Τρίτη 28 Μαΐου 2019

Ο Lovecraft και η λογοτεχνία τρόμου

Κυριάκος Χαλκόπουλος

05/05/2019

Θεωρείται η λογοτεχνία τρόμου κομμάτι της κλασικής λογοτεχνίας;

Διατυπώνεται κατά καιρούς το ερώτημα εάν η λογοτεχνία τρόμου μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος της κλασικής λογοτεχνίας. Αν και κάποιες φορές η ερώτηση γίνεται εκ του πονηρού – οφείλεται, δηλαδή, σε αβάσιμη προκατάληψη – νομίζω πως μια εμπεριστατωμένη απάντηση είναι εκείνη που δόθηκε από έναν από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες “τρόμου”, τον Χ.Φ. Λάβκραφτ.
Ο Λάβκραφτ πάντοτε αναγνώριζε τα κείμενα του ως μέρος της λογοτεχνίας τρόμου. Από την άλλη διακρίνει σε κατηγορίες την “τέχνη του αλλόκοτου” (στο περίφημο δοκίμιο του Supernatural Horror in Literature ) ενώ σε γράμματα σε ομότεχνους του συχνά δίνει συμβουλές και περιγράφει ορισμένες κατά τη γνώμη του κακές πρακτικές των συγγραφέων αυτού του είδους. Όσον αφορά την τέχνη του αλλόκοτου, παρότι εντάσσει σε αυτήν πολλούς συγγραφείς, με ιδιαίτερα διαφορετικό ύφος και επιμέρους θέματα (ο Πόε αναφέρεται μαζί με τον Μάχεν, ο Ντε Μοπασάν μαζί με τον Άμπροουζ Μπιρς κλπ), ο χωρισμός σε κατηγορίες πληροφορεί τον αναγνώστη για τη θεώρηση του Λάβκραφτ. Στα γράμματα, όμως, διαβάζουμε ακόμα πιο συγκεκριμένες σκέψεις, και αυτές συχνά έχουν να κάνουν με τη δημιουργία μιας σκοτεινής ατμόσφαιρας – την ικανότητα να προξενεί ο λογοτέχνης φόβο ή ανησυχία στον αναγνώστη. Ο Λάβκραφτ υποστήριζε πως για εκείνον το κυριότερο στην τέχνη του είναι η δημιουργία ατμόσφαιρας και, στο βαθμό που ένιωθε ότι μπορούσε, έδινε συμβουλές στους κατά κανόνα νεότερους αλληλογράφους του.

Η επιδίωξη αυτή, να προκληθεί κάποιο έντονο συναίσθημα δια του οποίου θα εξασφαλιστεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη για όσα συμβαίνουν στο κείμενο, δεν είναι εύκολο να γίνει πραγματικότητα – πόσο μάλλον όταν στο κείμενο παρουσιάζονται πολλά στοιχεία που είναι υπερφυσικά ή σε κάθε περίπτωση έξω από την καθημερινότητα και την κοινή εμπειρία! Ο Λάβκραφτ, συνεπώς, είχε έναν ακόμα λόγο να εστιάζει την προσοχή του στη δημιουργία ατμόσφαιρας: ακόμα και αν ο αναγνώστης δεν πιστεύει καθόλου σε τερατώδη όντα είναι αναπόφευκτο να συνεχίσει να διαβάζει εάν το κείμενο του φαίνεται υποβλητικό. Μάλιστα είναι εύλογο να δεχτούμε πως πως εάν ένα έργο όπου εξ αρχής ξέρουμε ότι θα δούμε τόσο αλλόκοτα όντα μας φανεί εντούτοις ενδιαφέρον, με τη διήγηση να εμφανίζει συνοχή και να μη στερείται ποτέ σοβαρότητας, τότε το αποτέλεσμα θα είναι να εντυπωσιαστούμε ακόμα περισσότερο από τη δεξιοτεχνία του συγγραφέα. Και πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό ο Λάβκραφτ το πετυχαίνει, με ένα μέρος της μεγάλης του φήμης να οφείλεται ακριβώς σε αυτή την επιτυχία.

