Η προσφάτως ψηφισθείσα τροπολογία με την οποία δόθηκε η δυνατότητα στο Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου να αποκλείει την συμμετοχή πολιτικών κομμάτων στις βουλευτικές εκλογές, όχι απλά καταστρατηγεί αλλά παραβιάζει ευθέως ρητές συνταγματικές διατάξεις οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, της ανεμπόδιστης πολιτικής δράσης και μία σειρά θεμελιωδών αξιών του νομικού μας πολιτισμού, όπως είναι το τεκμήριο της αθωότητας έως και την έκδοση αμετακλήτου απόφασης.
Με νομικές σοφιστείες οι οποίες θα προκαλούσαν θυμηδία ακόμα και σε πρωτοετείς φοιτητές νομικής, οι εμπνευστές του επίμαχου νομοθετήματος-εκτρώματος ευτέλισαν το πολίτευμα, το Σύνταγμα, το κοινοβουλευτικό σύστημα και εν τέλει την προσωπική τους αξιοπρέπεια, όσοι δε εξ αυτών φέρουν την νομική ιδιότητα, συνειδητά επέλεξαν να θυσιάσουν το κύρος της επιστημοσύνης τους στο βωμό των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων.
Ήρθαν σε ευθεία σύγκρουση τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα του Συντάγματος των Ελλήνων , το οποίο θεσπίζει και επιτάσσει την ανεμπόδιστη ίδρυση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, άνευ ετέρων όρων και προϋποθέσεων. Η δε αναφορά του άρθρου 29 στην «εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του πολιτεύματος» απαρέγκλιτα και αυτονοήτως διαχρονικά καλύπτονταν και ικανοποιούνταν από την ιδρυτική δήλωση και τις δηλώσεις συμμετοχής στις εκλογές τις οποίες άπαντα τα πολιτικά κόμματα υπέβαλαν και υποβάλλουν στον Άρειο Πάγο (Εξ ου και η ανεμπόδιστη συμμετοχή του ΚΚΕ σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες της μεταπολίτευσης, διά της υποβολής και μόνο των σχετικών δηλώσεων και παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα πανηγυρικά διακηρύσσει στο καταστατικό του ότι σκοπός του είναι η ανατροπή του υφιστάμενου πολιτεύματος)
Ο νομικός ακροβατισμός επί του οποίου βασίζεται η ψηφισθείσα τροπολογία, ήτοι το αφήγημα ότι δύνανται τα όσα το Σύνταγμα των Ελλήνων επιτάσσει διά των άρθρων του, όχι απλά να καταστρατηγηθούν αλλά εν τοις πράγμασι να καταργηθούν διά ενός απλού νομοθετήματος, αποτελεί ενέργεια πραξικοπηματικού χαρακτήρα η οποία στρέφεται άμεσα κατά του σκληρού πυρήνα της συνταγματικής μας τάξης, του δικαιικού μας συστήματος και του νομικού μας πολιτισμού. Μόνο το μέσον διαφέρει συγκριτικά με τα πραξικοπήματα του παρελθόντος. Δεν γίνεται πλέον χρήση ερπυστριών, αλλά φωτογραφικών τροπολογιών. Δεν επεμβαίνουν οι ένοπλες δυνάμεις, απλά υπερψηφίζουν οι βουλευτές νομοθετήματα που εν τοις πράγμασι καταργούν άρθρα του Συντάγματος.
Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Και αποτελεί όνειδος, όχι όμως πρώτιστα για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία ούτως ή άλλως την τελευταία δεκαετία έχει πρωτοστατήσει στον ευτελισμό και στην χειραγώγηση της δικαιοσύνης, ενορχηστρώνοντας τις πολιτικές διώξεις προ δεκαετίας κατά της Χρυσής Αυγής, προκειμένου να μην χάσει ψήφους και για να αποτρέψει την διαφαινόμενη μαζική μετακίνηση των εθνικά σκεπτόμενων πολιτών προς το τρίτο μεγαλύτερο-τότε- σε κοινοβουλευτική δύναμη πολιτικό κόμμα του Νικολάου Μιχαλολιάκου.
Την μέγιστη ευθύνη στην ως άνω επιχειρούμενη καταστρατήγηση του Συντάγματος φέρουν οι επαΐοντες του νομικού μας κόσμου, οι επιστήμονες όλων των κλάδων του Δικαίου, οι εκπρόσωποι των Δικαστικών Λειτουργών, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, διά της σιωπής τους ή της ανοχής τους στην επιχειρούμενη εκτροπή.
Άπαντες –πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων- είχαν επίσης σιωπήσει εν έτει 2020 όταν, υπό συνθήκες που παρέπεμπαν σε λαϊκά δικαστήρια της εποχής του συμμοριτοπολέμου και με έναν όχλο τριάντα χιλιάδων αριστεριστών και λοιπών συνοδοιπόρων τους να κραυγάζει έξωθεν του δικαστικού μεγάρου ζητώντας τις κεφαλές των κατηγορουμένων επί πίνακι, πρωτόδικο ποινικό δικαστήριο εξέδωσε καταδικαστική απόφαση στην περίφημη Δίκη «της Χρυσής Αυγής» παρά την αντίθετη απαλλακτική εισαγγελική πρόταση.
