Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Robert Erwin Howard - O Τελευταίος Λευκός 'Ανθρωπος

Ο Ρόμπερτ Ίργουιν Χάουαρντ γεννήθηκε στο Peaster του Τέξας στις 22 Γενάρη 1906, από τον γιατρό Ισαάκ Μορντεκάι Χάουαρντ και την Έστερ Τζέιν Έρβιν Χάουαρντ. Λόγω της δουλειάς του πατέρα του, ταξίδευε συχνά σε διάφορα μέρη της πολιτείας. Η μητέρα του έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να αγαπήσει τη λογοτεχνία και τη ποίηση, αν κι ο ίδιος απέφευγε τη παρακολούθηση των σχολικών μαθημάτων. Από τα 9 του χρόνια ξεκίνησε να γράφει σύντομα ιστορικά μυθιστορήματα, ενώ παράλληλα ήταν οπαδός της πυγμαχίας, κι ασχολήθηκε ερασιτεχνικά. Η μητέρα θα 'ναι αυτή που θα τον μυήσει στην επική ποίηση και στους θρύλους της γης των προγόνων της (το 2ο όνομά του, Erwin είναι το επίθετο της μητέρας του). Έζησε στη μικρή πόλη Cross Plains. Στα 18 του πρωτοεμφανίζεται σαν επαγγελματίας συγγραφέας γράφοντας σε λαϊκά περιοδικά, περιπετειώδη διηγήματα, τα λεγόμενα pulps. Έγινε όμως πασίγνωστος κυρίως ως ο δημιουργός του Κόναν Του Βάρβαρου.
Η 1η του επαγγελματική προσπάθεια ήταν για το περιοδικό Weird Tales, με την ιστορία Spear and Fang να του αποδίδει το ποσό των 16 δολαρίων. Το 1926, ξεκίνησε τη συγγραφή ενός από τα καλλίτερα έργα του, του The Shadow Kingdom, ενώ τον Αύγουστο του 1928 δημοσιεύθηκε στο προαναφερθέν περιοδικό το διήγημα Red Shadows, που αργότερα μετονομάστηκε σε Σόλομον Κέιν. Το The Shadow Kingdom δημοσιεύθηκε ένα χρόνο αργότερα. Μες στο 1929, το περιοδικό Ghost Series δημοσίευσε το The Apparition in the Prize Ring, ενώ το περιοδικό Argosy εξέδωσε το Crowd-Horror.
Γνώρισε μεγάλη επιτυχία όταν το περιοδικό Fight Stories ξεκίνησε να δημοσιεύει τις Ιστορίες Του Ναύτη Στιβ Κόστιγκαν, όπου παρουσίαζε τον πρωταγωνιστή σε 1ο πρόσωπο και συμπεριέλαβε πολλά κωμικά στοιχεία. Μετά το 1930, οι ιστορίες του επηρεάστηκαν από στοιχεία ανατολίτικου πολιτισμού κι ιστορικά γεγονότα. Το Φλεβάρη του 1932, δημοσίευσε το ποίημα με τίτλο Κιμμερία, που ονομάστηκε από τη φανταστική χώρα από την οποία προερχόταν ο Κόναν ο βάρβαρος. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς, έγινε γνωστός για 1η φορά ο Κόναν μέσω του Weird Tales κι από το 1933 ως το 1936 έγραψε 17 διηγήματα με το βάρβαρο πρωταγωνιστή.
Ευγενικός, φιλόζωος, αυτός ο ξανθός γίγαντας με τα γαλάζια μάτια, μελετά και γράφει πολύ. Έφτασε να γράψει σε περίπου 12 χρόνια πάνω από 500 έργα (ηρωικής φαντασίας, τρόμου, western, αστυνομικά, ποίηση κ.λπ.) μαζί με κείνα που μείναν ατελείωτα. Ασχολείται όμως και με τη πυγμαχία και την ιππασία, ταξιδεύει στις περιοχές των ινδιάνων, έχει συχνή αλληλογραφία με το Loνecraft  κι επηρεάζεται από τα θέματα των διηγημάτων του.
Ο Χάουαρντ είχε σχέση με τη Νόβαλαϊν Πράις, που αργότερα έκανε σχέση και με τον καλλίτερο φίλο του, τον Τρούετ Βίνσον. Ο ίδιος, υπέφερε από κατάθλιψη κι από οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ενώ φοβόταν το γήρας, κάτι που είναι φανερό από την "αιώνια νεότητα" πολλών από τους πρωταγωνιστές του. Όταν έμαθε ότι η μητέρα του βρίσκεται σε κώμα και δεν θα επανέλθει, αυτοπυροβολήθηκε στις 11 Ιουνίου 1936, σε ηλικία μόλις 30 ετών. Πλέον, το σπίτι του στο Κρος Πλέινς του Τέξας έχει μετατραπεί σε μουσείο.

