Σαν σήμερα, 28 Αυγούστου του 1991, έφυγε από τη ζωή ο Αλέκος Σακελλάριος, ένας πολυτάλαντος δημιουργός και κορυφαίος πρωτομάστορας της νεοελληνικής επιθεώρησης και κωμωδίας που έβαλε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στο Θέατρο, τον Κινηματογράφο, το Τραγούδι και τη Δημοσιογραφία.
Ο Αλέκος Σακελλάριος γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν από τα Γιάννενα και η μητέρα του ήταν απόγονος του εθνικού ευεργέτη Κωνσταντίνου Ζάππα. Από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε την κλίση του προς τις τέχνες και τα γράμματα. Μαθητής του δημοτικού ακόμη, οργάνωνε και παρουσίαζε δικές του θεατρικές παραστάσεις. Αργότερα, ως μαθητής στο ιστορικό 8ο Γυμνάσιο Αθηνών, εξέδιδε μαζί με τον συμμαθητή του Τάσο Βουρνά, τη σχολική εφημερίδα «Ο μαθητής», η οποία λέγεται ότι υπήρξε η δημοφιλέστερη μαθητική εφημερίδα της εποχής. Παρά το ότι δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τα περισσότερα μαθήματα του σχολείου και μετά βίας περνούσε τις τάξεις, κατόρθωσε να εισαχθεί στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όταν ήταν ακόμη φοιτητής του προσφέρθηκε μια θέση στη φιλολογική στήλη της εφημερίδας «Καθημερινή».
Αργότερα εργάστηκε ως ρεπόρτερ, χρονογράφος και ευθυμογράφος στις εφημερίδες «Ελεύθερη Ελλάδα», «Ακρόπολις», «Απογευματινή», «Μάχη», «Ελεύθερος Κόσμος», «Εθνικός Κήρυξ» κ.ά. ενώ διετέλεσε εκδότης και διευθυντής διαφόρων εντύπων.
Η πρώτη επίσημη εμφάνισή του στον καλλιτεχνικό χώρο έγινε το 1935 στο «Κοτοπούλη», με την οπερέτα «Ο βασιλιάς του χαλβά». που έγραψε σε συνεργασία με τον Μήτσο Βασιλειάδη σε μουσική του Νίκου Χατζηαποστόλου.
Έγραψε περίπου 200 θεατρικά έργα (Πρόζα, Επιθεώρηση, Οπερέτα, Βαριετέ) μόνος του ή σε συνεργασία με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο: «Μποέμ της Αθήνας» (1935), «Σβούρα» (1936), «Παρίσι-Αθήνα» (1937), «Ένας άνθρωπος από τον Άρη» (1937), «Η κυρία με τα ελαττώματα» (1938), «Μπράβο Κολονέλο» (1940), «Φινίτα λα μούζικα» (1941), «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» (1944), «Κυριακή αργία» (1945), «Τσαγκαροδευτέρα» (1945), «Η δεξιά, η αριστερά και ο κυρ-Παντελής» (1946), «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» (1946), «Μια κυρία ατυχήσασα» (1947), «Ένας ήρωας με παντούφλες»(1947), «Ο ουρανοκατέβατος» (1949), «Ανώμαλος Προσγείωσις» (1950), «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» (1950), «Φτερό στον άνεμο» (1950), «Η μεγάλη παρένθεσις» (1950), «Δελησταύρου και Υιός» (1951), «Ένα βότσαλο στην λίμνη» (1951), «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1952), «Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λοπέζ» (1952), «Η Ρένα εξώκειλε» (1952), «Δεσποινίς ετών 39» (1953), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1953), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1955), «Το ρομάντζο μιας καμαριέρας» (1057), «Ο Φανούρης και το σόι του» (1957), «Νυχτερινή περιπολία» (1958), «Ο Ηλίας τού 16ου» (1958), «Κάθε πράγμα στον καιρό του» (1959), «Αλλοίμονο στους νέους» (1960), «Ο Κύριος Πτέραρχος» (1961), «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1962), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1964), «Αυλή και πεζοδρόμιο» (1965), «Ο Μπάμπης και ο Μπαμπίνος» (1969), «Τι κάνει ο άνθρωπος για να ζήσει» (1969) κ.ά.
Τα περισσότερα από τα θεατρικά έργα του έγιναν εμπορικές επιτυχίες και σημείωσαν ρεκόρ εισιτηρίων, ενώ παίζονται ακόμα και σήμερα.
Ο Σακελλάριος, αν και αυτοδίδακτος σκηνοθέτης, έγραψε και σκηνοθέτησε περισσότερες από 50 ταινίες, που γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Ξεκίνησε την λαμπρή κινηματογραφική του καριέρα το 1946, μετά από παράκληση του γνωστού παραγωγού ταινιών Φιλοποίμενα Φίνου, σκηνοθετώντας την ταινία «Παπούτσι από τον τόπο σου». Μετά την επιτυχία της πρώτης του ταινίας ακολούθησαν πολλές άλλες. Στην αρχή μετέφερε στην μεγάλη οθόνη θεατρικά έργα, δικά του, και άλλα που είχε γράψει σε συνεργασία με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα γύρισε ταινίες βασισμένες αποκλειστικά σε δικά του σενάρια.
