Ανταγωνισμοί και αντινομίες ΗΠΑ - ΕΣΣΔ
Κυριακή, 6 Ιανουαρίου 2019 http://www.xryshaygh.com/
Η συνδυαστική χρήση της
επαγωγικής και απαγωγικής λογικής μεθόδου είναι υποχρεωτικός αλλά συνάμα και
προφανής τρόπος, για όσους επιθυμούν να γράψουν αληθινά και απροκατάληπτα την
ιστορία των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στα εκάστοτε «παρασκήνια». Αυτός
ο τρόπος ακολουθείται εδώ, ώστε να έχουν ουσιώδη συνοχή και λογική
συνέπεια οι απαντήσεις στα τρία εύλογα ερωτήματα που διατυπώθηκαν με βάση
την επιστολή την οποία απέστειλε τον Φεβρουάριο του 1943 ο Ρούσβελτ στον
Στάλιν, μέσω του έμπιστου διαμετακομιστή του Ζαμπρούσκυ, διαπρύσιου
Σιωνιστή και Προέδρου του «Εθνικού Συμβουλίου του Νέου Ισραήλ» (National
Council of Young Israel - NCYI) ή απλά «Νέου Ισραήλ», προεξοφλώντας την
μεταπολεμική «μοιρασιά» του πλανήτη σε ζώνες επιρροής:2.Ποιό κίνητρο είχε ο Ρούσβελτ και εξέφρασε με περισσή ταπεινότητα την βαθύτατη ευγνωμοσύνη του προς το «Νέο Ισραήλ», αφού μάλιστα δίχως κανένα αντάλλαγμα προέβη σε τεράστιες πολιτικές παραχωρήσεις προς τον Στάλιν;
3.Πώς το «Νέο Ισραήλ», ως ένας ασήμαντος ενδιάμεσος μεταξύ των δύο γιγαντιαίων χωρών είχε την αρχοντική άνεση να χαρίσει ως σπουδαιότατο δώρο στον Πρόεδρο Ρούσβελτ, έναν κύλινδρο της Τορά, του πολυτιμότατου συμβόλου του εβραϊκού λαού;
Βάσει μιας επαγωγικής και απαγωγικής ερμηνευτικής τεχνικής πρώτα απ' όλα προκύπτει σαφώς γιατί ο Ρούζβελτ και ο Στάλιν δεν προέβησαν σε ένα προσωπικό και άμεσο διάλογο μεταξύ τους : Γιατί ο Ρούσβελτ ήταν ένας άνθρωπος απόλυτα ευθυγραμμισμένος με την Συναγωγή (Qahal / Kehila) της Νέας Υόρκης, συνεπώς ομογενοποιημένος σε αυτό το ξεχωριστό σύστημα ισχύος, οργανικό συστατικό του οποίου ήταν η ικανότατη και ευέλικτη αμερικανική ιουδαϊκή ηγεσία, αλλά συνάμα επειδή ο Στάλιν, από την πλευρά του, όχι μόνον δεν είχε την πρόθεση να ακολουθήσει σε όλα την ηγεσία αυτήν, αλλά μάλλον ήταν αντίθετός της, με ποικίλες εναλλακτικές μορφές επιλογών. Έτσι, αντιμέτωπη με τον κίνδυνο του δικού της αφανισμού και της ενδεχόμενης αυτοαποσύνθεσης, η εβραϊκή Διασπορά είχε τελικώς αποφασίσει, να ικανοποιήσει την αχαλίνωτη φιλοδοξία του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς - Στάλιν με την εισαγωγή της ΕΣΣΔ στην διαχείριση του κόσμου μαζί με τις ΗΠΑ, ώστε να ανασυνδέσει με τις ελάχιστες δυνατές βλάβες το εσωτερικό της ρήγμα. Και το υπομονετικό, διακριτικό αυτό έργο εκφράστηκε ευφυέστατα ως «διακοίνωση» με διπλωματική δομή, η οποία ανατέθηκε στο Νέο Συμβούλιο του Ισραήλ, καθώς ο φορέας αυτός έφερε μιαν ηθική εξουσία βεβαιωμένα αποδεκτή από το σύνολο του Ιουδαϊσμού.
