![]() |
| 1966 |
![]() |
| 1967 |
ΠΑΥΛΟΣ Χ. ΓΚΑΣΤΑΡΗΣ
Αν σε πιάσουν να πουλάς χωρίς απόδειξη και είσαι Έλλην, την έβαψες. Οι λαθρομετανάστες επιτρέπεται να πωλούν «μαϊμούδες» χωρίς αποδείξεις
Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Οι φωτογραφίες της στήλης με τους Αφρικανούς να πουλάνε προϊόντα «μαϊμού» ελήφθησαν προπαραμονή Χριστουγέννων, έξω από το εμπορικό κέντρο (το λεγόμενο «mall»), που βρίσκεται στη στάση Νερατζιώτισσα, κοντά στο Μαρούσι. Εκεί γίνεται κανονικό όργιο παραεμπορίου υπό τα απαθή όμματα της ΕΛ.ΑΣ. Αστυνομικοί με μοτοσικλέτες (Ομάδα ΔΙΑΣ) βρίσκονταν στην είσοδο του mall, σε απόσταση περίπου 30 μέτρων. Όταν τους ρώτησα γιατί δεν κάνουν κάτι, απάντησαν: «Αυτό γίνεται εδώ και δέκα χρόνια. Τους διώχνουμε και ξανάρχονται. Κι όταν τους πιάνουμε, ο υπεύθυνος του mall δεν έρχεται να καταθέσει».
Οι απαντήσεις, φυσικά, δεν είναι πειστικές. Αν κάνεις φορολογικές παραβάσεις, πρέπει να έρθει ο υπεύθυνος ή εκπρόσωπος παρακείμενου καταστήματος ή εμπορικού κέντρου για να υποστείς τα νόμιμα (ποινές, πρόστιμα κ.ά.). Και τι σημαίνει η φράση «αυτό γίνεται εδώ και δέκα χρόνια»; Ότι είναι ατύπως νόμιμο και ανεκτό αυτό;
Η ανοχή στην παρανομία είναι σκανδαλώδης, αλλά και ύποπτη. Οι κ. υπουργοί Οικονομικών, Προστασίας του Πολίτη και Ανάπτυξης, Πιερρακάκης, Χρυσοχοΐδης και Θεοδωρικάκος, μπορούν να πουν τι κάνουν για να προστατεύσουν από τη λαίλαπα του παρεμπορίου τους νομίμως λειτουργούντες εμπόρους, τους οποίους χαρατσώνουν ανελέητα με φορολογίες και τιμωρούν σκληρά όταν παραλείψουν να κόψουν έστω μία απόδειξη;
Υπενθυμίζεται ότι η στήλη είχε ασχοληθεί ξανά με το θέμα στις 3 Δεκεμβρίου, όταν γράφτηκαν τα εξής:
«Πελάτες, καταστηματάρχες (που πληρώνουν μαλλιοκέφαλα για νοίκια στο mall) έχουν διαμαρτυρηθεί για το παρεμπόριο και για τις πωλήσεις κλεμμένων καλλυντικών, και έχουν ενημερώσει την ΑΑΔΕ, την Αστυνομία, το υπουργείο Ανάπτυξης, το υπουργείο Οικονομικών κι έναν σωρό άλλες υπηρεσίες και ανευθυνοϋπεύθυνους. Μένει ακόμα να ενημερώσουν τα συστήματα προσκόπων της περιοχής, τον Ερυθρό Σταυρό, τη Μαντολινάτα Κυθήρων και τον σύνδεσμο φιλάθλων του Εθνικού. Η απάντηση από τους… ενημερωθέντες είναι, όπως μας αφηγούνταν οι καταγγέλλοντες, “ναι, θα δούμε”, “θα το κοιτάξουμε”, “δεν είναι ακριβώς η αρμοδιότητά μας”, “να καλέσετε τη Γραμμή Καταναλωτή 1520 (θα το σηκώσουν ανήμερα της Αποκάλυψης)”, “πάρτε αύριο” και άλλες προφάσεις εν αμαρτίαις.
Οι Αφρικανοί και οι “ευπαθείς” μπορούν να πουλάνε ό,τι τους καπνίσει κι ό,τι βρεθεί στα χέρια τους, δίχως να δώσουν λογαριασμό. […] Ελεύθερο το παρεμπόριο, υπό διωγμό οι γηγενείς έμποροι. Ηθικό δίδαγμα; Κάθε τριτοκοσμικό, μπανανοειδές σύστημα εξουσίας έχει ένα πάγιο χαρακτηριστικό γνώρισμα: επιλεκτική εφαρμογή της νομοθεσίας».
ΠΗΓΗ: www.dimokratia.gr

Το γύρο του διαδικτύου κάνει αυτή την εβδομάδα μια είδηση από το παραδοσιακό έθιμο των φωτιών της Φλώρινας. Σύμφωνα με δημοσιεύματα από τον τοπικό Τύπο έως τα πανελλαδικά μέσα, ο δήμαρχος της πόλης επενέβη όταν μία από τις προσκεκλημένες μπάντες ξεκίνησε να παίζει «τραγούδι στα σλάβικα/ντόπια/σλαβομακεδόνικα/μακεδονικά(!)» (αναλόγως την πηγή, ο καθένας το βαφτίζει διαφορετικά). Σύσσωμες προοδευτικές ιστοσελίδες και «influencers», σωματεία «καλλιτεχνών», καθηγητάδες της πλάκας και δημοκράτες πολιτικάντηδες βγάζουν ανακοινώσεις που… καταδικάζουν τη «λογοκρισία» και στηρίζουν τους κατακαημένους μουσικάντηδες. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Το έθιμο των φωτιών ή αλλιώς τα «κόλιαντα», που απαντάται σε πολλές διαφορετικές περιοχές της Μακεδονίας, είναι μια πανάρχαια παράδοση που λαμβάνει χώρα τη νύχτα του χειμερινού ηλιοστασίου. Οι ρίζες του εντοπίζονται στους συμβολισμούς που είχαν αποδώσει οι αρχαίοι μας πρόγονοι (και δη οι κοινότητες της υπαίθρου) στην ημέρα κατά την οποία το φως του ήλιου αρχίζει σιγά-σιγά να επανέρχεται, σηματοδοτώντας το αισιόδοξο μήνυμα της πορείας προς το τέλος ενός δύσκολου χειμώνα. Ήδη από τον Μεσαίωνα συνδέθηκε με την έναρξη του νέου ημερολογίου και την εορτή των Χριστουγέννων, εξ ου και η ονομασία εκ της λέξης «κάλαντα», που στο Βυζάντιο σήμαινε την Πρωτοχρονιά, και αργότερα ταυτίστηκε με τα εορταστικά άσματα της περιόδου. Πρόκειται, επομένως, για ένα απόλυτα Ελληνικό έθιμο, πολύ αρχαιότερο της έλευσης και του εκχριστιανισμού των Σλάβων στα Βαλκάνια.