Τα έργα του είναι κυρίως κωμωδίες, με ελάχιστα δραματικά, όπως το εξαιρετικό «Η μεγάλη παρένθεση», που διασκευάστηκε σε ταινία με τίτλο «Χαμένα όνειρα».
Ο Σακελλάριος έγραψε και γύρισε φαρσοκωμωδίες, κοινωνικές σάτιρες, κωμωδίες χαρακτήρων, αισθηματικές κωμωδίες, κωμωδίες καταστάσεων, πλάθοντας ζωντανούς τύπους της τρέχουσας καθημερινότητας. Σε αρκετές από αυτές καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας και τις διαχρονικές της παθογένειες.
Όπως είχε πει ο δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός για τις ανεπανάληπτες κωμωδίες του, «δεν ήταν απλώς μερικές απ’ τις ευφυέστερες κωμωδίες που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα. Ήταν, πίσω απ’ την ανάλαφρη σαντιγί που σκέπαζε την εύγευστη τούρτα, βαθιές τομές στην ελληνική πραγματικότητα. Απλώς ο Σακελλάριος δεν διαφήμιζε το νυστέρι του. Σε εγχείριζε, χωρίς να το καταλάβεις».
Ακολουθεί ένας κατάλογος των σημαντικότερων ταινιών του:
«Παπούτσι απ’ τον τόπο σου» (1946), «Μαρίνα» (1947), «Ο άλλος» (1952), «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1952) «Δεσποινίς ετών 39» (1952), «Σάντα Τσικίτα» (1953), «Οι παπατζήδες» (1954), «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954), «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά» (1955) , «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955), «Η καφετζού» (1956), «Της νύχτας τα καμώματα» (1957), «Δελησταύρου και υιός» (1957), «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» (1957), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Η κυρά μας η μαμή» (1958), «Ένας ήρωας με παντούφλες» (1958), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» (1959), «Ο Θύμιος τα έκανε θάλασσα» (1959), «Τα κίτρινα γάντια» (1960), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Η Αλίκη στο ναυτικό» (1961), «Χαμένα όνειρα» (1961), «Αλλοίμονο στους νέους» (1961), «Η νύφη το έσκασε» (1962), «Όταν λείπει η γάτα» (1962), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963) , «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963), «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» (1963), «Η σωφερίνα» (1964), «Το δόλωμα» (1964), «Θα σε κάνω βασίλισσα» (1964), «Μοντέρνα Σταχτοπούτα» (1965), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Όλοι οι άνδρες είναι ίδιοι» (1966), «Καλώς ήλθε το δολάριο» (1967), «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι» (1968), «Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο» (1968), «Ο καπετάν-φάντης μπαστούνι» (1968), κ.α.
Οι ταινίες του, αξέχαστες και μοναδικές, σκόρπισαν άφθονο γέλιο, χαρά και συγκίνηση στους θεατές, ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ’50 και του ΄60. Περισσότερες από τις μισές από τις πλέον αξιόλογες κωμωδίες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου ήταν δημιουργήματα του Αλέκου Σακελλάριου. Εδώ και δεκαετίες, οι ταινίες εξακολουθούν να προβάλλονται ανελλιπώς σε όλα τα κανάλια της τηλεόρασης.
Οι σημαντικότερες «πολιτικές» ταινίες του Αλέκου Σακελλάριου είναι αναμφίβολα οι «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954), «Ένας ήρωας με παντούφλες» (1958) και «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965).
Η πρώτη («Θανασάκης ο πολιτευόμενος»), με πρωταγωνιστές τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Βύρωνα Πάλλη και την Άννα Συνοδινού, είναι μια ταινία κοινωνικής σάτιρας ηθών, που προβλήθηκε το 1954 και αποτελεί διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου των Α. Σακελλάριου και Χ. Γιαννακόπουλου. Η ταινία έμεινε στην ιστορία ως η καλύτερη σάτιρα των προσβεβλημένων από το μικρόβιο της πολιτικής και των κατ' επάγγελμα πολιτευτών. Λέγεται μάλιστα ότι κάποιοι πολιτικοί της εποχής είχαν δυσαρεστηθεί από την ταινία και την μεγάλη επιτυχία που είχε όσον αφορά την ανταπόκριση του κοινού, ίσως επειδή αντικατόπτριζε τους ίδιους.
Η ταινία «Ένας ήρωας με παντούφλες», με πρωταγωνιστές τον αξέχαστο Βασίλη Λογοθετίδη, την Ίλυα Λιβυκού και τη Νίτσα Τσαγανέα είναι μια πικρή κωμωδία που αναφέρεται στα φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία από συστάσεως του ελληνικού κράτους.
Εν ολίγοις, η υπόθεση της ταινίας έχει ως εξής:
Ο απόστρατος στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλας (Βασίλης Λογοθετίδης) ζει σε συνθήκες φτώχειας, προσπαθώντας να συντηρήσει με την πενιχρή του σύνταξη την σύζυγό του Ειρήνη (Νίτσα Τσαγανέα) και την κόρη του Πόπη (Ίλυα Λιβυκού).
