Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Η ευρωπαϊκή Δικαιοσύνη κάνει τη «δουλειά» της ελληνικής

Οι πολίτες εδώ και καιρό δείχνουν με ποικίλους τρόπους τη δυσπιστία τους ως προς την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της ελληνικής Δικαιοσύνης. Έχουν κάθε λόγο να το κάνουν αυτό, διότι είναι πλέον φως φανάρι ότι αυτή η -υποτιθέμενα ανεξάρτητη- εξουσία αποτελεί πειθήνιο όργανο της εκάστοτε κυβέρνησης. Ειδικά με το καθεστώς Μητσοτάκη η Δικαιοσύνη, στις ανώτατες βαθμίδες της και αρκετοί εξ όσων έχουν τοποθετηθεί σε κρίσιμες υποθέσεις δεν τηρούν ούτε τα προσχήματα.

Το θηριώδες σκάνδαλο με τον ΟΠΕΚΕΠΕ και την αρπαγή πολλών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ από επιτήδειους, που δήλωναν ότι βοσκούσαν τα πρόβατά τους στη Δήλο (!) και καλλιεργούσαν ελιές στο Βίτσι, σε υψόμετρο 1.850 μέτρων, δεν το ξεσκέπασαν Έλληνες δικαστές. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προσπάθησε να βρει μια άκρη στον δαιδαλώδη λαβύρινθο της σήψης που κυβερνά την πατρίδα μας και της διαφθοράς, που εξουσιάζει κάθε πτυχή του Δημοσίου.

Οι Έλληνες δικαστές δεν έδειξαν να ευαισθητοποιούνται από τις επανειλημμένες καταγγελίες και αναφορές που έκαναν εδώ και χρόνια παραιτηθέντες πρόεδροι του ΟΠΕΚΕΠΕ, όπως οι κ. Γ. Βάρρας, Ε. Σημανδράκος, αλλά και η πρώην προϊσταμένη της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου του ΟΠΕΚΕΠΕ Παρασκευή Τυχεροπούλου.

Τα εκατομμύρια έρεαν στις τσέπες λαμόγιων, «κολλητών» και… κοντοχωριανών διαφόρων πολιτικών και η Ελληνική Δικαιοσύνη σφύριζε αδιάφορα μέχρι χθες. Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου χθες θυμήθηκε να δώσει στον Τύπο ανακοίνωσή της για το σκάνδαλο με τις επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ. Εκεί επισήμαινε ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την έρευνα του σκανδάλου. Δηλαδή, οι συντάξαντες την ανακοίνωση θέλουν να μας πείσουν ότι ουδέν έπραξαν για όσα άκουσαν και είδαν επειδή δεν τους πέφτει… λόγος.

Καθώς φαίνεται, λόγος δεν έπεφτε και στον Άρειο Πάγο και για την υπόθεση των Τεμπών. Η πρωτοβουλία των χαροκαμένων γονιών να φέρουν το θέμα τους στην Ευρώπη προκάλεσε τις αλυσιδωτές αντιδράσεις, που κινητοποίησαν το πανελλήνιο.

Η ευρωπαϊκή Δικαιοσύνη κάνει τη «δουλειά» της ελληνικής, διότι δεν διαπλέκεται με την πολιτική σκηνή της χώρας μας και δεν της χρωστά… χάρες.

ΠΗΓΗ: www.dimokratia.gr

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Η απάντηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τον Μωάμεθ Β’ λίγο πριν από την πτώση της Βασιλεύουσας

Αψηφώντας τις στρατιές των Οθωμανών έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αποφασίζει πως προτιμά να πεθάνει μαζί με τους στρατιώτες του, παρά υποταχθεί και να παραδώσει γη και ύδωρ. Το κείμενο είναι του Γεωργίου Φραντζή.

Πρωτότυπο κείμενο:
Ἀπαρτίσας οὖν τὰ πάντα, ὡς αὐτῷ ἐδόκει καλῶς, ἔπεμψεν ἔνδον λέγων τῷ βασιλεῖ «Γίνωσκε τὰ τοῦ πολέμου ἤδη ἀπήρτησθαι• καὶ καιρός ἐστιν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαι τὸ ἐνθυμηθὲν πρὸ πολλοῦ παρ’ ἡμῖν νῦν• τὴν δὲ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ Θεῷ ἐφίεμεν. Τί λέγεις; Βούλει καταλιπεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀπελθεῖν, ἔνθα καὶ βούλει, μετὰ τῶν σῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπὼν τὸν δῆμον ἀζήμιον εἶναι καὶ παρ’ ἡμῶν καὶ παρά σοῦ; ἤἀντιστῆναι καὶ σὺν τῇ ζωῇ καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἀπολέσεις σύ τε καὶ οἱ μετὰ σέ, ὁ δὲ δῆμος αἰχμαλωτιστθεὶς παρὰ τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ;»

Ὁ βασιλεὺς δ’ ἀπεκρίνατο σὺν τῇ συγκλήτῳ• «Εἰ μἐν βούλει, καθὼς καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι καὶ σύ, τῷ Θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καὶ οὕτως ἐτίμων, τὴν δὲ πόλιν ταύτην ὡς πατρίδα• καὶ γὰρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντὸς ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίω. Ἔχε δὲ καὶ τὰ παρ’ ἡμῖν ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καὶ γῆν ὡς δίκαια καὶ ἀπόκοψον καὶ τοὺς φόρους τόσους, ὅσους κατὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν, κατ’ ἔτος τοῦ δοῦναι σοι καὶ ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γὰρ οἶδας, εἰ θαῤῥῶν κερδᾶναι εὐρεθῇς κερδανθείς; Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Απόδοση:
(Ο Μεχεμέτ), αφού ετοίμασε τα πάντα όπως καλύτερα νόμιζε, έστειλε μήνυμα λέγοντας στο βασιλιά: «Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ’ όλη τη γη;»

Κι ο βασιλιάς με τη σύγκλητο αποκρίθηκε: «Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας και φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της• γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Ποιος θυμάται τη Σκάλα;

Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί στο παρελθόν αγράμματοι χωρικοί επαναστατούσαν λόγω της αβάστακτης φορολογίας, ενώ σήμερα «γραμματισμένοι αστοί» τηρούν σιγήν ιχθύος σε μια αδιανόητη επιδρομή

Αλκιβιάδης Κ. Κεφαλάς*

Το 1848 οι χωρικοί στη Σκάλα Κεφαλλονιάς εξεγέρθηκαν κατά των Βρετανών λόγω της ληστρικής φορολογίας. Ένας φόρος στις ελιές, ένας στο καλύβι, ένας ακόμη στους φούρνους, ένας τέταρτος στη χρήση του δρόμου, οι χωρικοί εξεγέρθηκαν με φωνή, άρνηση πληρωμής και όπλα. Η συντριβή της εξέγερσης οδήγησε σε εκατοντάδες εκτελέσεις, απαγχονισμούς, φυλακίσεις, βιασμούς γυναικών και ακρωτηριασμούς. Η ληστρική φορολογία στην Ελλάδα πάντα κατέληγε σε αιματηρές εξεγέρσεις κατά της εξουσίας.

Η βαριά φορολογία των Οθωμανών ήταν ένας από τους λόγους της μαζικής λαϊκής συμμετοχής στην επανάσταση του 1821. Ο Σπύρος Ζαμπέλιος στο ιστορικό του μυθιστόρημα «Οι κρητικοί γάμοι» περιγράφει μια αντίστοιχη εξέγερση στην Κρήτη κατά των Βενετών το 1570 λόγω της ληστρικής φορολογίας. Τούρκοι, Βενετοί και Άγγλοι έφυγαν, αντικαθιστάμενοι από το πολιτικό σύστημα και τον Μητσοτάκη. Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι γιατί στο παρελθόν οι αγράμματοι χωρικοί επαναστατούσαν συνεχώς λόγω της αβάστακτης φορολογίας, ενώ σήμερα οι «γραμματισμένοι αστοί» τηρούν σιγήν ιχθύος σε μια αδιανόητη φορολογική επιδρομή, που τους εξαφανίζει βιολογικά και αφανίζει το έθνος.

Η απάντηση είναι ότι η αφωνία οφείλεται κυρίως στην εξαφάνιση της συλλογικής και της ατομικής μνήμης. Στην Ελλάδα οι οικογενειακές φωτογραφίες του παππού πετάχτηκαν στα σκουπίδια επειδή αυτά τα πρόσωπα συνδέονται με τη Σκάλα και τους κρητικούς γάμους. Αν οι επίγονοι γνώριζαν την ιστορία τους, θα είχαν αρνηθεί τα χαράτσια, τη φορολογία των ελαιοδέντρων, τα πρόστιμα για τα σπίτια, τον φόρο για το χώμα. Η Σκάλα δεν διδάσκεται στα σχολεία επειδή δείχνει τον δρόμο της αντίστασης. Η ελίτ και το πολιτικό σύστημα δεν θέλουν ούτε να θυμόμαστε ούτε να δεχόμαστε το μήνυμα της μη υποταγής στη βία.

Η εξουσία τρέμει τη στιγμή που ο άνθρωπος θα ενωθεί με τη μνήμη του. Τότε γίνεται επικίνδυνος. Η μεταπολιτευτική σαπίλα μάς ταΐζει με επετείους ανύπαρκτων και ακίνδυνων γεγονότων και ταυτόχρονα διαγράφει τη μνήμη που θα τους εξαφανίσει πολιτικά. Με στόχο την «αγροτική συστηματοποίηση», στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου οι Σάξονες των Καρπαθίων, με ρίζες από τον 13ο αιώνα, εξαφανίστηκαν όταν οι μπουλντόζες γκρέμισαν τα χωριά τους, τις εκκλησίες και τα σπίτια. Ο πληθυσμός μεταφέρθηκε με τη βία στις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, κόβοντας κάθε δεσμό με γη, γειτονιά, ιστορία. Ένας ολόκληρος πολιτισμός σβήστηκε, όχι με σφαίρες, αλλά με πολεοδομικά διατάγματα.

Σήμερα στην Ελλάδα, στα ίχνη του Τσαουσέσκου, με την πρόφαση της «χωρικής ανάπλασης» του «εθνάρχη», ο χώρος απογυμνώνονται από ιστορία και μνήμη. Αυτή η πρακτική δεν συνιστά απλώς μια διαδικασία χρηματικής μίζας. Αποτελεί μια συστημική εμβόλιμη αναστολή στην ιστορική πρόσβαση. Η επέμβαση αφορά την αρχιτεκτονική και την αρχειακή μνήμη και συνεπώς έχουμε μπροστά μας το πιο ύπουλο και σκοτεινό πρόσωπο της εξουσίας που διαχειρίζεται τη συλλογική ιστορική μνήμη ως προσωπική ιδιοκτησία.

Η ελίτ δεν χρειάζεται να δέσει τους υπηκόους με αλυσίδες για να τους κάνει σκλάβους ώστε να τους φορολογεί αδιαμαρτύρητα. Αρκεί να τους κάνει να ξεχάσουν από πού ήλθαν. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει παρελθόν, δεν έχει σημείο αναφοράς.

Δεν έχει αφήγημα να υπερασπιστεί. Γίνεται ΑΦΜ, ένας καταναλωτής για να πληρώνει ΦΠΑ. Η καταστροφή της μνήμης στην Ελλάδα δεν είναι τυχαία, είναι ο σκοπός της εξουσίας. Μνήμη σημαίνει ρίζες. Ρίζες σημαίνουν αντίσταση. Άνθρωποι με μνήμη δεν αποδέχονται εύκολα την καταπίεση, τους φόρους, τις εντολές. Η ελίτ θέλει ανθρώπους, χωρίς μνήμη, χωρίς τάφους, χωρίς παλιές φωτογραφίες, χωρίς οικογενειακές αφηγήσεις. Μόνο τότε μπορεί να επιβάλει φόρο στην ύπαρξη χωρίς αντίσταση. Αν ξεχάσεις πως κάποτε καλλιεργούσες ελεύθερα, θα σου φανεί λογικό να σου φορολογούν τη γη και το σπίτι. Η λήθη συμφέρει την εξουσία. Όσα λιγότερα θυμάσαι τόσο πιο εύκολα θα δέχεσαι την εξάρτηση, τη δουλικότητα και την απουσία προστάγματος ελευθερίας.

*Διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, UK, τ. διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών

ΠΗΓΗ: www.newsbreak.gr

Dominique Venner: Ευρώπη ξεσηκώσου, ενάντια στη μοιρολατρία

21 Μαίου 2013, ο Dominique Venner , ο Σαμουράι της Δύσης, αυτοκτονεί ως μια πράξη διαμαρτυρίας και αφύπνισης για τον αργό θάνατο της Ευρώπης, των αξιών της, του παμπάλαιου πολιτισμού της και της κουλτούρας της. Η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, η αλλοίωση των ευρωπαϊκών πληθυσμών, η Woke κουλτούρα, η κυριαρχία του καπιταλισμού και των δεινών του…Εγώ, σαν ελάχιστο φόρο τιμής, για την σημερινή μέρα, μια μέρα θλίψης και περισυλλογής (και τολμώ να πω ότι προσωπικά η ζωή μου άλλαξε από εκείνη την μέρα, η 21η Μαΐου δεν είναι πια η ίδια) σας παραθέτω ένα εξαιρετικό και συγκινητικό κείμενο του Alain De Benoist, για τον καλό του φίλο και σύντροφο των περιπετειών. Ότι καλύτερο για να νιώσετε την ψυχή και το ύφος του μεγάλου εκείνου Ευρωπαίου, που θυσιάστηκε για την Ευρώπη…Tο κείμενο αυτό, αποτελεί και την εισαγωγή στα «Επαναστατικά Τετράδια», που άφησε ο Venner , σαν μια πνευματική κληρονομιά:

…………………………………………………………………..

Ήταν 9 Οκτωβρίου 1962 και δεν ήμουν ακόμη 19 ετών. Από την προηγούμενη χρονιά ήμουν μέλος της «Ομοσπονδίας Εθνικιστών Σπουδαστών», η οποία ιδρύθηκε από τον François d’Orcival, κατόπιν αιτήματος της μυστικής ηγεσίας του κινήματος “Jeune Nation”. Οι φίλοι μου, εκείνη την εποχή, με γνώριζαν μόνο με το όνομα Fabrice Laroche, το ψευδώνυμο που είχα χρησιμοποιήσει για να υπογράψω τα πρώτα μου άρθρα. Είχα την αποστολή να διατηρήσω ανοιχτό ένα ετοιμόρροπο κτίριο στην οδό Rue de la Glacière, του οποίου τα αμυδρά φωτισμένα γραφεία στέγαζαν τη γενική γραμματεία και στο υπόγειο μια αίθουσα συνεδριάσεων όπου ήταν πολύ δύσκολο να συγκεντρωθεί κανείς. Περνούσα τις μέρες μου εκεί, σαν τρελός, πληκτρολογώντας στα πλήκτρα μιας αρχαίας γραφομηχανής.

«Καλημέρα, φίλε μου. Είσαι ο Fabrice, σωστά;». Ο άντρας που στεκόταν μπροστά μου εκείνη την μέρα, ήταν αδύνατος, μεσαίου ύψους, με ξυρισμένα μαλλιά και ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη του. Αφού επιβεβαίωσα την ταυτότητά μου, μου συστήθηκε: «Dominique Venner» (το πρόφερε ιταλικά, διαχωρίζοντας τα διπλά σύμφωνα). Μόλις είχε αποφυλακιστεί, όπου είχε εκτίσει ποινή για πολιτική δραστηριότητα που συνδεόταν, ιδίως, με την «ανασύσταση μιας διαλυμένης εθνικιστικής ομάδας» και γενικότερα, για τον αξιολάτρευτο παράνομο τρόπο του. Αυτή η πρώτη μας συνάντηση σηματοδότησε την αρχή μιας φιλίας που διήρκεσε περισσότερο από μισό αιώνα. Η δαιμόνια ενέργειά του και ο ακτιβισμός του δεν είχαν τέλος, αλλά ταυτόχρονα και η πολιτική του σκέψη . Έβλεπε όμως τις άσχημες καταστάσεις που δημιουργούσαν συνεχώς οι πολιτικοί, που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τα πάντα. Εντάσεις, σκληρές διαφωνίες πάνω σε δόγματα, θεωρίες αλλά και πράξεις, έφεραν σοβαρά προβλήματα. Έτσι στις 2 Ιουλίου το 1967, κατά τη διάρκεια μιας θυελλώδους συνάντησης που έλαβε χώρα στην οδό Jean-Colly, σε ένα κτίριο που επρόκειτο να κατεδαφιστεί, όπου κάποιοι φίλοι είχαν δημιουργήσει ένα είδος μάλλον γραφικού κοινοτικού στεκιού, ο Dominique Venner ανακοίνωσε επίσημα ότι θα εγκατέλειπε την πολιτική για πάντα. Σε αυτή τη συνάντηση, στην οποία παρευρέθηκα, θα αναφερθεί όταν έγραψε το 2006: «Έχοντας ασχοληθεί πολύ με τις κομματικές δραστηριότητες στα νιάτα μου, αποστασιοποιήθηκα οριστικά από αυτές. Με δίδαξαν πολλά. Τότε μπόρεσα να ορίσω τον εαυτό μου ως μια επαναστατική καρδιά, έναν επαναστάτη από πίστη στις αξίες της ευθύτητας της παιδικής μου ηλικίας».

