Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Θουκυδίδης - Ο «πατέρας» του πολιτικού ρεαλισμού

«Αντεπίθεση», Δεκέμβριος 2018

Ο Θουκυδίδης υπήρξε ο πρώτος χρονογραφικά κριτικός, ιστοριογράφος και σημαντικός αττικός πεζογράφος της αρχαιότητας. Έμεινε γνωστός, κυρίως, για την συγγραφή της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου, που διεξήχθη μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης,  ενός κλασικού ιστορικού έργου, το πρώτο στο είδος του, με την αφήγηση των γεγονότων να διέπεται από απόλυτη τεκμηρίωση.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι το έργο του Θουκυδίδη άσκησε μεγάλη επιρροή σε πλήθος ιστορικών, ενώ πολλοί πολιτικοί επιστήμονες συνεχίζουν την μελέτη του ακόμη και σήμερα. Θεωρείται ο «πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού», καθώς ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε αμερόληπτα την κριτική στην ιστορική έρευνα, αναζητώντας τις αιτίες πίσω από όλα τα ιστορικά στοιχεία που απασχόλησαν το έργο του.
Τα στοιχεία που μας παραδίδονται για την ζωή και την δράση του θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από ελάχιστα έως πενιχρά, καθώς κύρια πηγή πληροφοριών αποτελούν μονάχα κάποιες αναφορές του ίδιου του συγγραφέα μέσα από το έργο του, καθώς και κάποιες μεταγενέστερες πηγές, όπως είναι οι «Βίοι» και το σχετικό λήμμα στο «Λεξικό της Σούδας».
Γεννήθηκε στον δήμο Αλιμούντος περί το 470 π.Χ. και ήταν πολιτογραφημένος Αθηναίος. Η παράδοση μας πληροφορεί ότι πατέρας του ήταν ο Ολάρος, ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή της Θράκης απέναντι από την Θάσο, ο οποίος ήταν απόγονος του βασιλέα της Θράκης, Ολόρου, του οποίου την κόρη, που ονομαζόταν Ηγησιπόλη, είχε νυμφευτεί ο Μαραθωνομάχος πολιτικός και στρατηγός Μιλτιάδης. Ακόμη, λέγεται ότι ο Θουκυδίδης είχε συγγένεια με τους Πεισιστράτιδες, καθώς και ότι είχε μια θυγατέρα και έναν γιο, τον Τιμόθεο.
Η πλούσια οικονομική κατάσταση του πατέρα του τον διευκόλυνε σημαντικά, ώστε να λάβει άρτια παιδεία και αγωγή, μαθητεύοντας στο πλευρό του φιλοσόφου Αναξαγόρα και του ρήτορα Αντιφώντα, του οποίου την αρετή εξήρε στα συγγράμματα του. Στην γνώση και στην πνευματική του διαμόρφωση επέδρασε πλήθος σοφών, που συνέρρεε την εποχή εκείνη στην πόλη των Αθηνών, με την διάνοια του να διαμορφώνεται καθοριστικά από την Αθήνα του Αναξαγόρα, του Αντιφώντα και του Περικλή. Την Αθήνα, που ο ίδιος ονόμαζε «Ελλάδος παίδευσιν».
Παρά την ολιγαρχική και συντηρητική του καταγωγή, ο Θουκυδίδης ήταν διαποτισμένος από τις δημοκρατικές παραδόσεις. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι σε επίπεδο πολιτικής έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Περικλή, επιδοκιμάζοντας την εξουσία που είχε στο λαό, παρόλο που αποστρεφόταν τους λαϊκιστές δημαγωγούς που τον διαδέχτηκαν. Δεν ήταν υπέρμαχος της ριζικής δημοκρατίας που προωθούσε ο Περικλής, αλλά θεωρούσε ότι ήταν αποδεκτή όταν λειτουργούσε υπό την καθοδήγηση ενός ικανού ηγέτη.