Μια μέρα εμφανίζεται ο εξάδελφός του Απόστολος (Λαυρέντης Διανέλλος) και του ανακοινώνει ότι η Πατρίδα αποφάσισε να τον τιμήσει για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο Έθνος και να στήσει ένα τεράστιο άγαλμά του στην πλατεία απέναντι από το σπίτι του, ενώ η ίδια η πλατεία θα φέρει το όνομα «Πλατεία Δεκαβάλα».
Μετά τον σύντομο ενθουσιασμό, την υπερηφάνεια και την ηθική ικανοποίηση που διακατέχουν τον στρατηγό, έρχεται η αποκάλυψη της πικρής αλήθειας που τσακίζει κόκκαλα. Ο απονήρευτος Δεκαβάλας θα μάθει σύντομα ότι έπεσε θύμα μιας καλοστημένης κομπίνας, εγκέφαλοι της οποίας είναι ο εξάδελφός του Απόστολος και ένας ιδιαίτερος υπουργού ονόματι Σταμούλης. Οι δύο πατριδοκάπηλοι κομπιναδόροι κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν τη χρηματοδότηση της κατασκευής του ανδριάντα του στρατηγού, ώστε να καταχραστούν το μεγαλύτερο μέρος από τα χρήματα που δαπανήθηκαν.
Ο Δεκαβάλας θα διαολοστείλει τον απατεώνα εξάδελφό του που υποκριτικά έσπευσε να τον συμπαρασταθεί όταν έμαθε ότι η κόρη του στρατηγού είχε αρρωστήσει και ήταν κλινήρης. Το ίδιο θα κάνει και με προικοθήρα αρραβωνιαστικό της κόρης του που την εγκατέλειψε για χάρη της πλούσιας εξαδέλφης της, κόρης του Απόστολου.
Προκαλεί ρίγη ο διάλογος μεταξύ του στρατηγού Δεκαβάλα και της συζύγου του Ειρήνης, όταν η τελευταία στην απελπισία της να βρει λίγα χρήματα για την πληρωμή του λογαριασμού της ΔΕΗ, αποφασίζει να πωλήσει το σπαθί, τις μπότες και τη χλαίνη του σ’ ένα παλιατζή χωρίς την συγκατάθεσή του:
-Μα τι τη θες Χριστιανέ μου όλη αυτή τη σαβούρα;
-Σαβούρα; Μπράβο Ειρήνη! Μπράβο! Μα τίποτα να μη καταλαβαίνετε εσείς οι γυναίκες;
-Τι να καταλάβουμε; Τι θες να πεις;
-Μα σαβούρα Ειρήνη το σπαθί μου; Αυτό βρε το σπαθί είναι Εθνικόν Κειμήλιον τρομάρα σου. Σόροβιτς, Γιαννιτσά, Σαραντάπορο, Πρέσπα Δοϊράνη. Και η χλαίνη, σαβούρα κι΄ αυτή; Και το αίμα μου, που είναι ακόμα επάνω της, λεκές; Και οι μπότες που οργώσανε την Πίνδο και τον Μοράβα, που πατήσανε την Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο και φτάσαν μέχρι την Κλεισούρα, σαβούρα κι΄ αυτές; Άντε τώρα μάζεψέ τα και ξαναβάλτα στη θέση τους και να είσαι βέβαιη ότι αξίζουν κάτι περισσότερο από 4 τάλιρα το κομμάτι.
Τελικά, ο Δεκαβάλας αναγκάζεται να πωλήσει το μοναδικό του επίσημο κοστούμι ώστε να αγοράσει φάρμακα για την άρρωστη κόρη του και να αφήσει απλήρωτο τον λογαριασμό της ΔΕΗ, με αποτέλεσμα να του κόψουν την ηλεκτροδότηση.
Συγκλονιστικό και το φινάλε της ταινίας με τον Στρατηγό να μιλάει στο άγαλμά του ζητώντας του έναν προβολέα, από τους πολλούς που φωταγωγούν την πλατεία, για να φωτίσει το κατασκότεινο σπίτι του.
Μέσω της ταινίας του ο Σακελλάριος φέρνει αντιμέτωπα το καθήκον, την τιμή, την αξιοπρέπεια, την αγάπη προς την πατρίδα με την ανηθικότητα, την πατριδοκαπηλία και την κομπίνα.
Αντί σχολίων παραθέτω τί είχε πει ο ίδιος ο Σακελλάριος, το 1980, για την ταινία του αυτή: «Αν κάθε θεατρικό έργο που προκαλεί γέλιο λέγεται κωμωδία, τότε είναι κωμωδία, αλλά ο κύριος στόχος της κωμωδίας αυτής, όπως θα διαπιστώσετε, δεν είναι το γέλιο. Το γέλιο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι παρά το καυτό σίδερο που, με κάποιον τρόπο, αποστειρώνει τις πληγές της σύγχρονης κοινωνίας. Πικρή είναι, σε τελευταία ανάλυση, η κωμωδία που θα δείτε. Πικρή γιατί -όπως ακριβώς συμβαίνει πάντα στη ζωή- οι πατριδοκάπηλοι, οι καταφερτζήδες, οι κομπιναδόροι, οι αριβίστες κάνουνε τις βρώμικες “δουλίτσες” τους σε βάρος των εύπιστων, των απλών και των ηθικών ανθρώπων, χωρίς να τους αρπάζει η τσιμπίδα της δικαιοσύνης».