Εν τέλει ο κύλινδρος της Τορά που προσεφέρθη στον Ρούζβελτ, παρίστανε την ιερή σφραγίδα μιας συμφωνίας που επετεύχθη μεταξύ Ιουδαίων και την επίσημη αναγνώριση της συμφωνίας από τον εκλεκτό λαό, καθώς και των ιδιαιτέρων προσόντων που διέθετε ο ίδιος ο Ρούζβελτ. Αναγνώριση της συμφωνίας από τον λαό για την τύχη του οποίου θυσιάστηκε ένα μεγάλο μέρος των επίμοχθων κι αιματηρών κερδών των ΗΠΑ από τον πόλεμο. Η πραγματικότητα όμως, που απορρέει από τα γεγονότα, είναι ότι ο Στάλιν δεν έμεινε καθόλου ικανοποιημένος από την διαίρεση της Γιάλτας, την οποία πράγματι θεώρησε ως απόδειξη της αναποφασιστικότητας και της ουσιαστικής αδυναμίας των φιλελευθέρων - καπιταλιστικών εθνών εναντίον του. Την κατενόησε ως ένα μεθοδευμένο σχέδιό τους, ένα ανανεωμένο κίνητρό τους -που υπήρχε από παλαιά- να αποτελούν το μόνο σημείο αναφοράς της χρυσοφόρας εβραϊκής Διασποράς στον πλανήτη.
Εκείνος λοιπόν, μετά την συμφωνία, επεδίωξε μια τέτοια πολιτική στρατηγική, έτσι ώστε να καταστεί δυνατόν να λάβει περαιτέρω επιτυχή μέτρα στην προσωπική πορεία του, καθιστάμενος αυτός και μόνον η κυρίαρχη παγκόσμια προσωπικότητα για τον Ιουδαϊσμό. Και οι περιστάσεις φάνηκε να τον ευνοούν. Στην Παλαιστίνη, η οποία μετά τον Μεγάλο Πόλεμο ευρίσκετο σε εξέλιξη μια κατάσταση αδιάκοπης βίας και γενικευμένης σοβαρής έντασης, κατάσταση η οποία προήλθε από την παθιασμένη οραματική διεκδίκηση των Εβραίων εποίκων και των διεθνών εβραϊκών οργανώσεων να νεκραναστήσουν το βιβλικό κράτους του Ισραήλ, έχοντας ως πρωτεύουσά του την Ιερουσαλήμ.
Μια τέτοια μεγαλόπνοη, φιλόδοξη και παράταιρη επιδίωξη ευλόγως συνήντησε την προφανή αντίθεση των αραβικών πληθυσμών, που δεν ήσαν διατεθειμένοι να ανεχθούν πως έπρεπε να συμβιβαστούν με μια κυρίαρχη ξένη οντότητα στην επικράτειά τους. Όσον αφορά στην Βρετανία και στις ΗΠΑ, ούτε αυτές ήσαν σε θέση να συνεισφέρουν με σαφή και αντικειμενικά στοιχεία στην επίλυση της διαφοράς, δεδομένου ότι, αφενός ήσαν τόσο συνυφασμένες με πηγαία συμπάθεια προς τους Εβραίους και αφετέρου εφοβούντο να θέσουν σε κίνδυνο την δυνατότητα απεριόριστης πρόσβασής τους στο πετρέλαιο και στους ενεργειακούς πόρους των αραβικών εδαφών. Έτσι ανεζήτησαν και επέλεξαν διφορούμενους ασαφείς συμβιβασμούς μεταξύ των δύο πλευρών, ουσιαστικά καθυστερώντας με αλληλοδιάδοχες ατελείς και προσωρινές ψευδολύσεις. Βεβαίως, με τον τρόπο αυτό δυσαρεστήθηκαν Εβραίοι και Άραβες συνάμα.
Στο πιεστικό αυτό πλαίσιο, ο Στάλιν ωρίμασε ξαφνικά στον νου του την ιδέα να επικεντρωθεί στις υπόλοιπες πιθανότητές του ως «Μεσσίας» των Ιουδαίων, παίζοντας το χαρτί της αναγέννησης του ισραηλιτικού κράτους, πιστεύοντας ότι αυτή θα προξενούσε την σιωπηρή ανταποδοτική ευγνωμοσύνη του διεθνούς ιουδαϊσμού, οπότε τελικά με την τεραστία αυτή πολιτική του επένδυση θα ανεγνωρίζετο το κύρος του ως προστάτη του Ισραήλ, ως σωτήριου «νέου Κύρου», θα αποκτούσε δηλαδή κύρος το οποίο η Qahal / Kehila της Νέας Υόρκης επέμενε να υποτιμά και να αρνείται.
