάρχης Πέρσιβαλ Χάρισον Φώσσετ (Percival Harrison Fawcett, 1867-1925), ο Νορβηγός Ρόουαλντ Ένγκελπρεκτ Γκράβνινγ Αμούνδσεν (Roald Engelbregt Gravning Amundsen, 1872-1928), κ.α.], παλαιότεροι Μάγοι και Αποκρυφιστές (Τζόν Ντη, Αλιστερ Κράουλι, Ρότζερ Μπέηκον κ.α.) αλλά και σύγχρονοι Μάγοι [ο ινδιάνος Γιακί μαγος Δον Χουάν Μάτους, διδάσκαλος του Αμερικανού ανθρωπολόγου συγγραφέως Κάρλος Καστανέντα (Carlos Castaneda,1925-1998), αλλά και ο Άγγλος Κέννεθ Γκράντ (Kenneth Grant, 1924 –2011) ιεροφάντης της τελετουργικής μαγείας], καθώς και Σουμεριανή, Ασσυριακή, Βαβυλωνιακή, Αιγυπτιακή, Ινδουιστική, Αβοριγινική, Εσκιμωϊκή, Ινδιανική, Ινδονησιακή, Αραβική και Ελληνική Μυθολογία. Επιπλέον οι στοές των «Πεφωτισμένων («Ilumminati» και η «Λατρεία του Ερπετού» (Cult of the Serpent), ο «Ναός του Σετ» (Temple of Set), το «Εσωτερικόν Τάγμα του Νταγκόν» (Esoteric Order of Dagon), το «Τάγμα του κυβικού Λίθου» (Order of the cubic Stone), το «Ερμητικόν Τάγμα της Χρυσής Αυγής», κ.α., η αλληλογραφία του Λάβκραφτ και των άλλων του κύκλου του, «χρονοταξιδιώτες», ονειρόκοσμοι και ονειροταξιδευτές, οι Αβυσσαίοι, οι Μι-Γκο, τα έρποντα Σογκώθ (πλάσματα όπως ο Κθούλου), ο Νυαρλαθοτέπ, ο Αζαθώθ, ο Γιογκ Σοθώθ, ο Σουμπ Νιγκουράθ κ.α.: θεολογίες, αρχαία πάνθεα, μυστικοί πόλεμοι, συνομωσίες, κβαντική φυσική, παράξενα επιστημονικά πειράματα, μεταλλάξεις και τερατογενέσεις, «Ανόργανα Όντα» (υπαρκτές σκεπτομορφές με συνείδηση του εαυτού τους, οι οποίες διαχειρίζονται την ανθρωπίνη συνείδηση, συχνάκις με ανελέητο και παρασιτικόν τρόπο) και εξωκοσμικοί δαίμονες, καθώς και πάμπολλα άλλα συστατικά.
Συνεπώς αναφερόμενοι στο έργον του Λάβκραφτ και τις προεκτάσεις του, ομιλούμε μάλλον για το μεγαλύτερον και πλέον πολυσύνθετον «ψηφιδωτόν μυστηρίων» το οποίον ενεφανίσθη ποτέ στην παγκόσμιον λογοτεχνία, με πελωρίαν ανάμειξη όντως αμετρήτων συστατικών στοιχείων.
Ο Λάβκραφτ έχει καταστεί συχνάκις στόχος της υλιστικής «προοδευτικής διανόησης» και των απανταχού της γής «κουλτουριάρηδων», επειδή επίστευεν ότι η ιεραρχική κοινωνική τάξη που ήρμοζεν καλύτερον στις πρακτικές της νέας «εποχής της μηχανής» ήταν «φασιστική». Εθεώρει με βεβαιότητα πως το «κίνητρον ζητήσεως -προσφοράς» θα αντικαταστήσει το κίνητρον του κέρδους σε μια οικονομία που κατευθύνεται από το κράτος, οπότε και θα μειώσει τις ώρες εργασίας ενώ θα αυξήσει τις ώρες αναψυχής. Ο πολίτης θα ημπορούσε τότε να αναβαθμιστεί πολιτισμικώς και πνευματικώς, στον βαθμό που του επιτρέπουν οι έμφυτες ικανότητές του, «έτσι ώστε αυτή η αναψυχή του να είναι εκείνη ενός πράγματι πολιτισμένου ατόμου και όχι ενός ανθρώπου που συχνάζει διαρκώς στον κινηματογράφο, σε μιαν αίθουσα χορού ή είναι ένας συνεχής ανόητος θαμών μιας πισίνας».
Ο Λάβκραφτ δεν ανεγνώριζεν καμία σοφία στην καθολική ψηφοφορία. Υπεστήριζεν έναν τύπο νεο-αριστοκρατίας ή αξιοκρατίας, με δικαιώματα ψήφου και κατοχής δημοσίου αξιώματος «εξαιρετικώς περιορισμένη». Ένας τεχνολογικός, εξειδικευμένος πολιτισμός είχε εμφανώς καταστήσει την καθολική ψηφοφορία «κοροϊδία και αστειότητα». Έγραψεν ότι, «Οι άνθρωποι δεν έχουν γενικώς την οξύνοια να λειτουργήσουν αποτελεσματικώς έναν τεχνολογικό πολιτισμό». Αυτή η «αντιδημοκρατική» αρχή του Λάβκραφτ ήτο πηγαία και αληθής, ανεφέρετο δε σε κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως από την κοινωνικήν ή οικονομική θέση του, είτε ως ανειδικεύτου εργάτη είτε ως ακαδημαϊκού. Η στερουμένη ενημερώσεως και τεκμηριώσεως, «ρευστή» και απροσδιόριστος ψήφος επί της οποίας στηρίζεται η δημοκρατία, κατά τον Λάβκραφτ, «είναι ένα αντικείμενο ξεκαρδιστικού κοσμικού γέλιου !». Το καθολικόν δικαίωμα της ψήφου εσήμανε ότι οι ακατάλληλοι και αστοιχείωτοι που αντιπροσωπεύουν γενικώς κάποιο «κρυφόν συμφέρον», θα αναλάβουν τα καθήκοντά τους με βάση το ότι διαθέτουν «την πλέον αστόχαστο γλώσσα» και «τις πλέον κραυγαλέες λέξεις του συρμού».
Η αναφορά του στα «κρυφά συμφέροντα» ημπορεί να σχετίζεται αποκλειστικώς και μόνον με την εμπαθώς εχθρικήν αντίληψή του για την ολιγαρχική φύση της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αυτή κατά τον Λάβκραφτ έπρεπε να αντικατασταθεί από μιαν «ορθολογική φασιστική κυβέρνηση», όπου το οποιονδήποτε κυβερνητικόν αξίωμα θα απαιτούσε μιαν απαραίτητο δοκιμασία γνώσεων σχετικώς με τα οικονομικά, την ιστορία, την κοινωνιολογία και την διοίκηση επιχειρήσεων, ενώ όλοι - εκτός από τους μη αφομοιωσίμους αλλογενείς - θα είχαν την ευκαιρίαν να συμμετέχουν πληρούντες τις προϋποθέσεις.
Ένα χρόνον μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Μουσσολίνι το 1922, ο Λάβκραφτ έγραψεν ανεπιφυλάκτως: «….η δημοκρατία είναι ένα ψεύτικο είδωλο - μια απλή λέξη της μόδας και ψευδαίσθηση των κατωτέρων τάξεων, των οραματιστών και των θηνησκόντων πολιτισμών». Είδε στην τότε αναδυομένη φασιστική Ιταλία «το είδος του αυταρχικού κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου, ο οποίος αφ’ εαυτού παράγει πράγματα που καθιστούν αξιοβίωτο την ζωή».