Έχοντας ξεκαθαρίσει τα παραπάνω, ας επιστρέψουμε στα γεγονότα της Φλώρινας. Το μουσικό σχήμα που κλήθηκε να πλαισιώσει φέτος το έθιμο αυτοαποκαλείται «Banda Entopica». Μια ματιά στο λογότυπο, τις δραστηριότητες και τα προσωπικά προφίλ των μελών του συγκεκριμένου σχήματος είναι αρκετή για να μαρτυρήσει ότι πρόκειται για στρατευμένους αριστερούς, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία (αν κάποιος διαφέρει, έπρεπε να το είχε δηλώσει χθες). Επιπλέον, ερευνώντας την προέλευση της «καταγγελίας» εναντίον του δημάρχου, ανακαλύψαμε ότι η διασπορά της δεν ξεκίνησε από τοπικά μέσα, αλλά από μεγάλη ιστοσελίδα των Σκοπίων (republika.mk), η οποία μάλιστα επικαλείται ως πηγή της τον γνωστό Παύλο Βοσκόπουλο. Πρόκειται για έναν δεδηλωμένο ανθέλληνα που συνεργάζεται με Τούρκους, Αλβανούς, Σκοπιανούς και οποιονδήποτε εχθρό του Ελληνισμού βρει διαθέσιμο, αλλά ευτυχώς, εδώ και δεκαετίες, οι ντόπιοι της Φλώρινας και οι κινητοποιήσεις της Χρυσής Αυγής ρίχνουν τα σχέδιά του στο κενό. Τέλος, είναι ήδη καταγεγραμμένο γεγονός ότι συγκεκριμένοι τύποι περνούν τακτικά τα βόρεια σύνορά μας με αποκλειστικό σκοπό να βιντεοσκοπήσουν ερμηνείες τραγουδιών με στίχους στο σλαβικό ιδίωμα, προκειμένου να δημιουργήσουν την εντύπωση παρουσίας κάποιας δήθεν πολυπληθούς μειονότητας μη Ελλήνων «μακεδόνων».

Προφανώς, τόσο ο δήμαρχος όσο και οι διοργανωτές γνώριζαν όλα τα παραπάνω και, ως Μακεδόνες, δεν είχαν καμία διάθεση να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης της ανθελληνικής προπαγάνδας. Προς τιμήν του, ο ίδιος ο πρόεδρος του διοργανωτή συλλόγου, Θανάσης Αμπάς, δήλωσε πως είχαν ζητήσει ξεκάθαρα από τους μισθωμένους μουσικούς να μην παρουσιαστούν τραγούδια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν το κοινό ή να δώσουν αφορμή για εντάσεις και πολιτική εκμετάλλευση. Όμως η κομπανία της συμφοράς παραβίασε τα συμφωνηθέντα, προκαλώντας τη δίκαιη αντίδραση παρευρισκόμενων ντόπιων Μακεδόνων και, τελικά, την παρέμβαση του δημάρχου.
Πέρα από την άκρως αντιεπαγγελματική συμπεριφορά, τα παραπάνω δεν αφήνουν περιθώριο απόδοσης αγαθών προθέσεων στο εν λόγω γκρουπάκι. Θέλει πολύ θράσος μια παρέα αργυρώνητων και ανιστόρητων φασαίων να προσποιείται τον τιμητή της τοπικής κληρονομιάς, διαστρεβλώνοντάς την και στρεφόμενη εναντίον αυτών που τιμούν τις ρίζες τους, κρατώντας ζωντανή την Παράδοση με προσωπικό εθελοντικό μόχθο. Όλα συνηγορούν στο ότι επρόκειτο για μια συνειδητή προσπάθεια προβοκάτσιας. Γι’ αυτό ακριβώς δεν εξετάζουμε καν τους στίχους του τραγουδιού που διακόπηκε (άλλο τίτλο επικαλούνται οι ίδιοι και άλλο ο φιλαράκος τους, ο Βοσκόπουλος). Είτε εμπεριείχε ανθελληνικά υπονοούμενα είτε όχι, είναι βέβαιο πως θα συνέθετε μια προπαγανδιστική εικόνα. Το προφανές σχέδιο ήταν να ξεκινήσουν να παίζουν τα συγκεκριμένα τραγούδια, παρά τη θέληση των διοργανωτών, με τον πρακτορίσκο να βιντεοσκοπεί (όπως και έκανε) προς τέρψιν των Σκοπίων.
Κι αν η απόπειρα των συγκεκριμένων υποκριτών απέτυχε χάρη στην παρέμβαση των ντόπιων, δυστυχώς δεν ισχύει το ίδιο και για κάποιες άλλες περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, ανήμερα των Χριστουγέννων, στην αίθουσα δεξιώσεων «Χρυσοχοΐδης» πραγματοποιήθηκε εκδήλωση του ΑΜΣ Μελίτης. Εκεί, η μπάντα του Κωσταράκη δεν παρέλειψε να παρουσιάσει τραγούδια με στίχους για τη «Μακεδονία που θα ξαναφτάσει στο Αιγαίο» και ύμνους προς τον Βούλγαρο κομιτατζή Μαλεσέβσκι. Την ίδια ώρα, στο «Μέγαρο» των Γιαννιτσών, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μαρίνας «Οι Μακεδόνες» διοργάνωνε ρεβεγιόν με μουσικούς κατευθείαν από τα Σκόπια, απροκάλυπτα ανθελληνικό ρεπερτόριο και χειρονομίες. Για όλα τα παραπάνω έχουμε στη διάθεσή μας άπλετο βιντεοληπτικό υλικό. Οι δε διοργανωτές αρνούνται να σηκώσουν τα τηλέφωνα και να δώσουν απαντήσεις.

