Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

Ernst Jünger: “Επανάσταση και Ιδέα”

Τα λόγια του Ernst Jünger, είναι αυτά που ακόμη και σήμερα ορίζουν με ακρίβεια και με σκληρή διορατικότητα το πεπρωμένο της Δύσης και αυτό που ενδιαφέρει πιο πολύ, της Ευρώπης. Είναι πάντα ζωντανός και πολλά μέρη του έργου του αρχίζουν τώρα να επαληθεύονται με απρόβλεπτο σφρίγος και δυναμισμό. Αλλά «όσοι ζουν μπορούν να πληγωθούν, όχι όμως όσοι είναι νεκροί», έλεγε…! Ένα από τα έργα του είναι το “Πολιτικά και πολεμικά κείμενα”, σε τρεις τόμους. Πρόκειται για μια συλλογή άρθρων που ξεκινούν από το 1919 και φτάνουν μέχρι το 1933. Άρθρα που είχαν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, από αυτά που άνηκαν στο Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, “Volkischer Beobachter”, μέχρι και σε διάφορα άλλα σε έντυπα των τάσεων της Συντηρητικής Επανάστασης. Μεταξύ των τελευταίων, εξέχουσα θέση κατέχει το “Die Standarde”, το στρατιωτικό εβδομαδιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στο Μαγδεμβούργο, με θέματα που ήταν γραμμένα ως ένας οργανικός λόγος για τη φιλοσοφία της πολιτικής. Έρχονται στο φως πολύ καλά διατυπωμένα γραπτά, στα οποία η μάχη αναλύεται ως εξωτερική και εσωτερική εμπειρία, δοκίμια για τον πασιφισμό και τον διεθνισμό και πάνω απ’ όλα, το εντυπωσιακό εγχειρίδιο ιδεών και ορισμών που μπορεί κανείς να διακρίνει, για την επανάσταση, τη μέθοδο της επανάστασης, την αντίδραση, την παράδοση: Ακριβώς τα θέματα που τη δεκαετία του 1970, θα ήταν έγκλημα ακόμη και να θιχτούν κριτικά στη δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα, που κυριαρχείται από τους λακέδες των «αντιτιθέμενων» ιδεολογιών της «δεξιάς» και της «αριστεράς». Άρθρα που έχουν να κάνουν και με τους Holderlin, Schopenhauer και
Nietzsche. Βλέπουμε βέβαια και την εξέλιξη του Γερμανού συγγραφέα και μετέπειτα στοχαστή, σε θέματα ιδεολογικά και μεταπολιτικά, ξεκινώντας τα πρώτα χρόνια με έναν επιθετικό ριζοσπαστικό εθνικισμό – εθνικοεπαναστατικό – και προχωρόντας ανάλογα με τις εξελίξεις των καιρών. Είχα κάνει την αρχή με το “Ο στρατιώτης του μετώπου και η εσωτερική πολιτική”, σε προηγούμενη ανάρτηση, καθώς και με το ‘Η Παράδοση” και θα συνεχίσω να σας προσφέρω αυτό τον πνευματικό πλούτο του τεράστιου αυτού στοχαστή, εκτός φυσικά και από τις μικρές εκδόσεις που υπάρχουν και θα υπάρξουν. Καλή σας ανάγνωση:


Επανάσταση και Ιδέα στην εφημερίδα “Volkischer Beobachter”, Σεπτεμβρίος 1923

Για εμάς, τους Γερμανούς νέους με πνευματικό και ενθουσιώδες πνεύμα, χάρη σε αυτή την τάση προς την ελεύθερη σκέψη, έμφυτη ή ενσταλαγμένη από την εκπαίδευση, η οποία ήταν δική μας, η λέξη Επανάσταση είχε πριν από τον πόλεμο μια έντονη και ιδιαίτερη απήχηση. Παρόλο που ζούσαμε στο πλαίσιο του νομικού συστήματος ενός κράτους, γνωρίζαμε πολύ καλά, έστω και μόνο από ιστορική άποψη, ότι μια κυβέρνηση, ένα κράτος ή μια νομική μορφή, μπορούσε να γίνει αφόρητη για έναν λαό. Οι μεγαλοπρεπείς στιγμές της εξέγερσης στις οποίες ο καταναγκασμός αντιμετωπίστηκε με βία, στις οποίες μια νεαρή ιδέα είχε εμφανιστεί πίσω από τα οδοφράγματα, εν μέσω του κρότου από τύμπανα και κόκκινες σημαίες, αντιστοιχούσαν στον τρόπο που αισθανόμασταν. Γνωρίζαμε μάλιστα, ότι μετά από στιγμές σαν κι αυτές, όταν λαοί, κόμματα ή η φυσική βία των ατόμων είχαν απελευθερώσει με τη δύναμη, την ισχύ μιας αρχαίας μορφής και είχαν διακηρύξει ένα νέο δίκαιο, ξεπηδούσαν στη χώρα μια ανανεωμένη ζωή και μια νεανική ενέργεια. Αλλά υπήρχε μια προϋπόθεση για όλα αυτά και μας φαινόταν τόσο προφανές, που δεν χρειαζόταν καν να αναφερθεί: το γεγονός ότι έπρεπε να υπάρχει μια ιδέα για την οποία να αγωνιστούμε.

Πάντα στην ιστορία όλων των μεγάλων επαναστάσεων, μπορεί κανείς να παρατηρήσει πώς η ιδέα, που γεννήθηκε αρχικά στα κεφάλια λίγων, υλοποιήθηκε σταδιακά με μια αργή και επίπονη διαδικασία υλοποίησης. Είτε λάβουμε υπόψη τη Μεταρρύθμιση και τα κινήματα που ακολούθησαν, ή την πρώτη Γαλλική Επανάσταση, ή την νεοσύστατη Ρωσική Επανάσταση, ποτέ δεν έλειψαν τα θυελλώδη σημάδια, η σπουδαία λογοτεχνία, οι μάρτυρες και οι προφήτες που υπέφεραν και πέθαναν για μια ιδέα, ακόμα κι αν ήταν μια λανθασμένη ιδέα. Νωρίτερα από ότι μπορούσαμε να φανταστούμε, μας δόθηκε η ευκαιρία να βιώσουμε στη χώρα μας, μια επανάσταση ή ένα κίνημα που θα παρουσιαζόταν ως τέτοιο. Ήταν σε μια εποχή που ο λαός, με τις καλύτερες δυνάμεις του, περικυκλωμένος από έναν ισχυρό εχθρό, έδινε την τελική και πιο πικρή μάχη. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να έχει ένα αποκρουστικό αποτέλεσμα. Σίγουρα, οποιοδήποτε επαναστατικό σώμα θα εκμεταλλευτεί την ακόμη υπάρχουσα κατάσταση της μεγάλης αδυναμίας του καθεστώτος για να το ανατρέψει, επειδή μόνο μέσα από ένα ευνοϊκό σύνολο συνθηκών μπορεί η ιδέα να υλοποιηθεί. Όμως σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν η κυβέρνηση που πολεμούσε, αλλά ολόκληρος ο λαός που επιθυμούσε μια νέα μορφή κόσμου και μια ήττα απειλούσε όχι μόνο το μέλλον της χώρας, αλλά και την ύπαρξη κάθε ατόμου.

