Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Νευροεπιστήμες και μάθηση: η πρόκληση της συνεργασίας πανεπιστημίου - σχολείου

03/10/2016
Pascale Toscani 

Στην Ευρώπη, όπως και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, οι νευροεπιστήμες έχουν εισέλθει στον κόσμο της εκπαίδευσης. Στόχος της συνεργασίας των νευροεπιστημών με την εκπαίδευση είναι να δημιουργηθεί ένα κοινό εννοιολογικό και μεθοδολογικό πλαίσιο που θα καθοδηγεί τα σχολικά συστήματα τα οποία επιθυμούν να ενσωματώσουν τις νευροεπιστήμες στην πρακτική τους. Η νευροεπιστημονική γνώση σχετικά με την ανάπτυξη του εγκεφάλου μπορεί να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς να εμπλουτίσουν τις παιδαγωγικές τους πρακτικές.

Με τη βοήθεια τεχνικών όπως της Μαγνητικής Τομογραφίας (MRI) που μπορεί να απεικονίσει εικόνες του εγκεφάλου σε πραγματικές καταστάσεις μάθησης, οι νευροεπιστήμονες μπορούν πλέον να βοηθήσουν τους εκπαιδευτικούς να κατανοήσουν καλύτερα τις μαθησιακές διαδικασίες. Η εγκεφαλική απεικόνιση, για παράδειγμα, επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση όλων των μηχανισμών της μνήμης και η γνώση αυτή μπορεί να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς να τροποποιήσουν ή να προσαρμόσουν τη διδασκαλία τους, έτσι ώστε οι μαθητές να τη θυμούνται καλύτερα. Συνεπώς, είναι μάλλον πολύ σημαντικό νευροεπιστήμονες και εκπαιδευτικοί να συνεργαστούν πάνω σε αυτή τη νέα γνώση, έτσι ώστε μαζί να προσπαθήσουν να μετουσιώσουν τα ευρήματα της Μαγνητικής Τομογραφίας σε διδακτικές ή παιδαγωγικές ικανότητες. Αυτό το νέο πεδίο ή η κοινή έρευνα που αποκαλείται «νευροεπιστήμες της εκπαίδευσης» είναι ουσιαστικής σημασίας για το μέλλον των σχολείων σε όλο τον κόσμο.

Όμως, το πεδίο αυτό θα πρέπει να παραμείνει ένα σταυροδρόμι, ένα σημείο συνάντησης των θετικών επιστημών με τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Στο μέλλον, δεν μπορούμε – και δεν πρέπει - να θεωρήσουμε την προοπτική της εκπαίδευσης αποκλειστικά από τη σκοπιά των θετικών επιστημών. Οι νευροεπιστήμες προσφέρουν μια συγκεκριμένη ματιά στη γνωστική λειτουργία και ενδεχομένως είναι σε θέση να προτείνουν ορισμένες παιδαγωγικές προσαρμογές στους επαγγελματίες της εκπαίδευσης, όπως άλλωστε και η ψυχολογία, η φιλοσοφία ή η κοινωνιολογία. Όλα αυτά τα πεδία θα συμβάλουν στα σχολεία του μέλλοντος. Η νέα προσέγγιση στην εκπαίδευση απαιτεί την πνευματική σύγκλιση όλων των επιστημονικών τομέων πάνω στους οποίους βασίζεται η ανθρώπινη φύση μας.