Τα φαινόμενα των ημερών επιβεβαιώνουν αυτά για τα οποία είχαμε προειδοποιήσει προ μηνών. Η ιστορία των Μακεδόνων δεν είναι ιστορία δεκαετιών ούτε καν λίγων αιώνων· είναι ιστορία 2,5 χιλιάδων χρόνων. Έτσι, η ουσία της Παράδοσής μας δεν είναι τα όποια παροδικά φαινόμενα μπορεί να επέβαλαν οι αλλόφυλοι επιδρομείς σε ορισμένους προγόνους μας (π.χ. σλαβοφωνία). Η ουσία της μακεδονικής Παράδοσης είναι η ίδια η Ελληνικότητά της· γι’ αυτήν αγωνίστηκαν οι Μακεδόνες από τον Όλυμπο έως το Κρούσοβο. Έτσι, λοιπόν, το ελάχιστο καθήκον των σύγχρονων Μακεδόνων είναι να υψώσουν ένα απόλυτο και ξεκάθαρο εμπάργκο σε όποιον διαστρεβλώνει αυτή τη μακεδονική κληρονομιά. Ούτε μισό ευρώ δεν πρέπει να δοθεί ξανά σε μπάντες όπως το «Banda Entopica», «Μακεδονικό Μεράκι», «Χάλκινα Ηχοχρώματα», «Μουσικόραμα Φλώρινας». Όποιος σύλλογος επιμένει να μισθώνει αυτούς τους χλευαστές της ιστορίας μας θέτει εαυτόν ξεκάθαρα εναντίον των αληθινά γηγενών Μακεδόνων· η παρουσία του δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή από συλλόγους που τιμούν τη γαλανόλευκη. Άλλωστε, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν ακόμα αυθεντικά μουσικά σχήματα στην Μακεδονία μας (πχ «Τοπική Παράδοση» και «Αντίκρυ»), που τιμούν την ιστορία μας και είναι μακράν ποιοτικότερα από τους τσαρλατάνους με τα συνθεσάιζερ. Ας πάρει, λοιπόν, ο καθένας τα μέτρα του, ειδάλλως θα μας βρει μπροστά του. Η άγνοια έχει παύσει να αποτελεί δικαιολογία!

Του Νικόλαου Ταμουρίδη*
Κατά τη σημερινή εποχή, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού συμφερόντων μεταξύ των κρατών και ιδιαίτερα μεταξύ των υπερδυνάμεων του πλανήτη, για την εξασφάλιση της κυριαρχίας στην ξηρά, στον αέρα και στη θάλασσα, έχουν επινοηθεί και κατασκευαστεί τρομερά οπλικά συστήματα.
Το τέλειο όμως οπλικό σύστημα, το υπερόπλο που έχει ποτέ αναπτυχθεί και που είναι το τρομερότερο στα χέρια εκείνου που ξέρει να το χρησιμοποιεί, δεν είναι ούτε συμβατικό ούτε πυρηνικό. Δεν προκαλεί έκρηξη, ούτε περιέχει δηλητηριώδη αέριο ή ουσία, δεν ίπταται στον ουρανό, δεν κινείται στην ξηρά, ούτε πλέει στη θάλασσα.
Το υπερόπλο αυτό είναι η προπαγάνδα!
Προπαγάνδα είναι η επιστημονική τεχνική της διαδόσεως των ιδεών με σκοπό τον επηρεασμό της κοινής γνώμης. Αυτή τα παραποιεί όλα, αυτή τα παραμορφώνει όλα, αυτή κανονίζει τη σκέψη, τις αντιδράσεις και τις δραστηριότητες των ανθρώπων.
Ο βασικός «δρόμος» της προπαγάνδας είναι η υποβολή, δηλαδή η διείσδυση ιδεών στο υποσυνείδητο των ανθρώπων. Αν στο υποσυνείδητο καρφωθεί μια ιδέα, γίνεται χίλιες φορές πιο ισχυρή από ό,τι η πειθώ στο συνειδητό. Η ιδέα τότε μετατρέπεται σε αυταπόδεικτη αλήθεια και οδηγεί ασυναίσθητα, ασυνείδητα και αυθόρμητα σε ενέργειες. Έτσι επηρεάζονται και καθοδηγούνται οι μάζες.
Επιστημονικά αποδεδειγμένο είναι ότι οι μάζες δεν έχουν μνήμη. Για τον λόγο αυτό απαιτείται η συνεχής επανάληψη της προπαγανδιστικής ιδέας. Η επανάληψη είναι ικανή να μετατρέψει και ένα ψέμα σε αλήθεια. Επιπρόσθετα, επιτυγχάνεται ο «Μιθριδατισμός» των μαζών, δηλαδή ένα είδος ανοσίας απέναντι σε άλλες ιδέες και λογικά επιχειρήματα, έστω κι αν αυτά περιέχουν λογική και αλήθεια.
Στη σημερινή εποχή, με τη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη, ζούμε, δυστυχώς, τη σύγχρονη καταλυτική βασιλεία της προπαγάνδας, την οποία καθοδηγούν οι ισχυροί της γης. Με τη χρησιμοποίηση των παντοδύναμων κλασικών και ιδιαίτερα των διαδραστικών ΜΜΕ και με τη συνεχή 24ωρη ροή των πληροφοριών υφιστάμεθα μια άνευ προηγουμένου πλύση εγκεφάλου, με ελάχιστες δυνατότητες αντίδρασης.
Σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις, μη εξαιρουμένων των δικών μας, χρησιμοποιούν ευρέως την προπαγάνδα. Όλοι οι πολίτες είμαστε ένας στόχος, επί του οποίου λαμβάνει χώρα καθημερινός ανηλεής βομβαρδισμός. Ήτοι:
Και ως λογικά σκεπτόμενοι πολίτες, προκύπτει το ερώτημα: Γιατί άραγε εφαρμόζεται τόση προπαγάνδα; Οι λογικοί άνθρωποι υπακούουν στους νόμους με τη λογική και την πειθώ, όχι με την προπαγάνδα, τη βία και τον εκβιασμό.
Η απάντηση, βέβαια, είναι κι αυτή γνωστή. Οι προθέσεις των ισχυρών της γης δεν δομούνται με γνώμονα την ειρήνη και την ευημερία των λαών, αλλά «καθοδηγούνται» από τις ναρκισσιστικές αξίες της ζωής, ήτοι το χρήμα, την εξουσία και τη δόξα, και στοχεύουν στην υπεροχή και την κυριαρχία στο διεθνές σύστημα ισχύος.
Αυτή η τακτική, όμως, που ακολουθούν οι πολιτικοοικονομικοί ιθύνοντες πρέπει να σταματήσει. Ό,τι και να κάνουν, το ψέμα δεν είναι αλήθεια, το κακό δεν είναι καλό, το μαύρο δεν είναι άσπρο, το παράνομο δεν είναι νόμιμο, το ανώμαλο δεν είναι κανονικό, το παρά φύσιν δεν είναι κατά φύσιν, το στραβό δεν είναι ίσιο, η τεθλασμένη δεν είναι ευθεία, το σκοτάδι δεν είναι φως.
