Το σπίτι ήταν παλιό και τα
δωμάτια του έμοιαζαν
με λαβύρινθο, έτσι κανείς δεν
έβρισκε το δρόμο
προς αυτά. Κάπου στο πίσω μέρος
του
υπήρχε ένα μικρό, παράξενο
δωμάτιο
που το μοναδικό παράθυρό του
ήτανε χτισμένο
με αρχαίες πέτρες. Εκεί το 'χα
συνήθειο να πηγαίνω
ολομόναχος, τότε που ήμουνα
μικρός και βυθισμένος
σε στοιχειωμένα όνειρα, πήγαινα
στο δωμάτιο
όταν η νύχτα κατέβαινε ολόμαυρη
και αινιγματική,
καθαρίζοντας το δρόμο μου απ' τις
αράχνες,
χωρίς, πράγμα παράξενο, να
φοβάμαι διόλου,
αλλά με δέος πάντα μέσα μου
που κάθε φορά μεγάλωνε.
Κάποτε, ύστερ' από χρόνια, έβαλα
εργάτες
ν' ανοίξουν το παράθυρο, γιατί
ήθελα να μάθω
τι υπήρχε εκεί έξω που οι
πρόγονοι μου
αποφεύγανε να δουν. Μα μόλις
γκρέμισαν τις πέτρες
που το κλείναν, ένας τρομαχτικός
αγέρας
χίμηξε από το εξωγήινο έρεβος που
έχασκε
πίσω του. Οι εργάτες έφυγαν σαν
τρελοί. Αλλά εγώ
κοίταξα. Κι είδα όλους τους
άγριους κόσμους
που πλημμύριζαν κάποτε τα παιδικά
μου όνειρα
να πλημμυρίζουν τώρα το χάος.
(Οι μύκητες
από τον Γιογγόθ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.