Οι νευροεπιστήμες και οι επιστήμες της εκπαίδευσης έχουν μια μακρά κοινή ιστορία. Σε επίπεδο εργασίας, μοιράζονται τρεις αρκετά κοντινές σχετικές έννοιες, οι οποίες συνίστανται στην γνωστική εκπαιδευσιμότητα, την πλαστικότητα του εγκεφάλου, και την επιγενετική (epigenetics). Θυμάμαι κάποτε που η έννοια της γνωστικής εκπαιδευσιμότητας ήταν ακόμα υπό αμφισβήτηση: οι εκπαιδευτικοί αντιστέκονταν στον όρο και προκαλούσαν τους ερευνητές στον τομέα της εκπαίδευσης να τεκμηριώσουν την εν λόγω σύλληψη της εκπαίδευσης, η οποία δεν βασιζόταν σε αποδείξεις. Η «διαίσθηση» της εκπαιδευσιμότητας η οποία διατυπώθηκε τότε έμοιαζε αβάσιμη στους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι τον καιρό εκείνο πίστευαν ότι η ευφυΐα των μαθητών τους ήταν σταθερή. Σήμερα, οι νευροεπιστήμες και η εκπαίδευση συνεργάζονται στον τομέα της πλαστικότητας του εγκεφάλου, η οποία δεν αμφισβητείται πλέον. Με άλλα λόγια, γνωρίζουμε ότι ο εγκέφαλος είναι εύπλαστος, ότι δημιουργούμε νέους νευρώνες και ότι μαθαίνουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Η έννοια της πλαστικότητας του εγκεφάλου έχει οδηγήσει στην αναθεώρηση πολλών ιδεών σχετικά με τη διαδικασία της μάθησης. Είναι πολύ σημαντική για τους επαγγελματίες της εκπαίδευσης, επειδή έχει ανοίξει πολλές δυνατότητες για την αποκατάσταση ή τη θεραπεία ατόμων με ειδικές ανάγκες. 

Στο μέλλον, είναι μάλλον απίθανο να φανταστούμε τη μάθηση χωρίς τη συμβολή των νευροεπιστημών. Όμως, πρέπει να αποφύγουμε να πέσουμε σε παγίδες που ήδη διαφαίνονται όσον αφορά μια υπεραπλουστευμένη χρήση των γνώσεων που προσφέρει η νευροεπιστήμη ή ετοιμοπαράδοτες λύσεις που προσφέρουν εργαλεία ακατάλληλα για το συγκεκριμένο και εξειδικευμένο αυτό ερευνητικό πεδίο. Ο κίνδυνος πιθανώς οξύνεται από την εμμένουσα έλλειψη σχέσεων μεταξύ των νευροεπιστημόνων και των εκπαιδευτικών. Αυτός είναι κι ένας λόγος που η ενθάρρυνση της επιστημονικής συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών είναι τόσο σημαντική, ώστε να σπάσει το παραδοσιακό από πάνω προς τα κάτω μοντέλο. Στο παλιό μοντέλο, τα σχολεία ήθελαν απαντήσεις για να εξηγήσουν τις μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών, όσον αφορά στη μνήμη, την προσοχή, τους βιορυθμούς κ.λπ. Οι ερευνητές προσπάθησαν φυσικά να απαντήσουν, αλλά οι γνώσεις που προσέφεραν συχνά στερούνταν ενός πλαισίου για σχολεία. Η μία πλευρά ουσιαστικά δεν γνώριζε τίποτα για την επαγγελματική πραγματικότητα της άλλης. Η εμπλοκή των σχολείων και των πανεπιστημίων στην κατανόηση της διαδικασίας της μάθησης, απαιτεί κι από τις δύο πλευρές να παρακολουθούν τις καθημερινές πρακτικές της άλλης πλευράς, έτσι ώστε να αποσαφηνίζονται τα πρότυπα κάθε πλευράς και να αξιολογούνται τα αποτελέσματα των έργων που υλοποιούνται. Εκπαιδευτικοί και ερευνητές θα πρέπει να είναι συνεργάτες στα ερευνητικά προγράμματα, με τη κάθε πλευρά να προσφέρει στην άλλη τον πλούτο της δικής της μεθοδολογίας. Αυτές είναι προκλήσεις για το σχολείο του μέλλοντος, οι οποίες πρέπει επίσης να θεμελιώνονται πάνω σε ηθική και ανθρωπολογική σκέψη.

Η Pascale Toscani είναι λέκτορας της γνωστικής ψυχολογίας. Είναι διευθύντρια του GRENE (Ομάδα Έρευνας στις Εκπαιδευτικές Νευροεπιστήμες), στο Πανεπιστήμιο UCO στο Angers (Τμήμα Εκπαίδευσης), Γαλλία, και εργάζεται για την προώθηση των νευροεπιστημών στις εκπαιδευτικές πρακτικές.

ΠΗΓΗ: https://www.schooleducationgateway.eu/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.