Να σημειωθεί ότι «Ένας ήρωας με παντούφλες» ήταν η τελευταία ταινία του μεγάλου κωμικού Βασίλη Λογοθετίδη που ερμήνευσε τον συγκλονιστικότερο ρόλο της καριέρας του.
Ας έλθουμε τώρα στη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα. Στη διεφθαρμένη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας χιλιάδες κομπίνες του είδους που αναφέρεται στην ταινία έχουν στηθεί από διάφορα λαμόγια, ιδιαίτερα στα χρόνια της μεταπολίτευσης, με αποκορύφωμα αυτή της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα, που διεξήχθησαν τάχατες για να προβληθεί η Ελλάδα στο εξωτερικό. Για την εν λόγω φιέστα δαπανήθηκαν πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, ξεπερνώντας κατά 6 φορές τον αρχικό προϋπολογισμό, με το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων να καταλήγει στις τσέπες των λαμογιών που ενεπλάκησαν (πολιτικοί, εργολάβοι, παρατρεχάμενοι, κομματόσκυλα κ.λπ., κ.λπ.). Ο Σταύρος Λυγερός στο βιβλίο του «Από την Κλεπτοκρατία στη Χρεοκοπία» (Εκδόσεις Πατάκη, 2011) αναφέρει ότι «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες κόστισαν πολύ και τελικώς προσέφεραν ελάχιστα. Ας σημειωθεί ότι ούτε η κυβέρνηση Σημίτη ούτε η κυβέρνηση Καραμανλή που τη διαδέχτηκε, ενημέρωσε τον ελληνικό λαό κατά τρόπο αναλυτικό και εμπεριστατωμένο για το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων. Σύμφωνα με αξιόπιστες εκτιμήσεις, πρέπει να αύξησαν το δημόσιο χρέος κατά 35-40 δις ευρώ».
Η
ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο» με
πρωταγωνιστές τους Λάμπρο Κωνσταντάρα, Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Νίκη Λινάρδου
και Ανδρέα Ντούζο, βασίστηκε στο θεατρικό έργο «Ανώμαλη προσγείωση», που έγραψαν οι Α. Σακελλάριος
και Χ. Γιαννακόπουλος το 1950 και προβλήθηκε στους κινηματογράφους τη σεζόν
1965-1966. Η ταινία, πάντα επίκαιρη, συνεχίζει να προβάλλεται ανελλιπώς εδώ και
πολλά χρόνια σε όλα τα κανάλια.
Η υπόθεση της ταινίας:
Ο Ανδρέας Μαυρογιαλούρος (Λάμπρος Κωνσταντάρας) είναι υπουργός «Εθνικής Ανασυγκροτήσεως και Περιθάλψεως». Ο ρόλος του είναι βασικά διακοσμητικός μιας και τις περισσότερες υποθέσεις του υπουργείου τις διαχειρίζονται ο ιδιαίτερος γραμματέας του Γιώργος (Ανδρέας Ντούζος) και ο κομματάνθρωπος Θεόδωρος Γκρούεζας (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος).
Με αφορμή τα εγκαίνια ενός μαιευτηρίου, που φτιάχτηκε με πρωτοβουλία του, αποφασίζει να επισκεφτεί μαζί με την κόρη του Αλίκη (Νίκη Λινάρδου) το μικρό χωριό της εκλογικής του περιφέρειας, την Πλατανιά. Μετά από πρόσκρουση του αυτοκινήτου που τους μετέφερε σ’ ένα δέντρο, πατέρας και κόρη αναγκάζονται να παραμείνουν σ’ ένα χωριό, κοντά στην Πλατανιά. Οι κάτοικοι του χωριού τού προσφέρουν φιλοξενία χωρίς να γνωρίζουν ποιος είναι, ενώ και ο ίδιος ο υπουργός δεν αποκαλύπτει την ταυτότητά του.
Εκεί ο Μαυρογιαλούρος διαπιστώνει ιδίοις όμμασι τις άθλιες και πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων, καθώς και τη δυσαρέσκειά τους απέναντί του. Πληροφορείται για τα ανεκπλήρωτα έργα που τους έχουν υποσχεθεί για λόγους ψηφοθηρίας, τις διακρίσεις που γίνονται και έχουν να κάνουν με τις κομματικές προτιμήσεις τους, για τα άλυτα προβλήματα που τους ταλανίζουν χρόνια ολόκληρα. Θα πληροφορηθεί, επίσης, ότι οι δύο στενοί του συνεργάτες, Γιώργος και Γκρούεζας έχουν κατ’ επανάληψη καταχραστεί δημόσιο χρήμα μέσω υπερτιμολογήσεων δημόσιων έργων και άλλων παράνομων συναλλαγών που έγιναν εν αγνοία του.
