Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2025

ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

Ανδρέας Καρκαβίτσας

— Ἔλα ’συχάστε, διαβολάκια!

— Γιαννάκη Γιαννακάκη—κομμάτι κρεατάκι!…

Εἰς μεγάλην στενοχωρίαν εὑρίσκετο ὁ Γιαννάκης, ὁ υἱὸς τοῦ κὺρ Νικόλα, τοῦ μυλωθροῦ. Ὅπου καὶ ἂν ἔστρεφε τὸ βλέμμα, ὅπου καὶ ἂν ἔτεινε τὴν χεῖρα, δὲν συνήντα παρὰ Καλικαντζάρους· μὲ τὸ βραχὺ ὡς καρύου ἀνάστημά των, τοὺς τραγίνους πόδας, τὴν μακρὰν γενειάδα, τὸν ὀξὺν πηχυαῖον σκοῦφον καὶ τοὺς μικκύλους ὡς κόκκον καρδάμου ὀφθαλμοὺς, πυρώδεις ἕνεκεν τῶν ὀρεκτικῶν διαθέσεων ὑπὸ τῶν ὁποίων εἶχον καταληφθῆ πρὸ τοῦ ψηνομένου κρέατος τοῦ Γιαννάκη. Καὶ ἔτρεχον ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, πέριξ καὶ τὸν περιεκύκλουν ἐν θορύβῳ, ὡς τὴν χωρικὴν αἱ ὄρνιθες κατὰ τὴν ὥραν τῆς τροφῆς καὶ ἐφώναζον ὅλοι ὁμοῦ, κινοῦντες πρὸς αὐτὸν τὰς χεῖρας.

— Γιαννάκη Γιαννακάκη — κομμάτι κρεατάκι!…

— Ἔλα· ’συχάστε, διαβολάκια· ἔλεγεν ὁ Γιαννάκης, θωπευτικῶς.

Καὶ ἔρριπτε πρὸς αὐτοὺς, ἐξάγων τῆς σούβλας, τεμάχιον τοῦ ψηνομένου κρέατος. Οἱ Καλικάντζαροι ἐπέπιπτον ἐπ’ αὐτοῦ, ὡς πεινασμένοι σκύλοι καὶ τὸ κρέας ἐγίνετο εὐθὺς ἀνάρπαστον καὶ ἐπανελάμβανον οἱ ἀδικηθέντες τὰς φωνάς των, τὰς δυσήχους πάντοτε καὶ ἀνυποφόρους. Ὅμως τὰ τεμάχια τοῦ κρέατος ἓν πρὸς ἓν ὠλιγόστευον ἐνῷ ὁ Γιαννάκης ἐπείνα πάρα πολύ. Ὁ πατήρ του, ἀρρωστήσας, εἶχε φύγει ἀπὸ πρωΐας τοῦ μύλου καὶ ἔμεινεν αὐτὸς νὰ ἐπαρκέσῃ εἰς τὰ τόσα ἀλέσματα τῶν χωρικῶν. Κάθε ὥραν φόρτωμα καὶ ἐκφόρτωμα τοῦ σίτου ἀπὸ τοῦ ζῴου εἰς τὴν σκάφην τοῦ μύλου καὶ ἀπ’ ἐκεῖ πάλιν τὸ ἄλευρον θερμὸν θερμὸν εἰς τὸν σάκκον· δὲν τῷ ἔμεινε στιγμὴ ἀναπαύσεως. Εἶχεν νυκτώσῃ ὅτε ἀπέπεμψε τὸν τελευταῖον πελάτην καὶ ἤδη ἤναψε πυρὰν εἰς μίαν γωνίαν καὶ ἔψηνε τὸ κρέας του ἵνα φάγῃ. Ἔξαφνα ὅμως, ἐνῷ ὑπέθετεν ὅτι ἐτελείωσαν αἱ ἁμαρτίαι του, παρουσιάζοντο αὐτοὶ καὶ τὸν ἠνώχλουν καὶ ἤθελον παιχνίδια. Ἀλήθεια, μεγάλην ὄρεξιν θὰ εἶχον!.. Ἀλλὰ μήπως ἐκοπίασαν καὶ νὰ μὴν ἔχουν!.. Κάθηνται ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξηπλωμένοι εἰς τὰ σπήλαιά των, τρώγοντες ἀμερίμνως τὰς σαύρας καὶ τοὺς ὄφεις, τοὺς ὁποίους συλλαμβάνουν καὶ ἐξέρχονται τὴν νύκτα νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Καλὸ κι’ αὐτό!… Καὶ ὁ Γιαννάκης δὲν ἤξευρε τίνα τρόπον νὰ εὕρῃ νὰ τοὺς πείσῃ νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ φάγῃ.

— Νὰ σᾶς ’πῶ, ρὲ παιδιά· εἶπεν αἴφνης πρὸς αὐτοὺς μειλιχίως.

— Νά μᾶς ’πῆ ὁ ἄγουρος — ὁ κολοκυθομάγουλος!.. νὰ μᾶς ’πῇ ὁ ἄγουρος — ὁ κολοκυθομάγουλος!… ἐπανέλαβον οἱ Καλικάντζαροι ἐν χορῷ.

Καὶ συνήχθησαν ὅλοι πρὸς αὐτὸν, ἀναρριχώμενοι ἐπὶ τῶν γονάτων του, ἐπὶ τῶν ὤμων, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς· ἄλλοι ἐκρεμάσθησαν ἀπὸ τοὺς μύστακας καὶ τὸ βραχὺ γένειον καὶ τὰ ὦτα, ὥστε τὸν ἐκάλυψαν διὰ μίαν στιγμὴν ὅλον, ὡς ἀνεκτικὸν γατάκι οἱ ποντικοί. Καὶ παπᾶς θὰ γένῃς Κῶστα; — ἔτσι τὤηφερ’ ἡ κατάρα· ἐσκέπτετο ὁ Γιαννάκης. Καθὼς εὑρέθη μόνος, καταμόναχος εἰς τὸν μύλον του, ὅλα ἔπρεπε νὰ τὰ ὑποφέρῃ· τίποτε δὲν ἠδύνατο νὰ κάμῃ. Ἔπειτα ἐγνώριζεν ἐκ παραδόσεως ὅτι οἱ Καλικάντζαροι τὰ Δωδεκάημερα, παραιτοῦντες τὸ δένδρον τὸ ὁποῖον πριονίζουν εἰς τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ἐννοοῦν νὰ ἔλθουν εἰς τὸν κόσμον καὶ νὰ πειράζουν, φοβερὰ νὰ πειράζουν. Ἀλλ’ ὅ,τι ἔκαμαν ἔκαμαν· τὰ δωδεκάημερα ἔληγον αὔριον τὴν αὐγήν, θὰ ἠγίαζον τὰ νερὰ καὶ οἱ Καλικάντζαροι θὰ ἔφευγον νὰ κρυβῶσιν, όπως οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἰδέαν παρηγορεῖτο ὁ νέος μυλωθρὸς δι’ ὅσα ὑπέφερεν ἀπόψε. Ἠπίως καὶ μὲ γλυκὺ χαμόγελο εἰς τὰ χείλη, ἀπεδίωκεν ἀπ’ ἐπάνω του τοὺς Καλικαντζάρους, μὴ θέλων νὰ δείξῃ καθόλου τὴν δυσαρέσκειάν του, ἐκ φόβου μὴ πάθῃ χειρότερα.

-Μὰ ’συχάστε λοιπὸν νὰ σᾶς πῶ! ἐψιθύριζε.

