«Ο Εργάτης, στις βαθιές ρίζες της ύπαρξής του, έχει μια κλίση σε μια ελευθερία εντελώς διαφορετική από την αστική ελευθερία»
Γερμανία του1932, όπου η ιστορία ξεκινά να γράφεται με άλλο τρόπο πλέον. Κάπου σε εκείνη την περίοδο των ριζικών αλλαγών, έρχεται και ένας εκδοτικός κεραυνός – ένα χρόνο πριν αναλάβει ο Χίτλερ την εξουσία – ο “Εργάτης, Κυριαρχία και μορφή» του Ernst Jünger, ένα από πιο τα ουσιαστικά κείμενα του εικοστού αιώνα! Ένα έργο επανάσταση, το οποίο δεν αντιλήφθηκαν πολλοί και το παρεξήγησαν αρκετά. Νοήματα ωμά, καυτά και επιθετικά εναντίον της αστικής τάξης και της σάπιας δημοκρατίας. Το καταλαβαίνει κάποιος απλά από την αρχή, διαβάζοντας τον ίδιο τον μεγάλο στοχαστή: «Μια αποφασιστική ώρα πρόκειται να χτυπήσει, κάτι που θα αλλάξει τη μοίρα ολόκληρου του κόσμου. Νέοι άνθρωποι μπαίνουν στη σκηνή, με τις ρίζες τους σε μια πιο άμεση και ουσιαστική επαφή με τη στοιχειώδη σφαίρα. Παρόμοια με μια κοινωνία πρωτόγονων ψυχών, με μια αρχέγονη φυλή, αποτελούν την πρωτοπορία ενός πλουσιότερου, βαθύτερου και πληρέστερου κόσμου. Η βαθιά τομή που απειλεί τη ζωή σήμερα, χωρίζει όχι μόνο δύο γενιές, όχι μόνο δύο εποχές, αλλά αναγγέλλει το τέλος χιλιετιών». Σύμφωνα με το Jünger, δύο κόσμοι αντικρίζουν πλέον την εποχή τους διαφορετικά, όπου ένας είναι τυλιγμένος στο αβέβαιο λυκόφως του ηλιοβασιλέματος, ο δεύτερος στο κρύο αλλά σαγηνευτικό φως της αυγής. Ο αστικός κόσμος, ο κόσμος του ατόμου, φθίνει. Αντίθετα αναδύεται ο κόσμος του Eργάτη, ο κόσμος της Μορφής. Είναι απαραίτητο να κρατήσουμε σταθερά αυτή τη διπλή συσχέτιση για την πλήρη κατανόηση των επιχειρημάτων του Jünger . Είναι γεμάτος ο ίδιος άλλωστε από τα πιο ποικίλα υπονοούμενα και προτάσεις και διατρέχει σαν κόκκινη γραμμή, ολόκληρο τον επιχειρηματολογικό ιστό του έργου.
Μεταξύ των επιπτώσεων που αναλύει ο Γερμανός στοχαστής, υπάρχει μια στην οποία θα πρέπει να επιστήσουμε αμέσως την προσοχή. Εάν ο αστικός κόσμος είναι ο κόσμος του ατόμου και ο κόσμος του Εργάτη αυτός της μορφής, προφανώς η σύγκρουση μεταξύ του αστικού κόσμου και του κόσμου του Εργάτη θα αποκαλυφθεί κυρίως ως σύγκρουση μεταξύ ατόμου και μορφής. Από την ανάλυση αυτής της τελευταίας αντίθεσης προκύπτουν μερικές από τις πιο υποδηλωτικές και όχι απαραίτητα αποδεκτές, ερμηνευτικές προοπτικές του Εργάτη. Ο αστικός κόσμος παρακμάζει και προορίζεται να εξαφανιστεί και αυτό είναι ένα γεγονός για το οποίο ο Jünger χειροκροτεί και το χαιρετίζει με ικανοποίηση. Ο αστός στην πραγματικότητα στερείται οποιασδήποτε σχέσης «με τις στοιχειώδεις δυνάμεις και ζει σε έναν πολύ παράξενο και άκρως φανταστικό κόσμο, βασισμένο στην εσφαλμένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία η κοινωνία γεννήθηκε από μια συμφωνία». Ο Γερμανός στοχαστής τονίζει ότι μπορεί όμως μια τέτοια αντίληψη να είναι ικανοποιητική για τον εργαζόμενο, του οποίου η υπέρτατη ευτυχία συνίσταται στην ικανότητα να υπαγορεύει τη δική του σύμβαση εργασίας, αλλά σίγουρα όχι για κάποιον σαν τον Εργάτη, που προορίζεται να ζήσει σε εποχές όχι ενός παγκόσμιου δικαίου, αλλά ενός ολοκληρωτικού καθήκοντος.
