Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

«Ο στρατιώτης του μετώπου και η εσωτερική πολιτική», του Ernst Jünger

 

Το παρακάτω εξαιρετικό κείμενο, είναι ένα άρθρο του μεγάλου Γερμανού στοχαστή, Ernst Junger, στην εφημερίδα “Die Standarde”, στις 29 Νοεμβρίου 1925 και περιλαμβάνεται μαζί με άλλα πολλά δυνατά άρθρα του, στο δίτομο έργο “Πολιτικά και πολεμικά κείμενα”. Είμαστε στην Γερμανία την εποχή της Βαϊμάρης, ακριβώς στην καρδιά της ταραχώδους δεκαετίας του 1920, με τις πολλές ανακατατάξεις, τις αιματηρές αναταραχές και τις ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις.Εκείνα τα χρόνια η αξιολόγηση του Junger για τον Εθνικοσοσιαλισμό ήταν ακόμη σαφώς θετική. Μάλιστα στις 9 Ιανουαρίου του 1926, παρείχε ένα ειδικό αντίτυπο του βιβλίου του “Feuer und Blut”, με μια ειδική αφιέρωση στον Hitler. Έγραφε στην αφιέρωση τα εξής: «Στον Εθνικό Fuhrer, Adolf Hitler! – Ernst Junger». Λεπτομέρειες αναφέρει ο Schwarz, στο έργο του “Der konservative Anarchist” (Ο Συντηρητικός Αναρχικός). Η απάντηση του Hitler φέρει ημερομηνία 27 Μαΐου 1926 και συνοδευόταν από μια επιστολή στην οποία, εκτός από το ότι διαβίβασε τις γραπτές ευχαριστίες του στον Junger, τόνιζε ότι είχε διαβάσει «όλα» τα γραπτά του. Η Εθνικοεπναναστατική τάση της Συντηρητικής Επανάστασης, που ανήκε ο συγγραφέας, φαίνεται από το ύφος των γραπτών του.

*************************************************************

Ο στρατιώτης του μετώπου και η εσωτερική πολιτική, «Die Standarde», 29 Νοεμβρίου 1925, του Ernst Jünger

Ο γερμανικός στρατός ήταν μέχρι την κατάρρευσή του, το πιο αιχμηρό και αποτελεσματικό όργανο της πολιτικής. Διότι χρησιμοποιώντας τον, έπρεπε να αποτραπεί η συζήτηση της πολιτικής στις τάξεις του, όπως και στις τάξεις του κάθε καλού στρατού. Ο στρατιώτης του μετώπου, ο οποίος από τα διαλυμένα στελέχη του παλιού στρατού προσπαθούσε να συγκεντρώσει γύρω του μια νέα κοινωνία, θεωρούσε την προαναφερθείσα πρόταση από την αρχή της σύντομης ιστορίας του, ως ένα προφανές γεγονός στο οποίο είχε συνηθίσει από καιρό. Και για αυτόν τον λόγο έθετε τον εαυτό του – σε σχέση με άλλες δυνάμεις του Κράτους κάθε φορά που τις συναντούσε στην πολιτική σφαίρα – σε κατάσταση υποταγής από την αρχή. Μόνο εκεί που συνέχιζε να υπάρχει ισχυρή θέληση για εξουσία, έτοιμη για να υπηρετήσει, είτε του ίδιου του κράτους, είτε της πρωτοβουλίας μεμονωμένων στρατιωτών του μετώπου, μια τέτοια βούληση επέδειξε δοκιμασίες αντάξιες της παλιάς του μορφής. Στη Βαλτική, στην Πολωνία και στην καταστολή των κομμουνιστικών εξεγέρσεων, η θέληση για εξουσία ανέπτυξε τους άνδρες της, αλλά ο ρόλος της σε σχέση με το κράτος είχε γίνει διαφορετικός. Αυτός ο ρόλος είχε γίνει ένα είδος ρόπαλου που φυλασσόταν μέσα σε ένα σακί, το οποίο κάποιος το έκρυβε και το καταριόταν πρόθυμα, ακόμα και αφού το είχε χρησιμοποιήσει, απαλλάσσοντας τον εαυτό του από τις πιο επείγουσες ανάγκες και το οποίο μόλις το εμπιστευόταν στον νέο στρατό, γινόταν εξαιρετικά άβολο.