— Ἔλα λέγε…

— Καθῆστε πρῶτα χάμου…

Ἠκούσθη εὐθὺς ἓν φάπ! δυνατὸν φάπ!, ὡς νὰ διερράγη αἴφνης εἰς τὴν γῆν κἀμμία κύστις πλήρης ἀέρος καὶ ὅλοι οἱ Καλικάντζαροι εὑρέθησαν καθισμένοι πέριξ, ὅμοιοι πρὸς μικρὰ καρβουνάκια, κεχυμένα χαμαί. Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἀνέμενον περίεργοι τοὺς λόγους τοῦ Γιαννάκη, οὗτος σιωπηλὸς, μὲ ἦθος σοβαρὸν, ἀπέσυρε τὴν σούβλαν ἀπὸ τῆς πυρᾶς καὶ ἐξάγων ἕν ἕν τεμάχιον, ἔτρωγε βεβιασμένως, ὡσεὶ βουλιμιῶν.

— Ἔλα, θὰ μᾶς πῆς! εἶπον πολλοὶ Καλικάντζαροι, ἀνυπομονοῦντες.

— Μπρὲ θὰ μᾶς πῆς! προσέθηκε κἄπως θυμωδῶς καὶ ὁ Μπάμπακας.

Ὁ Μπάμπακας ἦτο γερόντιον μὲ γενειάδα λευκὴν καὶ μακρὰν, ὅσον δύο ὀργυιὲς καὶ ἀπὸ κάθε τρίχα της ἐκρέματο καὶ ἕνας μικρὸς Καλικάντζαρος, ὅπως εἰς τοὺς κλῶνας οἱ καρποὶ τοῦ φοίνικος. Εἰς τὴν χεῖρα ἐκράτει μακρὰν λεπτὴν ῥάβδον διὰ τῆς ὁποίας ἐπεβάλλετο εἰς τοὺς ἄλλους καὶ προεῖχεν ὁλοκλήρου τοῦ ὁμίλου. Τὸ γερόντιον ἤδη πλῆρες θυμοῦ διὰ τὴν σιωπὴν τοῦ Γιαννάκη, ἔνευσε πρὸς τοὺς Καλικαντζάρους, ὡς στρατηγὸς, διατάσσων τὴν διαρπαγὴν κυριευθείσης πόλεως. Εὐθὺς οὗτοι ὥρμησαν ἐπὶ τῆς σούβλας καὶ ἐσκόρπισαν κατὰ γῆς, λακπατοῦντες τὰ τεμάχια τοῦ κρέατος.

— Τρίτσι, τρίτς!… τρίτσι, τρίτς!… ἐγρύλλισαν ὅλοι, εἰρωνικῶς προσβλέποντες τὸν Γιαννάκην.

Ὁ μυλωθρὸς εἶχε φάγει ὀλίγον καὶ ἂν δὲν εἶχε χορτασθῇ τελείως τοὐλάχιστον κἄτι συνεκράτησε τὴν πεῖνάν του. Ὥστε δὲν τὸν ἔμελλε καὶ τόσον διὰ τὸ κρέας. Θυμωθεὶς ὅμως πολὺ διὰ τὴν εἰρωνείαν μεθ’ ἧς τῷ ὡμίλουν, ἔλαβεν ἀνημμένον δαυλὸν καὶ ἔρριψεν αὐτὸν ἐν μέσῳ τοῦ ὁμίλου τῶν Καλικαντζάρων.— Τρίτσι, τρίτς!… τρίτσι, τρίς!…

Καὶ ἐσκορπίσθησαν ὅλοι μακρὰν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ὡς ποίμνη προβάτων ὅταν πέσῃ μεταξὺ αὐτῶν λύκος. Διότι οἱ Καλικάντζαροι φοβοῦνται τὸ πῦρ ὅσον ὁ διάβολος τὰ ἱερὰ λόγια. Πρόσφατον παράδειγμα εἶχον οὗτοι τὴν γραῖαν ἥτις κατώρθωσε νὰ κλείσῃ πολλοὺς τούτων εἰς μικρὸν βυτίον καὶ νὰ τοὺς καύσῃ ἐκεῖ ὁλοζώντανους, ἐκδικουμένη τὴν ὕβριν ἦν ἔκαμον πρὸς τὴν θυγατέρα της.

Ὁ Γιαννάκης ἐν τούτοις ἐσυλλογίζετο ἤδη πῶς ν’ ἀπαλλαγῇ αὐτῶν ἐντελῶς. Ἡ νὺξ εἶχεν ἀρκετὰ προχωρήσῃ· αὔριον ἐξημέρωνε παραμονὴ τῶν Φώτων καὶ ἔπρεπεν αὐτὸς ἤδη νὰ ἦνε εἰς τὴν οἰκίαν του, νὰ φέρῃ τὸ ἄλευρον ἵνα ζυμώσουν τὰ ψωμιά. Ἀλλὰ πῶς ν’ ἀποφύγῃ τοὺς Καλικαντζάρους, οἱ ὁποῖοι ἐκόλλησαν ὡσὰν τσιμπούρια ἐπ’ αὐτοῦ καὶ δὲν ἐνόουν νὰ τὸν παραιτήσουν καθόλου μέχρι τῆς αὐγῆς;…

— Παιδιὰ, χορεύουμε! ἐφώναξεν αἴφνης εὐθύμως, ἐγειρόμενος.

Ναὶ, χορεύουμε· ἀπήντησαν ὅλοι μὲ προθυμίαν.

Καὶ ἤρχισαν νὰ κινῶσι τοὺς ἀραχνοειδεῖς πόδας των, ἄλλοι ν’ ἀνατείνωσι τὰς χεῖρας καὶ νὰ ἐκφέρωσι βραγχώδεις φωνὰς, ἄλλοι νὰ συρίζωσι καὶ ἕνας μικρὸς ἥρπασε ῥάκος πανίου ὅπερ εὗρε χαμαὶ καὶ τὸ ἀνεκίνει διὰ μανδῆλι δῆθεν.

— Μὰ ὄχι μέσα· εἶπεν ὁ Γιαννάκης· ἔξω, ’ς τὸ φεγγαράκι νὰ βγοῦμε….

— Ναὶ, ἔξω· ἐπεκρότησαν ὅλοι.

Ἡ νὺξ εἶχεν ἀρκετὰ προχωρήσει. Οἱ ἀστερισμοὶ τῆς αὐγῆς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, προέβαλλον εἰς τὸν ὁρίζοντα φεγγοβόλοι· ὁ ἀὴρ, ὅστις ἀνεκίνει θορυβωδῶς τὰ δένδρα, εἶχε καθαρίσει παντὸς νέφους τὸν οὐρανὸν, ὁ ὁποῖος καταγάλανος κατηυγάζετο ὑπὸ τοῦ φωτὸς τῆς σελήνης πέραν οἱ βουνοὶ διεκρίνοντο ὡς μελανοὶ ἐξ ἄνθρακος ὄγκοι, περικλείοντες πανταχόθεν τὴν πεδιάδα· τὰ φυλλώματα τῶν δένδρων ἔστιλβον κατάμεστα τῆς νυκτερινῆς δρόσου.

Οἱ Καλικάντζαροι, ἔχοντες εἰς τὴν μέσην τὸν Γιαννάκην, ἐχόρευον ἤδη εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ μύλου. Αἱ βραγχναὶ φωναί των ἀντήχουν εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτὸς καὶ ἐμίγνυντο μὲ τὸ κἄπου κἄπου ἀκουόμενον λάλημα τοῦ κόκκυγος.— Μωρέ παιδιὰ τ’ ἄλογο φρυμάζει· εἶπεν ὁ Γιαννάκης· γιὰ νὰ ἰδῶ μιὰ στιγμὴ κ’ ἔφθασα.

Καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν μύλον. Οἱ Καλικάντζαροι ἐν τῇ ἀκατασχέτῳ εὐθυμίᾳ ἣν εἶχον πρὸς τὸν χορὸν δὲν ἐπρόσεξαν καθόλου εἰς τὴν φυγήν του. Ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον ἤρχοντο ἐμπρὸς καὶ ἐχόρευον ἐν δαιμονιώδει δίνῃ ὅλοι καὶ ἐτραγώδουν ἀπαύστως κ’ ἐκ περιτροπῆς!

