Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Ντέιβιντ Γκέμελ: Ένα Ταξίδι Ηρωισμού και Λύτρωσης

του Αχιλλέα

Ο Ντέιβιντ Γκέμελ ήταν ένας από τους ενδιαφέροντες συγγραφείς της επικής φανταστικής λογοτεχνίας και αποτελεί έναν από τους πολλούς συγγραφείς που αποτέλεσε, τρόπον τινά, γέφυρα μεταξύ των Τζ.Ρ.Ρ.Τόλκιν και του Τζο Αμπερκρόμπι. Μέσα από καλές fanstasy αφηγήσεις, όπου η ηρωική κοσμοθέαση της ζωής έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Γκέμελ συνδυάζει με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο θέματα του Ρομαντισμού, της Παραδοσιοκρατίας, αλλά και της Χριστιανικής ηθικής. Στην καρδιά των έργων του Γκέμελ βρίσκεται το αρχέτυπο της Ιπποσύνης. Οι ήρωες των βιβλίων του συντάσσονται με το «Καλό», με οποιοδήποτε τίμημα. Πολλές φορές πληρώνοντας τις αποφάσεις τους με την ίδια τους την ζωή. Ο γνωστότερος ήρωας του Γκέμελ, ο παλαίμαχος Ντρας ο Θρύλος, είναι μία από αυτές τις μορφές. Στον φανταστικό κόσμο του Γκέμελ η μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό έχει συνήθως και έντονες μεταφυσικές διαστάσεις.

Η ζωή του Ντέιβιντ Γκέμελ ήταν μια ανθρώπινη μαρτυρία της τεράστιας μετασχηματιστικής δύναμης της γενναιότητας. Γεννημένος στις 4 Αυγούστου του 1948, ο Γκέμελ αντιμετώπισε αντιξοότητες από την αρχή της ζωής του, μεγαλώνοντας ως το νόθο παιδί μίας ιδιαίτερης οικογένειας. Πέρασε όλη την νεανική ζωή του σε μια από τις πιο σκληρές περιοχές του δυτικού Λονδίνου. Ως νεαρός αντιμετώπισε την χλεύη και την σωματική κακοποίηση από άτομα λίγο μεγαλύτερα από αυτόν, αλλά βιώνει έντονα και την απουσία του βιολογικού του πατέρα. Όλα τα παραπάνω έκαναν τον Ντέιβιντ φοβικό και επιφυλακτικό προς τον έξω κόσμο. Ως μικρό αγόρι βίωσε την εσωστρέφεια ως μονόδρομο.

Ωστόσο, η πιο καθοριστική στιγμή στη ζωή του Γκέμελ ήρθε όταν συνάντησε τον πατριό του, τον Μπιλ Γούντφορντ. Ως νεαρό αγόρι, ο Γκέμελ βρήκε το αρχέτυπο του πατέρα στο πρόσωπο του Μπιλ. Ο μεγαλόσωμος πατριός του, ο οποίος ήταν και βετεράνος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έκανε τον μικρό Ντέιβιντ να αισθανθεί ένα πρωτόγνωρο αίσθημα σταθερότητας μέσα σε μία γενικότερη κατάσταση αθεράπευτης ανασφάλειας που επικρατούσε παλαιότερα στην ζωή του. Τελικά, η παρέμβαση του Γούντφορντ σε ένα περιστατικό βίας απέναντι στον Γκέμελ θα τον ακολουθεί για πάντα. Με τον Γούντφορντ να έχει υπό την προστασία του τον Γκέμελ, ο συγγραφέας του Ντρας του Θρύλου έμαθε την αξία του να είναι κάποιος ανθεκτικός απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής, αλλά και της απόλυτης ανάγκης του να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Στοιχεία τα οποία συναντάμε και σε όλες τις λογοτεχνικές του δημιουργίες. Ο Γούντφορτν ενέπνευσε στον Γκέμελ την αγάπη για την πυγμαχία και την σκληρή προπόνηση. Με αποτέλεσμα ο αρχικά φοβισμένος πιτσιρικάς να γίνει ένας σκληρός έφηβος και αργότερα πορτιέρης σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης.