Όχι πλέον «δικηγόροι», λοιπόν, αλλά μάλλον «ηγέτες», στην ερχόμενη εποχή του νέου Τιτάνα και όχι πλέον «νομικοί περιορισμοί» αλλά μάλλον «στρατιωτικές υποχρεώσεις», γιατί ο Εργάτης τοποθετείται «πολύ μακριά από τη σφαίρα των διαπραγματεύσεων». Στη Γερμανία εξάλλου, η απομάκρυνση από τον αστικό κόσμο θα είναι ιδιαίτερα επίκαιρη και ριζοσπαστική, γιατί «αναπολώντας τον αιώνα της γερμανικής ιστορίας πίσω μας, μπορούμε με υπερηφάνεια να δηλώσουμε ότι ήμασταν κακοί αστοί»!! Φυσικά η παρακμή του αστικού κόσμου, θα φέρει μαζί της πολλά δεινά, αλλά αυτά θα μείνουν συγκεντρωμένα στον πρωταγωνιστή του, το άτομο, που είναι ωστόσο μια περίεργη και αφηρημένη αναπαράσταση του ανθρώπου». Σκληρός και ωμός συνεχίζει:« Όσοι δεν μπορούν να απαλλαγούν από τον εαυτό τους ως άτομα, παραμένοντας πεισματικά προσκολλημένοι στην ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα της δικής τους φυσικής και ηθικής φυσιογνωμίας και όσοι αδυνατούν να ρευστοποιήσουν συναισθήματα και αξίες που έχουν παγιωθεί στην απατηλά πλέον ιερή και άυλη σφαίρα της ατομικότητας..ε λοιπόν ναι, να καταρρεύσουν. Το μέλλον δεν τους ανήκει, αλλά μόνο ένα προβληματικό και εξασθενημένο παρόν, ήδη πρακτικά παρελθόν: η διαμαρτυρία που αναδύεται από την ιδιωτική σφαίρα ακούγεται όλο και πιο αναποτελεσματική και αμυδρά». Το άτομο λοιπόν πεθαίνει με όλα τα χαρακτηριστικά του και τις αδυναμίες του. Και αντικαθίσταται από τον Εργάτη, που καταλαμβάνει το προσκήνιο ως Μορφή και «φορέας τυπικών δομών». Και είναι εδώ που η ανάλυση του Jünger φτάνει τα πιο λαμπρά και αποκαλυπτικά αποτελέσματά της, μέσα από ένα βλέμμα που μερικές φορές είναι πραγματικά τρομακτικά ωμό, οξύ και διορατικό, μέσα από κάποιες θεμελιώδεις διαδικασίες μετασχηματισμού που προέκυψαν στη μεγάλη σφυρηλάτηση των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα.