Ως λογικοί, λοιπόν, άνθρωποι, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε ως ελεύθερα όντα, με υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα, επιθυμούμε και απαιτούμε οι πολιτικές ηγεσίες να μας ενημερώνουν με σοβαρότητα, με διαφάνεια, με αντικειμενικότητα και με σεβασμό προς τη νοημοσύνη μας.
Όχι στην προπαγάνδα!
*Αντγος (ε.α) – επίτιμος Α’ υπαρχηγός ΓΕΣ

— Ἔλα ’συχάστε, διαβολάκια!
— Γιαννάκη Γιαννακάκη—κομμάτι κρεατάκι!…
Εἰς μεγάλην στενοχωρίαν εὑρίσκετο ὁ Γιαννάκης, ὁ υἱὸς τοῦ κὺρ Νικόλα, τοῦ μυλωθροῦ. Ὅπου καὶ ἂν ἔστρεφε τὸ βλέμμα, ὅπου καὶ ἂν ἔτεινε τὴν χεῖρα, δὲν συνήντα παρὰ Καλικαντζάρους· μὲ τὸ βραχὺ ὡς καρύου ἀνάστημά των, τοὺς τραγίνους πόδας, τὴν μακρὰν γενειάδα, τὸν ὀξὺν πηχυαῖον σκοῦφον καὶ τοὺς μικκύλους ὡς κόκκον καρδάμου ὀφθαλμοὺς, πυρώδεις ἕνεκεν τῶν ὀρεκτικῶν διαθέσεων ὑπὸ τῶν ὁποίων εἶχον καταληφθῆ πρὸ τοῦ ψηνομένου κρέατος τοῦ Γιαννάκη. Καὶ ἔτρεχον ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, πέριξ καὶ τὸν περιεκύκλουν ἐν θορύβῳ, ὡς τὴν χωρικὴν αἱ ὄρνιθες κατὰ τὴν ὥραν τῆς τροφῆς καὶ ἐφώναζον ὅλοι ὁμοῦ, κινοῦντες πρὸς αὐτὸν τὰς χεῖρας.
— Γιαννάκη Γιαννακάκη — κομμάτι κρεατάκι!…
— Ἔλα· ’συχάστε, διαβολάκια· ἔλεγεν ὁ Γιαννάκης, θωπευτικῶς.
Καὶ ἔρριπτε πρὸς αὐτοὺς, ἐξάγων τῆς σούβλας, τεμάχιον τοῦ ψηνομένου κρέατος. Οἱ Καλικάντζαροι ἐπέπιπτον ἐπ’ αὐτοῦ, ὡς πεινασμένοι σκύλοι καὶ τὸ κρέας ἐγίνετο εὐθὺς ἀνάρπαστον καὶ ἐπανελάμβανον οἱ ἀδικηθέντες τὰς φωνάς των, τὰς δυσήχους πάντοτε καὶ ἀνυποφόρους. Ὅμως τὰ τεμάχια τοῦ κρέατος ἓν πρὸς ἓν ὠλιγόστευον ἐνῷ ὁ Γιαννάκης ἐπείνα πάρα πολύ. Ὁ πατήρ του, ἀρρωστήσας, εἶχε φύγει ἀπὸ πρωΐας τοῦ μύλου καὶ ἔμεινεν αὐτὸς νὰ ἐπαρκέσῃ εἰς τὰ τόσα ἀλέσματα τῶν χωρικῶν. Κάθε ὥραν φόρτωμα καὶ ἐκφόρτωμα τοῦ σίτου ἀπὸ τοῦ ζῴου εἰς τὴν σκάφην τοῦ μύλου καὶ ἀπ’ ἐκεῖ πάλιν τὸ ἄλευρον θερμὸν θερμὸν εἰς τὸν σάκκον· δὲν τῷ ἔμεινε στιγμὴ ἀναπαύσεως. Εἶχεν νυκτώσῃ ὅτε ἀπέπεμψε τὸν τελευταῖον πελάτην καὶ ἤδη ἤναψε πυρὰν εἰς μίαν γωνίαν καὶ ἔψηνε τὸ κρέας του ἵνα φάγῃ. Ἔξαφνα ὅμως, ἐνῷ ὑπέθετεν ὅτι ἐτελείωσαν αἱ ἁμαρτίαι του, παρουσιάζοντο αὐτοὶ καὶ τὸν ἠνώχλουν καὶ ἤθελον παιχνίδια. Ἀλήθεια, μεγάλην ὄρεξιν θὰ εἶχον!.. Ἀλλὰ μήπως ἐκοπίασαν καὶ νὰ μὴν ἔχουν!.. Κάθηνται ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξηπλωμένοι εἰς τὰ σπήλαιά των, τρώγοντες ἀμερίμνως τὰς σαύρας καὶ τοὺς ὄφεις, τοὺς ὁποίους συλλαμβάνουν καὶ ἐξέρχονται τὴν νύκτα νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Καλὸ κι’ αὐτό!… Καὶ ὁ Γιαννάκης δὲν ἤξευρε τίνα τρόπον νὰ εὕρῃ νὰ τοὺς πείσῃ νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ φάγῃ.
— Νὰ σᾶς ’πῶ, ρὲ παιδιά· εἶπεν αἴφνης πρὸς αὐτοὺς μειλιχίως.
— Νά μᾶς ’πῆ ὁ ἄγουρος — ὁ κολοκυθομάγουλος!.. νὰ μᾶς ’πῇ ὁ ἄγουρος — ὁ κολοκυθομάγουλος!… ἐπανέλαβον οἱ Καλικάντζαροι ἐν χορῷ.