Για τον ίδιον λόγο και ο πολύς Έζρα Πάουντ εξετίμα την φασιστικήν Ιταλία, γράφων: «Ο Μουσολίνι έχει ειπεί στον λαό του ότι η ποίηση είναι αναγκαιότης για το κράτος», [όπως αναφέρεται από τον ψυχίατρο συγγραφέα Έντουϊν Φούλερ Τόρεϋ (Edwin Fuller Torrey), στην σελίδα 138 του βιβλίου του περί του Πάουντ «Οι ρίζες της προδοσίας», Λονδίνο, εκδόσεις Sidgwick & Jackson, 1984, β΄έκδοση]. Και επίσης ο Πάουντ αναφέρει ειδικότερον (στο ιδικόν του πόνημα «Τζέφερσον ή και Μουσσολίνι», Νέα Υόρκη, 1935, επανέκδοση 1970, εκδόσεις Liveright, σελίδες 33-34) : «Δεν πιστεύω ότι καμία εκτίμηση περί τον Μουσολίνι θα είναι έγκυρη αν δεν εκκινεί από το πάθος του για κατασκευή. Αντιμετωπίστε τον ως “artifex” (λατινιστί “καλλιτέχνης”) και όλες οι λεπτομέρειες ισχύουν. Χειρισθείτε τον ως οτιδήποτε άλλο εκτός του καλλιτέχνη και θα μπερδευθείτε με αντιφάσεις».
Τέτοιες πνευματικές μορφές όπως ο Έζρα Πάουντ, ο Iταλός φουτουριστής ποιητής και πεζογράφος Φιλίππο Τομάζο Εμίλιο Μαρινέτι (Filippo Tommaso Emilio Marinetti), και ο Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ, εθεώρησαν τον φασισμόν ως ένα κίνημα που θα ημπορούσε να υποτάξει επιτυχώς τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό στην υψηλή τέχνη και στον πολιτισμόν, απελευθερώνον τις μάζες από τον άξεστο και αποκτηνωτικό τάχα «λαϊκόν» πολιτισμό, την εμπρευματοποιηθείσα «κουλτούρα».
Λέγει ο μαΐστωρ της υπερφυσικής φρίκης : «Ένας τέτοιος δυσμορφικός και αντιλειτουργικός πολιτισμός της αψύχου, επιβιωτικής αναγκαστικής εργασίας, της αντικαταθλιπτικής καταναλώσεως ποτού, της ζωώδους σεξουαλικότητος και του κενού χαζολογήματος ή του παιδιάστικου παιχνιδίσματος δεν αξίζει να διατηρηθεί.» Είναι όντως μια μορφή παρατεταμένου θανάτου, ιδιαιτέρως οδυνηρού για την αληθή πολιτιστικήν ελίτ.
Ο Λάβκραφτ επίστευεν ότι ο Κόσμος ήταν αδιάφορος για την ανθρωπότητα και συνεπαίρανε ότι το μόνο νόημα της ανθρωπίνης υπάρξεως είναι να φθάνει σε όλον και υψηλότερα επίπεδα νοητικής και αισθητικής αναπτύξεως. Αυτό δηλαδή το στάδιον που ο Σερ Όσβαλντ Έρναλντ Μόσλεϊ (Sir Oswald Ernald Mosley, 1896 –1980) εχαρακτήρισεν στην μεταπολεμική περίοδον ως «πραγματοποίηση σε Υψηλότερες Μορφές» («Ευρώπη: Πίστη και Σχέδιον», Λονδίνο, εκδόσεις Euphorion, 1958, κεφάλαιον «Το Δόγμα των Υψηλοτέρων Μορφών», σελίδες 143–147. [Ο Σερ Μόσλεϊ ήταν σπουδαίος Άγγλος πολιτικός, ο οποίος το 1932 κατόρθωσε να ενοποιήσει τα εθνικιστικά κινήματα της χώρας του σε ένα νόμιμο κόμμα, την «Βρετανική Ένωση Φασιστών» (British Union of Fascists)]
Αντιστοίχως, οτιδήποτε εχαρακτήρισεν ο Νίτσε στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρας» ως στόχον του Ανωτέρου Ανθρώπου και του Υπερανθρώπου, δεν ημπορούσε βεβαίως να επιτευχθεί μέσω των «χαμηλών πολιτιστικών προτύπων μιας υπαναπτύκτου πλειοψηφίας». Χαρακτηριστικώς, μια αντανάκλαση νιτσεϊκής φιλοσοφίας προβάλλει στο κείμενο του Λάβκραφτ: «Μέσω των πυλών της αργυράς κλειδός», όπου ο ήρως Κάρτερ εκφαίνει λέξεις πέραν από την συνήθη – «κανονική» παραδοχή και αντίληψη: « Ο Άνθρωπος της Αληθείας είναι πέραν από το καλό και το κακό, ετόνισε μια φωνή. Ο Άνθρωπος της Αληθείας έχει προχωρήσει στην παραδοχήν “Εν το Παν” …» (Λάβκραφτ, «Η Ονειρική Αναζήτηση της Αγνώστου Καντάθ», Νέα Υόρκη, εκδόσεις Ballantine Books, 1982, όπου το ««Μέσω των πυλών της αργυράς κλειδός», σελίς 189).
Ο Λάβκραφτ επηρεάσθη κατά πολύ από τους Νίτσε και Σπένγκλερ. Ανεγνώρισεν και αυτός την οργανική, κυκλική φύση της πολιτιστικής γεννήσεως, της νεότητος, της ωριμότητος, της γηράνσεως και του θανάτου, ως την βάση της ιστορίας της ανόδου και της πτώσεως των πολιτισμών. Έτσι, η κρίση που επήλθεν στον Δυτικόν Πολιτισμό κατά την εποχήν των μηχανών, δεν ήταν η μοναδική. Ο Λάβκραφτ επικαλείται την σπενγκλεριανή «Παρακμήν της Δύσεως» για να υποστηρίξει την άποψή του ότι, ο πολιτισμός είχε πλέον φθάσει στον κύκλο του «γήρατος».
«Η μόνη χάρη που διασώζει το παρόν είναι πως τυγχάνει βλαπτικώς ηλίθιον να αμφισβητηθεί έτι περισσότερον το παρελθόν !»
Ποτέ δεν ρωτώ έναν άνδρα τι δουλειά κάνει, γιατί αυτό ποτέ δεν με ενδιαφέρει. Αυτά που τον ρωτώ είναι οι σκέψεις και τα όνειρά του.