Μετά από όλα αυτά, αποφασίζει να υποβάλλει την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού. Τα δύο λαμόγια, Γιώργος και Γκρούεζας, χωρίς να γνωρίζουν ότι ο υπουργός έχει στοιχεία για τις διεφθαρμένες συναλλαγές τους και στην προσπάθειά τους να τον μεταπείσουν ώστε να παραμείνει στο υπουργείο, θα βρεθούν αντιμέτωποι με έναν εξοργισμένο άνθρωπο, ο οποίος αφού τους επιπλήξει και πριν τους διαλοστείλει, θα ομολογήσει την ανικανότητά του που τον οδήγησε να πάρει την απόφαση να παραιτηθεί. «Εδώ υπάρχει κάτι σάπιο και μαζί με το σάπιο υπάρχουν και σκουλήκια. Εγώ βέβαια και αυτό το κατάλαβα. Δεν είμαι άξιος. Δεν είμαι ικανός να καθαρίσω αυτό το σάπιο. Αλλά κάποια μέρα θα βρεθεί αυτός ο χριστιανός και μαζί με το σάπιο θα καθαριστούν και τα σκουλήκια σαν κι’ εσένα Γκρούεζα, σαν κι’ εσένα Γιωργάκη».
Δείτε τη σκηνή με τον Μαυρογιαλούρο και τα λαμόγια Γιώργο και Γκρούεζα.
Δείτε και την ξεκαρδιστική σκηνή όπου ο Μαυρογιαλούρος προβάρει το λόγο που του έχουν γράψει και πρόκειται να εκφωνήσει στην Πλατανιά.
Σημείωση 1: Διάσημες παραμένουν οι ατάκες της ταινίας «Θα σας εξαφανίσομεν» (αντί «Θα σας εξασφαλίσομεν»), «Φάγανε, φάγανε, φάγανε…», «Μαύρο στον Μαυρογιαλούρο, μαύρο δαγκωτό! (συνοδευόμενη από διπλές μούντζες)».
Σημείωση 2: Το όνομα του Μαυρογιαλούρου έχει επικρατήσει στη σύγχρονη πολιτική ορολογία με την αρνητική του σημασία, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι περισσότεροι, όταν θέλουν να αναφερθούν σε διεφθαρμένους πολιτικούς, τους αποκαλούν εσφαλμένα «Μαυρογιαλούρους».
Ο αρχι-σκευωρός, πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς είχε δηλώσει κάποτε ότι δεν είναι Μαυρογιαλούρος. Φυσικά και ο Σαμαράς δεν είναι Μαυρογιαλούρος. Αν ήταν Μαυρογιαλούρος θα είχε παραιτηθεί απ’ όλα τα πόστα που κατείχε κατά τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας.
Ο Μαυρογιαλούρος της ταινίας του Σακελλάριου ως έντιμος άνθρωπος, αφού διαπίστωσε και ομολόγησε την ανικανότητά του, υπέβαλε την παραίτησή του. Στην Ελλάδα οι πολιτικοί που παραιτούνται, το κάνουν συνήθως μετά από σκάνδαλα που βγάζουν μάτι και οι περισσότεροι κατόπιν πιέσεων που δέχονται από το κόμμα ή τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Αν και αφθονούν οι ανεπαρκείς και ανίκανοι βουλευτές και υπουργοί, κανένας τους μέχρι στιγμής δεν βρέθηκε να ομολογήσει την ανεπάρκεια ή την ανικανότητά του και να παραιτηθεί όπως έκανε ο έντιμος Μαυρογιαλούρος. Αν βρεθεί κάποιος να το πράξει, θα πρέπει να μνημονεύεται σε όλα τα εγχειρίδια Πολιτικής Ιστορίας της χώρας.
Εκτός από τη Δημοσιογραφία, το Θέατρο και τον Κινηματογράφο, ο Σακελλάριος διέπρεψε και στο τραγούδι. Έγραψε τους στίχους δύο χιλιάδων περίπου τραγουδιών, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως τα «Θα ξανάρθεις», «Ένα βράδυ που 'βρεχε», «Θα σε πάρω να φύγουμε», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα», «Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα», «Έχω ένα μυστικό», «Παλιομισοφόρια», «Σαν κι απόψε», «Ο αμαξάς», «Υπομονή», «Ο γλάρος», «Τράβα μπρος», «Άρχισαν τα όργανα», «Σπιτάκι μου παλιό», «Παλιά γειτονιά», «Άστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα», «Αυτά τα μάτια κάπου τα’χω ξαναδεί», «Πάμε σαν άλλοτε», «Το τραμ το τελευταίο», «Μάρω-Μάρω μια φορά είν’ τα νιάτα», «Να καθόμουνα πλάι σου», «Λες και ήταν χθες», «Το μονοπάτι», «Παλιά γειτονιά», «Μανώλης Τραμπαρίφας», «Πες μου μια λέξη», «Ας είν’ καλά το γινάτι σου», «Στον ουρανό είν’ ένα αστέρι», κ.ά.
Να σημειωθεί ότι τα τραγούδια αυτά ακούγονταν καθημερινά από το ραδιόφωνο στις δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Ανάμεσα στους συνθέτες που μελοποίησαν τους στίχους του ήταν οι Θεόφραστος Σακελλαρίδης, Νίκος Χατζηαποστόλου, Xρήστος Χαιρόπουλο, Κώστας Γιαννίδης, Μενέλαος Θεοφανίδης, Μιχάλης Σουγιούλ, Γιώργος Μουζάκης Μίμης Πλέσσας, Γιάννης Σπάρτακος, Μάνος Χατζιδάκις, Σταύρος Ξαρχάκος, Τάκης Μωράκης, Γιώργος Κατσαρός, και Γιώργος Χατζηνάσιος.