Καὶ συνήχθησαν ὅλοι πρὸς αὐτὸν, ἀναρριχώμενοι ἐπὶ τῶν γονάτων του, ἐπὶ τῶν ὤμων, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς· ἄλλοι ἐκρεμάσθησαν ἀπὸ τοὺς μύστακας καὶ τὸ βραχὺ γένειον καὶ τὰ ὦτα, ὥστε τὸν ἐκάλυψαν διὰ μίαν στιγμὴν ὅλον, ὡς ἀνεκτικὸν γατάκι οἱ ποντικοί. Καὶ παπᾶς θὰ γένῃς Κῶστα; — ἔτσι τὤηφερ’ ἡ κατάρα· ἐσκέπτετο ὁ Γιαννάκης. Καθὼς εὑρέθη μόνος, καταμόναχος εἰς τὸν μύλον του, ὅλα ἔπρεπε νὰ τὰ ὑποφέρῃ· τίποτε δὲν ἠδύνατο νὰ κάμῃ. Ἔπειτα ἐγνώριζεν ἐκ παραδόσεως ὅτι οἱ Καλικάντζαροι τὰ Δωδεκάημερα, παραιτοῦντες τὸ δένδρον τὸ ὁποῖον πριονίζουν εἰς τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ἐννοοῦν νὰ ἔλθουν εἰς τὸν κόσμον καὶ νὰ πειράζουν, φοβερὰ νὰ πειράζουν. Ἀλλ’ ὅ,τι ἔκαμαν ἔκαμαν· τὰ δωδεκάημερα ἔληγον αὔριον τὴν αὐγήν, θὰ ἠγίαζον τὰ νερὰ καὶ οἱ Καλικάντζαροι θὰ ἔφευγον νὰ κρυβῶσιν, όπως οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἰδέαν παρηγορεῖτο ὁ νέος μυλωθρὸς δι’ ὅσα ὑπέφερεν ἀπόψε. Ἠπίως καὶ μὲ γλυκὺ χαμόγελο εἰς τὰ χείλη, ἀπεδίωκεν ἀπ’ ἐπάνω του τοὺς Καλικαντζάρους, μὴ θέλων νὰ δείξῃ καθόλου τὴν δυσαρέσκειάν του, ἐκ φόβου μὴ πάθῃ χειρότερα.
-Μὰ ’συχάστε λοιπὸν νὰ σᾶς πῶ! ἐψιθύριζε.
— Ἔλα λέγε…
— Καθῆστε πρῶτα χάμου…
Ἠκούσθη εὐθὺς ἓν φάπ! δυνατὸν φάπ!, ὡς νὰ διερράγη αἴφνης εἰς τὴν γῆν κἀμμία κύστις πλήρης ἀέρος καὶ ὅλοι οἱ Καλικάντζαροι εὑρέθησαν καθισμένοι πέριξ, ὅμοιοι πρὸς μικρὰ καρβουνάκια, κεχυμένα χαμαί. Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἀνέμενον περίεργοι τοὺς λόγους τοῦ Γιαννάκη, οὗτος σιωπηλὸς, μὲ ἦθος σοβαρὸν, ἀπέσυρε τὴν σούβλαν ἀπὸ τῆς πυρᾶς καὶ ἐξάγων ἕν ἕν τεμάχιον, ἔτρωγε βεβιασμένως, ὡσεὶ βουλιμιῶν.
— Ἔλα, θὰ μᾶς πῆς! εἶπον πολλοὶ Καλικάντζαροι, ἀνυπομονοῦντες.
— Μπρὲ θὰ μᾶς πῆς! προσέθηκε κἄπως θυμωδῶς καὶ ὁ Μπάμπακας.
Ὁ Μπάμπακας ἦτο γερόντιον μὲ γενειάδα λευκὴν καὶ μακρὰν, ὅσον δύο ὀργυιὲς καὶ ἀπὸ κάθε τρίχα της ἐκρέματο καὶ ἕνας μικρὸς Καλικάντζαρος, ὅπως εἰς τοὺς κλῶνας οἱ καρποὶ τοῦ φοίνικος. Εἰς τὴν χεῖρα ἐκράτει μακρὰν λεπτὴν ῥάβδον διὰ τῆς ὁποίας ἐπεβάλλετο εἰς τοὺς ἄλλους καὶ προεῖχεν ὁλοκλήρου τοῦ ὁμίλου. Τὸ γερόντιον ἤδη πλῆρες θυμοῦ διὰ τὴν σιωπὴν τοῦ Γιαννάκη, ἔνευσε πρὸς τοὺς Καλικαντζάρους, ὡς στρατηγὸς, διατάσσων τὴν διαρπαγὴν κυριευθείσης πόλεως. Εὐθὺς οὗτοι ὥρμησαν ἐπὶ τῆς σούβλας καὶ ἐσκόρπισαν κατὰ γῆς, λακπατοῦντες τὰ τεμάχια τοῦ κρέατος.
— Τρίτσι, τρίτς!… τρίτσι, τρίτς!… ἐγρύλλισαν ὅλοι, εἰρωνικῶς προσβλέποντες τὸν Γιαννάκην.
Ὁ μυλωθρὸς εἶχε φάγει ὀλίγον καὶ ἂν δὲν εἶχε χορτασθῇ τελείως τοὐλάχιστον κἄτι συνεκράτησε τὴν πεῖνάν του. Ὥστε δὲν τὸν ἔμελλε καὶ τόσον διὰ τὸ κρέας. Θυμωθεὶς ὅμως πολὺ διὰ τὴν εἰρωνείαν μεθ’ ἧς τῷ ὡμίλουν, ἔλαβεν ἀνημμένον δαυλὸν καὶ ἔρριψεν αὐτὸν ἐν μέσῳ τοῦ ὁμίλου τῶν Καλικαντζάρων.— Τρίτσι, τρίτς!… τρίτσι, τρίς!…
Καὶ ἐσκορπίσθησαν ὅλοι μακρὰν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ὡς ποίμνη προβάτων ὅταν πέσῃ μεταξὺ αὐτῶν λύκος. Διότι οἱ Καλικάντζαροι φοβοῦνται τὸ πῦρ ὅσον ὁ διάβολος τὰ ἱερὰ λόγια. Πρόσφατον παράδειγμα εἶχον οὗτοι τὴν γραῖαν ἥτις κατώρθωσε νὰ κλείσῃ πολλοὺς τούτων εἰς μικρὸν βυτίον καὶ νὰ τοὺς καύσῃ ἐκεῖ ὁλοζώντανους, ἐκδικουμένη τὴν ὕβριν ἦν ἔκαμον πρὸς τὴν θυγατέρα της.
Ὁ Γιαννάκης ἐν τούτοις ἐσυλλογίζετο ἤδη πῶς ν’ ἀπαλλαγῇ αὐτῶν ἐντελῶς. Ἡ νὺξ εἶχεν ἀρκετὰ προχωρήσῃ· αὔριον ἐξημέρωνε παραμονὴ τῶν Φώτων καὶ ἔπρεπεν αὐτὸς ἤδη νὰ ἦνε εἰς τὴν οἰκίαν του, νὰ φέρῃ τὸ ἄλευρον ἵνα ζυμώσουν τὰ ψωμιά. Ἀλλὰ πῶς ν’ ἀποφύγῃ τοὺς Καλικαντζάρους, οἱ ὁποῖοι ἐκόλλησαν ὡσὰν τσιμπούρια ἐπ’ αὐτοῦ καὶ δὲν ἐνόουν νὰ τὸν παραιτήσουν καθόλου μέχρι τῆς αὐγῆς;…
— Παιδιὰ, χορεύουμε! ἐφώναξεν αἴφνης εὐθύμως, ἐγειρόμενος.