Δεν πρέπει να αρνηθούμε όμως ότι η ευγνωμοσύνη ανήκει μόνο στις πρωτοβουλίες των παλιών στρατιωτών του μετώπου, για τη διατήρηση των ανατολικών μας συνόρων και για την έναρξη που έγινε για την ανοικοδόμηση ενός νέου κράτους. Όποιος ξεχνά την εποχή των εργατικών και στρατιωτικών συμβουλίων, πρέπει να αναγνωρίσει ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά. Το ερώτημα παραμένει στο αν η ριζική θεραπεία δεν θα είχε καλύτερα αποτελέσματα. Δεν θέλουμε να καυχηθούμε ότι χωρίς εμάς, άνθρωποι σαν τον Scheidemann (ΣτΜ, ήταν Γερμανός πολιτικός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας SPD) θα είχαν μια πολύ διαφορετική μοίρα. Πρώτα από όλα δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να καυχηθούμε σε αυτό και δεύτερον, θα προτιμούσαμε να αναγνωρίσουμε ότι ο στρατιώτης του μετώπου, αν το ζήτημα εξαρτιόταν από αυτόν, θα είχε επιτρέψει, όπως ο κομμουνιστής, σε αυτούς τους ανθρώπους να έχουν ακριβώς την ίδια μοίρα. Το πιο σημαντικό λοιπόν ήταν «να ξεφορτωθούν τον Βεελζεβούλ, ακόμα κι αν ο διάβολος χαιρόταν γι’ αυτό».

Το ότι ο στρατιώτης του μετώπου δεν τοποθετούσε καθόλου το ένα κράτος δίπλα στο άλλο στο ίδιο επίπεδο και που από καθαρή τύχη εργαζόταν στη συνέχεια με ακριβώς τον ίδιο ζήλο, τόσο για το ένα όσο και για το άλλο, αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια των ημερών του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Kapp, που κάποιος ήθελε να μετατρέψει σε ένα φρικτό έγκλημα αφού λίγο πριν, είχε γίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αυτό που ήθελε ο Ehrhardt (ΣτΜ, Γερμανός αξιωματικός του ναυτικού και διοικητής των Freikorps, αυτός που ηγήθηκε στο αποτυχημένο πραξικόπημα Kapp) εκείνη την εποχή, δηλαδή να διεξαχθεί μια σύντομη δίκη, ήταν μακράν το προτιμότερο. Από την άλλη πλευρά αποδείχθηκε για άλλη μια φορά, ότι ο στρατιώτης του μετώπου είχε μάθει να ενεργεί με βία, αλλά όχι να θέτει τη θέλησή του σε σχέση με ένα σύστημα πολιτικών δυνάμεων. Μια «Επανάσταση χωρίς μέθοδο»: αυτό ακριβώς έγινε τότε. Συνθήματα όπως «ησυχία και τάξη», που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή, δεν αρκούν για να κρατήσουν ούτε ένα σκυλί ήσυχο. Ο πόλεμος θα έπρεπε πρέπει να μας είχε διδάξει ότι χρειαζόμαστε ακριβείς στόχους ή όπως λένε στη γλώσσα της εσωτερικής πολιτικής, ένα πρόγραμμα.

Ο Hitler έκανε ένα μεγάλο βήμα μπροστά. Έλεγε αυτό που ήθελε και το έλεγε τόσο καλά, που τον καταλάβαιναν ακόμη και οι κύκλοι της εργατικής τάξης. Δυστυχώς, πρέπει να αναγνωρίσουμε ρητά ότι η γλώσσα του έγινε εξαιρετικά ανασφαλής, τη στιγμή που ο στρατιώτης του μετώπου, άρχισε να τον επηρεάζει με εκείνη την έλλειψη πολιτικού ενστίκτου που διέθετε. Θα έπρεπε να είχε αφεθεί να ιδρύσει τα δικά του Εθνικοσοσιαλιστικά συνδικάτα ο Hitler . Αυτός ήξερε πώς να σπάσει και το πιο σκληρό έδαφος. Δεν είχε έρθει ακόμη η μέρα που η δύναμή του θα απέδιδε καρπούς. Σε κάθε περίπτωση, όσα κατάφερε να πετύχει σε απίστευτα σύντομο χρονικό διάστημα δεν ήταν μάταια. Τουλάχιστον έχουμε δει ότι ο εργάτης παρέχει το πιο χρήσιμο εργαλείο για τον σύγχρονο εθνικισμό, αν ξέρουμε πώς να το χρησιμοποιούμε με σύνεση. Αλλά έχουμε πραγματικά σκεφτεί προσεκτικά τι είναι ο σύγχρονος εθνικισμός; Μήπως έχουμε ήδη αναγνωρίσει αυτό το φαινόμενο, το οποίο διαφέρει σαφώς από τον πατριωτισμό, ο οποίος, από την πλευρά του, δεν είναι πάνω από εκατό ετών; Έχουμε στην πραγματικότητα σκεφτεί τους λόγους για τους οποίους παραδόξως, αυτός μπορεί να φουντώσει με τον πιο ορμητικό τρόπο στις βιομηχανικές περιοχές και να αποτελέσει – σε περιοχές όπου ο κομμουνισμός έχει παρέλθει – την κληρονομιά, που εκείνος άφησε πίσω του;

