«Το δάσος είναι περισσότερο ένας ψυχολογικός χώρος. Η θέληση για αντίσταση είναι αυτή που ορίζει τα όριά του και του δίνει τον χαρακτήρα του. Και αυτή η θέληση για αντίσταση μπορεί να εκδηλωθεί εξίσου καλά σε μια σοφίτα ή ένα κελάρι, όσο και στο ίδιο το δάσος. Θα μπορούσε επίσης να πει κανείς ότι το όνειρο είναι το δάσος. Ένας άνθρωπος, λοιπόν, δεν ασχολείται πλέον καθόλου με την πραγματικότητα γύρω του. Ζει τη ζωή του στο όνειρο, τη ζωή του στη λογοτεχνική του ύπαρξη. Βλέποντάς τον απέξω, αυτός ο άνθρωπος μοιάζει εντελώς με έναν τρομερό αστό. Στην πραγματικότητα όμως, είναι ένας επαναστάτης – ίσως ακόμη πιο επικίνδυνος επαναστάτης από κάποιον που αφήνει γενειάδα και επιδίδεται σε μεγαλαυχία...»
Αυτά είναι τα λόγια του μεγάλου Γερμανού, σε μια συνέντευξη του την δεκαετία του 1980, για το αριστούργημα του «Το πέρασμα στο δάσος». Πάμε τώρα και εμείς να περιγράψουμε – μόλις εκδόθηκε στα ελληνικά – το έργο αυτό στο κοινό, για να μπορέσει να καταλάβει με απλό τρόπο το πνεύμα του βιβλίου. Βρισκόμαστε στο 1951. Η Ευρώπη έχει βγει από την καταστροφή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενός μεγάλου πολέμου, αδελφοκτόνου, που τον θέλησαν και προκάλεσαν οι γνωστές Ελίτ. Η Γερμανία είναι η μεγάλη χαμένη σε όλα τα επίπεδα. Έξι χρόνια νωρίτερα και μέσα από τα ερείπια της σύγκρουσης και της πολλαπλής εισβολής, διαιρεμένη πλέον η Γερμανία μεταξύ Αμερικανών και Σοβιετικών, αναδύθηκαν τα πρώτα σκληρά χτυπήματα της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας. Μια μεγάλη οικονομική ανάπτυξη με μια ταχεία ανοικοδόμηση, που κατέστη δυνατή χάρη στην εισροή των περίφημων αμερικανικών κεφαλαίων. Κεφάλαια που εξαγόρασαν μυαλά και συνειδήσεις. Στην άλλη πλευρά, την ανατολική, ένα άλλο σκοτάδι διαφορετικού τύπου, αλλά του ίδιου πνεύματος. Και όλα αυτά με την απειλή μιας επικείμενης παγκόσμιας σύγκρουσης μεταξύ των μεγάλων Αφεντάδων του κόσμου. Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν, ο τεράστιος Γερμανός στοχαστής, πολεμιστής και συγγραφέας, Ernst Jünger, τόνισε την πλέον ασταμάτητη πρόοδο του φιλελεύθερου και μαρξιστικού μηδενισμού και έγραψε το “Der Waldgang” (Το πέρασμα στο Δάσος). Πρόκειται για μια μεσαιωνική Ισλανδική έκφραση. Ο Waldgänger, αυτός που πέρασε στο δάσος, που κρύφτηκε οικειοθελώς, επειδή ήταν παράνομος ή απαγορευμένος, ίσως ένας Επαναστάτης. Αυτή η ενέργεια ενσάρκωνε τη θέληση του συγκεκριμένου Επαναστάτη ώστε να μπορέσει να επιβληθεί στην ζωή μόνο με τη δική του δύναμη. Μας καθοδηγεί όμως πολύ όμορφα για το ύφος του βιβλίου, η εισαγωγή από τον Κώστα Τενίδη, που μετέφρασε και επιμελήθηκε το δύσκολο αυτό έργο.