Πλούσια υπήρξε, επίσης, η ενασχόλησή του στο χώρο της τηλεόρασης από πρώτα της ακόμη βήματα. Ο Σακελλάριος έγραψε και σκηνοθέτησε για την τηλεόραση 40 περίπου κωμωδίες ενώ παράλληλα παρουσίαζε τακτικές ψυχαγωγικές εκπομπές.
Ο Σακελλάριος δεν ήταν αρεστός στην πλειονότητα των αριστερών. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι μετά την πτώση του απριλιανού στρατιωτικού καθεστώτος ο ίδιος δεν παρουσιάστηκε ως «αντιστασιακός» αναθεματίζοντας την «επάρατη χούντα», όπως έκαναν πλείστοι άλλοι από τον καλλιτεχνικό χώρο, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της επταετίας έγλειφαν τους επικεφαλής της κυβέρνησης και συνωστίζονταν για να φωτογραφηθούν μαζί τους.
Δεν μπορεί βεβαίως να παραληφθεί και το γεγονός ότι ο Σακελλάριος αρθρογραφούσε για πολλά χρόνια (κυρίως ως χρονογράφος) στην «χουντική» εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος» και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον εκδότη της Σάββα Κωνσταντόπουλο.
Ο Σακελλάριος, αν και μετριοπαθής δεξιός, υπήρξε ακομμάτιστος, μακριά από πολιτικά πάθη και μικροψυχίες, που διέκριναν τους αριστερούς επικριτές του.
Όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Τάσος Κοντογιαννίδης “Στη δεκαετία του ’50, υπήρχε διαμάχη μεταξύ δεξιών και αριστερών («δημοκρατικών» όπως αυτοαποκαλούνταν) ηθοποιών. Πολλοί τότε αυτάρεσκα δέχονταν τον χαρακτηρισμό του κουλτουριάρη και όταν άκουγαν «Σακελλάριος» έβγαζαν μπιμπίκια… Τότε ο Αλέκος είχε προστριβές με γνωστή ηθοποιό που τον προκαλούσε. «Θα σε φτιάξω!» της είπε. Ήξερε καλά το παρελθόν της, με τον φίλο της μαυραγορίτη Γιαδικιάρογλου, που της είχε χαρίσει ένα μενταγιόν, το οποίο μέσα στην πείνα της κατοχής, του το έδωσε Κολωνακιώτισσα για να πάρει λίγο αλεύρι, φασόλια και φάβα. Και όταν η Κολωνακιώτισσα το είδε αργότερα κρεμασμένο στο λαιμό της, και τη ρώτησε «που το βρήκες», εκείνη αφελέστατα της απάντησε «σ’ αρέσει;». Δεν άντεξε η άλλη, το άρπαξε, το τράβηξε και τη χαστούκισε. Έτσι λοιπόν ο Σακελλάριος, που γύριζε την ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», έβαλε το όνομα Γιαδικιάρογλου στη γυναίκα του Νίκη Λινάρδου, που υποδυόταν μαθήτρια, και κάθε τόσο οι καθηγητές φώναζαν «Γιαδικιάρογλου!» και της άστραφταν χαστούκια!...”
Ο Σακελλάριος συνέχιζε να γράφει μέχρι το τέλος της ζωής του σενάρια, χρονογραφήματα, ευθυμογραφήματα και θεατρικά, πολλά από τα οποία δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Τα περισσότερα από τα αμέτρητα έργα του δεν εκδόθηκαν ποτέ, σε αντίθεση με τα έργα των συγχρόνων του, επίσης σπουδαίων χρονογράφων και ευθυμογράφων, Νίκου Τσιφόρου και Δημήτρη Ψαθά.
Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί μέρος ενός κειμένου γεμάτο χιούμορ και αυτοσαρκασμό με τίτλο «Συνέντευξη στον εαυτό μου» και προέρχεται από το βιβλίο του Αλέκου Σακελλάριου «Τότε που οι άνθρωποι γελούσαν»:
Ας αρχίσουμε, εαυτέ μου, τη συνέντευξή μας.
- Αγαπημένο σου χόμπι;
Ν’ αλλάζω επαγγέλματα.
- Αν ο Θεός ήταν Έλληνας, τι θα έκανε;
Θα κατέστρεφε τον κόσμο για να εισπράξει την ασφάλεια.
- Ποια είναι τα τρία κακά του Νεοέλληνα;
Είναι τέσσερα, γιατί δεν τα παραδέχεται κιόλας.
- Δηλαδή;
Μεσασόλα, αρπακόλα, κοκακόλα!
- Ελληνικός λαός;
Είμαστε ένας λαός παράξενος και μαζοχιστής. Προπάντων μαζοχιστής. Πάντα έχουμε ένα εναλλακτικό πρόβλημα για κάθε λύση!
- Μίλησέ μου για τη διαφθορά…
Οι Έλληνες χωρίζονται σε αμετανόητους άτιμους και μετανιωμένους τίμιους!