Ο Εργάτης δεν είναι κάτι απλό, δεν είναι το κοινό άτομο που δουλεύει κάπου. Σαν μορφή όπως έγραψε παραπάνω ο Γερμανός, είναι ενάντια του απλού ατόμου. Η Μορφή αυτή είναι ένας τρομερός μαχητής, του οποίου η αξία αναδεικνύεται όμως μέσα από «δοκιμές υπέρτατης, άκοσμης, σχεδόν μεταλλικής ψυχρότητας, όπου το σώμα χειρίζεται σαν αγνό όργανο», σε μια διάσταση συνολικής δουλειάς όπου αποκαλύπτεται «ο μέγιστος βαθμός δράσης και ο ελάχιστος βαθμός του» γιατί» και για το «τι»». Έχει επίσης μια διαφορετική, πιο αφηρημένη και ψυχρή σχέση με τη σωματική ταλαιπωρία και τον θάνατο, «ακόμα και όταν παρουσιάζονται στις πιο σκληρές και καταστροφικές όψεις τους, λες και άφησαν και την μορφή και τον παρατηρητή τυπικών διεργασιών, σε μια αποστασιοποιημένη κατάσταση». Ο άνθρωπος υποφέρει πικρά – και ο Jünger το ξέρει καλά – είτε πολεμά σε παλιού τύπου πόλεμο όπως στο Agincourt είτε θερίζεται από πυρά πολυβόλων στο Langemark και στο Tannenberg. Τα τελευταία αυτά μέρη επαναλαμβάνονται περισσότερες από μία φορές στον Εργάτη. Ο Εργάτης λοιπόν που μεταμορφώνεται αν χρειαστεί σε Στρατιώτη:
«Το πρόσωπο που μας κοιτάζει κάτω από το κράνος από χάλυβα ή από κάτω από το προστατευτικό κράνος, έχει επίσης αλλάξει. Όπως παρατηρεί κάποιος για παράδειγμα, σε μια συγκέντρωση ή σε μια ομαδική φωτογραφία, στο εύρος των συμπεριφορών του, το πρόσωπο αυτό έχει χάσει σε πολυμορφία και κατά συνέπεια σε ατομικότητα, ενώ έχει κερδίσει στην ευκρίνεια της τομής και στη σαφήνεια με την οποία σημαδεύεται το καθένα. Το πρόσωπο αυτό έχει γίνει μεταλλικό, σχεδόν γαλβανισμένο στην επιφάνεια, το σαγόνι προεξέχει σαφώς ανάγλυφο, τα χαρακτηριστικά είναι σκαμμένα και τεντωμένα. Το βλέμμα είναι ήρεμο και σταθερό, εκπαιδευμένο να παρατηρεί αντικείμενα που πρέπει να γίνονται αντιληπτά σε συνθήκες μέγιστης ταχύτητας. Είναι το πρόσωπο μιας φυλής που αρχίζει να αναπτύσσεται σύμφωνα με τις ιδιαίτερες ανάγκες που επιβάλλει μια νέα περιοχή και ότι το άτομο δεν αντιπροσωπεύει αυτή τη φυλή ως άτομο ή ως προσωπικότητα, αλλά ως μορφή».

Και είναι από αυτές τις δυναμικές της συγκεκριμένης μορφής που ο Jünger γίνεται ο εκφωνητής των δεινών που θα έρθουν τα επόμενα χρόνια και που προσπάθησε να εξηγήσει μέσα από τα γραπτά του. Πίσω από την τιτάνια εικόνα του Εργάτη, του νέου αφέντη ενός νέου κολεκτιβιστικού και αντιατομικιστικού κόσμου, κρύβεται η εμπειρία και ο μεταβολισμός κρίσιμων γεγονότων και διαδικασιών στην ιστορία και τον πολιτισμό των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Ο παγκόσμιος πόλεμος πρώτα απ’ όλα, με την τρομακτική συνολική κινητοποίηση (υπάρχει σχετικό άρθρο για το θέμα αυτό) όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και των υλικών, με την τεχνολογία σε έναν ηγεμονικό ρόλο που δεν είχε ξαναζήσει και με την ανατριχιαστική συνοδεία ενός «συνολικού έργου» χωρίς παύσεις και διακοπές, που εισβάλει σε όλους τους τομείς της ζωής, ακόμα και στον πιο οικείο και ατομικό. Έπειτα είχαμε την έλευση των μεγάλων μαζικών κινημάτων, τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, που με την πάροδο του χρόνου πέρασαν στην ιστορία. Αλλά πάνω απ’ όλα είχαμε το μπολσεβικισμό, του οποίου ο Jünger ήταν προσεκτικός παρατηρητής, ιδιαίτερα την περίοδο προετοιμασίας και σύνταξης του Εργάτη. Όπως έγραψε και Niekisch, ο ιδρυτής του εθνικομπολσεβικισμού και φίλος του Jünger : «Είναι ακριβώς εδώ σε αυτό το έργο που αναγνωρίζω μια χαρούμενη σύνθεση μεταξύ του επαναστατικού σοβιετικού στοιχείου και του γερμανικού εθνικισμού. Παρόλο όμως που ο Εργάτης έχει βαθιά σοσιαλιστικά στοιχεία, εναντιώνεται στον μπολσεβικισμό. Η μορφή αυτή του Εργάτη είναι φανατικά αντιμαρξιστική και αντιαστική».