— Χορεύ’ ἡ λάσπη κ’ ἡ σβουνιὰ κ’ ἡ γιδοκακαρέντζα….

Χορεύει τὸ παληόσκουτο μὲ τὴν παληανδρομίδα!…

— Μωρ’ ὁ μυλωνᾶς; εἶπέ τις αἴφνης.

— Ναὶ, ὁ μυλωνᾶς! ἐπανέλαβον ὅλοι.

Καὶ ἔσπευσαν εἰς τὸν μύλον, ἀνερευνῶντες παντοῦ, ἐδῶ κ’ ἐκεῖ· ἀλλ’ ὁ Γιαννάκης δὲν ἐφαίνετο πουθενά.

— Ἔφυγε· εἶπον, προσβλέποντες ὁ εἷς τὸν ἄλλον ἐκστατικοί.

Τῷ ὄντι ὁ Γιαννάκης μόλις εἰσῆλθεν εἰς τὸν μύλον, ἐφόρτωσεν ἐπὶ τοῦ ἵππου δύο σάκκους ἀλεύρου, ἔπεσε καὶ αὐτὸς εἰς τὸ μέσον, περιβληθεὶς ἕτερον σάκκον καὶ μαστίσας τὸν ἵππον ἔφυγε διὰ τῆς ὀπισθίας θύρας.

— Τί νὰ κάμουμε; ἠρώτησαν τόρα μεταξύ των.

— Νὰ τὸν φτάσουμε.

Καὶ ἐχύθησαν ὅλοι, ὡς ἀνεμοστρόβιλος, πρὸς τὰ ἐμπρὸς, καταπατοῦντες τοῦ δρόμου τὸν βόρβορον ἐν συμμιγεῖ θορύβῳ καὶ ἀλαλητῷ, ὡς ἀγέλη θωῶν ὠρυομένων. Μετ’ ὀλίγον ἐπρόφθασαν τὸν ἵππον τοῦ Γιαννάκη, διευθυνομένον πρὸς τὸ χωρίον, ἀφανὲς ἀκόμη ἐκ τῆς ἀποστάσεως καὶ τοῦ σκότους. Ἐκύκλωσαν εὐθὺς τὸν ἵππον ὅλοι καὶ παρετήρησαν ἐδῶ ἐκεῖ διὰ τὸν Γιαννάκην.

— Νὰ τὧνα πλευρὸ, νὰ καὶ τἄλλο, νὰ καὶ τ’ ἀπανογῶμι, μὰ ὁ μυλωνᾶς ποὖνε; ἔλεγον μεταξύ των, δυσανασχετοῦντες.

— Πίσω θά ’μεινε· εἶπεν ὁ Μπάμπακας φρυάττων.

Καὶ ἔτρεξαν ὅλοι ὀπίσω, μετὰ βοῆς πάντοτε, ὡς σμῆνος μελισσῶν, φυγὸν τῆς κυψέλης. Ἠρεύνησαν ὅλον τὸν δρόμον, εἰς τὰς τάφρους καὶ τοὺς βάτους, παντοῦ, ἔφθασαν μέχρι τοῦ μύλου ἀλλὰ πουθενὰ δὲν εὗρον τὸν μυλωθρόν. Ἐπέστρεψαν οὕτω δυσηρεστημένοι παρὰ τὸν ἵππον ὅστις ἐξηκολούθει πάντοτε ἡσύχως τὸν δρόμον του καὶ ἐπανέλαβεν τὰς ἐπ’ αὐτοῦ ἐρεύνας.

— Νὰ τὧνα πλευρὸ, νὰ καὶ τἄλλο, νὰ καὶ τ’ ἀπανογῶμι, μὰ ὁ μυλωνᾶς ποὖνε;

— Μωρὲ, μπροστὰ θὰ πάη! ἐφώνησε πάλιν ὁ Μπάμπακας.

Καὶ ἤδη ἐτράπησαν πρὸς τὰ ἐμπρός. Ὁ Γιαννάκης ἐν τῷ σάκκῳ, ἂν καὶ φοβούμενος μὴ τὸν ἀνακαλύψωσιν, ἐγέλα μὲ τὴν ἀδημονίαν αὐτὴν τῶν Καλικαντζάρων καὶ ἀνακύπτων ὀλίγον τὴν κεφαλὴν, παρετήρει πρὸς τὰς ἐμπρὸς μή που ἀνακαλύψῃ τὸ χωρίον του. Αἴφνης αἱ λάμψεις τοῦ γλυκοχαράγματος ἔδειξαν αὐτὸ μακρὰν, ἀριστερά, εἰς τὸ τέρμα τοῦ δρόμου, μὲ τὰς πυκνὰς συκομωρέας του καὶ τὰ χαμηλὰ σπητάκια του, ὡς μίαν κηλίδα ἐν τῇ λευκαζούσῃ πεδιάδι.

— Ξύλα κούτσουρα, δαυλιὰ καϋμένα!… ἐφώναξεν εὐθὺς μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῶν πνευμόνων του.

Οἱ Καλικάντζαροι ἔστρεψαν καὶ διέκρινον καὶ οὗτοι τὸ χωρίον. Κρύος τρόμος κατέλαβεν εὐθὺς ὅλους καὶ ἔμειναν ὅπου εὑρέθη ἕκαστος, ὡσεὶ καρφωμένοι. Αἴφνης ἠκούσθησαν ἀπὸ τοῦ χωρίου καὶ οἱ πετεινοὶ κράζοντες τὸ ἑωθινὸν, ἐμπνεύσαντες ἄλλον φόβον εἰς τοὺς Καλικαντζάρους.

— Πάμετε· εἶπε μετὰ πικρίας ὁ Μπάμπακας· δὲν εἶνε πιὰ δουλειὰ γιὰ τὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι μᾶς ’πέρασαν.

Καὶ ὑψώσας τὴν ῥάβδον του προηγεῖτο φεύγων ἐνῷ οἱ λοιποὶ τὸν ἠκολούθησαν ὄπισθεν, ὠρυόμενοι ἐν χορῷ:

— Φεύγετε νὰ φεύγουμε γιατ’ ἔφτασ’ ὁ ζουρλόπαπας μὲ τὴν ἁγιαστήρα του καὶ μὲ τὴν πλαστήρα του. Μᾶς ἔβρεξε, μᾶς ἅγιασε καὶ μᾶς ἐζεμάτισε!…

Καὶ ἀπεμακρύνοντο ὅλοι πρὸς τὴν δύσιν, ὡς μαῦραι σκιαὶ τῆς νυκτὸς, φεύγουσαι τὸ φῶς τῆς ἡμέρας.”

Οι καλικάντζαροι έρχονταν την παραμονή των Χριστουγέννων και έφευγαν τα Θεοφάνεια. Έχουν διάφορες ονομασίες: Λυκοκαντζαραίοι, σκαρικατζέρια, καρκατζέλια, πλανήταροι (Κύπρος), Κάηδες (Σύμη), καλλισπούδηδες, χρυσαφεντάδοι (Πόντος), κωλοβελόνηδες, παρωρίτες ή παραωρίτες (πριν από το λάλημα του πετεινού), παγανά. Με παρεμφερή ονόματα υπάρχουν οι καλικάντζαροι και στους βαλκανικούς λαούς. Και στους άλλους χριστιανικούς λαούς εμφανίζονται δοξασίες για δαιμονικά όντα κατά το Δωδεκαήμερο: Λυκάνθρωποι, Στρίγγλες, Μάγισσες, Νόρνες. Παγανά είναι γενικότερα τα εξωτικά και τα φαντάσματα. Paganus σημαίνει τον χωρικό, τον αστράτευτον (παγάνα, παγανιά) και κατόπιν τον εθνικό και μη χριστιανό. Στα αγγλικά pagan είναι ο ειδωλολάτρης. Και παγανή Κυριακή σημαίνει την Κυριακή που δεν έχει άλλη εορτή. Παγανό αποκαλείται το αβάπτιστο νήπιο. Πιστεύεται ότι τα βρέφη που πέθαναν αβάπτιστα γίνονται παγανά, τελώνια, καλικάντζαροι.