Τρεις εβδομάδες αργότερα έφυγε από τη Γαλλία για μια σύντομη διαμονή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αργότερα μου μίλησε για την απελπισία που τον κατέκλυζε εκείνη την εποχή. Όπως έγραψα στο “Mémoire vive”, η απόφασή του, την οποία ενέκρινα απόλυτα, ήταν μια ανακούφιση για μένα. Χωρίς αυτήν πιθανότατα, δεν θα ένιωθα ελεύθερος να δώσω μια διαφορετική κατεύθυνση στη ζωή μου. Αυτό ακριβώς θα έκανα, ξεκινώντας από τα τέλη του 1967, λανσάροντας το περιοδικό “Nouvelle École” και πρώτα απ’ όλα αφιερώνοντας τον εαυτό μου στη δημιουργία της ομάδας GRECE. Σε αντίθεση με όσα έχουν συχνά ειπωθεί ή γραφτεί, ο Dominique δεν ήταν ποτέ ένας από τους ιδρυτές της μελλοντικής «Νέας Δεξιάς». Το 1968 – 69 εξάλλου, αυτός έμεινε επιφυλακτικός ως προς την καταλληλότητα μιας επιχείρησης, που εντοπιζόταν αποκλειστικά στο πεδίο των ιδεών, κάτι που δεν τον εμπόδισε να μας στείλει ένα μήνυμα με το οποίο μας ευχήθηκε καλή τύχη. Το 1969 δημιούργησε και εμψύχωσε ένα “Ινστιτούτο Δυτικών Σπουδών”, για το οποίο ζήτησε και έλαβε την αιγίδα του μεγάλου συγγραφέα και ακαδημαϊκού Thierry MauInier. Το Ινστιτούτο οργάνωσε αρκετά συνέδρια (μίλησα σε ένα από αυτά) και εξέδωσε ένα περιοδικό, το “Cité-Liberté”, με διευθυντή τον Jean-Claude Bardet, από το οποίο εκδόθηκαν μόνο επτά τεύχη. Το Ινστιτούτο εξαφανίστηκε το 1971. Από αυτή την ημερομηνία, ο Dominique Venner ξεκίνησε μια εντελώς διαφορετική καριέρα. Σίγουρα δεν άλλαξε τον χαρακτήρα του, αλλά συνέδεσε νέες πτυχές σε αυτόν. Αυτός, που στα νιάτα του είχε σκεφτεί να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα, αλλά στη συνέχεια αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει, άρχισε να γράφει πολλά βιβλία αφιερωμένα ακριβώς σε αυτό: ένα μάλλον κλασικό φαινόμενο της «μεταβίβασης» ή της «αντιστάθμισης». Με την πάροδο των ετών, καθώς το συγγραφικό του στυλ γινόταν όλο και πιο πολύτιμο, καθιερώθηκε ως ειδικός στον τομέα των όπλων, καθώς και στο κυνήγι, το οποίο ο ίδιος εξασκούσε εντατικά. Άρχισε επίσης να γράφει ιστορικά βιβλία. Το πρώτο από αυτά ήταν το “Baltikum”. Το “Les Corps francs de la Baltique”, που εμφανίστηκε το 1974 σε επιμέλεια του Robert Laffont. Όπως είναι γνωστό, αυτόν τον τόμο θα ακολουθούσαν πολλά άλλα έργα: “Histoire de l’Armée rouge” (1981), “Histoire critique de la Résistance” (1995), “Histoire de la civile russe’ (1997), ‘Le Siècle de 1914’ (2006) κλπ.

Στα τριάντα αυτά χρόνια κατά τα οποία ο Dominique έχει αποσυρθεί κάπως από τη δημόσια σκηνή, δεν έχω σταματήσει ποτέ να είμαι σε στενή επαφή μαζί του. Με διασκεδάζει να θυμάμαι, σήμερα, ότι κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Μαΐου του 1968, ζούσε στο σπίτι μου στο Παρίσι. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 21 Ιουνίου 1972, παρευρέθηκε στον γάμο μου στο Αμβούργο. Η σύζυγός μου, ήταν μια παιδική φίλη της πρώτης του συζύγου, μιας νεαρής Γερμανίδας ονόματι Αντζέλικα, την οποία παντρεύτηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1965. Παρακολουθούσε την ανάπτυξη της «Νέας Δεξιάς», παρακολουθούσε επιμελώς τις δημοσιεύσεις μας, στις οποίες συνέβαλε περιστασιακά. Γευματίζαμε μαζί τέσσερις ή πέντε φορές τον χρόνο. Το 1997, γνωρίζοντας εγώ τον θαυμασμό του για τον Ernst Jünger, στον οποίο αργότερα θα έγραφε ένα βιβλίο, του αφιέρωσα το δοκίμιο που είχα δημοσιεύσει ο ίδιος για τον Γερμανό συγγραφέα της δημιουργίας της μορφής του Επαναστάτη, στο βιβλίο του, “Το πέρασμα στο δάσος”. Έχοντας πλέον εξελιχθεί σε διαφορετικές κατευθύνσεις, δεν συμφωνούσαμε πάντα. Παραμένοντας πιο «ριζοσπαστικά δεξιός» από εμένα, ο Dominique παρέμεινε προσκολλημένος σε ζητήματα που είχα σίγουρα ξεγράψει. Επιπλέον, όπως πολλοί σαν και αυτόν, δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για τους διανοούμενους! Ενώ εγώ, ήδη από το 1966, την ημερομηνία κατά την οποία ο Στρατηγός De Gaulle ήθελε η Γαλλία να αποχωρήσει από την ολοκληρωμένη διοίκηση του ΝΑΤΟ, ένιωθα όλο και περισσότερο «Γκωλιστής» – κατά τον τρόπο ενός Jean Cau, ενός Dominique de Roux ή ενός Jean Parvulesco -, εκείνος διατηρούσε μια συνεχή εχθρότητα απέναντι στον Στρατηγό , για λόγους που δεν συνδέονταν μόνο με τον πόλεμο στην Αλγερία. Όταν δημοσίευσε το βιβλίο του “De Gaulle. La grandeur et le néant” (Rocher, 2004), μας δόθηκε η ευκαιρία να ανταλλάξουμε φιλικά λόγια στις στήλες του περιοδικού “Éléments” (άνοιξη και καλοκαίρι 2005). Επίσης, το 2005, και ξανά στο “Éléments” (χειμώνας 2005), είχαμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε ξανά, κάπως σκληρά αλλά και φιλικά, τι είναι σκόπιμο να σκεφτόμαστε για τη δεξιά σήμερα (ΣτΜ υπάρχει αυτή η αντιπαράθεση σε άρθρο μου στον ιστοτοπο).