0 τελευταίος βάρδος -όπως τονε χαρακτηρίσανε- βασικά θεωρείται συγγραφέας αρχέγονων αβυσσαλεοτήτων, μαχών και κυκλικών χρονικά καταστροφών, προγενέστερων της εμφάνισης των Αρίων, των λευκών σπορέων του πολιτισμού μας. Κατά τον Howard, υπήρξε ένα μεσοδιάστημα συγκρούσεων ανάμεσα στις σκοτεινές δυνάμεις του κακού και της μαγείας με μια σειρά από βάρβαρους ήρωες που μάχονταν ενάντια στους δαίμονες του χάους.
Ο συγγραφέας διακρίνει επιβιώσαντα στοιχεία του πανθέου του κακού, των Μεγάλων Παλαιών του Σεθ και του αρχαίου Όφεως να προεκτείνονται ιστορικά και να συγκρούονται εδώ με τα πιστεύω του ήρωα. Ο οποίος είναι πάντα λευκός, κέλτικης καταγωγής κι Άριος στο πνεύμα (εννοεί τον αιώνιο πολεμιστή, την Άρια μυθική θεώρηση του κόσμου και του σύμπαντος και την ιδέα -έννοια του αγώνα και της νίκης).
Η σύντομη ζωή του φαίνεται πυρετώδης, καταδιωκόμενη από το πάθος της μνήμης του αίματος του Κέλτη πολεμιστή, που απλώνεται στη λογοτεχνική του δημιουργία. Η καταγραφή της φυλετικής μνήμης του αναπτύσσεται διαμέσου μιας διαδοχής από επιστροφές ενός αρχαϊκού τύπου ηθικά και σωματικά Αρίου, που μάχεται στην αυγή των κόσμων εναντίον προανθρωπίνων κι υπανθρωπίνων μορφών ζωής, πρωτόγονων φυλών, συμβόλων υλικής και ζωώδους αγριότητας όπως πιθηκοειδή όντα ή ενσαρκώσεις του Σεθ του Θεού-Όφεως, εχθρού του ανθρώπου.