Ο κοσμικός τρόμος του Lovecraft

Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν άλλο συγγραφέα να επιχειρεί λιγότερο προσεκτικά να μας μιλήσει για εξωγήινες απειλές και πανάρχαια πλάσματα, με τελικό αποτέλεσμα εμείς να χάσουμε γρήγορα τη διάθεση να διαβάσουμε τι έχει να πει – αφού η ιστορία του θα μας φανεί παιδαριώδης. Με τον Λάβκραφτ δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, και πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος… Ίσως να είναι ο ακόλουθος:
Στα καλύτερα από τα έργα του Χ. Φ. Λάβκραφτ η προσοχή του αναγνώστη μετατοπίζεται σταδιακά – ίσως ακόμα και ασυναίσθητα – από τα ψυχολογικά στοιχεία των ανθρώπινων χαρακτήρων ή τις περιγραφές της αρχιτεκτονικής, προς τα αμιγώς φαντασιακά στοιχεία του κειμένου. Ο Γουίλμπορ Γουέιτλι, στον Τρόμο στο Ντάνγουιτς, γίνεται φανερό μόνο στην πορεία πως δεν είναι καθόλου ανθρώπινος. Πολύ πριν από αυτό είχαμε διαβάσει για ένα παρακμασμένο χωριό στους πρόποδες λόφων όπου κατά τους τοπικούς θρύλους συνέβαιναν περίεργες ινδιάνικες τελετές, ενώ η οικογένεια των Γουέιτλι ούτως ή άλλως αποτελούταν από αποδιοπομπαία άτομα, εξαιρετικά χαμηλής κοινωνικής στάθμης. Παρόμοια είναι η εισαγωγή στα επίφοβα και φαντασιακά στοιχεία των άλλων έργων: Ο μεγάλος Κθούλου κατ αρχήν παρουσιάζεται ως ένα αγαλματίδιο που γέννησε η γόνιμη και νοσηρή φαντασία ενός περιθωριακού γλύπτη. Τα πλάσματα στο υπόγειο του Πίκμαν τα πρωτοβλέπουμε στους πίνακες του. Η φρικτή πηγή της μουσικής του Ερίχ Ζαν αποκαλύπτεται μόνο στο τέλος ενός κειμένου, που άλλωστε σε ένα άλλο επίπεδο αφορά τη φύση της έμπνευσης και την αδυσώπητη επίδραση της μοναχικότητας και της φτώχειας του καλλιτέχνη. 