 Συμβολίζουν το σκοτάδι και ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης, προσπαθώντας να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Όταν είναι πολύ κοντά να το πετύχουν, την παραμονή των Χριστουγέννων ανεβαίνουν στη γη δημιουργώντας προβλήματα στους ανθρώπους. Η πίστη για τους καλικαντζάρους ως δαιμονικών όντων που ζουν κάτω από τη γη στηρίζεται στην κοσμοθεωρία περί ακινησίας της γης (το γαιοκεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η γη είναι ακίνητη και γύρω της κινούνται τα άλλα ουράνια σώματα. Η γη είναι προσηλωμένη στον θόλο του ουρανού).

 Μένουν ανάμεσα στους ανθρώπους 12 μέρες ως την παραμονή των Φώτων αφήνοντας στην ησυχία του το δέντρο της Ζωής να αναβλαστήσει.  Ο λαός τους φαντάζεται μαύρους και άσχημους, κουτσούς, ψηλούς με μάτια κόκκινα, πόδια τραγίσια και σώμα τριχωτό.  Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους και κυριότερα με τη φωτιά, η οποία καίει συνεχώς στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο.  Διάλεγαν ένα κούτσουρο («δωδεκαμερίτης», «χριστόξυλο») και μάλιστα από αγκαθωτό δέντρο.  Με τη στάχτη του ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανείων τρέποντας σε φυγή τα δαιμόνια.

 Οι βυζαντινοί είχαν τον βαβουτζικάριον (εφιάλτην). Ο Μιχαήλ Ψελλός γράφει ότι ένας αγράμματος και αφελής έβλεπε και την ημέρα φανταστικά όντα, όπως ο Ορέστης τις Ευμενίδες.

 Σύμφωνα με μια παράδοση: «Οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης αποκάτου. Ούλο το χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Κόβουν κόβουν όσο που μενέσκει λιγάκι ακόμα ως μια κλωνά άκοπο, και λεν «χάισε να πάμε, και θα πέση μοναχό του». Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης, και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ’ έρχονται κι ούλο φτόνι τη δουλειά κάνουν. Κυρίως κάνουν κακό (πνίγουν) στα αβάφτιστα παιδιά. Και στα νησιά φτάνουν οι καλικάντζαροι. Με το καράβι τους. Κάνουν ζημιές: Χύνουν το νερό, τ’αλεύρι, κατουρούν τη στάχτη. Γι αυτό και βάζουν στη φωτιά ρείκια, αλάτι, που κάνουν κρότο, ή ρίχνουν κανένα πετσί να βρωμάει».

 Ο λαός πιστεύει ότι Καλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννιούνται το Δωδεκαήμερο, γιατί έχουν συλληφθεί την ίδια μέρα με το Χριστό. Θέλουν να κάνουν κακό στους ανθρώπους. Είναι άσκημοι, κουτσοί, εριστικοί, ανόητοι γιατί δεν βοηθά ο ένας τον άλλον και για το λόγο αυτό είναι αναποτελεσματικοί στο να κάνουν κακό. Όσους περπατούσαν τη νύχτα έξω τους ανάγκαζαν να χορέψουν μαζί τους (είναι χαρακτηριστικό το παραμύθι με τη Μάρω που γύριζε από το μύλο τη νύχτα).

Οι μυλωνάδες που εργάζονταν στο μύλο, ο οποίος ήταν συνήθως χτισμένος σε μέρος μακριά από τον καθαγιασμένο χώρο του οικισμού, δίπλα σε ποτάμι, είχαν πάρε δώσε με καλικαντζάρους. Σε μια ευτράπελη διήγηση ο μυλωνάς ψήνει πέρδικα ή γουρουνάκι κι ο καλικάντζαρος βάτραχο. Ο μυλωνάς καίει τον καλικάντζαρο με τη σούβλα και του λέει ότι κάηκε ατός του (μόνος του), απάντηση που είχε δώσει ο Οδυσσέας στον κύκλωπα Πολύφημο.

Τα Φώτα όλα τα πονηρά πνεύματα φεύγουν με τον αγιασμό:

Φεύγετε να φεύγουμε, έρχετ’ ο τουρλόπαπας

Με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του.

ΠΗΓΗ

Νόμος είναι το δίκιο του Κυριάκου

  

Από τον Παναγιώτη Λιάκο

Την Ελλάδα την αποκαλούμε χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας», αλλά όχι για πολύ. Με αυτά που γίνονται ακόμα και οι πορτοκαλιές θα κατσουφιάσουν. Ενας από τους λόγους είναι οι θεσμοί. Να, ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη «Δικαιοσύνη».

Είναι τυφλή μόνο όταν κοιτάζει προς τα πάνω και αετομάτα όταν στρέφεται στους μικρούς. Στην Ελλαδάρα μας ο νόμος έχει ένα και μόνο όνομα: «Το δίκιο του Κυριάκου». Ο,τι βολεύει τον υπέρτατο ηγέτη, το τσιτάχ, τον «μωυσή» (με μικρό το «μ», παρακαλώ), αυτό και γίνεται.

Δείτε το κέντρο της Αθήνας, αυτήν την «πολύχρωμη» αγορά της… ελεύθερης οικονομίας. Τσαντιρομάγαζα αλλοδαπών, που πουλάνε μαραμένα λάχανα δίπλα σε μπαταρίες, ληγμένα αναψυκτικά, σάπια κρέατα, κάλπικα Louis Vuitton και μαϊμού Nike. Βλέπεις ποτέ απόδειξη εκεί; Ποτέ. Και τάμα να το ’χουν κάνει, δεν θα σου κόψουν! Η ΑΑΔΕ, το ΣΔΟΕ, η Δικαιοσύνη, όλοι αυτοί οι αδυσώπητοι κυνηγοί του φουκαρά Έλληνα, που κοιμάται και ξυπνά με το POS στο χέρι, εδώ κάνουν την πάπια. Δεν σκέφτηκαν ποτέ να πάρουν τα στοιχειώδη μέτρα. Γιατί; Μα, γιατί αυτά τα μαγαζιά είναι… πολιτιστική κληρονομιά! Εν τω μεταξύ, ο μικρομεσαίος Έλληνας κόβει απόδειξη και για τον αέρα που αναπνέει.

Το ίδιο και με τις ΜΚΟ, που εδώ και δεκαετίες κάνουν «πάρτι» με ευρωπαϊκά και ελληνικά κονδύλια. Έλεγχοι; Ποιοι έλεγχοι; Μια στο τόσο, σαν λιανοτουφεκιά σε τυραννόσαυρο. Αφήστε τα, τα φράγκα των ΜΚΟ είναι για καλό σκοπό. Και πάμε στα Τέμπη: Η τηλεδιοίκηση, το σύστημα που θα εμπόδιζε την τραγωδία, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Οι κατασκευαστικές εταιρίες, μεγάλα ονόματα φίλων και χορηγών, δεν δείχνουν να ευθύνονται, μας λένε επισήμως ανεπίσημα. Παρατάσεις επί παρατάσεων, καθυστερήσεις επί καθυστερήσεων, και η Δικαιοσύνη κοιτάζει αλλού. Αλλά όταν ο Σύλλογος Θυμάτων Τεμπών, με την Καρυστιανού μπροστά -η οποία ακούγεται ότι ετοιμάζει κόμμα, Θεός φυλάξοι!- δέχεται αιφνιδιαστική έφοδο του ΣΔΟΕ στα γραφεία του, ε, τότε οι μηχανισμοί κινούνται αστραπιαία!