Ο πολυμαθέστατος Λάβκραφτ εθεώρησεν την εξελισσομένη πολιτιστικήν παρακμή ως μια βραδείαν διαδικασία που εκτείνεται επί 500 έως 1000 έτη. Ανεζήτησεν ένα σύστημα που θα ημπορούσε να υπερβεί τους κυκλικούς νόμους της αποσυνθέσεως, [πράγμα που υπήρξεν επίσης και ένα κοσμοθεωρητικόν κίνητρον του φασισμού, όπως χαρακτηριστικώς επί παραδείγματι καταφαίνεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίον «Η ζωή μου» (Λονδίνο, εκδόσεις Nelson, 1968) του σπουδαίου Άγγλου πολιτικού Σερ Όσβαλντ Μόσλεϊ, ο οποίος το 1932 κατόρθωσε να ενοποιήσει τα εθνικιστικά κινήματα της χώρας του σε ένα νόμιμο κόμμα, την «Βρετανική Ένωση Φασιστών» (British Union of Fascists) : «…ο φασισμός ήταν ένα κίνημα για την εξασφάλιση της εθνικής αναγεννήσεως, από ανθρώπους οι οποίοι ησθάνοντο απειλούμενοι από την παρακμή της εξαθλιώσεως και του θανάτου και ήσαν αποφασισμένοι να ζήσουν, μάλιστα δε να ζήσουν μεγαλειωδώς !»]. Ο Λάβκραφτ επίστευεν ότι ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί μια νέα «ισορροπία» μετά την πάροδον 50 έως 100 ετών, δηλών: «Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τον πολιτισμόν όσον επιβιώνει η γλώσσα και η γενική καλλιτεχνική παράδοση. Η πολιτιστική παράδοση πρέπει να διατηρείται πέραν και υπεράνω οικονομικών αλλαγών».
Το 1915 ο Λάβκραφτ ίδρυσεν ιδικόν του πολιτικό περιοδικόν με τίτλον «Ο Συντηρητικός» («The Conservative»), το οποίον εξεδόθη επί 13 τεύχη, μέχρις το 1923. Το επίκεντρον του περιοδικού ήταν η υπεράσπιση υψηλών πολιτιστικών προτύπων, ιδιαιτέρως στον τομέα της Λογοτεχνίας, αλλά αντετάχθη επίσης στον ειρηνισμόν, τον αναρχισμόν και τον σοσιαλισμόν και υπεστήριξεν έναν «μετριοπαθή, υγιή μιλιταρισμό» και τον «Πανσαξονισμόν», όρον που σημαίνει «την κυριαρχίαν των αγγλικών και συγγενιών φυλών στις μικρότερες υποδιαιρέσεις της ανθρωπότητος», [Εκδοτικόν άρθρο στον «Συντηρητικόν» Α’ τόμος, δεύτερον τεύχος, Ιούλιος 1915].
Όπως οι Νεοσοσιαλιστές στην Ευρώπη, ο Λάβκραφτ αντετάχθη στην υλιστικήν αντίληψη της ιστορίας, (εξ ίσου στην αστική και στην μαρξιστική). Έβλεπε τον κομμουνισμό «να καταστρέφει το πάθος για την ζωή» για χάρη μιας θεωρίας. («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Δ’ σελίς 133 - * Όπου δεν ορίζεται άλλως, η αναφορά στις ιδεολογικοπολιτικές τοποθετήσεις του συγγραφέως αφορά στην ιδία βιβλιογραφικήν πηγή). Απορρίπτων την οικονομικήν αιτιοκρατίαν (ντετερμινισμόν) ως πρωταρχικόν κίνητρον της ιστορίας, είδεν υφισταμένους «φυσικούς αριστοκράτες», προερχομένους εξ όλων των τομέων ενός πληθυσμού ανεξαρτήτως της οικονομικής καταστάσεώς τους. Ο δόλιος στόχος της παρακμιακής υλιστικής –τεχνοκρατικής κοινωνίας ήταν να αντικαταστήσει την «προσωπικήν υπεροχή με εκείνην της οικονομικής θέσεως» («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Δ’ σελίς 330-333). Παρά την δεδηλωμένην αντίθεση του Λάβκραφτ στον «σοσιαλισμό», η ευρυτέρα θέση του ήταν παρ' όλα αυτά ουσιαστικώς ιδία με τον «ηθικόν σοσιαλισμό», που προετάθη από τον Ανρί Ντε Μαν, τον Μαρσέλ Ντεά και άλλους Ευρωπαίους Εθνικιστές της εποχής. Ο Λάβκραφτ είδε στον φασισμόν την προσφοροτέραν προσπάθεια να επιτύχει αυτή η μορφή της αναγκαίας αριστοκρατίας, στο πλαίσιον της συγχρόνου βιομηχανικής και τεχνολογικής κοινωνίας.
Ο Λάβκραφτ είδεν επίσης την, υλιστικής και ατόπου εμπνεύσεως, επιδίωξη της γενικευμένης «ισότητος» ως καταστρεπτικόν σκεπτικό, κατευθυνόμενο προς «μιαν αταβική εξέγερση» κατά του πολιτισμού, από εκείνους που είναι ανήσυχοι με τον πολιτισμό και κατ΄ουσίαν οι πραγματικοί εχθροί του. Το ίδιον κίνητρο ευρίσκετο στην ρίζα του Μπολσεβικισμού, της Γαλλικής Επαναστάσεως, της λατρείας «επιστροφή στην φύση» του Ρουσσώ, καθώς και στις ενατενίσεις των υλιστών ορθολογιστών του 18ου αιώνος. Ο Λάβκραφτ εθεώρησεν ότι η εξέγερση αυτού του τύπου είχεν παραληφθεί από τις «οπισθοδρομικές φυλές» υπό την συντονιστικήν ηγεσίαν των Μπολσεβίκων. («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Ε’ σελίς 245).
Αυτές οι απόψεις του συγγραφέως είναι σαφώς νιτσεϊκού χαρακτήρος, αλλά ομοιάζουν έτι περαιτέρω με αυτές του τότε λίαν δημοφιλούς Αμερικανού ιστορικού συγγραφέως και δημοσιογράφου Λόθροπ Στόνταρντ (Lothrop Stoddard) στο έργον του «Η εξέγερση κατά του Πολιτισμού: Η απειλή του υπανθρώπου» («The Revolt Against Civilization: The Menace of the Underman, Λονδίνο, εκδόσεις Chapman & Hall, 1922). Είναι βέβαιον ότι ο Λάβκραφτ είχε προσεγγίσει το έργον του Στόνταρντ, λόγω της βαθυτάτης ανησυχίας του για την συντήρηση και την αναγέννηση του πολιτισμού, καθώς και της ολοσχερούς απορρίψεως κάθε μορφής ισοπεδωτικού εξισωτισμού.
Παρ’ όλον που ο Λάβκραφτ απέρριπτεν την αναγκαστικήν ισότητα, δεν υπεστήριζεν μια τυραννία καταπιέζουσα τις μάζες προς όφελος των ολίγων. Αντ' αυτού, εθεώρησεν τον «κανόνα των προτίμων» - της «ελίτ» ως απαραίτητο μέσον για την επίτευξη των υψηλοτέρων σκοπών της πολιτιστικής πραγματώσεως. Ο Λάβκραφτ ήθελεν ειλικρινώς να ιδεί την κοινωνικήν και πνευματικήν άνοδον του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ανθρώπων. («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Δ’ σελίδες 104–105). Απέρριπτεν επίσης τις κατευθυνόμενες και αντιφυσικές ταξικές διαιρέσεις ως «φαύλες», είτε προήρχοντο από το προλεταριάτο είτε από την αριστοκρατία, λέγων: «Οι τάξεις είναι κάτι που πρέπει να αποβληθεί ή να ελαχιστοποιηθεί - να μην αναγνωρίζονται επισήμως.» Ο Λάβκραφτ προέτεινε να αντικαταστήσει την ταξικήν σύγκρουση με μιαν ολοκληρωμένη, «συνθετική», καθολικήν κατάσταση που αντικατοπτρίζει το «γενικόν ρεύμα πολιτισμού». Μεταξύ ατόμου και κράτους στο κοινωνικόν του πρότυπον θα υπήρχεν ως άξων η αμφίδρομος πίστη.