- Ποια είναι η κληρονομιά των Ελλήνων;
Από τους σπουδαίους προγόνους μας κληρονομήσαμε δύο ένδοξους βράχους: Την Ακρόπολη και τον Καιάδα. Και σταθήκαμε ανάξιοι όχι μόνον στο ύψος του πρώτου, αλλά και στο βάθος του δεύτερου.
- Τι έχεις να πεις για την καταστροφή του περιβάλλοντος;
Το μέγα ελληνικό θαύμα! Έχουμε κάψει σε δέκα χρόνια ό,τι οι άλλοι σε εκατό!
- Δηλαδή;
Στην Ευρώπη, αντιστοιχούν τρία δέντρα σε κάθε κάτοικο. Στην Ελλάδα, αντιστοιχούν τρεις εμπρηστές σε κάθε δέντρο.
- Αθήνα – Νέφος: Ποια είναι η γνώμη σας για το πρόβλημα;
Όταν αποφασίσουμε να εξαργυρώσουμε όλη τη βλακεία μας σε διοξείδιο του θείου, δεν περιμέναμε ότι θα ήταν τόσο πολλή. Και ντουμανιάσαμε!
- Τι απρόσμενο περιμένεις;
Μια καλύτερη Ελλάδα.
- Αξιοκρατία;
Αξιοκρατία ονομάζουμε τα προσόντα που απαιτούνται για να υπερπηδήσουμε ένα καλύτερό μας. Αναξιοκρατία λέμε την ατυχία μας να μη γίνουμε κι εμείς κάτι που δεν αξίζουμε, όπως θαυμάσια τα καταφέρνουν τόσοι άλλοι.
- Το μέλλον της Ελλάδας;
Αν ποτέ πει να ξεβρομίσει αυτός ο τόπος, πολύ φοβάμαι ότι θα μείνει μόνον ο τόπος!
Αν και για την αυτοσυνέντευξη του Σακελλάριου δεν χρειάζονται σχόλια, δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να προσθέσω μερικά.
Κουτοπονηριά, ωφελιμισμός, ατομικισμός, ωχαδερφισμός που χαρακτηρίζουν τον νεοέλληνα ο οποίος δεν διστάζει να σμπαραλιάσει όλες τις ηθικές αξίες προκειμένου να αποκομίσει κέρδη και οφέλη (όπως π.χ. καίγοντας δάση για να τα κάνει οικόπεδα για την ανέγερση αυθαίρετων κατοικιών ή βοσκοτόπια).
Μεσασόλα: O νεοέλληνας έχει την τάση να εκφράζει τις απόψεις του επί παντός επιστητού. Οι απόψεις του αυτές συνήθως αντλούνται από τα Μέσα Μαζικής Αποβλάκωσης, από τον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο, όπου οργιάζουν η αριστερή και λιμπεραλιστική προπαγάνδα, η «πολιτική ορθότητα», οι «θεωρίες συνωμοσίας», η σκόπιμη παραπληροφόρηση. Όπως γράφει και ο μεγάλος σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής σ’ ένα ποίημά του: «…κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει / κι από προπάππου κι από παππού / συγχρόνως μπούφος και αλεπού…».
Άρπακόλα: η προχειρότητα, η ανευθυνότητα η επιπολαιότητα και η φαυλότητα που χαρακτηρίζουν τον νεοέλληνα. Δαιδαλώδης γραφειοκρατία, δεκάδες χιλιάδες νόμοι, διατάξεις, υπουργικές αποφάσεις, προεδρικά διατάγματα, αλλαγές επί αλλαγών, μεταρρυθμίσεις επί μεταρρυθμίσεων, που αλλάζουν κάθε τρεις και λίγο, τα περισσότερα φτιαγμένα με προχειρότητα και απρονοησία, προκαλούν χαοτικές καταστάσεις και ταλαιπωρούν τους δύσμοιρους πολίτες.
Αναρίθμητες οι περιπτώσεις: στη νομοθεσία, στη φορολογία, στην υγεία, στην οικονομία, στην πολεοδομία, στα εργασιακά, στις συντάξεις, στην παιδεία (μόνο το όνομα του υπουργείου παιδείας έχει αλλάξει δέκα φορές περίπου κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης), στην καθημερινότητα των πολιτών. Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα γνωστά σε όλους μας «μέτρα άρπα κόλα» της κυβέρνησης των φαύλων και των «ειδικών» για την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19.
H πολυνομία, δηλαδή η ύπαρξη πολλών αντιφατικών και συχνά αλληλοσυγκρουόμενων νόμων, οδηγεί αναπόφευκτα στην κακονομία. Ενδεικτικά αναφέρουμε: από το 2001 έως το 2015, ψηφίστηκαν 1.478 νόμοι και εκδόθηκαν 3.452 προεδρικά διατάγματα που αντιστοιχούν σε περίπου 60.000 σελίδες ΦΕΚ και σε περίπου 22.800 άρθρα. Μόνο το 2018, το 60% των νόμων εμπεριείχαν τροπολογίες.
Σε ότι αφορά τη «Δικαιοσύνη» υπάρχουν αμέτρητες ενδείξεις και αποδείξεις χειραγώγησής της από την πολιτική ηγεσία. Αρκεί το γεγονός ότι βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στις φυλακές ως μέλη «εγκληματικής οργάνωσης», ύστερα από απαίτηση του όχλου της αριστεράς, των επικεφαλής της ψοφοδεξιάς και των ξένων και ντόπιων πατρώνων τους.