Ο ιστορικός στοχασμός ήταν αυτός που τελικά επικράτησε στον Dominique Venner, ολοκληρώνοντας έτσι τη μεταμόρφωση του πρώην ακτιβιστή σε «στοχαστικό ιστορικό», για να χρησιμοποιήσουμε τον τύπο, που ο ίδιος χρησιμοποίησε πρόθυμα για να περιγράψει τον εαυτό του. Η διεύθυνση του περιοδικού “Enquête sur l’histoire”, που εκδιδόταν από τον εκδοτικό όμιλο που εκείνη την εποχή εξέδιδε το εβδομαδιαίο “Minute’ και στη συνέχεια, ξεκινώντας από το 2002, του “La Nouvelle Revue d’histoire”, του επέτρεψε να βρει ένα πιο «πολιτικό» κοινό, από αυτό των αναγνωστών των βιβλίων του για το κυνήγι ή τα όπλα. Από τη δημοσίευση επίσης το 2002, του δοκιμίου του με τίτλο “Histoire et tradition des Europeens”, τον βλέπουμε επίσης να παίρνει ολοένα και περισσότερο θέση στα τρέχοντα γεγονότα και στις σημαντικότερες συζητήσεις της εποχής. Αναμφίβολα, αυτός ο «τελευταίος» Venner, είναι που οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα διατηρούν την εικόνα του. Ωστόσο δεν πρέπει να παρεξηγηθεί: ο Dominique παρέμεινε συνειδητοποιημένος για το τέλος των ορίων της πολιτικής δράσης και το ότι η πολιτική δεν ήταν για αυτόν. Επιπλέον, μπορώ να βεβαιώσω ότι δεν του άρεσε και πολύ να τον θυμούνται ως τον συγγραφέα του “Για μια θετική κριτική…” Αναπολώντας την εποχή της οργάνωσης “Europe-Action”, (Ευρώπη-Δράση), έλεγε μόνο: «Οι ιδέες μας ήταν περιορισμένες, αλλά τα ένστικτά μας ήταν υγιή». Ανθρώπινα μιλώντας ωστόσο, βλέπω σε αυτόν μια εξαιρετική συνέχεια. Ίδιο πρόσωπο, ίδιο γέλιο, ίδιο στυλ γραφής. Ίδια ενδυμασία. Αγωνιστής στην Αλγερία, ακτιβιστής και αγωνιστής, κυνηγός που κατέφυγε στα δάση, αφοσιωμένος ιστορικός, ήταν πάντα επαναστάτης – προσεκτικός, όπως ο Άναρχος, να κρατάει αποστάσεις.

Στις 21 Μαΐου 2013, ο Dominique Venner γευματίζει με τρεις φίλους. Το προηγούμενο βράδυ, είχε δειπνήσει ακόμη και με τον εκδότη του. Δεν είχε αποκαλύψει τις προθέσεις του σε κανέναν από αυτούς. Αλλά εκείνη την ημέρα, λίγο πριν τις 3 μ.μ., εισήλθε στον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων – «έναν εξαιρετικά συμβολικό χώρο, τον οποίο σέβομαι και θαυμάζω, επειδή χτίστηκε από την ιδιοφυΐα των προγόνων μας πάνω σε αρχαιότερους χώρους λατρείας, που θυμίζουν αρχαίες καταβολές» – στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς την Αγία Τράπεζα και αυτοπυροβολήθηκε στο στόμα. Χρησιμοποίησε πιστόλι μονής βολής, επειδή ήξερε ότι το χέρι του δεν θα έτρεμε. Κατόπιν αιτήματός του, ήταν παρών ένας από τους πιο στενούς του φίλους, στον οποίο ανέθεσε να ταχυδρομήσει αρκετές επιστολές και να ειδοποιήσει την οικογένειά του. Εγώ ο ίδιος έμαθα για τον θάνατό του μόλις στα μέσα του απογεύματος, από ένα τηλεφώνημα του Pierre-Guillaume de Roux, έκπληκτος και σοκαρισμένος. Θυμάμαι ότι την εποχή του “Europe-Action”, ο Dominique Venner καταδίκαζε έντονα την αυτοκτονία, κάτι που με εξέπληξε πολύ. Την έβλεπε ως μια απόδραση από τη ζωή. Σε αυτό το σημείο είχε εξελιχθεί, και σύντομα έγινε θαυμαστής του εκούσιου θανάτου, όπως πολλοί αρχαίοι Ρωμαίοι πριν από αυτόν, των οποίων η ζωή βασιζόταν στη βαρύτητα, την αρετή και την αξιοπρέπεια. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους του θαυμασμού του για τους Στωικούς, οι οποίοι «έκαναν την αυτοκτονία την κατεξοχήν φιλοσοφική πράξη, ένα προνόμιο που αρνούνταν στους θεούς», αλλά και για τους σαμουράι. Τα κείμενα που είχε γράψει τα χρόνια που προηγήθηκαν του θανάτου του, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς αυτό: είχε συνεχώς κατά νου το παράδειγμα του Yukio Mishima, του Henry de Montherlant και πολλών άλλων.

΄Έλεγε ο ίδιος στο αριστούργημά του “Ο Σαμουράι της Δύσης”: «Αφού μια μέρα πρέπει να φύγουμε, είναι ύψιστη ελευθερία να αποφασίσουμε εμείς εκείνη τη μέρα, μόνοι μας εκείνη την στιγμή. Ανίκανοι να πεθάνουμε στη μάχη, κάτι που θα προτιμούσαμε, μόνο ο εκούσιος θάνατος είναι πραγματικά άξιος: Ο θάνατος που δεχόμαστε δεν έχει νόημα. Ο ηθελημένος θάνατος έχει το νόημα που του δίνεται, ακόμα και όταν δεν έχει πρακτική χρήση. Για αυτόν τον λόγο, πρέπει να είμαστε ο εαυτός μας μέχρι την τελευταία στιγμή, ειδικά την τελευταία στιγμή. Είναι που αποφασίζοντας για τον εαυτό μας, θέλοντας πραγματικά το δικό μας πεπρωμένο που κερδίζουμε το τίποτα».Γι’ αυτό δεν εξεπλάγην – ούτε και οι οικείοι του – από την αυτοκτονία του, αλλά μόνο από την επιλογή της ημερομηνίας και του τόπου. Αυτό που είναι βέβαιο, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι ο θάνατός του ήταν σύμφωνος με αυτό που ήταν η ζωή του: το ακριβώς αντίθετο κάθε απελπισίας, κάθε δειλίας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αν ο Dominique Venner αυτοκτόνησε, το έκανε επειδή είδε τον δικό του πολιτισμό να αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια του. Δεν άντεχε άλλο να βλέπει την Ευρώπη να βγαίνει από την ιστορία, να έχει αποστραγγιστεί από την ενέργειά της, να ξεχνάει τον εαυτό της. Η Ευρώπη, έλεγε συχνά, βρίσκεται «σε χειμερία νάρκη». Ήθελε να την ξυπνήσει, όπως ο Jan Palach, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε δημόσια στην Πράγα στις 19 Ιανουαρίου 1969 για να διαμαρτυρηθεί για την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη χώρα του. Ο φιλόσοφος Marcel Conche επιβεβαίωσε ότι «το μόνο νόημα που μπορεί να έχει η ζωή, έγκειται στα σημάδια που μένουν για τους ανθρώπους του μέλλοντος» και διευκρίνισε ότι «ο ίδιος ο θάνατος μπορεί να επιλεγεί ως σημάδι».