Η επαφή του με την συγγραφή ξεκίνησε μέσω της δημοσιογραφίας. Ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και φωτορεπόρτερ σε έντυπα. Σταδιακά άρχισε να γράφει μυθιστροήματα επικής φανταστικής λογοτεχνίας. Η αντιμετώπιση των φόβων με θάρρος και αποφασιστικότητα έγινε το κέντρο της εργογραφίας του Γκέμελ. Πραγματικά, το αρχέτυπο του ήρωα, ο οποίος εάν και με εμφανή  ελαττώματα καταλήγει να πράττει το καλό χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, απηχούν τα μαθήματα ζωής που του μετέφερε ο πατριός του, η επίδραση του οποίου διαμόρφωσε την κοσμοθεωρία και τις λογοτεχνικές του ευαισθησίες. Οι πρώιμες εμπειρίες του Γκέμελ τον εμπνέουν έτσι ώστε να συντάσσεται με τους αδύναμους και τους καταπιεσμένους αυτής της ζωής, μία θεματική η οποία βρίσκεται σε όλα τα βιβλία του. Οι χαρακτήρες του, συχνά φορείς μικρών αναπηριών και με αρκετά ελαττώματα στον χαρακτήρα τους, αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής με αξιοπρέπεια, ενώ δείχνουν και αξιοσημείωτη αντοχή απέναντι σε δυσμενείς συνθήκες. Η χριστιανική πίστη του Γκέμελ παρείχε έναν ηθικό πυρήνα για τις ιστορίες του, των οποίων η θεματολογία κινείται γύρω από την τιμή, την θυσία και την λύτρωση. Η πίστη του στο ότι ο κόσμος υπάρχει καθώς είναι «καλός»[1] -μα πάντα λαμβάνοντας υπόψη το ότι έχει εκπέσει - δίνει στις αφηγήσεις του μια αίσθηση ελπίδας και αισιοδοξίας, ακόμη και κατά την διάρκεια των δυσκολιών των ηρώων του. Ουσιαστικά, η προσωπική διαδρομή του Γκέμελ αντικατοπτρίζει αυτήν των φανταστικών του πρωταγωνιστών: μια αναζήτηση ανώτερου νοήματος και σκοπού, σε έναν κόσμο γεμάτο κινδύνους και αβεβαιότητα. Μέσα από τα έργα του προσκαλεί τους αναγνώστες να ξεκινήσουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας και υπέρβασης. Ένα ταξίδι «θελήσεως για δύναμη».

Δεν είναι τυχαίο το ότι στον κόσμο Ντρενάι υπάρχει μέχρι και ομάδα μοναχών-οπλιτών, οι οποίοι για να προστατεύσουν τον τρόπο ζωής τους ρίχνονται στην μάχη με τον αντίπαλο. Στο βιβλίο του Ντρας ο Θρύλος γίνεται αναφορά στους λεγόμενους «Τριάντα». Η δημιουργία των Τριάντα περιγράφεται στο βιβλίο Γουειλάντερ, όπου ένας ιερέας της «Πηγής» του Δημιουργού των Πάντων (ο αριστοτελικός θεός της σειράς Ντρενάι) ονόματι Δαρδαλίων, βρίσκεται τυχαία μαζί με τον πολεμιστή Γουειλάντερ. Στα βιβλία της σειράς Ντρενάι, οι ιερείς της Πηγής προορίζονται ως ιερείς της ειρήνης, έτσι ώστε να διαδώσουν το μήνυμα της αδελφικής αγάπης και λατρείας της «Πηγής». Κατά τη διάρκεια της ιστορίας, ο Δαρδαλίων σώζεται από τον Γουειλάντερ ο οποίος του διδάσκει ότι, μερικές φορές, οι άνθρωποι πρέπει να παλέψουν για να σώσουν όσους και όσα αγαπούν. Ο Δαρδαλίων καταλήγει να συγκεντρώσει άλλους είκοσι εννέα ιερείς με σκοπό να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις τους για να πολεμήσουν εκείνους που συντάσσονται με το κακό στο σύμπαν του Ντρενάι, ιδρύοντας τον πρώτο «Ναό των Τριάντα» στην φανταστική πόλη Σκάρτα.[2]