Το γεγονός ότι ακόμη και με αυτόν τον τρόπο ο πόλεμος πιθανότατα θα είχε χαθεί, αν και σίγουρα όχι υπό αυτές τις συνθήκες, δεν αλλάζει τίποτα. Έγιναν σοβαρά λάθη πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί έπρεπε να έρθει μετά τη συνθήκη ειρήνης. Η επανάσταση για παράδειγμα, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ανταρσία σε ένα πολεμικό πλοίο. Όσοι, σε μια στιγμή ακραίου κινδύνου, κατέλαβαν το τιμόνι ανέλαβαν ταυτόχρονα μια βαριά ευθύνη. Η ιστορία έχει δείξει ότι δεν ήταν σε θέση να το κάνουν. Και ο λόγος είναι ότι αυτό που τους ώθησε σε μια δράση δεν ήταν μια ιδέα, αλλά μάλλον μια λαχτάρα για λεηλασία, τροφοδοτούμενη από τη δειλία ενός πεινασμένου, τυφλωμένου από συνθήματα όχλου. Εν τω μεταξύ, ακόμη και οι πιο στενόμυαλοι έχουν αναγνωρίσει το πραγματικό νόημα πίσω από τα συνθήματα. Η λεγόμενη επανάσταση του 1918 δεν ήταν το θέαμα μιας αναγέννησης, αλλά μάλλον ένα σμήνος μυγών που κατέβηκε πάνω σε ένα πτώμα για να το καταβροχθίσει. Ποια ήταν, λοιπόν, η ιδέα που υλοποιήθηκε με αυτή την επανάσταση; Η ελευθερία; Η Δημοκρατία; Το κοινοβουλευτικό κράτος; Είναι ένα ερώτημα που θα μπορούσε να φέρει σε αμηχανία τον οποιονδήποτε. Τίποτα καινούργιο δεν έχει παρατηρηθεί ακόμη και από τυπική άποψη. Οι ρωσικοί θεσμοί έχουν αντιγραφεί εν μέρει, η ρητορική του 1789 ή του 1848 έχει αναβιώσει και τα μαρξιστικά συνθήματα που σιγοβράζουν εδώ και καιρό, έχουν αναζωπυρωθεί.

Αλλά εκεί που έπρεπε να δημιουργηθεί κάτι νέο, οι ηγέτες απέτυχαν και είδαν το τίποτα να ανοίγεται μπροστά τους.Θύματα ενός αισθήματος αμηχανίας, στερημένοι από ιδέες, προσκολλήθηκαν στα γεγονότα που σταδιακά βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν. Έτσι με τη βοήθειά τους ο καπιταλισμός έχει γίνει πιο ισχυρός από ποτέ, η πολιτική πίεση έχει ξεπεράσει κάθε όριο, η ελευθερία του τύπου και του λόγου έχει μετατραπεί σε ένα παιδαριώδη εμπαιγμό. Υπάρχει μόνο ένα στοιχείο που δικαιολογεί αυτή την επανάσταση του υλισμού απέναντι στην ιστορία: το γεγονός ότι ήταν επιτυχής. Αυτό πρέπει να ειπωθεί με την ίδια βιαιότητα με την οποία εξελίχθηκαν τα πράγματα. Μια χούφτα ναύτες κατατρόπωσαν την πόλη, λιποτάκτες και νεοσύλλεκτοι γκρέμισαν τα αρχαία διακριτικά της εθνικότητας του κράτους.

Για τέτοια γεγονότα, που θα φαίνονται απίστευτα στις μελλοντικές γενιές, υπάρχει μόνο μία εξήγηση: το παλιό Κράτος είχε χάσει εκείνη την αδίστακτη θέληση για ζωή η οποία, σε τέτοιες συνθήκες, καθίσταται απαραίτητη. Ένας οργανισμός που δεν μπορεί να εξαλείψει το δηλητήριο που εγχύθηκε στο αίμα του, είναι καταδικασμένος και καταδικάζεται ακόμη πιο γρήγορα αν βρίσκεται σε εξασθενημένη κατάσταση. Όλα τα μέσα ήταν εκεί, αλλά έλειπε το χέρι που ήταν ικανό να τα χειριστεί. Έτσι το παλιό κράτος εξέδωσε την ποινή του με την απαγόρευση των πυροβολισμών*, των διαπραγματεύσεων και του δισταγμού και η πεντηκονταετής εικόνα μιας παγκόσμιας δύναμης, διαλύθηκε σαν κάστρο στην άμμο. Οι κρίσεις της ιστορίας δεν επιδέχονται αναθεώρηση: ότι έχει υπάρξει είναι αμετάκλητα παρελθόν.