Ναὶ, χορεύουμε· ἀπήντησαν ὅλοι μὲ προθυμίαν.
Καὶ ἤρχισαν νὰ κινῶσι τοὺς ἀραχνοειδεῖς πόδας των, ἄλλοι ν’ ἀνατείνωσι τὰς χεῖρας καὶ νὰ ἐκφέρωσι βραγχώδεις φωνὰς, ἄλλοι νὰ συρίζωσι καὶ ἕνας μικρὸς ἥρπασε ῥάκος πανίου ὅπερ εὗρε χαμαὶ καὶ τὸ ἀνεκίνει διὰ μανδῆλι δῆθεν.
— Μὰ ὄχι μέσα· εἶπεν ὁ Γιαννάκης· ἔξω, ’ς τὸ φεγγαράκι νὰ βγοῦμε….
— Ναὶ, ἔξω· ἐπεκρότησαν ὅλοι.
Ἡ νὺξ εἶχεν ἀρκετὰ προχωρήσει. Οἱ ἀστερισμοὶ τῆς αὐγῆς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, προέβαλλον εἰς τὸν ὁρίζοντα φεγγοβόλοι· ὁ ἀὴρ, ὅστις ἀνεκίνει θορυβωδῶς τὰ δένδρα, εἶχε καθαρίσει παντὸς νέφους τὸν οὐρανὸν, ὁ ὁποῖος καταγάλανος κατηυγάζετο ὑπὸ τοῦ φωτὸς τῆς σελήνης πέραν οἱ βουνοὶ διεκρίνοντο ὡς μελανοὶ ἐξ ἄνθρακος ὄγκοι, περικλείοντες πανταχόθεν τὴν πεδιάδα· τὰ φυλλώματα τῶν δένδρων ἔστιλβον κατάμεστα τῆς νυκτερινῆς δρόσου.
Οἱ Καλικάντζαροι, ἔχοντες εἰς τὴν μέσην τὸν Γιαννάκην, ἐχόρευον ἤδη εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ μύλου. Αἱ βραγχναὶ φωναί των ἀντήχουν εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτὸς καὶ ἐμίγνυντο μὲ τὸ κἄπου κἄπου ἀκουόμενον λάλημα τοῦ κόκκυγος.— Μωρέ παιδιὰ τ’ ἄλογο φρυμάζει· εἶπεν ὁ Γιαννάκης· γιὰ νὰ ἰδῶ μιὰ στιγμὴ κ’ ἔφθασα.
Καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν μύλον. Οἱ Καλικάντζαροι ἐν τῇ ἀκατασχέτῳ εὐθυμίᾳ ἣν εἶχον πρὸς τὸν χορὸν δὲν ἐπρόσεξαν καθόλου εἰς τὴν φυγήν του. Ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον ἤρχοντο ἐμπρὸς καὶ ἐχόρευον ἐν δαιμονιώδει δίνῃ ὅλοι καὶ ἐτραγώδουν ἀπαύστως κ’ ἐκ περιτροπῆς!
— Χορεύ’ ἡ λάσπη κ’ ἡ σβουνιὰ κ’ ἡ γιδοκακαρέντζα….
Χορεύει τὸ παληόσκουτο μὲ τὴν παληανδρομίδα!…
— Μωρ’ ὁ μυλωνᾶς; εἶπέ τις αἴφνης.
— Ναὶ, ὁ μυλωνᾶς! ἐπανέλαβον ὅλοι.
Καὶ ἔσπευσαν εἰς τὸν μύλον, ἀνερευνῶντες παντοῦ, ἐδῶ κ’ ἐκεῖ· ἀλλ’ ὁ Γιαννάκης δὲν ἐφαίνετο πουθενά.
— Ἔφυγε· εἶπον, προσβλέποντες ὁ εἷς τὸν ἄλλον ἐκστατικοί.
Τῷ ὄντι ὁ Γιαννάκης μόλις εἰσῆλθεν εἰς τὸν μύλον, ἐφόρτωσεν ἐπὶ τοῦ ἵππου δύο σάκκους ἀλεύρου, ἔπεσε καὶ αὐτὸς εἰς τὸ μέσον, περιβληθεὶς ἕτερον σάκκον καὶ μαστίσας τὸν ἵππον ἔφυγε διὰ τῆς ὀπισθίας θύρας.
— Τί νὰ κάμουμε; ἠρώτησαν τόρα μεταξύ των.
— Νὰ τὸν φτάσουμε.
Καὶ ἐχύθησαν ὅλοι, ὡς ἀνεμοστρόβιλος, πρὸς τὰ ἐμπρὸς, καταπατοῦντες τοῦ δρόμου τὸν βόρβορον ἐν συμμιγεῖ θορύβῳ καὶ ἀλαλητῷ, ὡς ἀγέλη θωῶν ὠρυομένων. Μετ’ ὀλίγον ἐπρόφθασαν τὸν ἵππον τοῦ Γιαννάκη, διευθυνομένον πρὸς τὸ χωρίον, ἀφανὲς ἀκόμη ἐκ τῆς ἀποστάσεως καὶ τοῦ σκότους. Ἐκύκλωσαν εὐθὺς τὸν ἵππον ὅλοι καὶ παρετήρησαν ἐδῶ ἐκεῖ διὰ τὸν Γιαννάκην.
— Νὰ τὧνα πλευρὸ, νὰ καὶ τἄλλο, νὰ καὶ τ’ ἀπανογῶμι, μὰ ὁ μυλωνᾶς ποὖνε; ἔλεγον μεταξύ των, δυσανασχετοῦντες.
— Πίσω θά ’μεινε· εἶπεν ὁ Μπάμπακας φρυάττων.
Καὶ ἔτρεξαν ὅλοι ὀπίσω, μετὰ βοῆς πάντοτε, ὡς σμῆνος μελισσῶν, φυγὸν τῆς κυψέλης. Ἠρεύνησαν ὅλον τὸν δρόμον, εἰς τὰς τάφρους καὶ τοὺς βάτους, παντοῦ, ἔφθασαν μέχρι τοῦ μύλου ἀλλὰ πουθενὰ δὲν εὗρον τὸν μυλωθρόν. Ἐπέστρεψαν οὕτω δυσηρεστημένοι παρὰ τὸν ἵππον ὅστις ἐξηκολούθει πάντοτε ἡσύχως τὸν δρόμον του καὶ ἐπανέλαβεν τὰς ἐπ’ αὐτοῦ ἐρεύνας.