Η μεταφυσική κοσμοθέαση του χριστιανισμού είναι αυτή η οποία εμπνέει τον Γκέμελ και αυτή η οποία βρίσκεται στην καρδιά των ιστοριών του. Στην ερώτηση δημοσιογράφου για το εάν υπάρχει ένα θρησκευτικό μοτίβο στα βιβλία του, ο ίδιος απάντησε, «Έχετε απόλυτο δίκιο. Όλα τα βιβλία μου εδράζονται στην θρησκευτικότητα. Στην πραγματικότητα είναι χριστιανικά βιβλία. Είμαι χριστιανός και έχω ορισμένες παγιωμένες αντιλήψεις για τον χριστιανισμό. Για παράδειγμα, ο Σέρμπιταρ, των Τριάντα, ρωτάει «Γιατί με έκαναν αρχηγό;». Ασφαλώς και αυτός έγινε ο αρχηγός, καθώς αυτός ήταν που έπρεπε να μεταβεί της σπουδαιότερης εσωτερικής αλλαγής. Η Βίβλος μας αναφέρει ότι, «Οι έσχατοι έσονται πρώτοι».[3] Η κληρονομιά του Ντέιβιντ Γκέμελ αποτελεί μία μαρτυρία της ανεξάντλητης δύναμης του ανθρώπινου πνεύματος, υπενθυμίζοντάς μας ότι μέσα σε κάθε έναν από εμάς ίσως κρύβεται ένας ήρωας ο οποίος μπορεί να εκκολαφθεί μόνον εάν εμείς το θελήσουμε.

Στο συγγραφικό έργο του Γκέμελ συνήθως δεν υπάρχει «βία για την βία», ή όπως έλεγε ο ίδιος «mindless savagery», αλλά ήρωες οι οποίοι εμπλέκονται σε μάχες με γνώμονα την δικαιοσύνη και την προστασία των αδυνάμων. Αυτή η διάκριση είναι σημαντική καθώς οι περισσότεροι ήρωες του Γκέμελ δεν παλεύουν για την επιβολή των εγωιστικών τους θέλω, αλλά επειδή δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό ακόμη κι εάν το ήθελαν. Ο «δαίμονάς» τους, όπως τον έχουμε συναντήσει στην αρχαία ελληνική γραμματεία, είναι αυτός που τους παρακινεί για να λειτουργούν ως θιασώτες της δικαιοσύνης. Ένα από τα κοινά όλων των ηρώων του Γκέμελ - είτε μιλάμε για τα υπέροχα Γουέστερν του, είτε για τις ιστορίες του που διαδραματίζονται στην ελληνική αρχαιότητα ή σε έναν από τους φανταστικούς του κόσμους (οι οποίοι είναι εμφανώς επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα) - είναι οι μεγάλες ψυχικές αντοχές τους. Ο Γκέμελ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για προσωπικότητες που δεν τα παρατούν όταν έρχονται αντιμέτωποι όχι μόνον με έναν προφανή κίνδυνο αλλά και με πιθανούς κινδύνους που μπορεί να προκύψουν ως απόρροια των πράξεων τους. Όπως είχε πει και ο ίδιος σε έναν άλλο συγγραφέα του φανταστικού κατά την διάρκεια της συζήτησής τους, «Η απάντηση στην ερώτηση «Ποιος άνθρωπος θεωρείται γενναίος;» είναι απλή, αυτός που κάνει γενναίες πράξεις».[4]