Το γεγονός ότι ο Hitler δρα στο Μόναχο και όχι στο Βερολίνο, του ήταν ένα εμπόδιο. Εδώ, στην πραγματικότητα κατέληξαν αναγκαστικά σε σύγκρουση δυνάμεις, που ακόμη και σήμερα δεν φαίνονται ορατά διακριτές η μία από την άλλη και όμως είναι θεμελιωδώς διαφορετικές. Αυτό που συνέβη εκεί, ήταν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και διδακτικό πείραμα. Αρκεί να πούμε τα εξής: Οι κίνδυνοι που θα αντιμετωπίσει ο εθνικισμός στην πορεία του – προδιαγεγραμμένη και σκοτεινά προαναγγελμένη – ,δεν κρύβονται στα μαρξιστικά προπύργια από τα οποία, προς το παρόν, λιποτάκτες τρέχουν κατά κύματα στις τάξεις του, όπως στην Ιταλία, όπου ο αριθμός των κομουνιστικών συνδικάτων έχει μειωθεί σε εβδομήντα χιλιάδες εγγεγραμμένα μέλη. Ακόμα και σήμερα, στην κίνηση των στρατιωτών του μετώπου – και όχι μόνο εκεί – δύο πολύ διακριτοί κύκλοι έχουν συγχωνευθεί. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να ακολουθήσει μια σύγκριση και θα αποκαλυφθεί ότι ο φαινομενικά αδιάφορος χρωματισμός, τον οποίο δικαίως αποδοκιμάζουν πολλοί, δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αποτέλεσμα της σύντηξης δύο καθαρά βασικών χρωμάτων.

Έχει περάσει πολύς καιρός από εκείνες τις μέρες του Νοεμβρίου που είδαν το κίνημα του Hitler να αποτυγχάνει. Δυστυχώς πρέπει να παραδεχτούμε, ότι εν τω μεταξύ η κατάστασή μας έχει γίνει σαφή. Είμαστε ακόμη εγκλωβισμένοι σε έναν πόλεμο χαρακωμάτων, δεν έχουν ακόμη τεθεί πολεμικοί στόχοι με επαρκή πειστική δύναμη, ούτε έχουν επιδειχθεί μπροστά από τις μάζες ακαταμάχητα σήματα επίθεσης. Ή μήπως δεν θέλουμε καθόλου μάχη; Θέλουμε να ζήσουμε στο νέο σπίτι ως ειρηνικοί ένοικοι; Αυτό θα σήμαινε ότι θα αρνηθούμε την καταγωγή μας. Οι στόχοι ενός κράτους που ανεγέρθηκε χωρίς την έγκρισή μας, μπορούν να συμπίπτουν με τους δικούς μας μόνο εάν και μόνο εφόσον, συμπίπτουν με εκείνους του «Reich». Ή μήπως θέλουμε να δώσουμε την αναγνώρισή μας στην πλειοψηφία που βρίσκεται στην εξουσία; Αλλά σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε ήδη να αναγνωρίσουμε, κατά τη διάρκεια του πολέμου, την πλειοψηφία των εθνών, όπως προβλέπεται από τον Χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών.