— Νὰ τὧνα πλευρὸ, νὰ καὶ τἄλλο, νὰ καὶ τ’ ἀπανογῶμι, μὰ ὁ μυλωνᾶς ποὖνε;
— Μωρὲ, μπροστὰ θὰ πάη! ἐφώνησε πάλιν ὁ Μπάμπακας.
Καὶ ἤδη ἐτράπησαν πρὸς τὰ ἐμπρός. Ὁ Γιαννάκης ἐν τῷ σάκκῳ, ἂν καὶ φοβούμενος μὴ τὸν ἀνακαλύψωσιν, ἐγέλα μὲ τὴν ἀδημονίαν αὐτὴν τῶν Καλικαντζάρων καὶ ἀνακύπτων ὀλίγον τὴν κεφαλὴν, παρετήρει πρὸς τὰς ἐμπρὸς μή που ἀνακαλύψῃ τὸ χωρίον του. Αἴφνης αἱ λάμψεις τοῦ γλυκοχαράγματος ἔδειξαν αὐτὸ μακρὰν, ἀριστερά, εἰς τὸ τέρμα τοῦ δρόμου, μὲ τὰς πυκνὰς συκομωρέας του καὶ τὰ χαμηλὰ σπητάκια του, ὡς μίαν κηλίδα ἐν τῇ λευκαζούσῃ πεδιάδι.
— Ξύλα κούτσουρα, δαυλιὰ καϋμένα!… ἐφώναξεν εὐθὺς μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῶν πνευμόνων του.
Οἱ Καλικάντζαροι ἔστρεψαν καὶ διέκρινον καὶ οὗτοι τὸ χωρίον. Κρύος τρόμος κατέλαβεν εὐθὺς ὅλους καὶ ἔμειναν ὅπου εὑρέθη ἕκαστος, ὡσεὶ καρφωμένοι. Αἴφνης ἠκούσθησαν ἀπὸ τοῦ χωρίου καὶ οἱ πετεινοὶ κράζοντες τὸ ἑωθινὸν, ἐμπνεύσαντες ἄλλον φόβον εἰς τοὺς Καλικαντζάρους.
— Πάμετε· εἶπε μετὰ πικρίας ὁ Μπάμπακας· δὲν εἶνε πιὰ δουλειὰ γιὰ τὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι μᾶς ’πέρασαν.
Καὶ ὑψώσας τὴν ῥάβδον του προηγεῖτο φεύγων ἐνῷ οἱ λοιποὶ τὸν ἠκολούθησαν ὄπισθεν, ὠρυόμενοι ἐν χορῷ:
— Φεύγετε νὰ φεύγουμε γιατ’ ἔφτασ’ ὁ ζουρλόπαπας μὲ τὴν ἁγιαστήρα του καὶ μὲ τὴν πλαστήρα του. Μᾶς ἔβρεξε, μᾶς ἅγιασε καὶ μᾶς ἐζεμάτισε!…
Καὶ ἀπεμακρύνοντο ὅλοι πρὸς τὴν δύσιν, ὡς μαῦραι σκιαὶ τῆς νυκτὸς, φεύγουσαι τὸ φῶς τῆς ἡμέρας.”

Οι καλικάντζαροι έρχονταν την παραμονή των Χριστουγέννων και έφευγαν τα Θεοφάνεια. Έχουν διάφορες ονομασίες: Λυκοκαντζαραίοι, σκαρικατζέρια, καρκατζέλια, πλανήταροι (Κύπρος), Κάηδες (Σύμη), καλλισπούδηδες, χρυσαφεντάδοι (Πόντος), κωλοβελόνηδες, παρωρίτες ή παραωρίτες (πριν από το λάλημα του πετεινού), παγανά. Με παρεμφερή ονόματα υπάρχουν οι καλικάντζαροι και στους βαλκανικούς λαούς. Και στους άλλους χριστιανικούς λαούς εμφανίζονται δοξασίες για δαιμονικά όντα κατά το Δωδεκαήμερο: Λυκάνθρωποι, Στρίγγλες, Μάγισσες, Νόρνες. Παγανά είναι γενικότερα τα εξωτικά και τα φαντάσματα. Paganus σημαίνει τον χωρικό, τον αστράτευτον (παγάνα, παγανιά) και κατόπιν τον εθνικό και μη χριστιανό. Στα αγγλικά pagan είναι ο ειδωλολάτρης. Και παγανή Κυριακή σημαίνει την Κυριακή που δεν έχει άλλη εορτή. Παγανό αποκαλείται το αβάπτιστο νήπιο. Πιστεύεται ότι τα βρέφη που πέθαναν αβάπτιστα γίνονται παγανά, τελώνια, καλικάντζαροι.

Συμβολίζουν το σκοτάδι και ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης, προσπαθώντας να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Όταν είναι πολύ κοντά να το πετύχουν, την παραμονή των Χριστουγέννων ανεβαίνουν στη γη δημιουργώντας προβλήματα στους ανθρώπους. Η πίστη για τους καλικαντζάρους ως δαιμονικών όντων που ζουν κάτω από τη γη στηρίζεται στην κοσμοθεωρία περί ακινησίας της γης (το γαιοκεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η γη είναι ακίνητη και γύρω της κινούνται τα άλλα ουράνια σώματα. Η γη είναι προσηλωμένη στον θόλο του ουρανού).
Μένουν ανάμεσα στους ανθρώπους 12 μέρες ως την παραμονή των Φώτων αφήνοντας στην ησυχία του το δέντρο της Ζωής να αναβλαστήσει. Ο λαός τους φαντάζεται μαύρους και άσχημους, κουτσούς, ψηλούς με μάτια κόκκινα, πόδια τραγίσια και σώμα τριχωτό. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους και κυριότερα με τη φωτιά, η οποία καίει συνεχώς στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο. Διάλεγαν ένα κούτσουρο («δωδεκαμερίτης», «χριστόξυλο») και μάλιστα από αγκαθωτό δέντρο. Με τη στάχτη του ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανείων τρέποντας σε φυγή τα δαιμόνια.
Οι βυζαντινοί είχαν τον βαβουτζικάριον (εφιάλτην). Ο Μιχαήλ Ψελλός γράφει ότι ένας αγράμματος και αφελής έβλεπε και την ημέρα φανταστικά όντα, όπως ο Ορέστης τις Ευμενίδες.