Μέσα από τις αφηγήσεις του Γκέμελ οι περιγραφές αρχαίων φρουρίων, μαγευτικών φυσικών τοπίων, και επικών μαχών μας καθιστούν ενεούς και μας προτρέπουν ως αναγνώστες να εμβαθύνουμε σε έναν κόσμο όπου ο ηρωισμός δεν έχει όρια. Στο αριστούργημα του Γκέμελ, Ντρας ο Θρύλος (Druss the Legend), όλα τα παραπάνω αποτελούν την ραχοκοκαλιά του έργου. Το μυθιστόρημα αφηγείται την επική πολιορκία του φρουρίου Ντρος Ντελνώχ από μια αδιάκοπη ορδή εισβολέων. Ανάμεσα στο χάος της μάχης ο Γκέμελ σκιαγραφεί την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, έχοντας δημιουργήσει χαρακτήρες όπου, πολύ περισσότερο του εξωτερικού εχθρού, πρέπει να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό εχθρό. Την αέναη μάχη εναντίον των εσωτερικών παθών. Με μεγαλύτερο αυτών, τον φόβο. Σημαντικό είναι να ειπωθεί ότι το κείμενο του Ντρας του Θρύλου γράφτηκε όσο ο Γκέμελ φοβόταν ότι μπορεί να έχει καρκίνο. Όσο περίμενέ τα αποτελέσματα της βιοψίας αποφάσισε να γράψει και την ιστορία του βιβλίου. Ο ίδιος γράφοντας σε κάποιον βαθμό αλληγορικά έδωσε τον ρόλο του πολυπληθή εχθρού που επιτίθεται στον καρκίνο, ο οποίος πολιορκεί το φρούριο – σώμα – του Γκέμελ. Οι ήρωες που υπερασπίζονται λυσσωδώς το φρούριο είναι οι ψυχικές αντοχές του συγγραφέα. Μάλιστα ο τολμηρός Γκέμελ είπε στον εαυτό του ότι σε περίπτωση που «νικούσε» ο καρκίνος, το φρούριο θα έπεφτε και θα έκλεινε το βιβλίο με όλους τους κεντρικούς πρωταγωνιστές νεκρούς. Σε περίπτωση όπου θα ζούσε, όπως και έγινε, το φρούριο δεν θα έπεφτε ποτέ στα χέρια του εχθρού.[5]