Πρέπει να έχουμε καθαρές ιδέες σχετικά με το τι θέλουμε. Θέλουμε να δημιουργήσουμε έναν σύλλογο που να εκπροσωπεί τα κοινά συμφέροντα των βετεράνων; Θέλουμε να είμαστε μια ιδανική κοινότητα που σκάβει και οργώνει το σάπιο έδαφος; Ή αλλιώς ένα κόμμα που στέλνει έναν ορισμένο αριθμό στρατιωτών του μετώπου στο κοινοβούλιο; Θα προτιμούσαμε ίσως να θέσουμε τους εαυτούς μας στη διάθεση ενός από τα υπάρχοντα κόμματα, ως δυνητικό παράγοντα; Ή μήπως τελικά θέλουμε να είμαστε μια δύναμη που καταλαμβάνει η ίδια την εξουσία; Σε καθεμία από αυτές τις υποθέσεις, υπάρχει ένα στοιχείο που τις καθιστά αποδεκτές. Ένα πράγμα, ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσουμε: εντός του Κράτους θα έχουμε τη σημασία και τον ρόλο που αποδίδουμε στους εαυτούς μας. Αν θέλουμε εξουσία, πρέπει να είμαστε εξοπλισμένοι για να την έχουμε. Τότε είναι που πρέπει να χτυπήσουμε τη γροθιά στο πυρακτωμένο σίδερο της διεθνούς πολιτικής. Τότε θα είναι μάταιες όλες οι ρητορικές συζητήσεις του τύπου: «εθνικό πνεύμα, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης», ή «να είσαι πάνω από τα κόμματα», ή όπως αλλιώς θέλετε να το διατυπώσετε. Επομένως, είναι καλύτερο να επικεντρωθούμε σε σαφή χρώματα και σαφείς λέξεις: πώς τοποθετούμαστε σε σχέση με το κράτος;

Υπάρχουν μόνο δύο σαφείς πιθανές θέσεις. Είτε αναγνωρίζουμε την κατάσταση στην οποία ζούμε, είτε όχι. Αν επιλέξουμε την πρώτη επιλογή, έχουμε το δικαίωμα και την υποχρέωση να επιβάλουμε το πρόγραμμά μας εντός του Κράτους και με τα εργαλεία που είναι συμβατά με το σύνταγμά του. Αυτό μπορεί να συμβεί εάν οι Ενώσεις συγχωνεύσουν τις ψήφους τους σε ένα από τα εθνικά κόμματα, ή εάν οι ίδιες σχηματίσουν ένα κόμμα πολεμιστών στον τελευταίο πόλεμο. Με αυτόν τον τρόπο καταλήγουν να αρθρώνονται εντός του συστήματος εξουσίας του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Αν κυριαρχήσει μια εθνική πλειοψηφία όλα θα είναι εντάξει. Αν συμβεί το αντίθετο, θα υπερισχύσει η κωλυσιεργία. Όμως όλα συμβαίνουν σύμφωνα με τον νόμο, σύμφωνα με μια νομιμότητα που, στις ημέρες της ακραίας εθνικής μας ύφεσης, είχε καθιερωθεί ως ο κανόνας. Είναι αυτό που αποκαλώ ψυχρή διαδικασία, που υποστηρίζεται από ένα από αυτά τα στρώματα χρώματος που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Η δεύτερη προσέγγιση είναι η επαναστατική. Δικαιολογείται περίπου ως εξής: ο απώτερος στόχος της εσωτερικής πολιτικής πρέπει να είναι η δυνατότητα άσκησης μιας ισχυρής εξωτερικής πολιτικής. Το κράτος δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μάλλον ένα μέσο για την εκτεταμένη υλοποίηση της εθνικής ιδέας. Το αν η εθνική ιδέα εκπροσωπείται από πολλές ή λίγες ψήφους είναι ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας. Σε κάθε περίπτωση, είναι η καλή ιδέα. Σήμερα δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι με μια εθνική κυβέρνηση, εφόσον υπάρχει η πιθανότητα – υποστηριζόμενη από το νόμο – να διαλυθεί αύριο από μια αδιάφορη κυβέρνηση, ή ακόμα και από μια κυβέρνηση που κινείται προς την ίδια κατεύθυνση με τη διεθνή σκέψη. Πρέπει να προσπαθήσουμε με κάθε τρόπο να τοποθετήσουμε τους εθνικιστές στην κορυφή του κράτους, δηλαδή σε θέσεις ανεξάρτητες από την καλοσύνη ή την κακία των μαζών. Οι στόχοι όλων των κομμάτων, ακόμη και εκείνων που επιδιώκουν την απόλυτη εξουσία, όπως οι Κομμουνιστές, καθορίζονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από οικονομικές επιπτώσεις.