Επίσης ο Λάβκραφτ εθεώρησεν τον ειρηνισμόν ως «αποφυγή και ιδεαλιστικήν αερολογία». Ανεκήρυξεν τον διεθνισμόν ως «ψευδαίσθηση και μύθον». Έβλεπε την «Κοινωνίαν των Εθνών» (τον πρόδρομον οργανισμόν του ΟΗΕ) ως μία «κωμικήν όπερα». Ιστορικώς ο πόλεμος είχεν ενισχύσει την βαθείαν «εθνική ίνα», των λαών, αλλά ο εν πολλοίς άτιμος μηχανοποιημένος πόλεμος είχεν εν μέρει αναιρέσει αυτήν την διαδικασία. Στην πραγματικότητα, η μαζική τεχνολογική καταστροφή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ανεγνωρίσθη ευρέως ως δυσγενετική διαδικασία. Παρ΄ όλα ταύτα, ο Ευρωπαίος, και ειδικότερον ο Αγγλοσάξων, πρέπει να διατηρήσει την υπεροχήν του μέσω της ισχύος πυρός, διότι «το βλήμα ενός εχθρού είναι γλυκύτερον από την μάστιγα του αυθέντη». Πέραν όμως τούτων, (πράγμα ανεμενόμενον από έναν πολέμιον του υλισμού), ο Λάβκραφτ απεκήρυσσεν την τυπικήν σύγχρονον αιτίαν πολέμου, αυτήν της μάχης για την εμπορικήν υπεροχήν αντί για την «υπεράσπιση της γης και της φυλής κάποιου, πράγμα που αποτελεί την ορθήν και δικαίαν αιτίαν εξοπλισμού», («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Δ’ σελίς 31).
Επιπλέον ανεγνώριζεν την λίαν εκτεταμένην ιουδαϊκήν εκπροσώπηση στις τέχνες ως υπεύθυνον για εκείνο το οποίον, αργότερον, ο Αμερικανός νομικός και σπενγκλεριανός ιστορικός και φιλόσοφος Φράνσις Πάρκερ Γιόκεϋ (Francis Parker Yockey, 1917-1960) θα απεκάλει «παραμόρφωση του πολιτισμού». Η Νέα Υόρκη είχε «εντελώς σημιτοποιηθεί» και απωλέσθη αμετακλήτως από το «εθνικόν ύφασμα». Η σημιτική επιρροή στην λογοτεχνία, στο δράμα, στην χρηματοδότηση και στην διαφήμιση, εδημιούργησεν μια τεχνητή «κουλτούρα» και εσχημάτισεν μιαν ιδεολογία «ριζικώς εχθρικήν προς την αρρενωπήν αμερικανική στάση».
Όπως ο Γιόκεϋ, παρομοίως και ο Λάβκραφτ εθεώρησεν το φερόμενον ως «Εβραϊκό ζήτημα» ως θέμα «ανταγωνιστικής κουλτούρας-παραδόσεως», (σχετιζομένης αμέσως με τον απομονωτισμόν και την ακραίαν παραδοσιοκρατίαν του εβραϊκού έθνους), παρά ως μίαν δήθεν «βιολογικήν», εγγενή φυλετικήν διαφορά. Έτσι, οι Εβραίοι θεωρητικώς θα ημπορούσαν να αφομοιωθούν σε μιαν αμερικανική πολιτιστική παράδοση. Το ζήτημα των Νέγρων, ωστόσον, ήταν κατ΄ αυτόν ένα αληθές πρόβλημα της ανθρωπίνης βιολογίας και έπρεπε να αναγνωρισθεί με την διατήρηση «μιας απολύτου χρωματικής γραμμής», («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Δ’ σελίδες 193-195 ).
Το προηγουμένως παρατεθέν περιληπτικόν περίγραμμα (έργων, γνωμών, πεποιθήσεων και απόψεων) του Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ δύναται να καταδείξει σαφώς ότι, ο πολύς συγγραφεύς ανήκει αναμφισβητήτως σε μιαν ιδιότροπον επιφανή ομάδα, εξόχων δημιουργικών ιδιοφυών ανδρών του 20ου αιώνος. Σε αυτήν πρέπει να συμπεριληφθούν σπουδαίοι εκπρόσωποι της λογοτεχνίας όπως οι ακόλουθοι : Ο Ιρλανδός Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (William Butler Yeats, 1865–1939), ο Αμερικανός Έζρα Γουέστον Λούμις Πάουντ (Ezra Weston Loomis Pound, 1885 –1972), οι Άγγλοι Ντέηβιντ Χέρμπερτ Λώρενς (David Herbert Lawrence, 1885–1930), Χένρυ Γουίλιαμ Γουίλιαμσον (Henry William Williamson, 1895-1977), Γουίνταμ Πέρσυ Λιούις (Wyndam Percy Lewis, 1882 –1957), ο Νορβηγός Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun, 1859–1952) και ο Ιάπων Γιούκιο Μισίμα (Yukio Mishima, φιλολογικό ψευδώνυμο του Κιμιτάε Χιραόκα,1925-1970).
Όλοι τους επέδειξαν ανεπιφύλακτον απόρριψη του υλισμού, της ισότητος και της πολιτιστικής παρακμής, στάση που τους ηνάγκασε να αναζητήσουν μια ζωτικήν, ιεραρχικήν εναλλακτική λύση, εχθρική τόσον στον καπιταλισμό όσον και στον κομμουνισμό. Η επιλογή τους αυτή υπήρξεν η πηγή μιας αναζητήσεως που τους οδήγησε να εκτιμήσουν και να εγκολπωθούν αντισυμβατικές και «ακραίες» ιδέες, για τις οποίες οι πολυποίκιλες καθεστωτικές κριτικές τους αφώρισαν κατά την ειωθυία τους πρακτικήν ως «λίγο – πολύ» «φασίστες».
Καμία μνήμη δεν άφησαν οι κοασμοί των προθύμων και ασημάντων επικριτών, ουδέν αποτύπωμα κατέλειπαν οι εκάστοτε καθεστωτικοί υμνωδοί, ουδεμίαν εισφορά πνευματικής δημιουργίας θα πιστωθούν οι «πολιτικώς ορθοί» ποικιλόχρωμοι, συστημικοί συναινεσίες και λόγιοι ρουφιάνοι.
Μοίρα και δικαίωμα τιμής και μνήμης, είχαν και έχουν οι πομποί αιωνίων αληθειών και οι κήρυκες των αιωνίων ιδεών, που παραμένουν εσαεί αθάνατες σε πείσμα των εκάστοτε αθλίων.
«Δεν είναι νεκρό αυτό που κείτεται αιώνια, ενώ στους παράξενους αιώνες κι’ ο θάνατος ακόμη μπορεί να πεθάνει!»
Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ, «Η ανώνυμη πόλη
Μέρος Ε
Ο ιρλανδικής καταγωγής Χάουαρντ έμελε να μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως «ο τελευταίος βάρδος». Η μητέρα του τον εμύησεν στην επικήν ποίηση από την παιδικήν ηλικία του. Οι θρύλοι της γης των προγόνων της ετροφοδότησαν την γονιμοτάτη και αστείρευτον φαντασία του με τον πλέον παραγωγικό τρόπο. Υπήρξεν παραγωγικότατος : Στην σύντομο και πυρετώδη ζωήν του κατώρθωσε να γράψει πεντακόσια έργα σε διάστημα δώδεκα περίπου ετών.
