Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

Έβολα και Ελιάντε, Βίοι Παράλληλοι – Ο απαγορευμένος φιλόσοφος και ο λεγεωνάριος θρησκειολόγος

Γράφει ο Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκειών

Ο εικοστός αιώνας ανέδειξε δύο μεγάλες μορφές της Παραδοσιοκρατίας και του Μυστικισμού του Υπερεθνικισμού, τον Julius Evola, τον «Μαύρο Βαρώνο» και απαγορευμένο φιλόσοφο της Ιταλίας, καθώς και τον Mircea Eliade, τον Ρουμάνο Εθνικιστή Λεγεωνάριο που αναδείχθηκε στον μεγαλύτερο θρησκειολόγο παγκοσμίως κατά τον περασμένο αιώνα. Οι δύο άνδρες συναντήθηκαν και γνωρίσθηκαν επηρρεάζοντας ο ένας τη σκέψη του άλλου αρκετά. Ωστόσο η πορεία τους στη ζωή στάθηκε εκ διαμέτρου αντίθετη αφού, όπως λέει ο ποιητής, ο μεν Eliade είπε «το μεγάλο ναι» στον σύγχρονο μεταπολεμικό κόσμο «και προχώρησε στην δόξα και την τιμή», ενώ ο Evola απέρριψε τον σύγχρονο κόσμο, πληρώνοντας το τίμημα «και μη μετανιώνοντας ποτέ για αυτό το Όχι το μεγάλο». 1 Η απόρριψη του σύγχρονου κόσμου, την οποία κηρύσσει μέσα από το έργο του ο Evola, αξίζει να αντιπαραβληθεί με την αποδοχή του σύγχρονου κόσμου, την οποία προωθούσε ο άλλος μεγάλος διανοητής του Εθνικιστικού χώρου, ο Mircea Eliade (1907-1986). Πρόκειται για τον σπουδαιότερο σύγχρονο ιστορικό των Θρησκειών, παλαιό μέλος της «Σιδηράς Φρουράς», τον οποίον ο Evola συνήντησε προσωπικώς πολλές φορές, δέθηκε με ισχυρή φιλία μαζί του και με τον οποίον αλληλογραφούσε έως ότου ο Eliade διέκοψε τις μεταπολεμικές επαφές του, είτε λόγω πεποιθήσεως είτε, το πιο πιθανόν, λόγω στρατηγικής επιβιώσεως του στη Δύση, εξ ου και τροποποίησε ορισμένες θέσεις του ή και απέκρυψε ορισμένες προηγούμενες δογματικές του αναφορές. Εξ’ άλλου ο Julius Evola, είχε χαρακτηρισθεί πλέον ως ο Μαύρος Βαρώνος, ρατσιστής και θεωρητικός των τρομοκρατών της άκρας Δεξιάς και για την Ιταλία ήταν «Il filosofo proibito».

Οι δύο άνδρες συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Βουκουρέστι του Μεσοπολέμου, το 1937. Έκτοτε, ο Eliade έκανε μία εντυπωσιακή ακαδημαϊκή καριέρα στην οποία συμπεριλαμβάνοντο ένα bachelor’s degree in Philosophy στο πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου και ένα M.A. και ένα Ph.D. στα Σανσκριτικά και την Ινδική Φιλοσοφία, στο πανεπιστήμιο της Calcutta. Κατά την πρώτη τους συνάντηση, ο Evola ήταν ήδη ένας ολοκληρωμένος συγγραφέας και είχε δημοσιεύσει μερικά από τα πιο σημαντικά του έργα όπως το «The Hermetic Tradition» (1931), «Revolt against the Modern World» (1934), και «The Mystery of the Grail» (1937).