Ο Robert Howard με τους γονείς του


Στην ιεραρχία των σχέσεων ανάμεσα σε φυλετικές μορφές και πνευματικότητα, θέτει στη κορυφή τον Άριο ήρωα χαρακτηριζόμενο από υψηλή ηθική καθαρότητα κι από αδάμαστη ανδρεία. Στους μελαψούς σημίτες ο συγγραφέας διακρίνει τον τύπο του ανατολίτη, το ραδιούργο και προδότη, τον αφιερωμένο σε απαγορευμένες λατρείες. Αντίθετα οι νέγροι είναι υπηρέτες του Σεθ και των Μεγάλων Παλαιών (βλ. Lovecraft). Αυτοί συνεχίζουν την από μέρους τους λατρεία του Όφεως και της μαύρης μαγείας, ενώ ο αγώνας τους εναντίον των λευκών τείνει στη μεταφυσική παλινόρθωση του κακού.
Επίσης στο "Skull Face" διηγείται τη προσπάθεια κίτρινων και μαύρων υπό την ηγεσία ενός ιερέα μαύρης μαγείας της Ατλαντίδος, να διαφθείρουνε τους λευκούς με τη διάδοση των ναρκωτικών (προφητικός), νικώντας τους μετά διαμέσου μιας βίαιης εξεγέρσεως των μαύρων. Η προσπάθεια όμως αυτή θα αποτύχει χάρη στον Stephen Costigan αποτοξινωμένο πρώην ναρκομανή, σ' ένα Λονδίνο που σημαδεύεται από την αλαζονεία των βιομηχανιών και απ' τους εργατικούς αγώνες. Το πνεύμα ενάντια στον σύγχρονο κόσμο είναι αυτό που διαπνέει τους άνδρες της φυλής που περιγράφει. Αρνείται την έννοια της προόδου και δέχεται την ιδέα της ιστορίας σα κυκλικής διαγραφής του εαυτού της, σε διαδοχικά κύματα τελικών καταστροφών κι αρχικών γεννήσεων. Η βαρβαρότητα -τρόπος ύπαρξης, η ηθική του βαρβάρου- είναι για τον Howard έκφραση της χρυσής αρχέγονης εποχής της καθαρότητας, της αρχής του κόσμου.
Στην αρχή κάθε ιστορικού κύκλου, είναι οι βάρβαροι που δημιουργούν την ιστορία. Ο δε ηρωικός άνθρωπος διαμορφώνεται απ' τις απλές δυνάμεις που ο βάρβαρος φυλά στη ψυχή του. Αλλά και στο τέλος του κύκλου του χρόνου, πάλι οι βάρβαροι είναι αυτοί που προκαλούν την αντεξέλιξη και βοηθούν με την ήττα της ιστορίας, την επιστροφή στη μυθική εποχή του επόμενου κύκλου. Όλες οι εποχές διαγράφουν κλείνοντας τον ζωτικό τους κύκλο. Όπως η εποχή του Κόναν, όπως η προηγούμενη της Ατλαντίδας ή η αρχαϊκή της Λεμουρίας. Μόνον η μυθική μορφή του πολεμιστή δε διαλύεται κι ούτε διασπάται.
Αδιάκοπα φυλαγμένη στη μνήμη του αίματος.

 