Γνωρίζοντας ότι έρχεται μια στιγμή που οι λέξεις δεν είναι πλέον αρκετές για να εκφράσουν αυτό που νιώθει κανείς, ο Dominique Venner αυτοκτόνησε τη στιγμή που επέλεξε, με τον τρόπο που του φάνηκε πιο λογικός. Μια ευθεία πορεία. Η «διαυγής γραμμή», σαν το στυλ του σκιτσογράφου Herge, η οποία θα μπορούσε επίσης να ονομαστεί πρωινό ή σέλας, επειδή κάνει τις αλήθειες να εμφανίζονται. Μια τέτοια τροχιά θα μπορούσε να καταλήξει μόνο με έναν τέτοιο θάνατο. Αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία στα μάτια αυτού του απαιτητικού, προσεκτικού και συγκρατημένου άνδρα – τρομοκρατούνταν όταν μιλούσε για τον εαυτό του – ήταν η ηθική. Στους ανθρώπους αυτό που του άρεσε περισσότερο, ήταν μια συγκεκριμένη ανθρώπινη ποιότητα που θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μία λέξη: η ψυχραιμία. Το 2009, στο δοκίμιό του “Ernst Jünger, Un autre destin européen”, (Ernst Jünger, μια άλλη ευρωπαϊκή μοίρα), εξήγησε ότι ο θαυμασμός του για τον Γερμανό συγγραφέα εξαρτιόταν πρωτίστως από την ψυχραιμία του. Παρατηρητής της εποχής του, δεν επιδίωξε να προτείνει πολιτικές λύσεις. Έδινε πολύ μεγαλύτερη σημασία στη συμπεριφορά και το στυλ. Γι’ αυτό και ήταν τόσο σεβαστός. Στην εποχή της θεωρίας του φύλου, της κοινωνικής μητριαρχίας και του θηλυκοποιημένου άνδρα, κάποιος σαν αυτόν δεν είναι πλέον καν κατανοητός. Ενσάρκωνε έναν τύπο άνδρα έτη φωτός μακριά από αυτούς που επικρατούν σήμερα.

Από τον τραγικό θάνατό του στη Notre-Dame, η μορφή του Dominique Venner μου φαίνεται ότι έχει λάβει μια μυθική διάσταση, με την υψηλότερη έννοια της λέξης. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε έξω από κάθε πολιτική δέσμευση, πολλοί νέοι σήμερα αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στα γραπτά του. Δεν με εκπλήσσει, αφού πάντα ήθελε να είναι επαναστάτης (τα Ημερολόγια του το μαρτυρούν αυτό σε κάθε σελίδα). Στο πιο προσωπικό τoυ βιβλίο, το “Le Coeur rebelle”(επαναστατημένη καρδιά) το 1994, ο Dominique είπε «ότι το να είσαι επαναστάτης σημαίνει να είσαι ο κανόνας του εαυτού σου. Όποιο κι αν είναι το κόστος. Να προσέχεις να μην ανακάμψεις ποτέ από τη νεότητά σου. Να προτιμάς να ανταγωνίζεσαι τους πάντες παρά να υποκλίνεσαι σε κάποιον. Στις αποτυχίες, ποτέ μην αναρωτιέσαι για την αχρηστία μιας χαμένης μάχης. Αυτές οι οδηγίες συμπεριφοράς δεν πρέπει να παρερμηνευτούν. Το να είναι κανείς ο κανόνας του εαυτού του, δεν σημαίνει ότι τοποθετεί με υπερηφάνεια τον εαυτό του στο κέντρο του σύμπαντος και ακόμη λιγότερο σημαίνει να νομιμοποιεί τον ατομικισμό. Σημαίνει να παραμένει πιστός σε αυτό που ήθελε να είναι, δηλαδή να μην απαρνείται τον εαυτό του. Η σύνθεση εξαρτάται από την ηθική, δηλαδή από το στυλ».

Για τον Dominique, το στυλ εκφραζόταν μέσα από μερικές απλές αρχές. Να ζει κάποιος και να πεθαίνει όρθιος. Ποτέ να μην επιδιώκει, πάνω απ’ όλα, το προσωπικό του συμφέρον. Ποτέ να μην ενεργεί με δόλο, ποτέ μην χαλαρώνει με τα καλά, ποτέ να μην παραπονιέται, ποτέ μην εξηγεί. Ποτέ μην ενδίδει. Και επίσης να μένει μακριά από συκοφαντίες, κουτσομπολιά και άσκοπες κουβέντες, από άδικες ομιλίες και φλυαρίες. Να πηγαίνει προς ότι ανυψώνει, να φεύγει από οτιδήποτε αποδυναμώνει. Οι «δάσκαλοί» του Dominique στην ψυχραιμία, ήταν άνδρες και γυναίκες, των οποίων η κινητήρια δύναμη ήταν το αίσθημα της τιμής. Πίσω από αυτό κρυβόταν μια ολόκληρη γενική αντίληψη των πραγμάτων, η οποία συνοψίζεται σε αυτή την τριάδα που αντηχεί σαν πυξίδα: «Η φύση ως βάση, η αριστεία ως στόχος, η ομορφιά ως ορίζοντας». Στην ομορφιά της φύσης, αυτή τη φύση που ο Ηράκλειτος είπε ότι «λατρεύει να κρύβεται» και που έχει βεβηλωθεί για τόσο καιρό, ο Dominique έβλεπε ένα είδος καταφυγίου. Γράφει στο Σαμουράι της Δύσης : «Σε απόλυτη ρήξη με την αρχαία σοφία, η λογική των Μοντέρνων, των Χριστιανών ή των άθεων, επιδίωξε να βάλει τέλος στη γοητεία της φύσης καθώς και στην αντίληψη των αναγκαίων ορίων και στο τραγικό συναίσθημα της ζωής που αποτύπωσε ο Όμηρος».