«Δόλιο χτύπημα για φίμωση» λέει η Καρυστιανού. Και έχει δίκιο: Προτεραιότητα δεν ήταν η τηλεδιοίκηση. Προτεραιότητα είναι να τρομοκρατήσουν όσους τολμούν να θυμίζουν τα 57 θύματα. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τον νεοδημοκράτη αγροτοσυνδικαλιστή Κώστα Ανεστίδη, που τόλμησε να κριτικάρει τον Κυριάκο εν μέσω κινητοποιήσεων. Ξαφνικά διοχετεύτηκε στον Τύπο η είδηση ότι ελέγχεται για παράνομες επιδοτήσεις από τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Τυχαίο; Σαν να λέμε ότι η διαρροή έγινε μόνη της, την ώρα των μπλόκων!

Εδώ, τελικά, ο νόμος δεν είναι ίδιος προς όλους. Αλλάζει πρόσωπο κατά περίπτωση. Επίσης, είναι εργαλείο. Για τους φίλους, ασυλία. Για τους επικριτές, αστραπιαίοι έλεγχοι. Και ο Κυριάκος χαμογελάει από το Μαξίμου, ξέροντας ότι το δίκιο είναι πάντα δικό του. Μέχρι πότε;

Από τη στήλη «Περι πωλητικης» της εφημερίδας «δημοκρατία»

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025

Μετά τον Κόμμοδο…

3ος Αιώνας μ.Χ.: Η κατάρρευση της Ρώμης, η δυναστεία των Σημιτών και η «παγκοσμιοποίηση» του Καρακάλλα

 «…Αυτοκράτορας της Ρώμης έγινε ένας σημίτης ιερέας. Είναι γνωστό ότι είχε κάνει… περιτομή και είχε μεταφέρει τα εμβλήματα της σκοτεινής λατρείας, της οποίας ήταν ιερέας σε αυτήν την ίδια την Ρώμη. Ήταν θερμός υποστηρικτής του ιουδαϊσμού τον οποίον ενίσχυε με κάθε τρόπο.»

Ο τελευταίος μεγάλος Αυτοκράτωρ της Ρώμης υπήρξε ο φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος. Του οποίου Μάρκου Αυρηλίου διάδοχος, ως γνωστόν, υπήρξε ο Κόμμοδος, που τα εγκλήματά του και η αναξιότητά του τον οδήγησαν σε ένα φρικτό τέλος. Αμέσως μετά την δολοφονία του Κομμόδου αρχίζει μία περίοδος αναρχίας για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Από τις «λεπτομέρειες» της Ιστορίας είναι και το γεγονός ότι μετά τον Κόμμοδο, την Ρώμη κυβερνήσανε για περισσότερα από σαράντα χρόνια Αυτοκράτορες σημιτικής καταγωγής, οι οποίοι διέλυσαν κυριολεκτικά τις δομές του κράτους, τα ήθη και τα έθιμα της Ρώμης, που βεβαίως βρισκόταν σε μία κατάσταση παρακμής ήδη από πολλών ετών και για τον λόγο αυτόν ακριβώς ήταν και εύκολο αυτό να γίνει.

Ένα κενό εξουσίας υπήρξε μετά το τέλος του Κομμόδου και ξαφνικά από το πουθενά Αυτοκράτωρ της Ρώμης έγινε ο διοικητής των Λεγεώνων της Παννονίας Λεύκιος Σεπτίμιος Σεβήρος Γέτας. Έγινε Αυτοκράτορας δια της δωροδοκίας, αφού υποσχέθηκε σε κάθε στρατιώτη που είχε υπό τας διαταγάς του 12.000 δραχμές (ποσό τεράστιο για εκείνη την εποχή) εάν τον βοηθήσουν να ανέλθει στον θρόνο. Ο Σεπτίμιος είχε γεννηθεί στην Αφρική το 146μ.Χ. και ήταν σημίτης. Μιλούσε δε με βαριά σημιτική προφορά τα λατινικά και είχε σπουδάσει στην Αθήνα. Κατά την διάρκεια μάλιστα των σπουδών του στην Αθήνα είχε νιώσει προσβολή από την περιφρόνηση των Αθηναίων για την βάρβαρη καταγωγή του και ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε σαν Αυτοκράτορας ήταν να περιορίσει τα δικαιώματα μίας κατ’ ουσίαν ελευθέρας πόλεως, που ήταν η Αθήνα για πολλούς αιώνες, δικαιώματα που της είχαν τιμητικά παραχωρήσει πολλοί από τους Αυτοκράτορες της Ρώμης. Όπως γράφουν οι ιστορικοί της εποχής του, χωρίς κανέναν δισταγμό έλεγε ψέματα και αγαπούσε τα χρήματα περισσότερο από την τιμή και την αρετή. Το πρώτο που έκανε παίρνοντας την εξουσία ήταν να καταδικάσει σε θάνατο μεγάλο αριθμό συγκλητικών και να ξεκληρίσει κυριολεκτικά την Αριστοκρατία της Ρώμης, δημεύοντας ακόμη και τις περιουσίες τους. Καθώς λέγουν είχε καταστήσει προσωπική του ιδιοκτησία την μισή σχεδόν Ιταλική χερσόνησο. Αφαίρεσε επίσης τα προνόμια από όλες τις αυτόνομες πόλεις της Ιταλίας και της Ελλάδος. Ο Σεπτίμιος σαν γνήσιος σημίτης ήταν βαθιά δεισιδαίμων και είχε δίπλα του μια στρατιά μάγων και ιερέων σκοτεινών θρησκειών της Ανατολής για να του ερμηνεύουν τους οιωνούς και τα όνειρά του.

Σκληρός υπήρξε επίσης ο Σεπτίμιος Σεβήρος και απέναντι στην ένδοξη πόλη του Βυζαντίου, την οποία πολιόρκησε και κατέλαβε. Στην συνέχεια έσφαξε σχεδόν όλους τους άνδρες της πόλεως και κατήργησε την ελευθερία και την αυτονομία της. Γκρέμισε επίσης και τα τείχη του Βυζαντίου για να είναι εύκολη βορά στις εισβολές των βαρβάρων που ήλθαν μερικά χρόνια αργότερα… Κατά ένα παράξενο τρόπο ο Σεπτίμιος συνδέεται και με το μυστήριο γύρω από τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού είναι αυτός που διέταξε να σφραγισθεί ο τάφος του Μεγάλου Μακεδόνα, ώστε να μη μπορεί ο λαός να πηγαίνει και να προσκυνά το Νεκρικό μνημείο του Έλληνα Στρατηλάτη. Μετά την ενέργεια αυτή σταματούν οι αναφορές στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου…

Έξι χρόνια μετά την άνοδό του στον θρόνο ο Σεπτίμιος παντρεύτηκε μία πλούσια γυναίκα από την Συρία, που ήταν κόρη ιερέως του θεού Ηλιογάβαλου (Ελαγάβαλου), που αποτελούσε μια σκοτεινή οργιαστική θεότητα των Σημιτών. Το 211μ.Χ. ο Σεπτίμιος απέθανε κατά την διάρκεια εκστρατείας του στην Βρετανία και τον διαδέχθηκε ο γιος του Καρακάλλας. Ένα χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Καρακάλλας δολοφόνησε τον αδελφό του Γέτα και επιδόθηκε σε έναν πρωτοφανή διωγμό όσων θεωρούσε ότι μπορεί να ήσαν οπαδοί του αδελφού του. Είκοσι χιλιάδες πολίτες καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ διατάχθηκε και η εκτέλεση τεσσάρων Εστιάδων, που ήταν Ιέρειες της πιο παλαιάς και ιερής λατρείας της Αρχαίας Ρώμης. Ο Καρακάλλας είναι αυτός που έδωσε το δικαίωμα του ελεύθερου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, θέλοντας να δημιουργήσει μία πολυεθνική πανσπερμία, θέλοντας να δημιουργήσει την «παγκοσμιοποίηση» της εποχής του πάνω στην οποία θα μπορούσε χωρίς αντίδραση να κυβερνά.