Γι' αυτό ο Αντρέϊ Γκρομύκο, τότε Μόνιμος Αντιπρόσωπος της ΕΣΣΔ στα Ηνωμένα Έθνη, όταν συνήλθε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Νοέμβριο του 1947 (στο «Ιστορία του Σιωνισμού» του Νathan Weinstock, Τόμος Ι, εκδόσεις Samonà & Savelli / Σαμωνά και Σαβέλλι, Ρώμη 1970, σ. 215), αντιστρέφοντας τις απόψεις που η ΕΣΣΔ πάντα είχε προηγουμένως επιδείξει σχετικά με το Εβραϊκό-Παλαιστινιακό πρόβλημα, έδωσε το πράσινο φως στους Σιωνιστές για την ίδρυση της νέας κρατικής οντότητος, την οποία φιλοδοξούσαν αφοσιωτικά να πραγματώσουν. Μάλιστα εδήλωσε επιδεικτικά: «Το να το αρνηθούμε αυτό το δικαίωμα του εβραϊκού λαού είναι απαράδεκτο !» Εξάλλου, η αιφνίδια βιασύνη του Στάλιν δεν ήταν καθόλου αδικαιολόγητη, δεδομένου ότι, όταν πέθανε ο Ρούσβελτ, το εβραϊκό νεοϋορκέζικο λόμπι ευνόησε την άνοδο του Χάρυ Σόλομον Τρούμαν στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτός ήταν ήδη «κορεσμένος» από επιρροή της Qahal / Kehilla της Νέας Υόρκης, ώστε να λειτουργήσει άμεσα και απεριόριστα υπέρ της «Σιωνιστικής υπόθεσης» (Νάθαν Βάϊνστοκ / Νathan Weinstock : «Ιστορία του Σιωνισμού», Τόμος Ι, εκδόσεις Samonà & Savelli, Ρώμη 1970, σελίδα 211.).
Εδώ καθίσταται πλέον σαφές γιατί εκδηλώθηκε αυτή η ξαφνική αλλαγή κατεύθυνσης του Στάλιν από την προηγούμενη φιλοαραβική πολιτική στις νέες φιλοσιωνιστικές θέσεις : Ο Σοβιετικός δεσπότης ξαφνικά πιέσθηκε αφόρητα από την ανάγκη να υπερβεί ως πρόσωπο τον Χάρι Σολομώντα Τρούμαν στην πολιτική προάσπιση του εκκολαπτόμενου κράτους του Ισραήλ. Τα κομμουνιστικά έθνη του «υπαρκτού (;) σοσιαλισμού», δουλοπρεπείς υποτακτικοί στις επιθυμίες του Στάλιν, ενέδωσαν και αυτά υποκύπτοντας ταχέως στην επιτυχή δράση του Σιωνισμού.
Ωστόσο, το νεογέννητο εβραϊκό κράτος, παρά το γεγονός της παρασχεθείσης κρισίμου πολιτικής στηρίξεώς του από την Τσεχοσλοβακία, παρά την λεγεώνα των Πολωνών εθελοντών που απεστάλη σε βοήθειά του κατά των Αράβων, απεδείχθη τελικώς υπερβολικά υποτεταγμένο στην εξουσία της παγκόσμιας ιουδαϊκής κυβέρνησης που εκφράζεται από την Qahal / Kehila της Νέας Υόρκης. Αυτό έκανε έξω φρενών τον «Πατερούλη» Στάλιν, καθιστώντας τον έκτοτε και για το υπόλοιπο της ζωής του, θανάσιμο εχθρό του Ισραήλ.