Στη μικρά του γενέτειρα πόλη Κρος Πλέηνς στο Τέξας, ησχολήθη με την πυγμαχία, την ιππασία και την σωματοδόμηση (bodybuilding). Ήταν πολύ ευγενής και ήσυχος άνθρωπος, με ιδιότυπον ψυχοσύνθεση, ήρχισε δε να δημοσιεύει φανταστικές ιστορίες σε περιοδκά από την ηλικίαν των δεκαοχτώ ετών. Η συχνή αλληλογραφία του με τον Λάβκραφτ, θα επηρεάσει την θεματολογίαν των βιβλίων και των διηγημάτων του.
Συντόμως διεμόρφωσεν το προσωπικόν του ύφος, που αργότερον εσφράγισεν την «ηρωικήν φαντασία» και εδημιούργησεν τον διάσημον ήρωά του : Τον Κόναν, τον λεγόμενο βάρβαρο. Έναν ρωμαλέο μελαγχολικό σφαγέα, που θέλει να υποτάξει οτιδήποτε του αντιτίθεται με όπλον την ωμή του ηράκλειο δύναμη.
Οι χαρακτήρες του Χάουαρντ, παρ΄ όλον που φαίνονται σημειολογικώς αδιάφοροι και επιπολαίως ασήμαντοι με την πρώτη ματιά, έχουν έναν κανόνα συμπεριφοράς, καθώς και ένα αξιακόν σύστημα που είναι εντελώς αντίθετο στον κόσμο γύρω τους.
Οι Κόναν, Κέην, Τούρλοχ και άλλοι ήρωές του είναι άνδρες με τιμή, όντα με τραχεία ή πρωτόγονο εμφάνιση, αλλά πλήρη υγείας και ρώμης, χαρακτήρες φυσικοί και ηθικώς ισχυροί, χαρακτήρες που μεταφέρουν τις πεποιθήσεις ή τις τάσεις τους έως τα ακρότατα όρια, με την εντονοτέρα μεγιστοποίηση. Ο Χάουαρντ, ο πρωτοπόρος του λογοτεχνικού είδους «Ξίφος και Μαγεία», διατηρεί στους ιδικούς του πρωταγωνιστές μια στάση απρόθυμο προς την λογική γνώση, όπως και εν πολλοίς στην σύγχρονο επιστήμη, διότι στους επικούς κύκλους του Χάουαρντ, και ειδικώς στην «Yβοριανή Εποχή του Κόναν», η επιστήμη παρουσιάζεται ως μαγεία, λευκή ή μαύρη, πάντα όμως αηδιαστική και αποριπτέα. Ανεπιθύμητη, εκτός και μόνον εάν παρέχει το δεύτερον απαραίτητο συστατικό για την ακμαία κόψη του χάλυβος, που κραδαίνεται από ένα υγιές και δυνατό σώμα και ένα γενναίο και σκόπιμο πνεύμα: Tο φίλτρον ή την επωδόν, ώστε να αναιρέσει την «μαγγανεία» της συστηματοποιημένης, χρηστικής και χειραγωγούσης γνώσεως των δολίων κυριάρχων μάγων.
[Ο Χάουαρντ περιέγραψε πως η «Υβοριανή εποχή» (της οποίας το όνομα ήντλησε από την αρχαιοελληνική Υπερβορεία), έλαβεν χώρα ολίγον μετά τον καταποντισμόν της Ατλαντίδος και πριν από την έναρξη της καταγεγραμμένης αρχαίας ιστορίας. Οι περισσότεροι μεταγενέστεροι μελετητές, συντάκτες, ταξινομητές και προσαρμογείς του έργου του ετοποθέτησαν την Υβοριανήν εποχή περίπου στο 10.000 π.Χ. Ο Χάουαρντ γράφει στην εισαγωγή του συνωνύμου έργου του : «Τίποτα σε αυτό το κείμενο δεν πρέπει να θεωρείται ως απόπειρα προωθήσεως οποιασδήποτε θεωρίας σε αντίθεση με την αποδεκτήν ιστορία. Είναι απλώς ένα φανταστικόν υπόβαθρον για μια σειρά από ιστορίες μυθοπλασίας. Όταν ήρχισα να γράφω τις ιστορίες του Κόναν προ ολίγων ετών, ετοίμασα αυτήν την «ιστορίαν» της εποχής του και των λαών αυτής της εποχής, προκειμένου να προσφέρω σε αυτών και στα έπη του μια μεγαλυτέρα πτυχή πραγματικότητος. Και εύρηκα ότι τηρών τα «γεγονότα» και το πνεύμα αυτής της Ιστορίας, γράφων τα αφηγήματα, ήταν πιο ευκολότερον να τον οπτικοποιήσω (και ως εκ τούτου να τον παρουσιάσω) ως πραγματικό χαρακτήρα με σάρκα και αίμα παρά ως ένα έτοιμο προϊόν. Γράφων για αυτόν και τις περιπέτειες του στα διάφορα βασίλεια της εποχής του, δεν έχω παραβιάσει ποτέ τα «γεγονότα» ή το πνεύμα της «ιστορίας» που ορίζονται εδώ, αλλά ηκολούθησα τις γραμμές αυτής της ιστορίας τόσον στενώς όσον ο συγγραφεύς της πραγματικής ιστορίας Η μυθοπλασία ακολουθεί τις γραμμές της πραγματικής ιστορίας. Έχω χρησιμοποιήσει αυτήν την «ιστορία» ως οδηγόν σε όλες τις αφηγήσεις αυτής της σειράς που έχω γράψει.»]
Στον υπέροχον κόσμο του Χάουαρντ, αληθής επιστήμη είναι η αμετακίνητος θέληση του ήρωος να πολεμήσει και η ένθεος επιμονή του να «είναι αυτός που είναι», με υπερηφάνεια, ένδοξον εγκόλπωση και ενσωμάτωση εκείνου του θαυμαστού παρελθόντος που οι άθλιοι συμπολίτες του ήθελαν να σβήσουν προς χάρη ενός μέτριου και φαιού κόσμου ... φαιού και τρομακτικώς μετρίου και μετριοπαθούς. Πάντοτε δε, ανάμεσα στις περίφημες φαντασιώσεις του, εμφανίζονται στιλπνές οι αναφορές αρχαίων μύθων και θεών.
Στη μυϊκή δύναμη των ηρώων του ευρίσκεται ο έπαινος για την φυσική δύναμη, (κάτι που ο κόσμος μας αποποιείται, φθονεί και χλευάζει συνάμα) και για την ικανότητα της πολεμικής χρήσεως του χάλυβος, που τόσον αποστρέφεται η κοινωνία των κατ’ επάγγελμα ειρηνιστών. Στον κώδικα τιμής των πρωτογόνων πολεμιστών όπως ο Κόναν, στον νόμο του αίματος, ο Χάουαρντ μας ομιλεί για ένα ιερόν «Φυσικό Δίκαιον» σε αντίθεση με τον σύγχρονο τεχνητό νόμο, για μιαν ηθική που δεν γνωρίζει ούτε απογοητεύσεις ούτε αναστολές. Είναι απολύτως σαφές ότι, από τον Πόε στον Χάουαρντ, διερχόμενοι από τον Λάβκραφτ και τον Ευρωπαίον ανάλογόν τους Άρθουρ Μάχεν, όλοι τους συνέλαβαν τον κόσμο τους σε αντίθεση με τον σημερινό. Συνέλαβαν και συνεκρότησαν έναν ιδιόπλαστον κόσμο, γεμάτον κατά περιόδους με εναγώνιο πάλη, σε άλλες δε περιόδους γεμάτον με ηρωικόν αγώνα. ‘Επλασαν έναν κόσμο με πάντα ειλικρινείς και αφοσιωμένους έρωτες, πάντα με αμαρτωλές ή και θανάσιμες περιέργειες και επίσης με βαθύ σεβασμόν για τους νόμους της Φύσεως, των οποίων η έρευνα απηγορεύθη πανταχόθεν και κατέστη κατηραμένη και κολασμένη παντοιοτρόπως.