Ο Eliade είχε μελετήσει τα πρώτα φιλοσοφικά έργα του Evola κατά τη δεκαετία του 1930 και «θαύμαζε την εμπειρία του, και ακόμα περισσότερο, την πυκνότητα και την σαφήνεια του πεζού λόγου του.»1 Μια πνευματική φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ του νεαρού λόγιου Ρουμάνου και του Ιταλού φιλοσόφου, ο οποίος ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερος από τον Eliade. Το κοινό τους ενδιαφέρον για τη yoga οδήγησε τον Evola να γράψει το «L’uomo e la Potenza» το 1926, το οποίο αναθεωρήθηκε το 1949 και επανακυκλοφόρησε με τον καινούριο τίτλο: «The Yoga of Power». 2 Την ίδια εποχή και ο Eliade συνέγραφε τη διακεκριμένη επιστημονική του εργασία με τίτλο: «Yoga: Immortality and Freedom» (1933). Ασχολούμενοι με το ίδιο θέμα, επηρέαζαν ο ένας τη σκέψη του άλλου. Ο ίδιος ο Eliade αφηγείται σχετικά στις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις:

«Λάμβανα γράμματα από αυτόν όταν ήμουν στην Calcutta μέσω των οποίων με παρακαλούσε επιμόνως να μην του μιλήσω για τη yoga, ή για τις «μαγικές δυνάμεις» εκτός αν είχα να του αναφέρω με ακρίβεια πραγματικά περιστατικά των οποίων είχα γίνει αυτόπτης μάρτυρας. Στην Ινδία έλαβα επίσης από αυτόν αρκετές δημοσιεύσεις δικές του, αλλά τώρα θυμάμαι μόνο μερικές δημοσιεύσεις του περιοδικού «Krur».3
    Η πρώτη συνάντηση μεταξύ Evola και Eliade στη Ρουμανία, έγινε κατά τη διάρκεια ενός γεύματος που τους προσέφερε ο πανεπιστημιακός καθηγητής και υπαρξιστής φιλόσοφος Nae Ionescu, μία από τις ηγετικές και εμβληματικές μορφές του ρουμανικού εθνικισμού, καθηγητής και μέντορας του Ρουμάνου θρησκειολόγου. Εκείνη την περίοδο, ο Evola ταξίδευε σε ολόκληρη την Ευρώπη, δημιουργώντας επαφές και δίνοντας διαλέξεις «σε μια προσπάθεια να συντονίσει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν, σε κάποιον βαθμό, την Τραντισιοναλιστική – Παραδοσιοκρατική σκέψη με σκοπό τη δημιουργία ενός πολιτικού-πολιτιστικού πλάνου». 4

Από αυτή τους τη συνάντηση, ο Eliade θυμάται τον θαυμασμό που εξέφρασε ο Evola για τον Corneliu Codreanu (1899-1938), τον ιδρυτή της Χριστιανικής και Εθνικιστικής κινήσεως της Ρουμανίας, της γνωστής «Σιδηράς Φρουράς». Ο Evola και ο Codreanu συναντήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρωινού γεύματος. Ο Codreanu περιέγραψε στον Evola τις επιπτώσεις που είχε στον ψυχικό του κόσμο η φυλάκιση την οποίαν υπέστη λόγω των «πιστεύω» του, και για το πώς ανακάλυψε την εσωτερική ενατένιση μέσα στην ησυχία και τη μοναξιά του κελιού του. Ο Evola στην αυτοβιογραφία του περιγράφει τον Codreanu ως «έναν από τους πιο άξιους και τους πιο πνευματικά κατηρτισμένους και προσανατολισμένους Εθνικιστές ηγέτες που είχε συναντήσει στα εθνικιστικά κινήματα που ανθούσαν στην Ευρώπη αυτή την περίοδο».5 Ο Codreanu, δείχνοντας την απόλυτη πειθαρχία και την αφοσίωση των Λεγεωναρίων στο πρόσωπο του και στην ιδέα του Έθνους, τόνισε στον Evola πως είχε βαθειά συναίσθηση του μεταφυσικού χαρακτήρα της αποστολής του, την οποία μπορούσε να μεταδώσει σε οποιονδήποτε τον πλησίαζε. «Δώσε μου έναν άνθρωπο δειλό και τρομαγμένο και σε τρεις μήνες θα σου παραδώσω έναν πολεμιστή έτοιμο για αγώνα, θρίαμβο και θάνατο!», είχε καυχηθεί ο αρχηγός της «Σιδηράς Φρουράς» και το μέχρι τότε έργο του επιβεβαίωνε την αλήθεια των λόγων του. Ο Eliade έγραψε ότι, κατά τη διάρκεια εκείνου του πρωινού γεύματος «ο Evola ήταν ακόμα θαμπωμένος από αυτόν (τον Codreanu). Θυμάμαι αμυδρώς τις παρατηρήσεις που έκανε για την απουσία των πολιτικών στοχαστών στην πολιτική διαμάχη της Δύσεως.»6