Αλλά μια τέτοια λύση προφανώς απογοήτευσε εντονότατα και τις προσδοκίες της αμερικανοεβραϊκής ηγεσίας, η οποία ήλπιζε να μπορέσει να απορροφήσει τελικώς τα δικαιώματα των σοβιετικών ιουδαίων αντιφρονούντων μέσω του αναστημένου εβραϊκού κράτους, που θα τους δεχόταν ως «διωκομένους αδελφούς». Επίσης επιδείνωσε την διάσπαση του Παγκοσμίου Ιουδαϊσμού στους δύο «ανταγωνιστικά» συνεργικούς τύπους του, τον σοβιετικό-κομμουνιστικό και τον φιλελεύθερο-καπιταλιστικό, καθορίζοντας σκληρά την σχετική πολιτική αντίδραση ολόκληρου του υπόλοιπου κόσμου, καθιστώντας ανεπανόρθωτη την διάσπαση των λαών των δύο «μπλοκ», των συνασπισμών, (του δυτικού και του ανατολικού) που απέρρευσαν από την συμφωνία της Γιάλτας.
[Σε ότι αφορά μερικές από τις προαναφερόμενες βιβλιογραφικές πηγές σημειώνεται:
*Οι εκδόσεις «Σαμωνά και Σαβέλλι» ήταν ένας ιταλικός εκδοτικός οίκος, ο πρώτος ιταλικός εκδοτικός οίκος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Ιδρύθηκε στην Ρώμη το 1963 από τους Τζουζέπε Πάολο Σαμωνά και Τζούλιο Σαβέλλι. Έχει δημοσιεύσει εκατοντάδες τίτλους που συνδέονται με την εμβάθυνση της μαρξιστικής φιλοσοφίας, την ταξική πάλη, τον μαρξισμό-λενινισμό και την επαναστατική σοσιαλκομμουνιστική σκέψη. Ο οίκος θεωρείται εμβληματικός, αιρετικός και έκφραση της λεγόμενης «Νέας Αριστεράς». Μεταξύ των υποστηρικτών του υπήρχαν πολλοί διανοούμενοι της εποχής, συμπεριλαμβανομένου και του βαθύπλουτου «αντάρτη πόλης»- τρομοκράτη, Τζιαντζιάκομο Φελτρινέλι. Ο μικρός οίκος εξέδωσε για πρώτη φορά στα ιταλικά ένα βιβλίο υπογεγραμμένο από τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Οι «Σαμωνά και Σαβέλλι» εξέδωσαν σωρεία συγγραφέων από το «αριστερό και αντιφασιστικό πανόραμα», μεταξύ των οποίων οι διάσημοι Αλμπέρτο Άσορ Ρόζα με το «Συγγραφείς και λαός» και Πάολο Φιόρες ντ’ Αρκάϊς με το «Λαϊκό Μέτωπο και Προοδευτική Δημοκρατία». Οι κύριες συλλογές του οίκου ήσαν «Η νέα αριστερά», «Μικρή λενινιστική βιβλιοθήκη», «Πολιτική καλλιέργεια» (από τις πλέον παραγωγικές συλλογές με 280 τίτλους, η οποία εξεκίνησε το 1963 με το «Επανάσταση και παγκόσμια ειρήνη» του Φιντέλ Κάστρο), «Βιβλιοθήκη της αριστεράς (εξεκίνησε το 1969 και έπαυσε το 1971 μετά 12 τίτλους) και «Προβλήματα της ιστορίας» που εξεκίνησε με την προαναφερθείσα «Ιστορία του Σιωνισμού» του Νάθαν Βάϊνστοκ.
*Ο Νάθαν Βάϊνστοκ, γεννήθηκε στην Αμβέρσα το 1939 και είναι δικηγόρος, συγγραφέας και μεταφραστής από την Γίντις ή Γερμανοεβραϊκή (είναι η γλώσσα που μιλούσαν οι Εβραίοι Ασκενάζι, της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης). Είναι γνωστός για τις μελέτες του για το εβραϊκό εργατικό κίνημα, ως προωθητής του πολιτισμού γίντις, αλλά και για τις αντι-σιωνιστικές δηλώσεις του, καθώς έχει αποκηρύξει κάθε Σιωνιστική έκφραση μετά την αποτυχία των συμφωνιών του Όσλο, ενώ ήταν παθιασμένα Σιωνιστής. Στα χρόνια 1960-1980 ασχολήθηκε με το βελγικό τροτσκιστικό ρεύμα και οι εργασίες του δημοσιεύθηκαν από τον γνωστό αριστερό εκδότη Φρανσουά Μασπερό. Μετά τις σπουδές του στην νομική και στην εγκληματολογία στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, εδίδαξε εγκληματολογία (1964-1975) στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης ως επίκουρος καθηγητής, υπό τον σοσιαλιστή πολιτικό και καθηγητή Βίλλυ Κάλεβερτ.