Αυτό εξηγεί τον απεριόριστο θαυμασμό του για τους ήρωες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, ομηρικά έπη που θεωρούσε τα ιδρυτικά κείμενα μιας ευρωπαϊκής παράδοσης που είχε κάνει πατρίδα του: «Αυτά τα ιερά ποιήματα που μας λένε τι ήμασταν στην αυγή μας, δεν ισοδυναμούν με τίποτα άλλο». Έτσι, ξεχώρισε από εκείνους που προτιμούσαν να αναφέρονται σε απίθανες «χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης». Δεν έτρεφε καμία συμπάθεια για τον Χριστιανισμό, λόγω του οικουμενισμού του: τον κατηγορούσε ότι δεν ήταν «θρησκεία με ταυτότητα». Ήταν ερωτευμένος με μια Ευρώπη με μακροπρόθεσμες ρίζες, βασισμένη σε μια προτίμηση για τη φύση και την ποικιλομορφία. Από την άλλη είχε μια θετική γνώμη για τα δημιουργήματα της εκκλησιαστικής τέχνης. Έγραφε στο Σαμουράι της Δύσης ότι «Αν οι Ευρωπαίοι μπόρεσαν να αποδεχτούν το αδιανόητο για τόσο καιρό, είναι επειδή έχουν καταστραφεί εκ των έσω από μια αρχαία κουλτούρα ενοχής και υποταγής. Ελπίζω ότι στο μέλλον, στο καμπαναριό του χωριού μου καθώς και σε αυτά των καθεδρικών ναών, θα συνεχίσουμε να ακούμε τον ηρεμιστικό ήχο των καμπανών. Αλλά ελπίζω ακόμη περισσότερο, ότι θα αλλάξουν οι επικλήσεις που θα ακούγονται κάτω από τους θόλους τους. Ελπίζω να σταματήσουμε να παρακαλάμε για συγχώρεση και οίκτο και να επικαλεστούμε το σθένος, την αξιοπρέπεια και την ενέργεια». Για αυτόν, η ηθική της τιμής, αχώριστη από ένα αισθητικό όραμα της ζωής, ήταν το αντίθετο της ηθικής της αμαρτίας. Ήθος, ήθη, κοινές αξίες. Ο Dominique Venner αναφέρθηκε στην Παράδοση, έναν όρο στον οποίο έδωσε μια σημασία που δεν είναι η πιο συνηθισμένη σήμερα: «Η Παράδοση είναι η πηγή των ιδρυτικών ενεργειών. Είναι η προέλευση. Και η προέλευση προηγείται της αρχής. Η παράδοση δεν είναι το παρελθόν, αλλά αντίθετα αυτό που δεν παρέρχεται και πάντα επιστρέφει με διαφορετικές μορφές. Ενσαρκώνοντας την Παράδοση, η Αντιγόνη στέκεται ενώπιον του Κρέοντα, στο όνομα μιας αμνημονεύτου νομιμοποίησης που αντιτίθεται στη νομιμότητα της καθιερωμένης αταξίας. Η αποτυχία συνδέεται στενά με τη νομιμότητα. Αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με αυτό που αντιλαμβάνεται ως παράνομο.» Εφόσον ο Venner δεν έκανε επίδειξη, όλα αυτά έγιναν σαφή μόνο σε όσους τον γνώριζαν καλύτερα.

Άλλοι του απέδιδαν μια επιφυλακτικότητα και μερικές φορές ένα δογματισμό. Ο François Bousquet μίλησε για έναν άνθρωπο «που προσέφερε ένα περίεργο μείγμα σκληρυμένου ατσαλιού και βελούδου, ψυχρότητας και πυρακτώσεως, ακαμψίας και κομψότητας». Και είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος αυτός, κατά καιρούς, φαινόταν άκαμπτος. Εδώ και μισό αιώνα δεν τον έχω ξαναδεί να γελάει δυνατά! Οι δυο μας δεν απευθυνθήκαμε ποτέ ο ένας στον άλλον ανεπίσημα. Η ψυχραιμία γι’ αυτόν, πήγαινε χέρι-χέρι με την αυτοσυγκράτηση. Αδιάλλακτος πάντα, έτρεφε φρίκη για τους απατεώνες, για τους συμβούλους που δεν αναλαμβάνουν ποτέ δράση, για εκείνους που κηρύττουν στους άλλους μια συμπεριφορά που, ωστόσο, οι ίδιοι είναι ανίκανοι να υιοθετήσουν. «Μπαίνουμε σε μια εποχή όπου τα λόγια πρέπει να επικυρώνονται από πράξεις». Ενδιαφερόταν για τις ιδέες, αλλά, όπως είπα, δεν ήταν διανοούμενος. Δικαίως προτιμούσε εκείνους που δίνουν παραδείγματα από εκείνους που δίνουν μαθήματα. Ο ίδιος άφησε λιγότερα δόγματα και περισσότερο παραδείγματα. Δεν ήταν ένας πνευματικός οδηγός, αλλά ένας Μaitre της συμπεριφοράς, ένας Μaitre που ξέρει να κρατάει την πλάτη του ίσια. Ήταν τόσο δύσκολο γι’ αυτόν να εκτιμήσει χωρίς επιφύλαξη το έργο ενός σπουδαίου συγγραφέα, που στην καθημερινή ζωή είχε τελικά αποκαλύψει τον εαυτό του τόσο μικρό!