ΠΗΓΗ: Περί...Γραφής

 Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΕΥΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Η υγρασία του πρωινού διαπέρασε τον άντρα σα ρίγος. Για να ξαλαφρώσει τους αγκώνες του απ’ το βάρος, μετακίνησε το σώμα του. Προσεκτικά, έριξε μια ματιά προς τα πάνω πέρα απ’ μεγάλο βράχο που στεκότανε μπρος του κι ύστερα στη πλαγιά του βουνού. Εκεί φεγγοβολούσαν μερικές φωτιές κι ο άντρας έβρισε θυμωμένος. Οι κατάρες του γίνανε πιο βαριές, καθώς φτάνανε στ’ αυτιά του οι νότες ενός ξεδιάντροπου άσματος. Το άσμα αυτό είχε μιαν απόχρωση χθόνια και λαρυγγική.
Η σωματική διάπλασή του ήτανε κάτι το εξαιρετικό. Ήτανε πολύ ψηλός κι είχε θώρακα και πλάτες γίγαντα. Όταν βάδιζε, το βαρύ σώμα του που ζύγιζε πάνω από διακόσιες λίμπρες, έδινε την εντύπωση ότι χάιδευε τη γη ελικοειδώς. Η όψη του έδειχνε σκληρή κι άγρια, σχεδόν προϊστορική, ενώ μικρά μαύρα μάτια ακτινοβολούσαν ανάμεσα στα ξανθά κυματιστά μαλλιά του. Στα χέρια του έσφιγγε το όπλο. Στη μέση του είχε κρεμασμένο ένα δρεπανοειδές σπαθί μεγάλων διαστάσεων.
Αυτός ο άντρας ήτανε το τελευταίο υπέροχο πρότυπο μιας υπέροχης ανώτερης φυλής: μιας φυλής, που αφού πρώτα έφτασε στη φυσική τελειότητα, στη συνέχεια κατρακύλησε στις αβύσσους της παρακμής, ξανακερδίζοντας τις κορυφές λίγο πριν να εξαφανιστεί.
Προσπαθούσε να θυμηθεί το λόγο που τον έκανε να βρίσκεται εκεί και να παρακολουθεί το στρατόπεδο του εχθρού. Σε ποιό μεγαλείο είχε φτάσει η φυλή του προτού η φιληδονία, η νωθρότητα, οι ηδονές καταστρέψουν αργά-αργά την ενεργητικότητά της και πριν αυτή καταλήξει να γίνει μια μάζα από παρακμασμένους; Ο άντρας βλαστήμησε ασθμαίνοντας. Υπήρξεν εποχή που η φυλή του κυριαρχούσε στον κόσμο. Οι πόλεις των λευκών σημαδεύαν τους εύφορους κάμπους. Τα πλοία τους διασχίζαν τις θάλασσες μεταφέροντας πλούτη από κάθε μέρος της γης. Οι στρατοί τους, μια πλημμυρίδα που κατελάμβανε κι υπέτασσε. Στους πιο σημαντικούς αθλητικούς αγώνες κανείς δε τολμούσε να ελπίζει ότι θα τους νικήσει: οι λευκοί αθλητές νικούσαν εύκολα όλους τους άλλους. Οι λευκοί ήταν γίγαντες, στο σώμα και στο πνεύμα. Μετά ήρθε η καταστροφή. Τα πρώτα σημάδια φάνηκανε στον αθλητισμό, ειδικά στον κλασσικό. Στους αποφασιστικούς αγώνες ήταν όλο και πιο σπάνιοι οι εκπρόσωποι της λευκής φυλής που φτάνανε στη νίκη, ενώ οι εκπρόσωποι των άλλων φυλών που νικούσαν ήταν όλο και περισσότεροι. Η φυλή των αρίστων ξέχασε τη τέχνη του πολέμου, ξέχασε τα πάντα εκτός από την άκρατη αναζήτηση ηδονών όλο και πιο εξαντλητικών, κατρακυλώντας έτσι στον εξευτελισμό της παρακμής.
Σε κείνο το σημείο εμφανίστηκε μια νέα άφθαρτη φυλή. Ο άντρας συλλογιζότανε σκεπτόμενος τους θρύλους των αρχαίων, για τις γνωστές μεγάλες αυτοκρατορίες όπως Ελλάδα, Ρώμη, Νινευί, Σουμερία. Εμφανίστηκε λοιπόν ξαφνικά μια φυλή προικισμένη με ζωτική δύναμη: μια φυλή που ήτανε σκλάβα για αιώνες. Δυνατή και παραγωγική σε παιδιά, αυτή η φυλή εν αρχή σκέπασε σα πλημμυρίδα όλη της την ήπειρο. Εξεγέρσεις κι επαναστάσεις σημειώθηκαν σ’ όλη την Αφρική. Οι νέγροι απώθησαν τα αραβικά φύλα προς το βορρά. Έτσι άραβες κι ευρωπαίοι κατακρεουργηθήκανε μεταξύ τους μέχρι που απ’ τη μιαν άκρη της Αφρικής ως την άλλη, οι μόνοι εναπομείναντες κυρίαρχοι ήταν οι μαύροι. Σύντομα οι λευκοί θα καταλάβαιναν ότι δε μπορούν να τους αντιμετωπίσουν. Η μαύρη φυλή διπλασιάζεται σε αριθμό σε σαράντα χρόνια, η μελαμψή σ’ εξήντα, η λευκή σε ογδόντα. Οι λευκοί, εξαντλημένοι κι εξασθενημένοι απ’ τη μαλθακότητα δε παρουσιάζανε πια καμιά δημογραφική αύξηση. Επιπρόσθετα, αποδεκατίζονταν από άγριους εμφύλιους πολέμους, όπου λευκός πολεμούσε εναντίον λευκού.

Οι λευκοί είχαν διδάξει στους νέγρους την υγιεινή κι είχανε βάλει τέλος στις σφαγές και στους πολέμους των μαύρων φυλών. Η αύξηση των νέγρων έγινε αδιάκοπη. Αφού κατατάχθηκαν στις στρατιές των λευκών εθνών κατά τη διάρκεια των πολέμων που κάναν αυτές χωρίς σχεδόν διακοπή, οι μαύροι διδάχτηκαν την τέχνη του πολέμου, εξάγοντάς τη μετά στη γενέθλιά τους γη για να διδάξουν στους άλλους μαύρους πως πολεμούσε ο λευκός άνθρωπος.