Ο Jünger είναι επιθετικός, σκληρός προς όλες τις κατευθύνσεις, όλα τα καθεστώτα, αλλά κυρίως σε αυτή την δημοκρατία που ήρθε σαν «ΣΩΤΗΡΙΑ». Στο βιβλίο αυτό, η εκλογική πρακτική αμφισβητείται έντονα και σκληρά ως ένας «κοινότοπος αυτοματισμός». Για τον Jünger, η δημοκρατική νομιμοποίηση της εξουσίας έχει πλέον ανατραπεί πλήρως στον εικοστό αιώνα. Η εξουσία είναι αυτή που επιβάλλει «τον νόμο στους ψηφοφόρους και όχι το αντίστροφο». Ένας προσεχτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει, ότι ο συγγραφέας θέλει να τονίσει τη μη δημοκρατική φύση του δυτικού φιλελεύθερου κοινοβουλευτισμού, ο οποίος έχει περιοριστεί σε έναν απρόσωπο και «απολύτως μη συμμετοχικό μηχανισμό» σε αντίθεση με την κλασική Αθήνα της αρχαιότητας. Με τον τρόπο αυτό σκοπεύει να αναδείξει τη μορφή εκείνων που δρουν εκτός του περιφράγματος που επιβάλλει ο εκλογικός κομφορμισμός. Αυτός που τολμά να πει το όχι σε ένα δημοψήφισμα, σε μια εκλογική αναμέτρηση, είναι ο μόνος που μας εμποδίζει ώστε να «καταντήσουμε στην κατάσταση των τερμιτών» όπως λέει με το δικό του ύφος ο Γερμανός. Βέβαια αυτή η «ανωμαλία», εκείνος που θα τολμήσει να πει το όχι, αντιπροσωπεύει μόνο το 1 ή 2% του πληθυσμού για τον συγγραφέα.
Πρόκειται για τον μόνο που είναι ικανός να αντιταχθεί πραγματικά στην εξουσία, δηλαδή «στην ικανότητα του ηγεμόνα να δημιουργήσει ένα τέτοιο θεσμικό σύστημα, που αναγκάζει ασυνείδητα τον ψηφοφόρο να νομιμοποιήσει και να αποδεχτεί ένα σύστημα που αρχικά ωφελεί μόνο την ίδια την εξουσία». Αυτό το μοναδικό “όχι” ενάντια στα άλλα ενενήντα εννέα εννέα “ναι”, ενσαρκώνει την ελευθερία που υπερισχύει της αναγκαιότητας, το θάρρος του ατόμου ενάντια στη μονοτονία του πλήθους. Βέβαια αυτό το άτομο, το μοναδικό όχι, γίνεται αυτομάτως και ο εχθρός της κοινωνίας, ο εγκληματίας, ο απαγορευμένος…ο Επαναστάτης που περνά στο δάσος. Η εξουσία προχωρά στη συνέχεια στο να αυτοανακηρυχθεί υπερασπιστής της πλειοψηφίας, νομιμοποιώντας το μονοπώλιο της βίας δυνάμει του «κοινού καλού» που σκιαγραφεί: εδώ βλέπουμε και το άλλο πρόσωπο της εξουσίας.
Να λοιπόν που εδώ, ο Γερμανός στοχαστής δημιουργεί και την επόμενη τρομερή φιγούρα του, τον Επαναστάτη, μετά τον Εργάτη της δεκαετίας του 1920. Θα ακολουθήσει το 1977 η τρίτη και πιο δυστοπική φιγούρα, σημεία των καιρών, αυτή του Άναρχου. Ο Επαναστάτης επιλέγει το «δάσος», το οποίο αποτελεί τόπο καταφυγίου και έμπνευσης. «Το άτομο δεν έλκεται από το δάσος παθητικά: πηγαίνει εκεί οικειοθελώς ως ενεργό υποκείμενο». Είναι το άτομο που ανακαλύπτει ξανά την ενέργειά του, που ξαναβρίσκει την φλόγα του που δεν μπορεί να σβήσει η νεωτερικότητα και η σύγχρονη τεχνολογία. Από ένα «απλό 1%», γίνεται κάτι «οργανικό και αύταρκες». Μέσα στο βιβλίο δίνεται μια φιλοσοφική περιγραφή για την επιλογή αυτή της φύσης και της σχέσης της με τον άνθρωπο. Εξάλλου, όπως μας λέει ο ίδιος ο στοχαστής, το δάσος και η φύση είχαν ανέκαθεν μια προνομιακή κεντρική θέση στη φαντασία των ανθρώπινων πολιτισμών.
Ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του έναν “Waldgänger” «καταφέρνει να διεισδύσει στα πλέγματα του Είναι, της Ύπαρξης. Είναι άτρωτος στις ατυχίες του παρόντος. Είναι έτοιμος να δώσει μάχη στο όνομα της ελευθερίας, εκφράζοντας μια ισχυρή άρνηση για τον αυτοματισμό και για την ασφυκτική ασφάλεια που υπόσχεται ο Λεβιάθαν». Και εδώ βλέπουμε καθαρά και την επιρροή που του είχε περάσει ο φίλος του ο Martin Heidegger, με τις ατελείωτες φιλοσοφικές τους συζητήσεις για το Είναι και τον Μηδενισμό. Ο Επαναστάτης του Junger είναι άτρωτος στον φόβο, ο οποίος είναι διαδεδομένος στις σημερινές κοινωνίες. Η αγωνία είναι κυρίαρχη της καθημερινής ζωής, «έτσι ώστε ο τρομοκρατημένος πολίτης να χρειάζεται νευρωτικά την υποταγή σε αυτό που θεωρείται κομφορμιστικό». Ο συγγραφέας υπογραμμίζει με τον τρόπο του, πώς η πορεία προς την ελευθερία είναι σήμερα γεμάτη με μεγάλους περιορισμούς και εξαναγκασμούς. Η σκληρότητα αυτής της πορείας, «εξηγεί, τελικά γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν τον καταναγκασμό. Η ιστορία όμως συνεχίζει να γράφεται από ελεύθερους ανθρώπους. Η θυσία τους στο τέλος δεν πάει χαμένη».
Και ακριβώς εδώ, έρχεται μπροστά το πρώτο και πιο τρομερό πρόσωπο της εξουσίας, το πιο προφανές και βίαιο. Ο Junger το παρομοιάζει στο έργο του με τον Λεβιάθαν όπως είδαμε πιο πάνω, ο οποίος «προσπαθεί σπασμωδικά να μειώσει τους χώρους αυτονομίας του ατόμου χρησιμοποιώντας την τεχνική και τον μηδενισμό για να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο την εμφάνιση άλλων «όχι», εμπνευσμένων από τον Επαναστάτη». Αυτό εξηγεί και τη ολική ανάπτυξη των αστυνομικών δυνάμεων, που είναι ολοένα και πιο πολύπλοκες και πολυάριθμες σε σύγκριση με τους προηγούμενους αιώνες.«Και όσο περισσότερο φοβάται η εξουσία, τόσο περισσότερο χρησιμοποιεί τη σκληρή της ισχύ»…τονίζει ο Γερμανός στοχαστής. Και φυσικά οδηγεί αναπόφευκτα τον Επαναστάτη να ξεπεράσει τον απόλυτο φόβο του ανθρώπου: τον θάνατο.
Οι κοφτερές σελίδες του Jünger , αφιερωμένες στο θέμα της ελευθερίας, του τρόμου, της εξουσίας και στη μορφή του “Waldgänger”, έχουν ακόμη ένα πιο επίκαιρο νόημα σήμερα, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από την έκδοσή τους. Αλλά έτσι λειτουργούν τα μεγάλα αυτά μυαλά. Έχουν αυτή την ικανότητά να εισέρχονται στην πραγματικότητα, προβλέποντας ή συλλαμβάνοντας πτυχές που γίνονται φανερές μόνο αργότερα στους περισσότερους. Αν σκοπεύουμε να δούμε βαθιά μέσα μας, ως Έλληνες, ως Ευρωπαίοι, μπορούμε να αντιληφθούμε μια οικειότητα με αυτές τις Γιουνγκεριανές έννοιες. Κάποτε ήμασταν το λίκνο του Πολιτισμού πριν περάσουμε στην λήθη της Ιστορίας, για διαφόρους λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε. Είχαμε σαν λαός πάντα το θέμα της ελευθερίας πολύ κοντά στην καρδιά μας, καθώς και το σύνολο πολλών αρετών που οι προγονοί μας πριν χιλιάδες χρόνια ανέδειξαν τόσο πρακτικά, όσο και φιλοσοφικά. Έτσι καταφέραμε κάποτε, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, να εμβαθύνουμε στα βάθη της γνώσης. Μια γνώση που αργότερα εξελίχθηκε από άλλους Ευρωπαίους, από άλλα τεράστια μυαλά. Εμείς χάσαμε εντελώς όμως την πορεία αυτή.
Η σημερινή εποχή της νεωτερικότητας έχει ισοπεδώσει τη ζωτικότητα μας και είμαστε ανίκανοι να ισορροπήσουμε, ώστε να επιβιώσουμε στα ερείπια του σημερινού παρακμασμένου Πολιτισμού. Η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης, έχει παρατήσει την πορεία της και έχει ακινητοποιηθεί από τον Γιουνγκεριανό φόβο και από την ψευδαίσθηση ότι η ολοκληρωτική ασφάλεια αντιπροσωπεύει μια «μορφή προόδου». Αντίθετα, είναι ο θάνατός αυτής. Όλα αυτά είναι σε πλήρη αντίθεση με το επαναστατικό ιδανικό που περιγράφεται εδώ. Ο 21ος αιώνας ενσαρκώνει ακόμη περισσότερο το εχθρικό έδαφος, στο οποίο θα πρέπει να κινηθεί ο Επαναστάτης. Και ήδη έχουμε αργήσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.