Από τις προσεγγίσεις του Λάβκραφτ έως εκείνες του Χάουαρντ υπάρχει μια σταθερά παρουσία τεσσάρων παγίων χαρακτηριστικών στοιχείων: Οι «πρότιμοι άρχοντες» (η ελίτ), η φυλή, η περιφρόνηση για το αριθμητικό, ορθολογικό και ποσοτικοποιημένο, και τέλος η ανάταση, η εξύψωση της ηρωικής θελήσεως, ώστε να ανθίσταται μέχρις εσχάτων μέσω του αγώνος, της επιμονής και της δυνάμεως. Δηλαδή αναγνωρίζεται προδήλως η εύλογη πικρία των εν λόγω δημιουργών για την απουσίαν όλων εκείνων των ζητουμένων που ελλείπουν τριγύρω τους και ο διαρκής εμμονικός τους υπαινιγμός, ώστε να συνεισφέρουν αφειδώς στα άξια εκείνα πράγματα, τα οποία το περιβάλλον τους αρνείται συστηματικώς.
Σήμερον, οι «πολιτικώς ορθοί» κριτικοί και αξιολογητές της λογοτεχνίας αποτρέπουν εμμονικώς τον ενδεχόμενον αναγνώστη ενάντια σε τέτοια χαρακτηριστικά, υποστηρίζοντες βεβαίως ότι έχουν «ρατσιστικό», «ελιτίστικο» και «αντιδημοκρατικό» πνεύμα. Έτσι λοιπόν, ακριβώς όπως ο νεαρός λαβκραφτιανός ήρως Τσάρλς Ντέξτερ Γουώρντ, οι συγγραφείς που ανεφέρθηκαν δεν φοβούνται να αντιμετωπίσουν την ηθική προκατάληψη της κοινωνίας των «αριθμητικών και λογιστικών Νάνων» που τους περιβάλλει, τα δε έργα τους είναι μια απολογία της φυλής, της αξιοκρατίας, της Παραδόσεως, εν συντομία δε, εκφράζουν το πλέον ανθεκτικό, ακμαίο και εκλεπτυσμένο αντιφιλελεύθερο – αντιαστικό πνεύμα.
Εάν αναλύσουμε το προαναφερθέν και το τοποθετήσουμε στον χρόνο οπότε έζων οι συγγραφείς που αναφέραμε, θα είμεθα σε θέση να διαπιστώσουμε έναν συγκεκριμμένον παραλληλισμόν μεταξύ του αγώνος της καλλιτεχνικής και φιλοσοφικής μαρτυρίας τους και των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων τα οποία διεχειρίσθησαν το πρώτον τριτημόριον του εικοστού αιώνος. Εκκινούντες από την πολιτιστικήν βάση την οποίαν παρέχει το λογοτεχνικόν κίνημα στο οποίον ανεφέρθημεν, (τόσον στην Ευρώπη όσον και στην Αμερική), αλλά και από την ακμήν των φιλοσόφων της «Παραδοσιακής Επαναστάσεως», τότε προδήλως η σχέση μεταξύ των Λάβκραφτ, Χάουαρντ, Μάχεν και ερμητικής ομάδος Θούλη είναι αναμφισβήτητος. Αυτό καθιστά σαφές πως αυτοί οι συγγραφείς είχαν ισχυρές ουσιώδεις συνδέσεις, (έστω και μόνον σε επίπεδον τάσεως), με τους ευρωπαϊκούς Εθνικισμούς.
Για τον Χάουαρντ επίσης λέγεται.. εμπαθώς ότι, επειδή ήταν υψηλόκορμος και ρωμαλέος, διετήρει ισχυρό προσωπικό σύμπλεγμα και ως εκ τούτου οι ήρωες του ήσαν τεράστιοι. Ωστόσον, οι ήρωες αυτών των συγγραφέων μισούν ανυποκρίτως την μετριότητα, διαθέτουν περιφρόνηση του θανάτου, απρόσιτον δύναμη, τόλμη και ανυπέρβλητον μαχητικήν ικανότητα, πράγματα ακατανόητα για τον πρακτικό και καθωσπρέπει μικράνθρωπο «του σήμερα». Το μήνυμα αυτών των ηρώων είναι το μήνυμα της Παραδόσεως, η οποία μαζί τους ίσταται ακόμη ορθή και προκλητική, είναι το πρότυπον του ελευθέρου ανθρώπου που θα επιβιώσει, παρά τους νόμους των αριθμών.
Στον ευρύτατον κύκλο των ιστοριών «Ηρωικής Φαντασίας» ο μαγευτικός Χάουαρντ παρήγαγεν πολλούς ήρωες των επών του:
Την πλέον εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών κατέχει βεβαίως ο περιβόητος Κόναν ο Βάρβαρος (γνωστός και ως Κόναν ο Κιμέριος, από το όνομα της πατρίδος του Κιμερίας), ένας φανταστικός χαρακτήρ διηγημάτων της ηρωικής φαντασίας. Θεωρείται ο διασημότερος φανταστικός βάρβαρος και μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες μορφές της φερομένης ως «ποπ κουλτούρας».
[«Ποπ κουλτούρα» (από τα αγγλικήν φράση «popular culture» ή «pop culture», δηλαδή λαϊκή, λαοφιλής, δημοφιλής κουλτούρα) ονομάζεται γενικότερον το σύνολον των πεποιθήσεων και αντικειμένων το οποίον επικρατεί μία συγκεκριμένη στιγμή ή και διαχρονικώς, σε αξιοσημείωτα ή ικανά τμήματα της λαϊκής μάζης. Αυτό το σύνολον πεποιθήσεων ημπορεί να περιλαμβάνει ευθείες ή συκεκαλύμμένες αναφορές σε φιλοσοφικές ιδέες ή και στοιχεία διαλαμβανόμενα σε τέχνες, όπως ο κινηματογράφος, η μουσική, τα βιβλία και τα βιντεοπαιχνίδια, που έχουν επηρεάσει εντόνως την κοινωνία και αναγνωρίζονται από μίαν μεγάλη μερίδα ατόμων, ανεξαρτήτως εάν έχουν συσχέτιση ή γνώση του ουσιαστικού αντικειμένου το οποίον αντιπροσωπεύει το εκάστοτε σύμβολον - ήρως.]
Ο Κιμέριος πολεμιστής Κόναν εδημιουργήθη από τον αείμνηστον Χάουαρντ το 1932, μέσω μιας σειράς διηγημάτων τα οποία επώλησε στο περιοδικόν «Παράξενες Ιστορίες» (Weird Tales). Έκτοτε ο χαρακτήρ του Κόναν έχει εμφανισθεί πλειστάκις σε βιβλία, «κόμικς», ταινίες, τηλεοπτικά προγράμματα και βιντεοπαιχνίδια.
Κουλ, ο Ατλάντιος βασιλεύς – πολεμιστής, γνωστός και ως «Κουλ ο Κατακτητής».