Σκεφτείτε ποια θα ήταν η αίσθηση μας εάν, αντί για μια εκτενή εισαγωγή όπου διαβάζουμε για ένα σωρό αντικείμενα υπαρκτά στον κόσμο μας και ενδεχομένως λίγο-πολύ γνωστά σε εμάς, ο συγγραφέας παρουσίαζε το καθαρά φαντασιακό στοιχείο νωρίτερα και χωρίς επαρκή στηρίγματα. Το πιθανότερο θα ήταν να μην δίναμε τόσο μεγάλη σημασία – επειδή κανένα ζοφερό νέφος, καμιά απόκοσμα χρωματισμένη ατμόσφαιρα δε θα υπήρχε ώστε να μας περιβάλλει και να επιτρέψει να δούμε το παράδοξο πλάσμα μέσα από ένα περίεργο καλειδοσκόπιο και έτσι να θεωρήσουμε πως υπάρχει δικαιωματικά και αυτό στο διήγημα. Και για τον Λάβκραφτ, έναν λογοτέχνη τρόμου, είναι εξαιρετικά σημαντικό να έχουμε την αίσθηση πως η εμφάνιση τέτοιων όντων δικαιολογείται ή έστω συμβαδίζει με τα προηγούμενα, και ποτέ να μην βρούμε τις περιγραφές τους αστείες ή υπερβολικές.
Κατά βάθος, όμως, νομίζω ότι δε θα το κατόρθωνε αυτό ούτε και με τη μέθοδο για την οποία μιλάει στα γράμματα του, εάν τα απόκοσμα όντα στα έργα του δεν είχαν συμβολική σημασία. Εάν δηλαδή δεν παρέπεμπαν με τη σειρά τους σε ψυχολογικά στοιχεία, στον ίδιο τον κόσμο της σκέψης μας. Ο Λάβκραφτ υποστήριζε επίμονα πως ο τρόμος στη λογοτεχνία του οφείλεται σε εξωτερικά αντικείμενα και όντα, δεν είναι ψυχολογικός αλλά του κόσμου (cosmic horror). Ωστόσο ο Κθούλου, τα βατραχοειδή όντα που ζουν στον πυθμένα των ωκεανών, τα σκυλόμορφα τέρατα στα υπόγεια της Βοστόνης, το βασίλειο του δίχως λογική δαίμονα Αζαθόθ και όλα τα υπόλοιπα πλάσματα του Χ.Φ. Λάβκραφτ δεν υπάρχουν στον κόσμο μας. Στα πλαίσια της ανάγνωσης των κειμένων μπορούμε να θεωρήσουμε πως υπάρχουν – στον κόσμο των κειμένων – μα θα χρειαζόταν να συνδεθούν με κάτι αληθινό μέσα μας. Υπό αυτή την έννοια τα έργα του Λάβκραφτ μοιάζουν με μια μεγάλη σκάλα που οδηγεί – με τερατόμορφα αγαλματίδια ενσωματωμένα στο κιγκλίδωμα, όμοια με τις υδρορροές στους γοτθικούς ναούς – μέχρι ένα σημείο όπου είναι πιο σκοτεινά, και εκεί διά της υποβολής ο περιπλανώμενος πιθανώς ήδη έχει φέρει στην επιφάνεια αρκετό από το δικό του ψυχικό υλικό για να το αντιπαραβάλει με τα τέρατα που ο συγγραφέας του ψιθυρίζει τότε πως παραμονεύουν αθέατα μέσα στις σκιές. 




Η γνώμη μου είναι πως ο Χ.Φ. Λάβκραφτ πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να θεωρηθεί ότι κινείται στα όρια της κλασικής λογοτεχνίας. Ένας συνάδελφος μου, θαυμαστής του Λάβκραφτ, κάποτε είχε μιλήσει λιγάκι απαξιωτικά για ένα πρόσφατο δικό του έργο, λέγοντας πως είναι “μόνο ιστορίες με τέρατα” – αλλά χρειάζεται οπωσδήποτε τέχνη για να σταθεί ένα έργο στο οποίο παρουσιάζονται τέρατα! Καμιά φορά δεν προσέχουμε τι απαιτεί δεξιοτεχνία, ίσως επειδή γίνεται να πετύχει κανείς να γράψει όμορφα ακόμα και χωρίς να δημιουργεί με μεθοδικότητα – να γράψει όμορφα από ταλέντο ή σε μια ώρα σπάνιας έμπνευσης. Σε βάθος χρόνου, όμως, μάλλον η εξοικείωση με την τέχνη της συγγραφής είναι το κυριότερο, και ο Λάβκραφτ σίγουρα ανήκει σε μια κατηγορία λογοτεχνών οι οποίοι μελέτησαν με προσοχή και σε βάθος το αντικείμενο τους.
Το κείμενο είναι εμπνευσμένο από την ομιλία του Κ. Χαλκόπουλου για την παρουσίαση του πρώτου τόμου «Άπαντα του Lovecraft» (εκδόσεις Οξύ) στο Fantasmagoria 2019.

ΠΗΓΗ: nyctophilia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.