Ωστόσο, πέρα από τους κοινούς ενθουσιασμούς και την ιδεολογική σύμπτωση, οι δύο λόγιοι έβλεπαν τα πράγματα από διαφορετικό πρίσμα κι αυτό έμελλε να φανεί πολύ γρήγορα. Ο Eliade γράφει χαρακτηριστικά στις σημειώσεις του: «Μια ημέρα έλαβα μία μάλλον πικρή επιστολή από αυτόν, στην οποία ισχυρίζετο ότι δεν παρέπεμπα σε αυτόν, ή τουλάχιστον όχι περισσότερο από ότι είχε κάνει ο Guénon. Του απήντησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα, κι επιπλέον του υποσχέθηκα ότι μια μέρα θα του εξηγούσα εκτενώς τη στάση μου και εκείνος θα καταλάβαινε. Το επιχείρημα μου δεν θα μπορούσε να είναι πιο απλό. Τα βιβλία που γράφω εγώ προορίζονται για τον σημερινό κοινό και όχι για τους λίγους και μυημένους. Σε αντίθεση με τον Guénon και τους ομοίους του, στους οποίους συμπεριλαμβάνετο και ο ίδιος, δεν πίστευα ότι είχα κάτι να γράψω που θα προορίζετο ειδικά για αυτούς». 7

Όπως είναι ήδη φανερό από τις παρατηρήσεις του Eliade, εκείνος δεν συμμερίζετο και δεν ασπαζόταν τις εσωτεριστικές απόψεις και τις τάσεις του Evola. Πιστεύω ότι υπήρχαν τρεις λόγοι για την αποστροφή αυτή που έδειχνε ο Eliade. Πρώτα από όλα, ο Evola, όπως όλοι οι Τραντισιοναλιστές, προϋπέθετε την ύπαρξη μίας ανωτέρας, ηλιακής, βασιλικής και εσωτερικής αρχέγονης παραδόσεως, και αφιέρωσε τη ζωή του στο να περιγράψει, μελετήσει και να διαδώσει αυτή την παράδοση στις πολλές μορφές και εκδοχές της. Εκείνος έθεσε επίσης αυτή την παράδοση υπεράνω και εναντίον εκείνου που ονόμασε «σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα και πολιτισμό», όπως για παράδειγμα ο λαϊκός πολιτισμός της Ρουμανίας, στην ανάδειξη του οποίου αφιέρωσε πάμπολλες μελέτες του ο ίδιος ο Eliade. Στην «Εξέγερση ενάντια στο σύγχρονο κόσμο», μπορεί κάποιος να διαβάσει πολλά παραδείγματα για αυτή την αντιπαράθεση. Ο Evola σημειώνει χαρακτηριστικά ότι εάν, μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου, υπάρχει ένας πολιτισμός που αξίζει το όνομα της Αναγεννήσεως, αυτός είναι ο Μεσαίωνας. Στην υποκειμενικότητα του, στον δυναμισμό του, στην ιεραρχική του δομή, στο έξοχο αντιανθρωπιστικό του ιδεώδες με το οποίο υπεισέρχετο στην ιερότητα, ο Μεσαίων υπήρξε μια επιστροφή στην πρωταρχικότητα.