Μόλις είχε αρχίσει η εποχή της νεανικής και ρωμαλέας αυτής φυλής. Της έλειπε μόνον ο ηγέτης. Μετά εμφανίστηκε κι αυτός: ένας άραβας μιγάς με απέραντη φιλοδοξία. Μια σατανική ιδιοφυία. Αυτός ένωσε τους μαύρους σε μεγάλες μάζες. Τους έδωσε όπλα που τους προμήθευσαν αμερικάνοι κι ευρωπαίοι, που θα πουλούσαν ακόμα και τις αδελφές τους -ψυχή τε και σώματι, όλα μες στη χρηματική τιμή- αν η τιμή ήταν αρκετά ψηλή και τους οδήγησε στη γενοκτονία των άλλων φυλών.
Στην αρχή η λευκή φυλή διατήρησε τις στρατηγικές της θέσεις αλλά δεν άντεξε για πολύ. Γιγάντιοι και προικισμένοι με δυνατά κορμιά για τη μάχη σώμα με σώμα, οι μαύροι διακατέχονταν απ’ την επιθυμία για φόνο και λεηλασία, που αποτελούσαν γι’ αυτούς και τη πιo υψηλή επιδίωξή τους. Εκείνος ο πόλεμος κράτησε έναν αιώνα. Ο άντρας ρίγησε από άγρια υπερηφάνεια καθώς θυμήθηκε το απαράμιλλο έπος που ζήσαν οι λευκοί υπολειπόμενοι αριθμητικά απ’ τους άλλους. Αναλογία, ένας εναντίον εκατό. Αν τουλάχιστον παρέμενε αμέτοχη η Ασία, αλλά δεν παρέμεινε ήσυχη. Απ’ τη Καμτσιάτκα ως τη Κωνσταντινούπολη τη συγκλόνισαν σφοδρές εξεγέρσεις. Η Ιαπωνία επέκτεινε την κυριαρχία της προς ανατολάς μαχόμενη για την ελευθερία, τη λεία και τα πρωτεία. Οι ανατολικοί ξεσηκωθήκανε σα μια αγέλη τίγρεων κι η Ιαπωνία ανίκανη να σταματήσει τη παλίρροια που η ίδια είχε ξεσηκώσει, ήταν η πρώτη στην οποία έλαχε ο κλήρος να βουλιάξει. Οι ανατολικοί συμμάχησαν με τους νέγρους για να κατασφάξουν τους μισητούς λευκούς.
Δεν επαναστάτησαν μόνον οι Σιχ κι οι Γκχούρκα της Ινδίας αλλά κι οι Σαν της Βιρμανίας. Στη πρώτη επίθεση, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία και Βαλκάνια υπερνικήθηκαν. Οι μαύρες ορδές πλημμύρισαν τα πάντα. Εξαπλωμένες πια απ’ το Γιβραλτάρ ως το Σιάμ, οι εμπροσθοφυλακές αυτής της στρατιάς της μεγάλης σαν ωκεανό, πέσανε πάνω στην Ευρώπη σα τεράστιο κύμα. Μια τρομερή σύγκρουση κατάκαιγε την Αμερική, της οποίας οι μαύροι κάτοικοι -σχεδόν οι μισοί απ’ ολάκερο τον πληθυσμό της- είχαν επαναστατήσει. Στο τέλος έφτασε απ’ τη πλευρά του ωκεανού ο αφρικανός εισβολέας. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια αυτό που χαρακτηρίστηκε σα πόλεμος ανάμεσα σε δυο φυλές, κατέληξε να ‘ναι κυνήγι για την εξολόθρευση των περιπλανώμενων μαχητών: των διασωθέντων της ανώτερης λευκής φυλής, ένα καιρό κυρίαρχης του κόσμου. Όλ’ αυτά τα γεγονότα δε πραγματοποιηθήκανε βέβαια χωρίς δυσκολίες. Κάτω από ένα άγριο κι επίμονο κυνήγι, οι διασωθέντες λευκοί επανέκτησαν τη σκληρή ιδιοσυγκρασία των μακρινών προγόνων τους, γίνοντας γίγαντες, ακριβώς όπως ο άντρας που έχοντας φωλιάσει ανάμεσα στους βράχους συνέχισε να βλαστημά.
Αφού διαλύσανε στρατιωτικά τη λευκή φυλή, οι μαύροι προδώσανε τους συμμάχους τους ανατολικούς και τους εξολόθρευσαν εντελώς. Οι ανατολικοί πολεμούσανε συνεχώς μεταξύ τους και δεν ήταν ενωμένοι ώστε να καθίστανται ισχυροί, ενώ οι μαύροι παραμένανε συμπαγής δύναμη κάτω απ’ τη σιδηρά πυγμή του άραβα κυρίου τους. Οι Σιχ, οι Γκχούρκα κι οι Σαν είχαν ηττηθεί μαζί με τους λευκούς. Οι Γκχούρκα άντεξαν πιότερο απ’ όλους ενάντια στους μαύρους. Μετά τη πτώση της Αγγλίας, αποσυρθήκανε στα βουνά του Νεπάλ κρατώντας τους μαύρους μακριά για σχεδόν εκατό χρόνια. Ακόμη υπήρξε και μια μακρά περίοδος ανταρτοπόλεμου στα βουνά, βόρεια του περάσματος του Κχίμπερ όπου οι Αφγανοί θηριώδεις και μαχητικοί όσο οι μαύροι, κρατήσανε γερά πιότερο από κάθε άλλη φυλή της Ασίας.