Ο Ντέιβιντ Γκέμελ δημιουργώντας αφηγήσεις που υπερβαίνουν την απλή ψυχαγωγία, προσέφερε στους αναγνώστες μια γεύση της αιώνιας αναζήτησης εννοιών όπως αυτές της «αλήθειας», της «ανδρείας» και της «δικαιοσύνης». Σε μια εποχή ρελατιβισμού και αβεβαιότητας, τα έργα του Γκέμελ λειτουργούν ως φάρος ελπίδας, υπενθυμίζοντάς μας τις αιώνιες αρετές που οδηγούν το ανθρώπινο πνεύμα για να πράξει «τα ωραία και μεγάλα έργα».[6] Ιδεολογικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσέγγισε τις δικές μας θέσεις μέσω διαφορετικών διαδρομών. Έχει γραφτεί ότι ήταν υποστηρικτής της Θάτσερ και του Ρήγκαν. Η αλήθεια είναι ότι αποτέλεσε έναν σοσιαλιστή που στήριζε το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας κατά την μεταπολεμική περίοδο της κυρίαρχης σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο δήλωνε ξεκάθαρα ότι υποστήριζε την επιβολή της θανατικής ποινής για τους χειρότερους κακοποιούς, γεγονός που τον έφερνε σε αντίθεση με τους περισσότερους υπόλοιπους σοσιαλιστές της Βρετανίας. Όσον αφορά την Θάτσερ συμφώνησε με την επιλογή της να κάνει τον πόλεμο των Φώκλαντς. Δεν στήριξε ποτέ τις οικονομικές ή κοινωνικές νεοφιλελεύθερες ιδέες. Του άρεσε επίσης το πατριωτικό επικοινωνιακό ύφος του ρηγκανικού πολιτικού στρατοπέδου και καλλιτεχνικές εκφράσεις της αμερικανικής Νέας Δεξιάς, όπως οι ταινίες του Σταλόνε. Αν συνδέσουμε όλα τα παραπάνω, δηλαδή τον ρεφορμιστικό σοσιαλισμό, τη στήριξη μιας πολεμικής αναμέτρησης με εθνικό περιεχόμενο και τον καλλιτεχνικό λαϊκιστικό νεορομαντισμό ταινιών τύπου Ράμπο 1 και Κόμπρα, θα μπορούσαμε να πούμε με διάθεση λίγης χαλαρότητας ότι κάπου στο τέλος σχηματίζεται ένας ρομαντικά αντιδιαφωτιστικός εθνικιστικός σοσιαλισμός διαμορφωμένος όμως από διαφορετικές ατραπούς. Το μόνο που χαλάει την προοπτική είναι ότι ο Γκέμελ υπήρξε θιασώτης και των αντισοβιετικών κορωνών του Ρήγκαν, οι οποίες περιελάμβαναν αρκετό φιλελεύθερο ιμπεριαλισμό τύπου west way of life.

Δεν θα μπορούσα να ολοκληρώσω, βέβαια, το άρθρο χωρίς να κάνω αναφορά σε μία από τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις που είχε κάνει ο Γκέμελ στο «World Fantasy Convention» του Τέξας, τον Οκτώβριο του 2000. Ήταν μία από τις τελευταίες του δημόσιες εμφανίσεις πριν τον αιφνίδιο θάνατό του το 2006. Ο Ντέιβιντ ανοίχτηκε στο κοινό παρουσιάζοντας με τον δικό του, γλαφυρό τρόπο, γεγονότα από την ζωή του που αναφέρθηκαν στις πρώτες παραγράφους του άρθρου:

«Υπήρχε αυτό το αγόρι που ζούσε μέσα στον φόβο. Όχι μέσα στους φόβους της ενηλικίωσης αλλά μέσα στους τρομακτικούς και έντονους φόβους που μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να βιώσει. Αυτό το αγόρι ήταν διαφορετικό από τα άλλα αγόρια που ζούσαν σε αυτή την οδό του Λονδίνου όπου μία βόμβα την είχε καταστρέψει κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το αγόρι δεν είχε πατέρα. Και μερικά από τα άλλα παιδιά δεν είχαν πατέρα, αλλά η έλλειψη του πατέρα τους δεν ήταν εσκεμμένη. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει στον πόλεμο. Ήταν ένας ήρωας. Η έλλειψη ενός πατέρα στην ζωή αυτού του αγοριού αποτέλεσε αντικείμενο κακόβουλων ψιθύρων από τους ενήλικες και ανοιχτού χλευασμού από τους συνομηλίκους του. Η μητέρα αυτού του αγοριού ήταν -όπως το αγόρι είχε ακούσει πολλές φορές- πόρνη. Ευτυχώς το αγόρι ήταν μόλις έξι ετών και δεν μπορούσε να κατανοήσει το τι σήμαινε η λέξη. Ούτως ή άλλως η λέξη ήταν λιγότερο επώδυνη από τα σωματικά ραπίσματα που την ακολουθούσαν. Τα περισσότερα χτυπήματα προέρχονταν από άλλα παιδιά, αλλά μερικές φορές τον χτυπούσαν και οι ενήλικες.