Σόλομον Κέϊν, ένας Άγγλος, τυχοδιώκτης, ανθεκτικός μαχητής και εξερευνητής Πουριτανός του 16ου – 17ου αιώνος.
Μπραν Μακ Μορν, ο ύστατος βασιλεύς της φυλής των ανυποτάκτων Πικτών, στην ρομαντικήν απόδοση της ιστορίας τους κατά τον Χάουαρντ.
Τούρλοχ (ή Τάρλογκ) Ντουμπ Ο' Μπράϊεν ή «Μαύρος Τάρλοχ», ένας Ιρλανδός πολεμιστής του 11ου αιώνος μ.χ.
Τζέιμς Άλισον. Ένας Τεξανός της δεκαετίας του 1930, που ανακαλεί τις περιπέτειές του από μετενσαρκωτικές μνήμες προηγουμένων ζωών του ως διάφοροι αρχαίοι ήρωες.
Όσον έζη ο Χάουαρντ δεν εξεδόθη κανένα του έργον σε μορφήν βιβλίου, παρά μόνον σε περιοδικά φαντασίας της εποχής. Όταν το 1950 εκυκλοφόρησεν το περιβόητον πλέον «Κόναν ο κατακτητής», θα εύρει μεταθανατίως την αναγνώριση που του ήξιζεν.
Τον Αύγουστον του 1930 ο Χάουαρντ απέστειλεν μιαν επιστολή στο περιοδικόν «Παράδοξες Ιστορίες», επαινών μια πρόσφατον ανατύπωση του διηγήματος του Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ «Οι αρουραίοι μέσα στους τοίχους» («The Rats in the Walls») και συζητών μερικές από τις ασαφείς γαελικές αναφορές που εχρησιμοποιήθησαν στο διήγημα. Ο εκδότης του περιοδικού Φάρνσγουορθ Ράϊτ (Farnsworth Wright) διεβίβασεν την επιστολήν στον Λάβκραφτ, ο οποίος απήντησεν ενθέρμως στον Χάουαρντ και συντόμως οι δύο βετεράνοι συγγραφείς των «Παραδόξων Ιστοριών» συμμετείχαν σε μιαν εκτενή αλληλογραφίαν που θα διήρκει για το υπόλοιπον της ζωής του Χάουαρντ. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, ο Χάουαρντ συντόμως κατέστη μέλος του «Κύκλου Λάβκραφτ», μιας ομάδος συγγραφέων και φίλων που συνεδέθησαν όλοι μέσω της τεραστίας αλληλογραφίας του Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ. Αυτός προσεπάθησε μεθοδικώς και φιλοτίμως να γνωρίσει τους πολλούς ομοϊδεάτες φίλους του μεταξύ τους, να τους ενθαρρύνει να μοιρασθούν ιστορίες, να χρησιμοποιήσουν μεταξύ τους τις φανταστικές τοποθετήσεις ή και τους ήρωες τους, αλλά και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον να επιτύχει στον τομέα της «φαντασίας της συμφοράς», της «κακιάς ώρας» (pulp fiction). Με τον καιρόν, αυτός ο «κύκλος ανταποκριτών» ανέπτυξεν ένα στίλβος, μιαν ιδιάζουσα αισθητική θρυλική πατίνα, συναγωνιζόμενος καταξιωμένες παρόμοιες λογοτεχνικές συναθροίσεις και συντροφίες όπως «Οι Υπόνοιες» (The Inklings) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και οι «Ρυθμοί» (Beats) του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
Ο Χάουαρντ έλαβεν από τον Λάβκραφτ το «χαϊδευτικό» ψευδώνυμο «Δισένοπλος Μπομπ» («Two-Gun Bob») λόγω των μακρών και λεπτομερών του επεξηγήσεων στον Λάβκραφτ για την ιστορία των αγαπημένων του νοτιοδυτικών πολιτειών, ενώ κατά τα επόμενα χρόνια συνέβαλε με αρκετά αξιοσημείωτα στοιχεία στις ιστορίες τρόμου της «Μυθολογίας Κθούλου» του Λάβκραφτ (αρχής γενομένης με το έργον «Ο Μάυρος Λίθος», οι ιστορίες του για την εν λόγω Μυθολογία περιέλαβαν επίσης τα μυθιστορήματα «Η λιθοστήλη επάνω στο ακρωτήριο», «Τα παιδιά της νύκτας» και« Η φωτιά του Ασουρμπανιμπάλ») .
Η αλληλογραφία μεταξύ Χάουαρντ και Λάβκραφτ περιείχεν μια μακρά και λεπτομερή συζήτηση γύρω από ένα συχνό ηθικοφιλοσοφικό στοιχείο, χαρακτηριστικό στην μυθοπλασία του Χάουαρντ, την βαρβαρότητα έναντι του πολιτισμού. Ο Χάουαρντ υπεστήριζεν ότι ο πολιτισμός ήταν εγγενώς διεφθαρμένος και εύθραυστος. Αυτή η στάση του συνοψίζεται στην διάσημο πρότασή του στο έργον του «Πέρα από τον Μαύρο Ποταμό»: «Η βαρβαρότης είναι η φυσική κατάσταση της ανθρωπότητος. Ο πολιτισμός είναι αφύσικος. Είναι μια ιδιοτροπία περιστάσεων. Και η βαρβαρότης πρέπει πάντα τελικώς να θριαμβεύει». Ο Λάβκραφτ είχεν την αντίθετον άποψη, ότι ο πολιτισμός ήταν το αποκορύφωμα των ανθρωπίνων επιτευγμάτων και ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός. Ο Χάουαρντ αντέδρασεν επ΄ αυτού, καταγράφων πολλές ιστορικές καταχρήσεις και κακοποιήσεις σε βάρος των πολιτών από λεγομένους «πολιτισμένους» ηγέτες. Αρχικώς συνεμορφώθη προς τον Λάβκραφτ αλλά σταδιακώς υπεστήριξεν ολοέν εντονότερον τις ιδικές του απόψεις, ακόμη και λοιδωρών τις επ΄αυτού απόψεις του Λάβκραφτ.
Κατά την δεκαετίαν του 1930, με το ενδιαφέρον του για τον Άγγλο Πουριτανόν ήρωά του Σόλομον Κέϊν μειούμενο, αλλά και με την αδυναμίαν τελεσφόρου διαπλοκής των ιστοριών του βασιλέως Κουλ, ο Χάουαρντ εφήρμοσεν τη νέαν του εμπειρία «Ξίφους – Μαγείας» και τρόμου, σε μιαν από τις πρώτες του αφηγηματικές αγάπες : Τους τρομερούς Πίκτες. Η ιστορία του «Οι βασιλείς της νύκτας» απεικόνιζε τον βασιλέα Κουλ που εκλήθη για να βοηθήσει τους Πίκτες στους αγώνες τους εναντίον των Ρωμαίων εισβολέων στην προ-χριστιανικήν Βρετανία, αλλά επίσης εισήγαγεν τους αναγνώστες στον βίον του (κατά Χάουαρντ) βασιλέως των Πικτών, Μπραν Μακ Μόρν. Ο Χάουαρντ ηκολούθησεν αυτήν την ιστορία με τον νυν κλασικόν «εφιάλτη εκδικήσεως» «Σκώληκες της Γης» και με πολλές άλλες ιστορίες, δημιουργών φρικτές περιπέτειες με μιαν αξεπέραστο λάμψη, τύπου «Μυθολογίας Κθούλου», περιπέτειες λίαν αξιοσημείωτες λογοτεχνικώς για την χρήση μεταφορών και συμβολισμών.