Από το 1962 ήταν μέλος του δικηγορικού συλλόγου της Αμβέρσας και κατόπιν σ’ εκείνον των Βρυξελλών. Συνταξιοδοτήθηκε το 2004. Είναι μέλος στο Επιστημονικό Συμβούλιο και στο Διοικητικό Συμβούλιο του «Ινστιτούτου Εβραϊκών Σπουδών» («Martin Buber Institute») στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, καθώς και του Συμβουλίου πλουραλιστικών σχέσεων που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του «Κεντρικού Ισραηλιτικού Συνοδικού» του Βελγίου. Είναι πολυγραφότατος, καθώς παράλληλα με τις δικηγορικές επαγγελματικές του δραστηριότητες, διενήργησε έρευνα σε έξι συγκεκριμένους επί πλέον τομείς : κοινωνιολογία, εγκληματολογία, μελέτη «ημερολογίων της εποχής του Ολοκαυτώματος», γίντις πολιτισμός και ισραηλινοπαλαιστινιακή διένεξη.]
Στις 12 Απριλίου 1945 ο παράλυτος και εγκεφαλοπαθής Ρούζβελτ πεθαίνει. Τον διαδέχεται ο Τρούμαν, που υπεδέχθη στον Λευκό Οίκο στις 23 του ίδιου μηνός τον διασημότερο σταλινικό … λακέ, τον Σοβιετικό Υπουργό Εξωτερικών Βιάτσεσλαβ Μιχαήλοβιτς Μολότοφ, όπου του συμπεριεφέρθη έξαλλος, με ολότελα «μη διπλωματική» συμπεριφορά διανθιζομένη με ποικίλες ύβρεις. Κατά τον Wilson Miscamble στο βιβλίο του «From Roosevelt to Truman : Potsdam, Hiroshima, and the Cold War» (2007) ο περιβόητος αμερικανός δημοσιογράφος και πολιτικός σχολιαστής Άντριου Ράσσελ «Ντριού» Πήρσον, του συνδικάτου τύπου «Washington Merry-Go-Round» έγραψε πως ο Μολότοφ «…άκουσε την γλώσσα του μουλαρά από το Μιζούρι !», ενώ ο διπλωμάτης Τσαρλς Μπόλεν που εκτελούσε χρέη διερμηνέα έμεινε εμβρόντητος (λέγοντας πως ουδέποτε είχε ακούσει να «επιπλήττεται» έτσι ανώτερος επίσημος), όμως δεν περιέλαβε τις ακριβείς ύβρεις στην αναφορά του. «Ποτέ δεν μου μίλησαν έτσι στη ζωή μου» ψέλλισε ο Μολότοφ. Στην αναιμική διαμαρτυρία του Σοβιετικού επισήμου, ο Τρούμαν απήντησε «Τηρήστε τις συμφωνίες σας και δεν θα σου ξαναμιλήσουν με τέτοιο τρόπο!». Προφανώς τότε ο Μολότοφ αντελήφθη πόσο δίκαιο είχε ο «Πατερούλης» Στάλιν που δεν του επέτρεπε να πάει στο Σαν Φρανσίσκο για την ιδρυτική συνεδρίαση του ΟΗΕ, αλλά επέμενε φορτικά να πάει κάποιος άλλος αντ’ αυτού, πιθανόν ο Σοβιετικός πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον.
Ο Σολομών Τρούμαν που ήξερε να δείχνει ποιος είναι το …. εξουσιοδοτημένο «αφεντικό» εγκατέλειψε τάχιστα την πολιτική του «συναινετικού μονόδρομου» στις συμφωνίες με την ΕΣΣΔ. Υιοθέτησε την «σκληρή» γραμμή του αποφοίτου του Γιέηλ, πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Μόσχα, Γουίλιαμ Άβερελ Χάριμαν, Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης και κατοπινού Συμβούλου των Προέδρων Κένεντυ και Τζόνσον που συνέτεινε στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Α. Κωνσταντίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.