Ο μεγάλος φόβος του Καρακάλλα ήταν ο Ακμαίος Ελληνισμός της Αλεξανδρείας, της μόνης πόλεως, που από πολλές πλευρές μπορούσε να ανταγωνισθεί την Ρώμη. Χωρίς να έχει ξεσπάσει καμμία επανάσταση, αλλά βασιζόμενος σε υποψίες, ο Καρακάλλας εξεστράτευσε κατά της Αλεξανδρείας και επέβλεψε προσωπικά, σύμφωνα με τους ιστορικούς της εποχής, την σφαγή όλων των ικανών να φέρουν όπλα Ελλήνων της Αλεξανδρείας. Μετά την λεηλασία της πόλεως το 215μ.Χ. επισκέφθηκε τον σφραγισμένο, σύμφωνα με εντολή του πατέρα του όπως είπαμε παραπάνω, τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τον Καρακάλλα διαδέχθηκε ένας μακρινός συγγενής του, ο Βάριος Άβετος, που ήταν ιερέας του σημιτικού θεού Βάαλ. Του εβραϊκού θεού του βορείου βασιλείου του Ισραήλ, που ήταν… κερασφόρος, εδέχετο ανθρωποθυσίες και που το σύμβολό του ομοιάζει καταπληκτικά με το σύμβολο που φέρει σήμερα η σημαία του Ισραήλ. Έγινε δηλαδή αυτοκράτορας της Ρώμης ένας σημίτης ιερέας ενός σκοτεινού θεού. Σαν αυτοκράτορας πήρε το όνομα Ηλιογάβαλος. Οι ιστορικοί της εποχής αναφέρουν ότι ξόδευε αμύθητα ποσά για συμπόσια και όργια. Όταν χρειαζότανε να ταξιδέψει 600 άμαξες μετέφεραν τις αποσκευές του και τις ερωμένες του. Είναι γνωστό ότι είχε κάνει… περιτομή και είχε μεταφέρει τα εμβλήματα της σκοτεινής σημιτικής λατρείας, της οποίας ήταν ιερέας σε αυτήν την ίδια την Ρώμη. Ήταν θερμός υποστηρικτής του ιουδαϊσμού τον οποίον ενίσχυε με κάθε τρόπο. Μετά την δολοφονία του Ηλιογάβαλου από τους Πραιτωριανούς, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ένας άλλος σημίτης, μακρινός συγγενής του, που ονομάσθηκε Σεβήρος Αλέξανδρος. Ο νέος αυτοκράτορας της Ρώμης δίπλα από την κατοικία του είχε έναν ναό στον οποίο ευρίσκοντο εικόνες του Διός, του Ορφέως, του Αβραάμ και του Χριστού. Η «πανθρησκεία» της τότε «παγκοσμιοποίησης» είχε αρχίσει να λαβαίνει σάρκα και οστά… Καθόλου τυχαία οι Έλληνες ρήτορες της Αντιοχείας και της Αλεξανδρείας τον αποκαλούσαν «Αρχισυνάγωγο». Το 235μ.Χ. ο Σεβήρος Αλέξανδρος βρισκόταν σε εκστρατεία στην Ανατολική Γαλατία. Σύμφωνα με συμβουλή των σημιτών που τον περιέβαλαν, είχε αποφασίσει να προσφέρει στον εχθρό ένα τεράστιο ποσό για να εξασφαλίσει την ειρήνη. Οι λεγεώνες αρνούμενες να υποστούν τον εξευτελισμό εστασίασαν. Ανακήρυξαν αυτοκράτορα έναν γίγαντα από την Θράκη τον Μαξιμίνο, που ήταν ο διοικητής των λεγεώνων της Παννονίας και δολοφόνησαν τον σημίτη αυτοκράτορα και την ακολουθία του. Τα επόμενα 35 χρόνια ήταν τα χρόνια της στρατιωτικής αναρχίας, που διέλυσαν κυριολεκτικά την Ρώμη. Μέσα σε 35 χρόνια ανέβηκαν στον θρόνο της Ρώμης 37 Αυτοκράτορες! Η Ρώμη είχε γονατίσει και η αρχή του τέλους είχε γίνει από τον Σημίτη Σεπτίμιο και είχε τελειώσει με τον «Αρχισυνάγωγο» Αλέξανδρο Σεβήρο.

ΠΗΓΗ: xrisiavgi.com

Όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πήγε να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα στην εφημερίδα Ακρόπολις

  

Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο Σταμάτης Σταματίου δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής. Ο Παπαδιαμάντης τις πήρε, αλλά ήθελε να δώσει και το κείμενό του. Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος στο πολυτονικό της καθαρεύουσας, όπως τον κατέγραψε ο Στ. Σταματίου:

-Κι᾿αὐτὰ τί νὰ τὰ κάμω; Δὲν τὰ θέλετε;
Καὶ μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πὼς ἦταν πιστοποιητικὰ ἀπορίας.
–Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δὲν μᾶς χρειάζονται.
Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτὸς νὰ φύγῃ, ξαναγύρισε.
–Τότε ἀφοῦ δὲν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγὼ μὲ τί δικαίωμα θὰ πληρωθῶ;
–Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.
–Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα.
–Μά δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἐμεῖς!…
–Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε.
Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι. Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικὰ τὸ λογιστήριο.
–Μά τί εἶναι, ἐπὶ τέλους αὐτά, τοῦ λέω, ποὺ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ τὰ πάρουμε;
–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μοῦ ἐζητήσατε.
–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων… καὶ ποιὸς εἶσθε σεῖς;
–Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
–Ο ἴδιος;
–Ο ἴδιος καὶ ὁλόκληρος!

Ἔπεσε τὸ ταβάνι καὶ μὲ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σὰν νὰ στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νὰ συνέλθω.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτὸς ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, ποὺ τὸν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καὶ μεγαλοπρέπεια, αὐτός!… Αὐτὸς ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καὶ τσαλακωμένος ἄνθρωπος, ποὺ στεκότανε μὲ συστολὴ μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!… Αὐτός, ποὺ μᾶς ἔδωκε γλύκες πνευματικὲς καὶ συγκινήσεις ψυχικές, ποὺ ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι᾿ ἐζωντάνεψε, ἐμπρός μας, ἀνθρώπους μακρυνοὺς κι᾿ ἀγνώστους, ποὺ τοὺς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σὰν νὰ περάσαμε μιὰ ζωὴ μαζί, αὐτὸς σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!… Τοῦ ἕσφιξα τὸ χέρι χωρὶς νὰ ἠμπορῶ οὔτε μιὰ λέξι νὰ προφέρω. Ἀπὸ τὴν ταραχή μου καὶ τὴ σαστιμάρα μου οὔτε τὸ φῶς δὲν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστὸ χέρι νὰ σφίγγῃ τὸ δικό μου καὶ τὸν ἔχασα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι… Ἔμεινε ὅμως πίσω μιὰ μοσχοβολιὰ κηριοῦ ποὺ λυώνει ἐμπρὸς στὶς ἅγιες εἰκόνες, κάτι ἀπὸ τοῦ καντηλιοῦ τὸ σβύσιμο, κάτι ἀπὸ θυμιατοῦ πέρασμα μακρυνό, μακρυνὸ πολύ…»

Πηγή: περιοδικό ΑΝΑΚΤΗΣΗ

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Othmar Spann Πολιτικός Ρομαντισμός και Οικονομική Φιλοσοφία

 