Έτσι από τότε, το Ράιχ δεν έζησε με καμία άλλη ιδέα, παρά μόνο με να ασχολείται με τις μισθολογικές διαφωνίες, κανένα νέο κτίριο δεν ξαναχτίστηκε από τα ερείπια, κανένας σταθερός και μεγαλεπήβολος στόχος δεν τέθηκε. Και οι συνέπειες φάνηκαν: διακυμάνσεις στις τιμές των μετοχών, εσωτερικές αναταραχές και αδυναμία απέναντι στην εξωτερική βία. Πίσω από την πρόσοψη των κυβερνήσεων και των υπουργικών συμβουλίων, η πειρατεία βασιλεύει στην πιο ωμή της μορφή. Υπάρχουν μόνο θηρευτές και θύματα. Επαγγέλματα που υποτίθεται ότι υπερασπίζονταν και αύξαναν τον πλούτο του λαού, εξαφανίζονται. Αυτοί που πραγματικά κυβερνούν είναι οι εκπρόσωποι του υλισμού σε ολόκληρη την κοινότητά τους: επιχειρηματίες, κερδοσκόποι μετοχών, τοκογλύφοι. Κάθε πράξη και λόγος περιστρέφεται γύρω από τα αγαθά, τα χρήματα και το κέρδος. Όλες οι κρατικές ανακοινώσεις, οι διαταγές, οι εντολές, οι διατάξεις, το κεφάλαιό του και οι διακηρύξεις του, αποπνέουν μια δυσοσμία σήψης. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού η επανάσταση δεν γέννησε τίποτα, δεν είδε καμία νέα ιδέα να αναδύεται, αλλά αντίθετα έφερε μαζί της τους σπόρους μιας υποβάθμισης που έχει καταλάβει ένα ετοιμοθάνατο σώμα. Αυτό το ατυχές θέαμα έχει ήδη διαρκέσει πολύ.

Η πραγματική επανάσταση δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί, προχωρά ασταμάτητα. Δεν είναι μια αντίδραση, αλλά μια πραγματική επανάσταση με όλα τα χαρακτηριστικά και τα αντιθέσεις της, η ιδέα της είναι αυτή του λαού, εκλεπτυσμένη σε σημείο που να αποκτά μια προηγουμένως άγνωστη σαφήνεια, το λάβαρο της είναι η σβάστικα, η μορφή έκφρασής της, η συγκέντρωση της θέλησης σε ένα μόνο σημείο, είναι η δικτατορία! Θα αντικαταστήσει τη λέξη με τη πράξη, το μελάνι με το αίμα, τη ρητορική με τη θυσία, την πένα με το σπαθί. Θα επιδείξει όλα τα σημάδια δίκαιης και δικαιολογημένης αγανάκτησης και θα αποκλείσει κάθε σκοταδιστή, έστω και μόνο επειδή δεν θα υπάρξει κανένα κέρδος από αυτόν. Στην πραγματικότητα, η κινητήρια δύναμή της δεν θα είναι το χρήμα, αλλά μάλλον το αίμα, που σε σκοτεινά ρεύματα σφίγγει τους δεσμούς του έθνους και που προτιμά να ρέει παρά να υποδουλώνεται. Το αίμα πρέπει να γεννήσει τις νέες μας αξίες, πρέπει να γεννήσει την ελευθερία όλων με κόστος τη θυσία του ατόμου, πρέπει να σπρώξει τα κύματά του πέρα ​​από όλα τα όρια που μας περιμένουν, πρέπει να μας καθαρίσει από κάθε επιβλαβή ουσία.

Αυτοί είναι οι στόχοι για τους οποίους θα αγωνιστούμε στα οδοφράγματά μας!

*Ακόμη και πριν ο τελευταίος Αυτοκρατορικός Καγκελάριος του Ράιχ, πρίγκιπας Max von Βaden, παραδώσει τα καθήκοντά του στον πρόεδρο του SPD, Friedrich Ebert, το μεσημέρι της 9ης Νοεμβρίου 1918, δόθηκε εντολή από την στρατιωτική διοίκηση που βρισκόταν ακόμη στο αξίωμα, καθώς και από τον αρχηγό της αστυνομίας του Βερολίνου, να τηρηθεί αυστηρή απαγόρευση των πυροβολισμών.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.