Κατά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου υπολογίζεται ότι ο Θουκυδίδης ήταν μεταξύ 25 - 30 ετών περίπου, ενώ υπάρχει και μια εκδοχή σύμφωνα με την οποία προσεβλήθη και ο ίδιος από την φοβερή επιδημία που έπληξε την πόλη των Αθηνών το διάστημα 430 π.Χ. - 427 π.Χ., με αποτέλεσμα την εξόντωση του ενός τετάρτου του πληθυσμού της, μεταξύ του οποίου ήταν και ο Περικλής. Ωστόσο, ο Θουκυδίδης επέζησε για να τον καταγράψει σε όλη του την δραματικότητα λίγο αργότερα στο έργο του.
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές το 424 π.Χ. εκλέχτηκε στρατηγός, αναλαμβάνοντας την διοίκηση επτά πλοίων που αγκυροβολούσαν στη Θάσο, με στόχο την ανακοπή της προελάσεως του Σπαρτιάτη Βρασίδα, ο οποίος πολιορκούσε την Αμφίπολη, μια παραλιακή πόλη της Μακεδονίας στα δυτικά της Θάσου, η οποία έχαιρε ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας για την Αθηναϊκή Συμμαχία λόγω της ναυπηγήσιμης ξυλείας που προσέφερε η περιοχή, ευρισκόμενη παράλληλα κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου.
Η εκλογή του Θουκυδίδη, εντούτοις, δεν ήταν καθόλου τυχαία, καθώς ο αρχαίος  κόσμος θεωρούσε ότι μπορούσε να ασκήσει σημαντική επιρροή, επειδή ήταν γνωστός στην περιοχή της Σκαπτής Ύλης, δεδομένου ότι ήταν ιδιοκτήτης μεταλλείων χρυσού. Ωστόσο, πληροφορίες παραδίδουν ότι δεν πρόλαβε να βοηθήσει τους πολιορκούμενους, γιατί ο Βρασίδας πρότεινε ευνοϊκούς όρους παράδοσης, τους οποίους δέχθηκαν πριν φθάσει ο Θουκυδίδης. Το αποτέλεσμα ήταν να κατηγορηθεί για προδοσία και να καταδικαστεί με εις θάνατον ποινή, αλλά εκείνος κατόρθωσε να διαφύγει την εκτέλεση αυτοεξοριζόμενος, εγκαταλείποντας την πατρίδα του για είκοσι έτη.
Στο σημείο αυτό, όμως, αξίζει να επισημανθεί ότι η φυγή του αυτή ωφέλησε τελικά την ιστορία των γραμμάτων, καθώς η εξορία του εξασφάλισε χρόνο για να περιηγηθεί σε τόπους που είχαν μετατραπεί σε σκηνή πολέμου, μελετώντας τα γεγονότα προσεκτικά και απερίσπαστος. Έτσι, αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη συγγραφή της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου, ενώ  για την συλλογή στοιχείων επισκέφθηκε τόπους μαχών και πλήθος ελληνικών πόλεων. Ωστόσο, δεν περιόριζε την αντικειμενικότητα του μόνο στα γεγονότα που είχε βιώσει ο ίδιος και τα οποία ήταν δυνατόν να ελέγξει, αλλά αντλούσε στοιχεία από προγενέστερους του, αφού πρώτα προέβαινε στην εξαντλητική τους διασταύρωση.
Από την εναργή αφήγηση των γεγονότων στα  έργα του, φαίνεται πολύ πιθανό να είχε επισκεφτεί τελικά την Ιταλία, και συγκεκριμένα την Σικελία, κατά την διάρκεια της ατυχούς εκστρατείας των Αθηναίων. Επίσης, ο Θουκυδίδης είχε παραμείνει για αρκετό καιρό κοντά στον φιλόμουσο βασιλιά της Μακεδονίας  Αρχέλαο, ενώ αργότερα μετέβη στην Σκαπτήν Ύλη, όπου συνέγραψε το έργο του, αποβιώνοντας κάποια στιγμή τελείως απροσδόκητα, όπως άλλωστε μαρτυρεί το έργο του, που τελειώνει εντελώς ξαφνικά. Ωστόσο, ορισμένοι υποθέτουν ότι δολοφονήθηκε στην Θράκη ή στην Αθήνα μετά την επιστροφή του από την εξορία. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην πόλη των Αθηνών και ετάφησαν στα «Κιμώνεια Μνήματα».