Ακολούθησαν χρόνια σφαγών κι οπισθοχωρήσεων. Σε κάθε μέρος της γης, μικρές ομάδες από λευκούς κι ανατολικούς, κρυβόντουσαν, κάνανε εφόδους κι επιδρομές στα στρατόπεδα των κατακτητών τους για να σκοτώσουν και να κάψουν. Οι παράνομοι λευκοί οπισθοχωρούσαν, κάναν επιθέσεις, σκοτωνόντουσαν μαχόμενοι και φονεύοντας τους εχθρούς μέχρι το τέλος. Ο τελευταίος λευκός άντρας ξαναζούσε την ιστορία ενώ άγριες βρισιές βγαίναν απ’ τα σκεπασμένα απ’ τα μουστάκια χείλη του. Είχανε περάσει πάνω από εκατό χρόνια από τότε που οι μαύρες ορδές ξεχυθήκαν απ’ το Κονγκό. Εκατό χρόνια μαχών, σφαγών, λεηλασιών κι επιδρομών.

Τώρα σε κείνο το σύμπαν -που ο ανατέλλων ήλιος θα φώτιζε σε λίγο για να ξυπνήσει τους μαύρους που είχαν στρατοπεδεύσει στο βουνό- ο μοναδικός λευκός άνθρωπος ήταν αυτός. Ένας κόσμος που αποτελούνταν μόνον από μαύρους ανθρώπους. Καθόλου πια πρόσωπα λευκά, ούτε μελαψά ούτε κίτρινα. Κανείς μιγάς. Οι γυναίκες των άλλων φυλών αυτοκτόνησαν προκειμένου να μη γεννήσουνε παιδιά προερχόμενα απ’ το βιασμό τους και το εναντίον τους μίσος.
Ο μοναδικός λευκός άνθρωπος σ’ όλη τη γη.
Σκεφτόταν ότι θα χρειαζόταν να περάσουνε πολλά χρόνια ακόμη πριν μπορέσουν ο λύκος και το τσακάλι να περιπλανηθούν ανενόχλητα στη γη. Εξήντα εννέα χρόνια κράτησε ενωμένους τους μαύρους ο σατανικός δεσποτικός άραβας. Μετά όμως από τη δολοφονία του άρχισαν οι έριδες μεταξύ τους ενώ αναρρίθμητοι αρχηγίσκοι άρχιζαν πόλεμο για τα πρωτεία.
Ο τελευταίος λευκός άντρας γέλασε μ’ ευχαρίστηση, μια ευχαρίστηση βαρβαρική, δυσοίωνη. Η μαύρη φυλή ήτανε καταδικασμένη. Μια φυλή όχι δημιουργών αλλά καταστροφέων. Απ’ τη στιγμή που τελείωσε η εξόντωση της λευκής φυλής, σταμάτησε η πρόοδος. Οι μαύροι οπισθοδρόμησαν στη πρότερη πρωτόγονή τους κατάσταση. Δεν εξάσκησαν ποτέ την τέχνη της κατασκευής των όπλων. Και τώρα που είχαν καταστρέψει, δε μπορούσαν να ξαναδημιουργήσουν, Οπισθοδρομούσανε σ’ ένα στάδιο ζωώδους εκφυλισμού, σε μιαν αλληλοεξόντωση που ούτε η ζωώδης πληθυσμιακή τους αύξηση μπορούσε να σταματήσει.