Ο Eliade, από την πλευρά του, απέρριπτε οποιαδήποτε έμφαση στον εσωτερισμό, διότι πίστευε ότι αυτός δρούσε περιοριστικά επάνω στο ανθρώπινο πνεύμα. Ο Eliade υποστήριζε ότι το να περιορίσεις την αξία των δημιουργιών του Ευρωπαϊκού πνεύματος αποκλειστικώς στα «εσωτερικά τους νοήματα», ήταν κάτι που αποτελούσε μία επανάληψη, κατά αντίστροφο τρόπο, της υλιστικής προσέγγισης που είχαν υιοθετήσει ο Marx και ο Freud. Κι ούτε ακόμα πίστευε στην ύπαρξη μιας αρχεγόνου παραδόσεως: «Αυτή μου φάνηκε ύποπτη από τον τεχνητό, αντιϊστορικό χαρακτήρα της», έγραφε. 8 Κατά δεύτερον λόγο, ο Eliade απέρριψε την αρνητική ή απαισιόδοξη αντιμετώπιση του κόσμου και της καταστάσεως του ανθρώπου που χαρακτηρίζουν τη σκέψη του Guénon και του Evola. Σε αντίθεση με τον Evola, ο οποίος πίστευε στην εν εξελίξει σήψη του σύγχρονου Δυτικού Πολιτισμού, ο Eliade ισχυρίζετο:

«Στον βαθμό που μπορώ να πιστεύω στη δημιουργικότητα του ανθρωπίνου πνεύματος, δεν μπορώ να απελπιστώ: ο πολιτισμός, ακόμα και στην πιο αμυδρή μορφή του, είναι το μόνο μέσο για τη μεταβίβαση ορισμένων αξιών και για τη μετάδοση ενός συγκεκριμένου πνευματικού μηνύματος. Σε μια νέα Κιβωτό του Νώε, μέσω της οποίας θα μπορούσε να σωθεί η πνευματική δημιουργία της Δύσεως, δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνεται μόνο το έργο «L’esotérisme de Dante», του René Guénon. Πρέπει να υπάρχει επίσης η ποιητική, ιστορική και φιλοσοφική κατανόηση της Θείας Κωμωδίας.» 9
Τέλος, το κοινωνικό-πολιτιστικό περιβάλλον που ασπάσθηκε ο Eliade ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που προτίμησε και ευνόησε ο Evola. Όταν η Ινδία ανέκτησε την ανεξαρτησία της, ο Eliade κατέληξε να πιστεύει ότι η Ασία ήταν έτοιμη να εισέλθει ξανά στην παγκόσμιο Ιστορία και τη Διεθνή πολιτική και ότι το Έθνος του, οι Ρουμάνοι, «θα μπορούσε να παίξει ένα συγκεκριμένο ρόλο κατά τον προσεχή διάλογο μεταξύ Δύσεως, Ασίας και πολιτισμών του αρχαϊκού λαϊκού τυπικού». 10 Κατά συνέπειαν, αποδέχθηκε τις αγροτο-ποιμενικές ρίζες του ρουμανικού πολιτισμού καθώς και την οικουμενικότητα και την πολυμορφία, περισσότερο από ότι τον Εθνικισμό και τον τοπικισμό. Ο Eliade έγραφε: «Μου φαίνεται ότι άρχισα να διακρίνω στοιχεία ενότητος σε όλους τους αγροτικούς πολιτισμούς, από την Κίνα και τη Νότιο-ανατολική Ασία ως τη Μεσόγειο θάλασσα και την Πορτογαλία. Βρήκα παντού αυτό που αργότερα ονομάσθηκε «κοσμική θρησκευτικότητα» (cosmic religiosity): δηλαδή, τον ηγετικό ρόλο των εικόνων και των συμβόλων, τον θρησκευτικό σεβασμό για τη γη και τη ζωή, την πίστη ότι το ιερό εκδηλώνεται αμέσως μέσα από το μυστήριο της γονιμότητας και της κοσμικής επαναλήψεως. . . .»11
    Τα συμπεράσματα αυτά είναι διαμετρικά αντίθετα από τις απόψεις του Evola, ιδίως όπως αυτές διατυπώνονται στο έργο του «Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο». Σύμφωνα με τη διδασκαλία του τελευταίου, η κοσμική θρησκευτικότητα είναι μια κατώτερη και διεφθαρμένη μορφή πνευματικότητας, ή, όπως την αποκάλεσε, μια «σεληνιακή πνευματικότητα» (lunar spirituality). Η σελήνη, σε αντίθεση με τον ήλιο, δεν είναι μία πηγή φωτός, και απλώς αντανακλά το φως του ηλίου, σαν «σεληνιακή πνευματικότητα» εξαρτάται από τον Θεό, το Όλον, ή από οποιαδήποτε άλλη εκδοχή του Απολύτου.
Στην, αμετάφραστη ακόμα στα ελληνικά, αυτοβιογραφία του με τίτλο «Il cammino del cinabro» (Η πορεία του κινναβάρεως), ο Evola περιγράφει το πνευματικό και νοητικό του ταξίδι διαμέσου ξένων τοπίων: θρησκείες (Χριστιανισμός, θεϊσμός), φιλοσοφίες (ιδεαλισμός, μηδενισμός, ρεαλισμός), και πολιτική (Δημοκρατία, Φασισμός, μετά- πολεμική Ιταλία). Για τους αναγνώστες που δεν είναι εξοικειωμένοι με τον Ερμητισμό, σημειώνουμε ότι το κιννάβαρι είναι ένα κόκκινο μέταλλο που αντιπροσωπεύει την ερυθρότητα, η οποία κατά την Αλχημεία είναι το τρίτο και τελικό στάδιο του εσωτερικού μετασχηματισμού του μετάλλου. Ο Evola, ως άλλος Σωκράτης, ακολουθούσε ενσυνειδήτως την «εσωτερική φωνή» που τον οδηγούσε στην πλήρη εγκατάλειψη στο ρεύμα του Μυστικισμού. Ο ίδιος το περιγράφει πολύ καθαρά στην αρχή της αυτοβιογραφίας του: «Η φυσική αίσθηση της απόσπασης μου από ό,τι είναι ανθρώπινο καθώς και από πολλά πράγματα που, ειδικά στον συναισθηματικό τομέα, θεωρούνται συνήθως ως νορμάλ, εκδηλώθηκε μέσα μου από πολύ τρυφερή ηλικία.»12

1. Mircea Eliade, , Exile’s Odyssey, Chicago: University of Chicago Press, 1988, σ. 152.

2. Julius Evola, The Yoga of Power, Rochester, VT: Inner Traditions, 1992.

3. Mircea Eliade, Journal III, 1970-78, Chicago: University of Chicago Press, 1989, σ. 161.

4. Julius Evola, Il cammino del cinabro, σ. 139.

5. Το ίδιο.

6. Eliade, Journal III,1970-78, σ. 162.

7. Το ίδιο, σσ.. 162-63.

8. Mircea Eliade, Exile’s Odyssey, σσ. 152. Όρα επίσης τα σχετικά έργα του Alain de Benoist.

9. Το ίδιο.

10. Mircea Eliade, Journey East, Journey West, San Francisco: Harper & Row, 1981-88, σ. 204.

11. Eliade, Journey East, Journey West, σ. 202.

12. Evola, Il cammino del cinabro, σ. 12.

1 Βλέπε Κωνσταντίνου Καβάφη, «Che fece …. il gran rifiuto»

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ‘χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του. 

ΠΗΓΗ: ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.