Με ήθος σεμνό και άμεμπτη ζωή, η ιστορία των γεγονότων από τον Θουκυδίδη μοιάζει με δράμα, το μεσαίο μέρος του οποίου αποτελεί η εκστρατεία των Συρακουσών, με την καταστροφή αυτή να αποτελεί συνάμα και την λύση του δράματος. Εντούτοις, πρέπει να αναφερθεί ότι το έργο του ούτε το τιτλοφόρησε ο ίδιος, ούτε προέβη στην διαίρεση του σε επιμέρους μέρη, με την μετέπειτα διαίρεση του σε οκτώ βιβλία, καθώς και τον τίτλο του «Θουκυδίδου Ιστορίαι ή Συγγραφή», να οφείλεται στους αρχαίους γραμματικούς.
Ο Θουκυδίδης εξιστορεί τα γεγονότα με εξαιρετική δραματική ομορφιά. Ωστόσο, ως ιστορικός είχε μελετήσει τους προηγούμενους λογογράφους και τους είχε νουθετήσει, καθώς τους ήλεγχε αυστηρά, καταφερόμενος εναντίον τους ότι έγραψαν ιστορία απλώς για τέρψη, με τον καθένα από αυτούς να εξιστορεί ότι θυμόταν και ότι του αφηγούνταν. Επίσης, σε ότι αφορά το φιλολογικό μέρος της συγγραφής του και το ύφος του, παρουσιάζει σπάνια εκφραστική δύναμη, εντυπωσιάζοντας με το δραματικό στοιχείο κατά την αφήγηση του. Στην ουσία αποτελεί ένα πρότυπο πεζογραφίας και ποιητικής δράσεως, ενώ τόσο η ρητορική του δεινότητα στην παρουσίαση των πολεμικών γεγονότων, όσο και οι αναλυτικές του παρατηρήσεις, δίνουν την πραγματική ερμηνεία του ιστορικού περιβάλλοντος.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο Θουκυδίδης αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους αληθινούς ιστορικούς, καθώς με την εισαγωγή της μεθόδου της ιστορικής αιτιότητας, δηλαδή της αναζήτησης των βαθύτερων αιτιών ενός γεγονότος, υπήρξε ο πρώτος που προσέγγισε την ιστορία με τρόπο επιστημονικό. Σε αντίθεση με τον προγενέστερο του Ηρόδοτο,  ο οποίος περιελάμβανε στην ιστορία του φήμες και αναφορές στην μυθολογία και στους θεούς, ο Θουκυδίδης συμβουλευόταν σε μεγάλο βαθμό τα γραπτά ντοκουμέντα, συνομιλώντας παράλληλα με ανθρώπους που είχαν συμμετάσχει στα γεγονότα που περιέγραφε. Δεν εξέταζε την τέχνη, την λογοτεχνία ή την κοινωνία της εποχής, αλλά αυστηρά ότι θεωρούσε ότι σχετιζόταν με τον πόλεμο, περιγράφοντας ένα συγκεκριμένο γεγονός και όχι μια ιστορική περίοδο.
Φανερά επηρεασμένος από το λογοτεχνικό είδος της τραγωδίας, συχνά αντιδιαστέλει την γνώμη με την τύχη, με πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα τον διάλογο μεταξύ των Μηλίων και των Αθηναίων. Ένα απόσπασμα ασυνήθιστο, γραμμένο σε μορφή που θυμίζει θεατρικό έργο, το οποίο αποτελεί ένα έμμεσο, αλλά σαφές σχόλιο σχετικά με την αναγκαιότητα μιας ηθικής βασισμένης στην λογική και όχι στην δύναμη.