Σύμφωνα με μια παράδοση: «Οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης αποκάτου. Ούλο το χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Κόβουν κόβουν όσο που μενέσκει λιγάκι ακόμα ως μια κλωνά άκοπο, και λεν «χάισε να πάμε, και θα πέση μοναχό του». Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης, και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ’ έρχονται κι ούλο φτόνι τη δουλειά κάνουν. Κυρίως κάνουν κακό (πνίγουν) στα αβάφτιστα παιδιά. Και στα νησιά φτάνουν οι καλικάντζαροι. Με το καράβι τους. Κάνουν ζημιές: Χύνουν το νερό, τ’αλεύρι, κατουρούν τη στάχτη. Γι αυτό και βάζουν στη φωτιά ρείκια, αλάτι, που κάνουν κρότο, ή ρίχνουν κανένα πετσί να βρωμάει».
Ο λαός πιστεύει ότι Καλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννιούνται το Δωδεκαήμερο, γιατί έχουν συλληφθεί την ίδια μέρα με το Χριστό. Θέλουν να κάνουν κακό στους ανθρώπους. Είναι άσκημοι, κουτσοί, εριστικοί, ανόητοι γιατί δεν βοηθά ο ένας τον άλλον και για το λόγο αυτό είναι αναποτελεσματικοί στο να κάνουν κακό. Όσους περπατούσαν τη νύχτα έξω τους ανάγκαζαν να χορέψουν μαζί τους (είναι χαρακτηριστικό το παραμύθι με τη Μάρω που γύριζε από το μύλο τη νύχτα).
Οι μυλωνάδες που εργάζονταν στο μύλο, ο οποίος ήταν συνήθως χτισμένος σε μέρος μακριά από τον καθαγιασμένο χώρο του οικισμού, δίπλα σε ποτάμι, είχαν πάρε δώσε με καλικαντζάρους. Σε μια ευτράπελη διήγηση ο μυλωνάς ψήνει πέρδικα ή γουρουνάκι κι ο καλικάντζαρος βάτραχο. Ο μυλωνάς καίει τον καλικάντζαρο με τη σούβλα και του λέει ότι κάηκε ατός του (μόνος του), απάντηση που είχε δώσει ο Οδυσσέας στον κύκλωπα Πολύφημο.
Τα Φώτα όλα τα πονηρά πνεύματα φεύγουν με τον αγιασμό:
Φεύγετε να φεύγουμε, έρχετ’ ο τουρλόπαπας
Με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του.
Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Την Ελλάδα την αποκαλούμε χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας», αλλά όχι για πολύ. Με αυτά που γίνονται ακόμα και οι πορτοκαλιές θα κατσουφιάσουν. Ένας από τους λόγους είναι οι θεσμοί. Να, ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη «Δικαιοσύνη».
Είναι τυφλή μόνο όταν κοιτάζει προς τα πάνω και αετομάτα όταν στρέφεται στους μικρούς. Στην Ελλαδάρα μας ο νόμος έχει ένα και μόνο όνομα: «Το δίκιο του Κυριάκου». Ο,τι βολεύει τον υπέρτατο ηγέτη, το τσιτάχ, τον «μωυσή» (με μικρό το «μ», παρακαλώ), αυτό και γίνεται.
Δείτε το κέντρο της Αθήνας, αυτήν την «πολύχρωμη» αγορά της… ελεύθερης οικονομίας. Τσαντιρομάγαζα αλλοδαπών, που πουλάνε μαραμένα λάχανα δίπλα σε μπαταρίες, ληγμένα αναψυκτικά, σάπια κρέατα, κάλπικα Louis Vuitton και μαϊμού Nike. Βλέπεις ποτέ απόδειξη εκεί; Ποτέ. Και τάμα να το ’χουν κάνει, δεν θα σου κόψουν! Η ΑΑΔΕ, το ΣΔΟΕ, η Δικαιοσύνη, όλοι αυτοί οι αδυσώπητοι κυνηγοί του φουκαρά Έλληνα, που κοιμάται και ξυπνά με το POS στο χέρι, εδώ κάνουν την πάπια. Δεν σκέφτηκαν ποτέ να πάρουν τα στοιχειώδη μέτρα. Γιατί; Μα, γιατί αυτά τα μαγαζιά είναι… πολιτιστική κληρονομιά! Εν τω μεταξύ, ο μικρομεσαίος Έλληνας κόβει απόδειξη και για τον αέρα που αναπνέει.
Το ίδιο και με τις ΜΚΟ, που εδώ και δεκαετίες κάνουν «πάρτι» με ευρωπαϊκά και ελληνικά κονδύλια. Έλεγχοι; Ποιοι έλεγχοι; Μια στο τόσο, σαν λιανοτουφεκιά σε τυραννόσαυρο. Αφήστε τα, τα φράγκα των ΜΚΟ είναι για καλό σκοπό. Και πάμε στα Τέμπη: Η τηλεδιοίκηση, το σύστημα που θα εμπόδιζε την τραγωδία, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Οι κατασκευαστικές εταιρίες, μεγάλα ονόματα φίλων και χορηγών, δεν δείχνουν να ευθύνονται, μας λένε επισήμως ανεπίσημα. Παρατάσεις επί παρατάσεων, καθυστερήσεις επί καθυστερήσεων, και η Δικαιοσύνη κοιτάζει αλλού. Αλλά όταν ο Σύλλογος Θυμάτων Τεμπών, με την Καρυστιανού μπροστά -η οποία ακούγεται ότι ετοιμάζει κόμμα, Θεός φυλάξοι!- δέχεται αιφνιδιαστική έφοδο του ΣΔΟΕ στα γραφεία του, ε, τότε οι μηχανισμοί κινούνται αστραπιαία!
«Δόλιο χτύπημα για φίμωση» λέει η Καρυστιανού. Και έχει δίκιο: Προτεραιότητα δεν ήταν η τηλεδιοίκηση. Προτεραιότητα είναι να τρομοκρατήσουν όσους τολμούν να θυμίζουν τα 57 θύματα. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τον νεοδημοκράτη αγροτοσυνδικαλιστή Κώστα Ανεστίδη, που τόλμησε να κριτικάρει τον Κυριάκο εν μέσω κινητοποιήσεων. Ξαφνικά διοχετεύτηκε στον Τύπο η είδηση ότι ελέγχεται για παράνομες επιδοτήσεις από τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Τυχαίο; Σαν να λέμε ότι η διαρροή έγινε μόνη της, την ώρα των μπλόκων!
Εδώ, τελικά, ο νόμος δεν είναι ίδιος προς όλους. Αλλάζει πρόσωπο κατά περίπτωση. Επίσης, είναι εργαλείο. Για τους φίλους, ασυλία. Για τους επικριτές, αστραπιαίοι έλεγχοι. Και ο Κυριάκος χαμογελάει από το Μαξίμου, ξέροντας ότι το δίκιο είναι πάντα δικό του. Μέχρι πότε;
Από τη στήλη «Περί πωλητικής» της εφημερίδας «δημοκρατία»