Ο Οθμάρ Σπαν (1878-1950) υπήρξε μια από τις πλέον εμβληματικές προσωπικότητες του διανοητικού κινήματος της Συντηρητικής Επανάστασης. Η Συντηρητική Επανάσταση ήταν ένα διανοητικό και πολιτικό κίνημα που είχε ως επίκεντρο, κατά κύριο λόγο, πανεπιστημιακούς και λογοτεχνικούς κύκλους της Γερμανίας από το 1918 μέχρι το 1933.[1] Αποτέλεσε μια απόπειρα να συνδεθεί ο παλαιότερος γερμανικός ρομαντικός και αντιδιαφωτιστικός εθνικισμός με την σύγχρονη εποχή. Όπως γράφει ο Jeffrey Herf, οι συντηρητικοί επαναστάτες μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο,

«ήταν δριμείς πολέμιοι της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την οποία ταύτιζαν με τον χαμένο πόλεμο, τις Βερσαλλίες, τον πληθωρισμό του 1923, τους Εβραίους, τη μαζική κοσμοπολιτική κουλτούρα και τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Προσδοκούσαν ένα νέο Ράιχ με τεράστια δύναμη και ενότητα, απέρριπταν την άποψη πως η πολιτική πράξη έπρεπε να καθοδηγείται από ορθολογικά κριτήρια, και εξιδανίκευαν την βία για την βία. Καταγγέλανε αυτό που θεωρούσαν ως πλήξη και αυταρέσκεια της αστικής ζωής και αναζητούσαν την ανανέωση σε μια ενεργοποιό «βαρβαρότητα».[2]

Η περίπτωση της Συντηρητικής Επανάστασης είχε κάτι καινοτόμο για τις αντιδιαφωτιστικές πολιτικές ιδέες και πρωτότυπο για την εποχή της. Μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι εθνικιστές διανοητές και πολιτικοί που αντλούσαν ιδέες από την πολιτική θεωρία του αντιδιαφωτιστικού Ρομαντισμού, λόγω του εγγενούς αντι-ορθολογισμού τους, κατέληγαν σε αντιτεχνοκρατικές ιδεαλιστικές πολιτικές προσεγγίσεις. Ωστόσο, αυτή η πολιτική στάση οδηγούσε σε μια αντίφαση μετά την εμπειρία του πρώτου μεγάλου πολέμου. Οι εθνικοί στρατοί είχαν βιομηχανοποιηθεί. Η ενσωμάτωση της τεχνολογικής αιχμής στην στρατιωτική οργάνωση ήταν κάτι απαραίτητο για τα κράτη των αρχών του 20ου αιώνα. Αν ένα κράτος ήθελε να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την εθνική του ανεξαρτησία ή αν ένα έθνος ήθελε να την αποκτήσει όφειλε να οργανώσει τον στρατό του βασιζόμενο στις τεχνολογικές εξελίξεις. Οι συντηρητικοί επαναστάτες προχώρησαν σε μια τομή πάνω σε αυτό το ερωτηματικό. Μολονότι ορισμένοι εξ αυτών παρέμειναν προσηλωμένοι στις παραδοσιακές ρομαντικές και νεορομαντικές αντιτεχνοκρατικές τους θέσεις, άλλοι προχώρησαν σε μια ανανέωση της εθνικιστικής θεωρίας με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, αποσπώντας την τεχνολογία από την μέχρι τότε ορθολογιστική και προοδευτική της ανάγνωση και ενσωματώνοντάς την, μέσα από περίπλοκα νεορομαντικά ιδεολογικά σχήματα και μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης, στην ανορθολογική ρομαντική εθνικιστική θεωρία. Έτσι, διαμορφώθηκε εντός της Συντηρητικής Επανάστασης η τάση του «αντιδραστικού μοντερνισμού». «Ο πόλεμος υπήρξε μια καμπή για τον ρομαντικό αντικαπιταλισμό. Ήταν μετά τον πόλεμο που οι συντηρητικοί επαναστάτες συνέδεσαν τον ανορθολογισμό, τη διαμαρτυρία ενάντια στο Διαφωτισμό και μια ρομαντική λατρεία για τη βία, με τη λατρεία της τεχνολογίας».[3]

Ο Σπαν, ωστόσο, ήταν ένας από τους συντηρητικούς επαναστάτες που κατάφερε να διατηρήσει στην ανάλυσή του σχεδόν ακέραιη την παλιά ρομαντική θεωρία με τις καταβολές στην μεσαιωνική societas civilis, πετυχαίνοντας μάλιστα να την κάνει επίκαιρη στην εποχή του χωρίς να καταφύγει σε πολλές «αντιδραστικά μοντερνιστικές» συνταγές. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως έναν από τους πλέον συντηρητικούς εκ των συντηρητικών επαναστατών.

Πέρα από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα ο Σπαν φρόντισε να εισέλθει ενεργά στον στίβο της διανοητικές διαπάλης, επαναφέροντας τις παραδοσιοκρατικές και εθνικιστικές αρχές της ιδεολογίας του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού, μέσα από μια δική του ανανεωμένη εκδοχή, στο δημοσιολογικό προσκήνιο. Απώτερος στόχος του ήταν να συγκρουστεί από την μια με τους θιασώτες της πολιτικής φιλοσοφίας του φιλελεύθερου καπιταλισμού και από την άλλη με τους υποστηρικτές των μαρξιστικών ιδεών, προκειμένου να ορθώσει ένα ιδεολογικά ρομαντικό αντίβαρο απέναντι στο φιλελεύθερο και μαρξιστικό διεθνιστικό δίπολο των ισχυρών προοδευτικών διανοητικών τάσεων εκείνης της περιόδου.

Όπως και οι περισσότεροι συντηρητικοί επαναστάτες, ο Σπαν προερχόταν από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Ήταν εκείνα τα στρώματα που η ανάλυση των φιλελεύθερων και των μαρξιστών πολιτικών και διανοητών περιέγραφε, κάποιες φορές, υποτιμητικά με τον όρο «ανθρωπάκοι». Οι «ανθρωπάκοι» της φιλελευθερομαρξιστικής ανάλυσης ήταν ανήσυχοι για αυτό που αντιλαμβάνονταν ως διασάλευση του γερμανικού κοινωνικού ιστού λόγω της επέλασης των ιδεών του προοδευτικού εκσυγχρονισμού και της ταξικής αντιπαλότητας. Το υλιστικά διεθνιστικό, άψυχο, μεγάλο κεφάλαιο από την μια και η οργανωμένη εργατική τάξη κάτω από τα λάβαρα του διεθνιστικού μαρξισμού από την άλλη, αποτελούσαν δυο πτυχές του ίδιου νομίσματος για τους συντηρητικούς επαναστάτες της μεσαίας τάξης. Για να αντιμετωπίσουν αυτή την διττή απειλή οι συντηρητικοί επαναστάτες επικαλέστηκαν το έθνος ως μια δύναμη ενότητας.