Ενώ είχε διαβάσει τους “Απαγορευμένους” με πραγματικό πάθος στα νιάτα του, όταν γνώρισε τον συγγραφέα του έργου, τον Ernst von Salomon, απογοητεύτηκε. Περίμενε να δει έναν γέρο λύκο, αλλά αντ’ αυτού βρήκε έναν δυνατό και φιλικό πότη μπύρας. Στη συνέχεια μετέφερε τον θαυμασμό του στον Jünger. Δεδομένου ότι εγώ, σε αντίθεση με αυτόν, τείνω να διαχωρίζω τη ζωή του συγγραφέα από το έργο του, δηλαδή να εκτιμώ την ποιότητα ενός έργου ανεξάρτητα από την προσωπικότητα του συγγραφέα, είχαμε, για το θέμα αυτό, περισσότερες από μία ένθερμες συζητήσεις.

Το εξώφυλλο του βιβλίου-διαθήκης του “Ένας Σαμουράι της Δύσης”, αναπαράγει την περίφημη γκραβούρα του Dürer, “Ο Ιππότης, ο Θάνατος και ο Διάβολος” (1513). «Ο μοναχικός Ιππότης του Dürer, με ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη του, συνεχίζει την πορεία του, αδιάφορος και ήρεμος. Στον Διάβολο δεν ρίχνει ούτε μια ματιά». Είναι σαφές ότι ο Dominique Venner ένιωθε σαν αδελφός με αυτόν τον μεγάλο επαναστάτη που διέσχισε τον χρόνο και εξακολουθεί να μας μιλάει. Σε ένα από τα τελευταία του άρθρα “Salut à toi, rebelle Chevalier! “ της 23ης Απριλίου 2013, έγραψε ότι «ο Ιππότης θα ζει για πάντα στη φαντασία μας πέρα ​​από τον χρόνο. Η εικόνα του στωικού Ιππότη με έχει συχνά συνοδεύσει στις επαναστάσεις μου. Είναι αλήθεια ότι είμαι μια επαναστατική καρδιά και ότι δεν έχω σταματήσει να επαναστατώ ενάντια στην εισβολή της βρωμιάς, ενάντια στην αθλιότητα που προάγεται σε αρετή και ενάντια στα ψέματα που ανυψώνονται σε αλήθεια. Δεν έχω σταματήσει να επαναστατώ ενάντια σε εκείνους που, μπροστά στα μάτια μας, ήθελαν τον θάνατο της Ευρώπης, του χιλιετούς πολιτισμού μας, χωρίς τον οποίο δεν θα ήμουν τίποτα.». Ο Albert Dürer γεννήθηκε το 1471, στις 21 Μαΐου. Ο Dominique Venner αυτοκτόνησε στις 21 Μαΐου 2013. Κανείς δεν πρόσεξε αυτή τη σύμπτωση. Αλλά ήταν όντως έτσι;

Ο Dominique ήταν πεπεισμένος ότι η Ευρώπη, κάποια μέρα, θα αναδυόταν από τον «λήθαργό» της. Σε ένα περιβάλλον όπου αφθονούν οι απαισιόδοξοι και οι προφήτες της καταστροφής, απέρριψε την απαισιοδοξία και ακόμη περισσότερο, τη μοιρολατρία. Σε αυτό το σημείο ήταν ξένος τόσο με την ιδεολογία της προόδου (τον Διαφωτισμό) όσο και με αυτήν της παρακμής (Spengler ή Evola). Ο Martin Heidegger έγραψε ότι ο άνθρωπος είναι ανεξάντλητος, με την έννοια ότι κρατάει πάντα περισσότερα απόθεμα από όσα δείχνει: «Υπάρχει πάντα ένα απόθεμα ύπαρξης». Αν ο Venner απευθύνθηκε σε μια Ευρώπη «βυθισμένη σε λήθαργο», το έκανε με τη βεβαιότητα ότι θα ξυπνήσει. Το μεγάλο δίδαγμα που είχε αντλήσει από τους ιστορικούς του στοχασμούς, είναι ότι η πορεία της ιστορίας είναι πάντα ανοιχτή. Η ιστορία είναι απρόβλεπτη, επαναλάμβανε συχνά: «Η ιστορία είναι το πεδίο του απροσδόκητου». Για να τον πειράζω, μου άρεσε να τονίζω ότι αν η ιστορία είναι απρόβλεπτη, τότε δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι τα χειρότερα μας περιμένουν… Χαμογέλασε σε αυτή την ένσταση.

Στις 11 Ιανουαρίου 2013, ο Dominique εκφώνησε τον επικήδειο λόγο στο νεκροταφείο Père-Lachaise, για τον παλιό του φίλο Ferdinand Ferrand, ο οποίος είχε πεθάνει λίγες μέρες νωρίτερα. Πιθανότατα γνώριζε ήδη εκείνη την ημέρα ότι, λίγο αργότερα, θα εκφωνούνταν ο δικός του επικήδειος λόγος, ακριβώς στο ίδιο σημείο. Σκεπτόμενος τα λόγια που χρησιμοποίησε εκείνη την ημέρα, μπορώ να φανταστώ πώς ένιωθε. Είμαι ένας από τους λίγους ανθρώπους που, μετά τον θάνατο του Dominique, έλαβα μια επιστολή του, η οποία στάλθηκε κατόπιν αιτήματός του λίγο μετά την αυτοκτονία του. Ήθελε να μου πει πόσο σημαντική ήταν η φιλία μας για αυτόν. Αναγνωρίζοντας τη γραφή του στον φάκελο, μικρή και κανονική, τη γραφή που δεν είχε αλλάξει ποτέ στη ζωή του – ξαφνικά ένιωσα ένα τσίμπημα συγκίνησης στην καρδιά μου. Λαχανιασμένος, ένιωσα ένα λυγμό να ανεβαίνει στο λαιμό μου. Και μετά φαντάστηκα τον Dominique. «Έλα, Fabrice, πρέπει να συνέλθεις!» Και μετά δεν έκλαψα.

Alain De Benoist

ΠΗΓΗ