Ήταν όλα μπερδεμένα για αυτό το παιδί. Αυτό που ήξερε ήταν ότι, πριν βγει στα στενά δρομάκια και τα σοκάκια της γειτονιάς του, έπρεπε να κοιτάξει από τα παράθυρα του μικρού διαμερίσματος για να δει αν υπήρχαν άλλα παιδιά. Μόνο που δεν τους έβλεπε σαν παιδιά. Αλλά σας αντιπάλους, και τρόμαζε. Ο φόβος ήταν ο μόνιμος σύντροφός του. Ο φόβος είχε γίνει ένα με το είναι του. Η διαδρομή προς το σχολείο ήταν γεμάτη κινδύνους. Με την σειρά του το σκοτάδι της νύχτας έφερνε μαζί του τρομακτικά όνειρα. Η μητέρα του διάβαζε ιστορίες για ήρωες και προσπάθησε να τον ενθαρρύνει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αλλά οι ιστορίες ήταν μόνο λέξεις και οι λέξεις δεν μπορούσαν να σταματήσουν τις μπουνιές, τις τσιμπιές και τα χαστούκια. Το αγόρι δεν ονειρευόταν ποτέ ήρωες όσο κοιμόταν. Όχι μέχρι την ημέρα που συνάντησε έναν.

Ήταν ένα φωτεινό, κρύο πρωινό και το αγόρι ακουμπούσε με την πλάτη σε έναν τοίχο. Ένα από τα παιδιά που του έκαναν τη ζωή δύσκολη έτρεξε κατά επάνω του, φωνάζοντας και χειρονομώντας. Το αγόρι -περισσότερο πανικόβλητο παρά θαρραλέο- τελικά τον χτύπησε, γρονθοκοπώντας τον στο πρόσωπο. Το άλλο παιδί έφυγε ουρλιάζοντας. Ο πατέρας του ήρθε τρέχοντας από το σπίτι. «Μικρό κάθαρμα!», φώναξε. Το αγόρι ξεκίνησε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά κανένα εξάχρονο δεν μπορεί να ξεπεράσει στο τρέξιμο έναν ενήλικο άντρα. Μέσα σε λίγα λεπτά έπιασε το αγόρι από το γιακά, σηκώνοντάς το στον αέρα. Ακριβώς τότε μια τεράστια σκιά κάλυψε και τους δύο. Ο άντρας -που φαινόταν πολύ τρομακτικός λίγες στιγμές πριν- έμοιαζε τώρα μικροσκοπικός και ασήμαντος μπροστά στον άλλον άντρα που μόλις είχε παρουσιαστεί. Αυτός ο κολοσσός άπλωσε το χέρι και έπιασε τον άντρα που κυνηγούσε τον μικρό από το πουκάμισο, σπρώχνοντάς τον σε έναν τοίχο. Χαμηλόφωνα, με την απόλυτη έλλειψη συναισθήματος στην φωνή του να προκαλεί ανατριχίλα, ρώτησε, «Ξέρεις ποιος είμαι;». Ο άντρας που είχε κυνηγήσει το μικρό αγόρι έτρεμε. Ακόμη και το αγόρι μπορούσε να αισθανθεί τον τρομερό φόβο που πήγαζε από αυτόν. «Ξε…Ξε…Ξέρω ποιος είσαι Μπιλ. Φυσικά και ξέρω». «Ήξερες ότι έβγαινα ραντεβού με τη μητέρα αυτού του αγοριού;», «Θεέ και Κύριε... Ορκίζομαι ότι δεν το ήξερα, Μπιλ. Το ορκίζομαι στην ζωή της μάνας μου», «Τώρα το ξέρεις». Ο ενήλικος άντρας άφησε κάτω το ανήλικο αγόρι. Έφυγε με αργές κινήσεις μακριά από τον τοίχο και μετά εξαφανίστηκε παραπαίοντας.