Οι διανοητές που επηρέασαν τον Σπαν ήταν πολλοί. Ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Θωμάς Ακινάτης. Κύριες επιρροές του ήταν οι Γερμανοί ρομαντικοί. Ο Φίχτε, ο Φραντς φον Μπάαντερ, ο Σλάιερμαχερ και, κυρίως, ο Άνταμ Μύλλερ. Επίσης, σημαντική επιρροή για τον Σπαν ήταν ο τσεχικός μεταρρυθμιστικός Καθολικισμός. Ο κύριος προσανατολισμός της πολιτικής σκέψης του Σπαν ήταν προς την ιδέα της κορπορατιστικής κοινωνικής οργάνωσης. Όπως έγραψε ο Τόμας Ρίχα στο άρθρο «Η Θεωρία του Καθολικά Όλιστικού του Σπαν – Το Θεμέλιο της Νεορομαντικής Θεωρίας του Κορπορατιστικού Κράτους»,

«Ο κορπορατισμός, θεμελιωμένος στον κοινωνικό ιδεαλισμό, λειτούργησε ως το όπλο του αυστρο-γερμανικού συντηρητισμού στον αγώνα του ενάντια στον ατομικισμό και τον υλισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, καθώς και ενάντια στον μαρξιστικό σοσιαλισμό. Αντικατόπτριζε την αναζήτηση μιας κοινωνικής θεωρίας που θα μπορούσε να αποτελέσει μια βιώσιμη εναλλακτική – έναν τρίτο δρόμο – ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. […]

Η θεωρία του συντεχνιακού (κορπορατιστικού) κράτους δεν διατυπώθηκε πουθενά τόσο ολοκληρωμένα όσο στο πλαίσιο της θεωρίας του Καθολικού Όλου (Universalismus) -ενός ευρύτατου γνωσιακού συστήματος, στο οποίο, όλα τα μέρη της ανθρώπινης ζωής συνδέονται οργανικά με το Όλον».[4]

Ο Σπαν ονόμασε την θεωρία του «νεορομαντική θεωρία του Καθολικά Όλιστικού» ή  «Καθολικού Όλου».[5] Είναι μια θεωρία που έχει τις ρίζες της στον Ρομαντισμό και η οποία  αποτέλεσε το επίκεντρο της φιλοσοφικής σκέψης του Σπαν. Σύμφωνα με αυτήν ο κόσμος είναι ένα πεδίο πνευματικών δεσμών. Οι πνευματικοί δεσμοί του κόσμου υφίστανται μεταξύ των ανθρώπων αλλά ταυτόχρονα είναι υπερατομικοί. Ο άνθρωπος δεν αντλεί την ουσία του από την ατομικότητά του αλλά από την προσωπική διάδραση με άλλους ανθρώπους υπό την επιρροή αυτών των κοσμικών δεσμών. Για να διατηρήσει την πνευματική του υπόσταση ο άνθρωπος πρέπει να βρεθεί σε πολυσχιδή κοινωνία με άλλους ανθρώπους. «Η ψυχική και πνευματική ζωή γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα από την αμοιβαιότητα με έναν άλλο νου […] Οι άνθρωποι δεν είναι ανεξάρτητες, αυτάρκεις, μηχανιστικές οντότητες, διότι η ζωτική ενέργεια της ύπαρξής τους εδράζεται στη πνευματική τους συνάφεια μέσα στο Όλον, στο καθολικό, στο σύνολο της ύπαρξης».[6]  Στην πολιτική σκέψη του Σπαν το έθνος αντιστοιχήθηκε με το κοινωνικό όλον. Ο Σπαν ήταν εθνικιστής και πίστευε στην ένωση όλων των Γερμανών σε ένα ενιαίο κράτος.

«Επιπλέον, θεωρώντας ότι το γερμανικό έθνος ήταν πνευματικά ανώτερο των άλλων εθνών — μια αντίληψη που μπορεί να θεωρηθεί το ατυχές αποτέλεσμα προσωπικής μεροληψίας — πίστευε ότι οι Γερμανοί είχαν καθήκον να ηγηθούν της Ευρώπης στην έξοδο από την κρίση της φιλελεύθερης νεωτερικότητας και να την οδηγήσουν σε μια υγιέστερη οργάνωση, παρόμοια με την οργάνωση που επικρατούσε στον Μεσαίωνα».[7]

Κατά τον Σπαν η κρίση του γερμανικού κόσμου που επακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οφειλόταν στο γεγονός ότι η Γερμανία ήταν θύμα των καπιταλιστικών δυνάμεων της Δύσης, αρχικά στο στρατιωτικό πεδίο και μετέπειτα στο εσωτερικό της, μέσω της επιβολής  της Συνθήκης των Βερσαλλιών στο διεθνές περιβάλλον και των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών στο εσωτερικό της γερμανικής κοινωνίας. Για τον Σπαν η αστική δημοκρατία ήταν ένα ατομικιστικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα ξένο προς την γερμανική ιστορία, που αποδυνάμωνε το εθνικό πνεύμα εξίσου με τον μαρξιστικό διεθνισμό.

Δεν θα επεκταθώ σε αυτό το εισαγωγικό κείμενο αναλύοντας περαιτέρω την πολιτική σκέψη του Σπαν. Αυτό ενδέχεται να γίνει σε μελλοντική έκδοση που θα αφορά κάποιο φιλοσοφικό έργο του. Αυτό το βιβλίο, όμως, αφορά τον Σπαν ως καθηγητή. Οι εκδόσεις Κλέος, συνεχίζοντας να παρουσιάζουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έργα της ρομαντικής διανόησης, επέλεξαν να σταθούν στο πρώτο σημαντικό ακαδημαϊκό έργο του Σπαν το οποίο έγραψε το 1912 και ανατυπώθηκε γύρω στις είκοσι φορές μέχρι το 1930! Πρόκειται για το Τύποι Οικονομικής Θεωρίας. Επειδή το έργο αυτό είναι ογκώδες, εγκυκλοπαιδικό και αφορά συνολικά την οικονομική σκέψη όλων των ιδεολογικών και πολιτικών χώρων, προκειμένου να επικεντρωθούμε στο σημείο που αφορά τα ενδιαφέροντά μας και για να παρουσιάσουμε ένα ευσύνοπτο κείμενο, επιλέξαμε να κυκλοφορήσουμε στην ελληνική γλώσσα το κεφάλαιο στο οποίο Σπαν αναλύει συνοπτικά αλλά διεισδυτικά την αγαπημένη του οικονομική σκέψη του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού, καθώς και συναφείς με αυτήν γερμανικές οικονομικές θεωρίες.

Ο Σπαν παρουσιάζει την ρομαντική οικονομική θεωρία και εντοπίζει με ευστοχία την αντικαπιταλιστική υπόσταση της ιδεολογίας του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού σε γραπτά όχι ιδιαιτέρως γνωστών στην Ελλάδα διανοητών, όπως ο Άνταμ Μύλλερ. Θέλοντας να συμβάλουμε στην εμβάθυνση της γνώσης των ρομαντικών πολιτικών ιδεών και να εμπλουτίσουμε την ελληνική βιβλιογραφία με τέτοιες εκδόσεις, επιφυλασσόμαστε για μια μελλοντική έκδοση έργου της πολιτικής φιλοσοφίας του Σπαν. Προς το παρόν, παίρνουμε μια γεύση των ακαδημαϊκών του γνώσεων μαθαίνοντας από αυτόν την οικονομική πτυχή της ρομαντικής πολιτικής σκέψης.



[1] Ο Φριτζ Στερν εντόπισε τον πρώτο συγγραφέα που υιοθέτησε τον όρο «Συντηρητική Επανάσταση». Ήταν ένας από τους υποστηρικτές της. Ο Αυστριακός ποιητής Ούγκο φον Χόφμανσταλ, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο για να προσδιορίσει το συγκεκριμένο διανοητικό κίνημα κατά το έτος 1927 στο «Das Schriftum als Geistiger Raum der Nation». Fritz Stern, The Politics of Cultural Despair:  A Study in the Rise of German Ideology, University of California Press, Berkeley, Los Angeles, London 1961, σελ. xv [2] Jeffrey Herf, Αντιδραστικός Μοντερνισμός. Τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το Γ Ράιχ, μτφ, Παρασκευάς Ματάλας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012, σελ. 25. [3] Ο.π., σελ.28. [4] TOMAS J.F. RlHA,   «Spann’s Universalism - The Foundation of the Neoromantic Theory of Corporative State», σελ. 255, διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://ekladata.com/iHIAq0zoO6CNGRv1EdoBr9uDxrc/riha2008.pdf [5] Ο.π. [6] Ο.π. σελ. 256. [7] Ο.π.

ΠΗΓΗ: Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.