Είχαν προηγηθεί τότε διαγγέλματα πλείστων θεσμικών πολιτειακών , πολιτικών ακόμη και δικαστικών και εισαγγελικών παραγόντων προ της εκδόσεως της απόφασης, οι οποίοι ανερυθρίαστα, προέτρεπαν στην ουσία, άμεσα ή έμμεσα, το δικαστήριο να εκδώσει καταδικαστική απόφαση. Έκτοτε δε, το τεκμήριο της αθωότητας των συγκεκριμένων πρωτοδίκως καταδικασθέντων κατηγορουμένων αγνοείται και συνεχίζει να αγνοείται έως και σήμερα.
Ενόψει αυτής της νοσηρής κατάστασης χειραγώγησης της δικαστικής και ήδη και της νομοθετικής εξουσίας προς εξυπηρέτηση των κομματικών συμφερόντων της Νέας Δημοκρατίας, άπαντες οι ως άνω ταγοί του νομικού μας κόσμου, λαλίστατοι σε άλλες περιπτώσεις, σιωπούν , ανέχονται και ενίοτε συμπράττουν στον επιχειρούμενο ευτελισμό του νομικού μας πολιτισμού. Αντί να είναι οι θεματοφύλακες αυτού, επικυρώνουν με την στάση τους την συνταγματική και θεσμική εκτροπή. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι , οι οποίοι στο παρελθόν είχαν επιδείξει ιδιαίτερο ζήλο, ευαισθησία και αντανακλαστικά όταν υποτίθεται ότι είχαν θιχτεί τα δικαιώματα ενός καταδικασμένου για δεκάδες δολοφονίες τρομοκράτη, μένουν εξοργιστικά απαθείς και αδιάφοροι τόσο στην κατάργηση του τεκμηρίου της αθωότητας των πρωτοδίκως καταδικασμένων στελεχών της Χρυσής Αυγής όσο και στην παράνομη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Αποδεικνύονται θεματοφύλακες όχι του Δικαίου, ως όφειλαν, αλλά των συμφερόντων των κομματικών τους ηγητόρων.
Πλέον το καθήκον για αποκατάσταση της ως άνω θεσμικής , κοινοβουλευτικής και συνταγματικής εκτροπής αλλά και της διασφάλισης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και της ομαλής και ανεμπόδιστης απονομής της, πρώτιστα εναπόκειται στους Έλληνες Δικαστές, η μέγιστη πλειοψηφία των οποίων εξακολουθεί να υπηρετεί με ευσυνειδησία το λειτούργημά τους. «Τερτσέτηδες και Πολυζωίδηδες» ευελπιστώ ότι διαχρονικά (θα πρέπει να) υπάρχουν και αναδεικνύονται ως γεννήματα του μοναδικού Έθνους το οποίο θεοποίησε την έννοια της Δικαιοσύνης στο πρόσωπο της Θέμιδος.
Κατά δεύτερον οι επιστήμονες παντός κλάδου του Δικαίου οι οποίοι ταυτόχρονα τυγχάνουν και πολιτικοί, ευχής έργον θα ήταν να σταματήσουν κάποια στιγμή να θυσιάζουν την επιστημονική τους ιδιότητα στον βωμό της αντίστοιχης κομματικής τους, αδικώντας εν τέλει τους εαυτούς τους αλλά και την επαγγελματική –επιστημονική τους υστεροφημία. Ως νομικός, θλίβομαι όταν βλέπω, για παράδειγμα, έγκριτο καθηγητή συνταγματικού δικαίου να τάσσεται υπέρ μιας κατάφωρα εσφαλμένης ερμηνείας άρθρων του Συντάγματος, επικαλούμενος επιχειρήματα που ο ίδιος θα τα απέρριπτε εάν τα εντόπιζε σε κάποιο γραπτό ενός εξεταζόμενου πρωτοετούς φοιτητή νομικής. Ως δικηγόρος, απογοητεύομαι όταν βλέπω συνάδελφό μου με άριστη γνώση της ποινικής επιστήμης, διακριθέντα επί πολλά έτη στα ακροατήρια των ποινικών δικαστηρίων, να είναι εμπνευστής και υπέρμαχος της νομικής σοφιστείας-κατασκευάσματος περί συλλογικής ευθύνης μελών πολιτικού κόμματος, της οποίας η αντίθεση με το γράμμα και με το πνεύμα της κείμενης ποινικής νομοθεσίας είναι προφανής ακόμα και σε έναν φοιτητή νομικής ή ασκούμενο δικηγόρο με ελάχιστες γνώσεις ποινικού δικαίου.
Η προπεριγραφόμενη νοσηρή κατάσταση, ενέχει τελικά και μια μεγάλη δόση ειρωνείας: Οι «δημοκράτες», εντός ή εκτός εισαγωγικών, οι οποίοι εξουσιάζουν το πολιτικό μας σύστημα, έπραξαν ό,τι ακριβώς καταλογίζουν στους «αντιδημοκράτες», «φασίστες» πολιτικούς τους αντιπάλους: Με τις πράξεις τους εξευτέλισαν εν τέλει οι ίδιοι το Σύνταγμα και κάθε είδους κοινοβουλευτική και δημοκρατική διαδικασία, πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων και καθιστώντας φληναφήματα και άνευ αντικειμένου τα περί ρήσεων του Βολταίρου, πολιτικών ελευθεριών και ό,τι άλλου υποτίθεται ότι πρέσβευαν αυτοί, οι … καλοί «δημοκράτες», έναντι των άλλων, των… κακών «φασιστών»!
Εν κατακλείδι, το «Καραμανλής ή Τανκς» του 1974, αντικαταστάθηκε με το «Τροπολογία αντί Ερπύστριας» εν έτει 2023 !
Γιώργος Χασιώτης, Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.