Και εμείς θα θέλαμε να επιτύχουμε την απόλυτη εξουσία, αλλά σκοπεύουμε να προσπαθήσουμε να αποκλείσουμε το οικονομικό στοιχείο, όπως ακριβώς έχει αποκλειστεί από τις θρησκευτικές κοινότητες. Αναγνωρίζουμε όποιον είναι εθνικιστής και πολεμάμε οποιονδήποτε και οτιδήποτε δεν είναι εθνικιστικό. Ακόμα και η μορφή του κράτους είναι δευτερεύουσας σημασίας για εμάς, αν το σύνταγμά του είναι αυστηρά εθνικό. Προτιμούμε μια ρεπούμπλικα διαποτισμένη με εθνικιστικό πνεύμα, από μια φιλελεύθερη μοναρχία. Αν, από την άλλη πλευρά, το Κράτος δεν αντιπροσωπεύει την ανεπιφύλακτη υλοποίηση του εθνικού ιδανικού, θέτουμε τους εαυτούς μας στη διάθεσή του, μόνο όταν οι εκφράσεις του συμπίπτουν με τις εθνικές ανάγκες. Ουσιαστικά όμως εργαζόμαστε εναντίον του, ανεξάρτητα από τη σύνθεση της πλειοψηφίας του. Δεν θέλουμε να σχηματίσουμε κόμμα, δεν θέλουμε να ψηφίσουμε, αυτό θα σήμαινε ότι θα αναγνωρίζαμε το Κράτος, θα γινόμασταν ένα από τα όργανά του, αντί να είμαστε εναντίον του. Θέλουμε να εξελιχθούμε σε μια ανεξάρτητη δύναμη, η οποία μια μέρα θα είναι πιο ισχυρή από το κράτος.

Βλέπουμε στον κομμουνιστή τον καλύτερό μας πρωτομάστορα. Μπορεί ακόμη και να δημιουργήσει ένα κτίριο που παραπαίει, μπορεί ακόμη και να διαβρώσει βαθιά το κοινοβουλευτικό συγκρότημα, καθιστώντας το γελοίο: το έργο μας θα μετριαστεί ούτως ή άλλως από το δικό του. Είμαστε βετεράνοι, κρατάμε ψηλά τη σκέψη των όπλων. Σε εκείνον τον μεγάλο, διάσημο πόλεμο, βγήκαμε στο πεδίο της μάχης για να πολεμήσουμε λυσσαλέα στο όνομα της Ριζοσπαστικής Εθνικής δεξιάς, και ακόμη και τώρα νιώθουμε ότι καλούμαστε να αγωνιστούμε γι’ αυτήν. Όποιος θέλει να πολεμήσει μαζί μας είναι ευπρόσδεκτος. Σχηματίζουμε ενότητα με το αίμα μας, την ψυχή μας, τη μνήμη μας. Είμαστε «το κράτος εν κράτει», το μπλοκ επίθεσης γύρω από το οποίο πρέπει να συσπειρωθούν οι μάζες. Δεν μας ενδιαφέρουν και πολύ οι μεγαλοπρεπείς ομιλίες, εκατό νέοι υποστηρικτές είναι πιο σημαντικοί για εμάς, από μια νίκη στο κοινοβούλιο. Μερικές φορές πραγματοποιούμε εορτασμούς ( ΣτΜ, εδώ αναφέρεται στο «Frontsoldatentagen», τις «ημέρες των στρατιωτών του μετώπου»), για να αφήσουμε την εξουσία να παρελάυνει σε κλειστές πομπές και για να μην ξεχνάμε πώς κινούνται οι μάζες. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετέχουν ήδη σε παρόμοιους εορτασμούς. Η ημέρα που το κοινοβουλευτικό κράτος θα δεχθεί την επίθεσή μας και θα ανακηρύξουμε εθνική δικτατορία, θα είναι η μεγαλύτερη ημέρα γιορτής μας. Αυτοί είναι οι δύο δρόμοι που μας οδηγούν στο μέλλον: ο κρύος και ο καυτός. Δεν υπάρχει ένα ζεστό μονοπάτι , ωστόσο, το πόσο μπορεί να συγχέεται η μία από τις δύο οδούς με την άλλη, είναι μόνο θέμα τακτικής ικανότητας…

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.