Όσον αφορά στις πεποιθήσεις του Θουκυδίδη ως κριτικού ιστορικού, απέδιδε τα αίτια των όσων συμβαίνουν στον κόσμο, ενώ τα οδυνηρά αποτελέσματα του πολέμου τα απέδιδε, όχι στο θείο στοιχείο όπως ο Ηρόδοτος, αλλά στα φυσικά αίτια που ρυθμίζουν τα πάντα και στην ανθρώπινη φύση, που θέτει πάντα μπροστά την απληστία, την φιλοδοξία και τα πάθη. Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που όταν περιέγραφε την μανία των εμφύλιων πολέμων, καταδίκαζε απερίφραστα τα κίνητρα  τους.
Μη δεχόμενος στην ιστορία του την παρέμβαση των θεών στα ανθρώπινα δρώμενα, οι ηθικοί κανόνες για αυτόν ήταν άμοιροι της ιστορίας και των εξελίξεων, πόσο μάλλον στο πεδίο της Πολιτικής, όπου η Ηθική και η Δικαιοσύνη παραχωρούν την θέση τους στο «δέον», δηλαδή «εις το πρέπον γενέσθαι». Πρόκειται για τον ορθολογισμό του Θουκυδίδη στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων και την παρέμβαση του τυχαίου στη φύση των ανθρωπίνων πραγμάτων, που άλλοτε ακμάζουν και άλλοτε καταστρέφονται, εξαιτίας ενός τυχαίου περιστατικού.
Εντούτοις, αν και συχνά παρουσιάζεται αδιάφορος απέναντι στο θείο και στο μεταφυσικό στοιχείο, επισημαίνεται ότι ο Θουκυδίδης δεν ήταν σε καμιά περίπτωση πολέμιος της θρησκείας και των κανόνων της. Ωστόσο, απαλλαγμένος από θρησκευτικές προλήψεις, προτιμούσε να μην μετατρέπει την ιστορία σε θέατρο θαυμάτων, καθώς δεν πίστευε ότι τα εκάστοτε φυσικά φαινόμενα, όπως ήταν οι εκλείψεις του Ήλιου ή οι σεισμοί, αποτελούσαν θεία μηνύματα και προειδοποιήσεις. Αντιθέτως, όποτε το μίσος, η οργή, η καταστροφή, ο φόβος και η σφαγή λάμβαναν τερατώδεις διαστάσεις κατά την διάρκεια των εμφυλίων πολέμων, ο μεγάλος ιστορικός στεκόταν υπεράνω των άγριων παθών, νηφάλιος, βλέποντας μονάχα την αλήθεια και θέτοντας πάνω στην πατρίδα ελευθερία και στόχους.
Ο Θουκυδίδης είχε απόλυτη συναίσθηση της σπουδαιότητας και της σημαίνουσας σημασίας του έργου του για τις μελλοντικές γενεές. Έτσι, συνέγραψε την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου σύμφωνα με την αρχή του διαχωρισμού της Ηθικής από την Πολιτική, ενώ εξιστορούσε τα πολεμικά γεγονότα, με βαθύτερο στόχο του την απόδοση της Πολιτικής Ιστορίας της τότε Ελλάδος στους μεταγενέστερους του, με την μέγιστη γλαφυρότητα, ακρίβεια και ουδετερότητα.
Κλείνοντας, αξίζει να παρατεθεί  το ακόλουθο απόσπασμα, που πρόκειται για λόγια του ίδιου του ιστορικού, τα οποία φανερώνουν με απόλυτη σαφήνεια την αξία του έργου του, καθώς και την συμβολή του στην επιστήμη της Ιστορίας: «Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθή εις διαγωνισμόν και ν' αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών, διά να λησμονηθή μετ' ολίγον».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.