Άρχισε να χαράζει. Ο τελευταίος λευκός μάζεψε τα όπλα του και κοίταξε γύρω του. Σε λίγο θα του κάναν επίθεση. Ξαφνικά ένα άγριο ουρλιαχτό, ένας χορός από φωνασκίες, μια αστραπή από δόρατα κι ένας κρότος παλιών όπλων γέμισαν τον ουρανό καθώς οι μαύροι διάβολοι ανέβαιναν με δρασκελιές τη πλαγιά του βουνού. Ανίκανοι να κατασκευάζουν όπλα οι μαύροι, είχανε πράγματι ξαναγυρίσει στις συνθήκες ζωής των προγόνων τους. Δεν ήταν πια οι μαύροι γίγαντες που είχαν εκμηδενίσει τους στρατούς της Ευρώπης, της Αμερικής και της ανατολής. Η ίδια παρακμή που ‘χε καταστρέψει τους λευκούς, τώρα στρεφόταν εναντίον των μαύρων. Ο λευκός μόρφασε σαν αγρίμι, πρόταξε το στόμιο του όπλου του κι άρχισε να πυροβολεί. Αν και δεν είχε πολλές σφαίρες, δε σπατάλησε καμιά. Το μοναχικό του όπλο έσπασε την έφοδο μια-δυο φορές, πείθοντας τους επιζήσαντες μαύρους ν’ αποτραβηχτούνε σε σίγουρο μέρος. Αλλά όταν ο λευκός άντρας σηκώθηκε όρθιος και πέταξε το άσφαιρο πια όπλο του καταπάνω τους, το κύμα των επιτιθεμένων άρχισε να ανεβαίνει τη πλαγιά.
Για μια στιγμή όμως αυτοί σταμάτησαν, κοιτάζοντας αμίλητοι γεμάτοι τρόμο εκείνον τον λευκό γίγαντα που τους αντιμετώπιζε, σιωπηλά με σηκωμένο ψηλά το δρεπανοειδές σπαθί του. Πέντε απ’ αυτούς μαζί δε θα ‘ταν ικανοί να τον νικήσουν αλλά εκεί ήτανε χιλιάδες. Αρχίσανε την έφοδο έχοντας στα χέρια καλογυαλισμένα δόρατα και πηδώντας ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες. Ο λευκός άντρας όρμησε εναντίον τους στριφογυρίζοντας το σπαθί του ανάμεσα στα δόρατά τους, τραυματίζοντας κι αποκεφαλίζοντας τους επιτιθέμενους. Τότε αυτοί οπισθοχώρησαν και για μια στιγμή έμεινε κι αυτός ακίνητος, ελεύθερος. Έτσι περικυκλωμένος απ’ τους εχθρούς του, έμεινε όρθιος ο τελευταίος λευκός άντρας χάνοντας αίμα από εκατό πληγές από δόρυ, ανάμεσα σε ψηλούς σωρούς από νεκρούς αντιπάλους.

Για μια στιγμή στάθηκε αγέρωχος υπερέχοντας απ’ όλους με τη τιτάνια μεγαλοπρέπειά του, με τα μάτια καρφωμένα στο μακρινό ουρανό, με το σπαθί υψωμένο σα να ‘θελε να χαιρετήσει τις σκιές των ενδόξων προγόνων του, αυτών που κατάφερε να διακρίνει. Εκατό δόρατα σφυρίξανε στον αέρα.
Ανατέλλοντας πέρα απ’ τις ψηλές βουνοκορφές, ο ήλιος ακτινοβολούσε πάνω απ’ τον κόσμο της μιας και μοναδικής εναπομένουσας φυλής.

ΠΗΓΗ: ethnikonkratos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.