Με την έναρξη της «Παγκοσμίου Οικονομικής Υφέσεως» (ή «Μεγάλης Υφέσεως»), πολλοί εκδότες φανταστικής λογοτεχνίας εμείωσαν την παραγωγήν τους ή έκλεισαν εντελώς τις επιχειρήσεις τους. Ο Χάουαρντ είδε τους εκδοτικούς οίκους γνωστών και φίλων, τον έναν μετά τον άλλον, να καταρρέουν και να εξαφανίζονται. Οι «Παράδοξες Ιστορίες» έγιναν μια διμηνιαία έκδοση, ενώ άλλα έντυπα όπως «Ιστορίες Μάχης», «Ιστορίες Δράσεως» και «Περίεργες Ιστορίες» εσταμάτησαν την έκδοσή τους. Ο Χάουαρντ επλήγη περαιτέρω καθώς οι αποταμιεύσεις του εξηφανίσθησαν το 1931 όταν η «Εθνική Αγροτική Τράπεζα» όπου τις διετήρει επτώχευσεν λόγω της υφέσεως, όπως και πάλιν μετά την μεταφορά των υπολειπομένων οικονομιών του σε άλλην τράπεζα, όταν και αυτή επίσης επτώχευσεν.
Ήταν το 1936 όταν η μητέρα του έπεσε σε κώμα λόγω χρονίας νόσου, οπότε όταν επληροφορήθη το νέο ο Χάουαρντ ηυτοκτόνησε με ένα βλήμα των 9mm στην κεφαλή του. Η μητέρα του απέθανεν τριάντα ώρες αργότερον.
Οι αρχέγονοι φόβοι του αυτόχειρος Χάουαρντ εντάσσονται σε μιαν «αβεστικού» τύπου δυϊστικήν κοσμοθεωρία, η οποία θέλει το φωτεινό και δημιουργικόν «καλό», εμπεπλεγμένο σε αιωνία διαμάχη με το αβυσσαλέο, ζοφώδες «κακό». Οι διάφορες σκοτεινές δυνάμεις και οι ποικίλοι βάρβαροι ήρωες, προϋπήρξαν σαφώς του πολιτισμού, προϋπήρξαν μάλλον και αυτού τούτου του μύθου. Ο συγγραφεύς ενετόπισεν στην παγκόσμιον μυθολογία, (ειδικότερον δε στην κελτικήν), τους σπόρους ενός χαμένου προϊστορικού κύκλου, οι οποίοι προητοίμασαν την γέννεση της αυγής του πολιτισμού, γέννεση και μετεξέλιξη μέσω θανατηφόρων ανηλεών συγκρούσεων.
Το αρχέτυπον του υπερηφάνου, ρωμαλέου, αδαμάστου, ηθικώς αγνού ήρωος που μάχεται ακαταπαύστως με υπανθρώπινες μορφές, μάγους και τέρατα, προβαλλει σαγηνευτικόν σε όλα σχεδόν τα έργα του.Για τον στοχαστικόν Ρόμπερτ Έρβιν Χάουαρντ, ο χρόνος διαγράφει κύκλους και οι εποχές αλλάζουν, το μόνον αναλλοίωτο στοιχείον της ιστορίας και της ανθρωπίνης ζωής είναι η ηρωική ψυχή. Εκατηγορήθη πλειστέκις για «ρατσισμό», καθώς στο έργον του μόνον η Λευκή – Αρία φυλή έχει αγνό και ευγενή χαρακτήρα, ενώ οι λοιπές φυλές συνήθως συμπεριφέρονται και λειτουργούν ως εκούσιοι ή ακούσιοι υπηρέτες του κακού.
Παρατίθεται χαρακτηριστικόν ψήγμα της ιδιοπροσωπικής μυθικοϊστορικής αφηγήσεώς του, από την εισαγωγή στο διήγημα «Η κοιλάς του σκώληκος», δημοσιευθέν τον Φεβρουάριον του 1934 στις «Παράξενες ιστορίες» : «Θα σας ειπώ για τον Νιόρντ και τον σκώληκα. Έχετε ακούσει την ιστορία στο παρελθόν με πολλές μορφές, όπου ο ήρως ονομάζετο Τυρ, ή Περσεύς, ή Ζίγκφρηντ, ή Μπέογουλφ, ή Άγιος Γεώργιος. … Ήμουν άνθρωπος σε πολλές χώρες και σε πολλές συνθήκες. Ωστόσον - και εδώ είναι ένα άλλο παράξενο πράγμα - η γραμμή της μετεναρκώσεώς μου κατέρχεται κατ’ ευθείαν από έναν αδιάκοπον δίαυλο : Ποτέ δεν ήμουν παρά ένας άνδρας από εκείνην την ασίγαστη φυλή που κάποτε ελέγετο Νορντχάϊμρ και αργότερον Άριοι, ενώ σήμερον αποκαλείται με πολλά ονόματα και προσδιορισμούς. Η ιστορία τους είναι η ιστορία μου, από το πρώτο θρηνητικό ουρλιαχτό ενός μικρού ατρίχου λευκού πιθήκου στις ερημίες της Αρκτικής, μέχρις την επιθανάτιο κραυγή του τελευταίου εκφυλισμένου παραγώγου του υστάτου πολιτισμού, σε κάποιο αχνό και απρόβλεπτο μέλλον.»
Ο ίδιος είχεν ειπεί πως «οι πολιτισμένοι άνθρωποι ημπορούν να έχουν χειροτέρους τρόπους από τους αγρίους, διότι γνωρίζουν ότι ημπορούν να είναι αγενείς, δίχως να τους αποζημιώσει κάποιος με ένα σπασμένο κρανίο».
Σε κάθε δυστύχημα, απάτη, διαστροφή και αποτυχία του συγχρόνου κόσμου, θα υπάρχει πάντα ένας Κόναν, ένας Γουώρντ, ένας Κέην ή ένας Κάρτερ, ασυμβίβαστοι μαχητές και τολμηροί ονειροπόλοι που θα πράξουν όλα όσα κατά περίσταση απαιτούνται, δρώμενα τόσον σοβαρά και φρικτά όσον η κατάρρευση της μυθικής Ατλαντίδος, αλλά και τόσον ηρωικά όπως η άμυνα των Τριακοσίων στις Θερμοπύλες. Και πράττοντες τα δέοντα θα σβήσουν τάχιστα, λαμπροί όπως ο φλεγόμενος φωσφόρος.
Αυτοί οι όντως «περιθωριοποιημένοι» συγγραφείς που ανεφέρθησαν στην βραχεία «περιήγησή» μας στην φανταστική λογοτεχνία, δεν ανεδείχθησαν στην πραγματικήν τους διάσταση, αλλά κατηναλώθησαν, όντες ονειροπόλοι μιας εποχής που επέκειτο ή θα έπρεπε να επίκειται, (αυτό ελαχίστην έχει σημασίαν).
Ίσως «κατηραμένοι» και απόβλητοι συγγραφείς, αλλά ουδείς ημπορεί να αρνηθεί ότι πράγματι συνέλαβαν αρτίως και σαφώς τον φανταστικόν κόσμο τους και ότι θα έλθει η ώρα τους, αργότερον ή βραδύτερον. Η ώρα αυτή που αναμένουν οι επόμενες γενεές.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου
Ευρωβουλευτής της Χρυσής Αυγής
ΠΗΓΗ: www.xrisiavgi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.