Τότε ο γίγαντας έσκυψε πάνω από το αγόρι και άπλωσε το χέρι του που έμοιαζε μεγαλύτερο από ένα ολόκληρο τσαμπί μπανάνες, «Καλύτερα να γυρίσεις σπίτι, αγόρι μου», είπε. Ο κόσμος του αγοριού άλλαξε εκείνη την ημέρα. Άντρες σαν τον Μπιλ αλλάζουν τον κόσμο. Είναι τα καταφύγια, τα ασφαλή λιμάνια της παιδικής μας ηλικίας. Είναι τα τσοπανόσκυλα που κρατούν τους λύκους μακριά. Έχουν μια ενστικτώδη κατανόηση της φύσης των παιδιών που δεν την βρίσκεις στους λόγιους.

Δύο χρόνια αργότερα, ως πατριός μου, με θεράπευσε από τους εφιάλτες που έβλεπα με πρωταγωνιστές βρικόλακες που με κυνηγούσαν για να μου πιούν το αίμα. Η μητέρα μου είχε προσπαθήσει να μου εξηγήσει ότι ήταν απλώς εφιάλτες. Ότι δεν ήταν αληθινά όσα έβλεπα. Δεν λειτούργησε κάτι τέτοιο. Με πήγε σε μια παιδοψυχολόγο, που μου έδειξε φωτογραφίες, μου είπε ιστορίες, μου εξήγησε για τη γέννηση του μύθου και τον τρόπο που ο φόβος δημιουργούσε ψευδείς εικόνες στον νου κατά την διάρκεια της νύχτας. Ήταν πολύ ενδιαφέρον, αλλά δεν έκανε τίποτα για τους εφιάλτες μου. Ένα βράδυ ξύπνησα ουρλιάζοντας - βρίσκοντας τον Μπιλ να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι μου - «Υπάρχει ένας βρικόλακας, μπαμπά. Προσπαθεί να μου πιεί το αίμα», «Το ξέρω, γιε μου», είπε με ήρεμη φωνή, «Το είδα». «Το είδες;» τον ρώτησα, «Ναι» ήταν η απάντηση. «Του έσπασα τον βρώμολαιμό του. Δεν θα ανεχτώ βρικόλακες στο σπίτι μου». Δεν είδα εφιάλτες με βρικόλακες ποτέ ξανά.

Χρόνια αργότερα, όταν έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, χρησιμοποίησα τον Μπιλ ως τον κεντρικό χαρακτήρα. Το όνομά του στο βιβλίο ήταν Ντρας ο Θρύλος. Ο Μπιλ εμφανίστηκε ξανά σε πολλά βιβλία μου, με πολλές διαφορετικές μορφές. Πάντα με ελαττώματα, αλλά πάντα γενναίος. Πριν από τρία χρόνια, σε ηλικία 82 ετών, ο Μπιλ έπεσε θύμα ληστείας στους δρόμους του Λονδίνου. Τρεις ληστές του έσπασαν το σαγόνι, τη μύτη και δύο από τα πλευρά του. Κατάφερε μετά από όλα αυτά να χτυπήσει κάποιον από αυτούς στο πηγούνι και να τον ρίξει στο έδαφος. Αυτός ήταν ο Μπιλ.

Τον περασμένο Απρίλιο πέθανε. Έγραψα το βιβλίο Ravenheart και τοποθέτησα τον Μπιλ ως τον πρωταγωνιστή. Ο Τζάιμ Γκράιμουτς, που περπατά στα υψίπεδα με γιγαντιαίους βηματισμούς, είναι ο φόρος τιμής μου στον Μπιλ και σε όλους εκείνους τους πατεράδες που αλλάζουν τον κόσμο και, τελικά, φεύγουν από την ζωή χωρίς φανφάρες. Που αφήνουν τον κόσμο λίγο φωτεινότερο από ότι ήταν. Άντρες που ξέρουν πως να αντιμετωπίζουν τους βρικόλακες»[7].

ΠΗΓΗ: Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.