Μια «Δικαιοσύνη» που τιμωρεί συχνά τους ανήμπορους και τους φτωχούς και αφήνει στο απυρόβλητο τους οικονομικά και πολιτικά ισχυρούς, καθώς και τα λαμόγια που έχουν καταχραστεί υπέρογκα χρηματικά ποσά του δημοσίου.
Και όσο για το διαβόητο «Έχω εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη», που τις περισσότερες φορές ακούγεται έξω από τις αίθουσες των δικαστηρίων από εγκληματίες, απατεώνες, καταχραστές, παραβάτες κάθε είδους, και τους δικηγόρους τους, δεν χρειάζεται σχολιασμό.
Όπως έγραψε σε άρθρο του γνωστός δημοσιογράφος του συντηρητικού-πατριωτικού χώρου «είναι πιο πιθανό να βρει κάποιος ένα πιθάρι με φλουριά στη χωματερή παρά τι δίκιο του στην Ελλάδα».
Κοκακόλα: Για πολλά χρόνια η Coca Cola υπήρξε το σύμβολο του αμερικανικού φιλελεύθερου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού, καθώς και του “American way of life” και Lifestyle που οι παγκοσμιοποιητές προσπαθούν να επιβάλουν σ’ όλο τον πλανήτη.
Διαφθορά: Για τη διαφθορά και τα σκάνδαλα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, θα μπορούσαν να γραφούν τόμοι ολόκληροι. ΚλεφτοΠΑΣΟΚ και ΝΔ αποδόμησαν την κοινωνία, την οικονομία, τους θεσμούς («Δεν υπάρχουν θεσμοί, μόνο λαός» έλεγε ο πολιτικός απατεώνας Ανδρέας Παπανδρέου). Για τα σκάνδαλα αυτά ελάχιστοι οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη και ακόμη λιγότεροι τιμωρήθηκαν. Οι πολιτικάντηδες, τα τρωκτικά της διαπλοκής και οι νταβατζήδες είχαν φροντίσει να μένουν στο απυρόβλητο, ενώ ο ιός της διαφθοράς έχει μολύνει ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Να θυμίσουμε μόνο δύο περιπτώσεις: 1) τον κατάπτυστο «κουτσονόμο» (νόμος που δημιουργήθηκε από τον τότε αντιπρόεδρο της πασοκικής κυβέρνησης και υπουργό «Δικαιοσύνης» Μένιο Κουτσόγιωργα, τον οποίο ψήφισε σύσσωμο το κλεφτοΠΑΣΟΚ, που απαγόρευε το άνοιγμα των λογαριασμών στις τράπεζες ώστε να προστατεύονται τα λαμόγια) 2) την δήλωση που έκανε ο αρχιτέκτονας της διαφθοράς και της διαπλοκής Ανδρέας Παπανδρέου για τον τότε διευθυντή της ΔΕΗ, Δ. Μαυράκη, ο οποίος είχε λάβει μίζα 500 εκατομμύρια δραχμές (περίπου ενάμιση εκατομμύριο ευρώ) για προμήθειες της επιχείρησης: «Είπαμε να πάρει ένα δωράκι, αλλά όχι και 500 εκατομμύρια…» (δηλαδή «Να κλέβετε αλλά με μέτρο, χωρίς να προκαλείτε») , νομιμοποιώντας στην ουσία τη μίζα και τη διαφθορά.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη στο ζήτημα της διαφθοράς, καθιστά κάθε περαιτέρω σχόλιο περιττό.
Μαζοχισμός του νεοέλληνα που συνεχίζει να ψηφίζει τα ίδια διεφθαρμένα κόμματα που τον οδήγησαν στη χρεοκοπία και στα μνημόνια και ανάγκασαν μισό εκατομμύριο και πλέον συμπατριώτες μας να ξενιτευτούν για μια καλύτερη τύχη˙ που εξακολουθεί να εκλέγει με αυτοκαταστροφική ιδιοτέλεια ανίκανους, άχρηστους, άεργους, ηλίθιους, ψυχικά διαταραγμένους, εθνομηδενιστές και λαοπλάνους πολιτικάντηδες για να του βελτιώσουν (υποτίθεται) τη ζωή.
Όπως έχει καταντήσει αυτή η χώρα και όπως πορεύεται με τις φαύλες πολιτικές των κυβερνώντων, σε μερικές δεκαετίες θα έχει μείνει μόνο ο τόπος. Εκτός και αν βρεθούν κάποιοι ικανοί να καθαρίσουν το σάπιο που έχει απλωθεί παντού, και «μαζί με το σάπιο καθαριστούν και τα σκουλήκια» (όπως είπε ο Μαυρογιαλούρος απευθυνόμενος προς τους κομπιναδόρους του υπουργείου του) είτε αυτά είναι αχρείοι πολιτικάντηδες, είτε διαπλεκόμενοι/επίορκοι δικαστές, είτε διεφθαρμένοι κομματάνθρωποι, είτε παντός είδους λαμόγια.
Παύλος Γκάσταρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.