Το βαθύ αυτό κείμενο έχει στοιχεία που μπερδεύουν τον αναγνώστη στην πρώτη μελέτη. Κάποιος πιο προσεχτικός όμως, θα καταλάβει τις διαφορές, όπως και την βαθειά επιρροή του Nietzsche, αφού και ο ίδιος ο Jünger έχει δηλώσει «ότι ορισμένες πτυχές του Εργάτη έχουν ήδη διαισθανθεί νωρίς στον Υπεράνθρωπο». Και μάλιστα επειδή οι αριστεροί, όπως πάντα άλλωστε, προσπάθησαν να αλλοιώσουν ιδεολογικά το έργο αυτό, ο Jünger δεν κουράστηκε να προειδοποιεί για το χονδροειδές λάθος της ταύτισης του “Εργάτη” με τη βιομηχανική εργατική τάξη: «Εργάτης είναι όποιος συνδυάζει μέσα του – πέρα από συγκεκριμένους κλάδους δραστηριότητας – τα χαρακτηριστικά της συνολικής εργασίας και της τυπικότητας. Στον βιομηχανικό εργάτη ωστόσο, πρέπει να διακρίνει κανείς έναν ιδιαίτερα σκληραγωγημένο και κλειστό τύπο ανθρώπου». Ο Evola ασχολήθηκε αναλυτικά με το αριστουργηματικό αυτό βιβλίο και έδωσε την δικιά του σημαντική ερμηνεία στο δικό του δοκίμιο, αφιερωμένο στον “Εργάτη”: Αυτό το δοκίμιο παρουσιάζει και αναλύει το πρώιμο έργο του Jünger, στο οποίο ο απόηχος των υπαρξιακών του εμπειριών ως εξαιρετικά διακοσμημένος μαχητής ήταν ακόμα ζωντανός και το οποίο ουσιαστικά αντιμετωπίζει το πρόβλημα του οράματος και του νοήματος της ζωής στη σύγχρονη εποχή και πάνω απ’ όλα στην εποχή της τεχνολογίας. Για τον Jünger, ο «Εργάτης» δεν είναι κοινωνική τάξη και ακόμη λιγότερο ένας «προλετάριος εργάτης». Είναι σύμβολο, μορφή. «Είναι το σύμβολο ενός νέου ανθρώπινου τύπου ικανού να στρέψει προς όφελός του, να μεταμορφώσει σε μια πνευματικά διαμορφωτική δύναμη, όλα όσα είναι φαινομενικά καταστροφικά και επικίνδυνα που παρουσιάζει η τελευταία εποχή».
Ως γνωστό, μετά από σχεδόν έναν αιώνα από τη δημοσίευσή του, πολλές από τις ευχές και ελπίδες του Εργάτη δεν έγιναν πράξη. Δυστυχώς η μόνη πολιτική θεωρία που επέζησε τον περασμένο αιώνα, είναι η φιλελεύθερη ιδεολογία αστικής καταγωγής. Παρόλα αυτά, ο Jünger συνειδητοποίησε ήδη από τη δεκαετία του 1930, ότι η μαζική παραγωγή ήταν προικισμένη με μια ένταση ικανή να να αναστατώσει τη φυσιογνωμία των ιδεολογικοπολιτικών συνθηκών του εργοστασίου, της φάμπρικας. Ανακάλυψε δεκαετίες νωρίτερα, ορισμένα μέρη των σχέσεων αυτού του δυστοπικού κόσμου, που σήμερα ονομάζουμε μετανεωτερικότητα. Έτσι ο Jünger καταφέρνει να ξεπεράσει την εποχή του. Ο φόβος του σύγχρονου ή του λεγόμενου μετανθρώπου απέναντι σε αυτό που δεν μπορεί να κυριαρχήσει μέσω της επιστημονικής προόδου γίνεται με μια έννοια: «Ο κίνδυνος, που εμφανίστηκε με το πρόσχημα του παρελθόντος και της απόστασης, κυριαρχεί τώρα στο παρόν. Έσκασε στην πραγματικότητά μας, έρχεται σε μας από αμνημονεύτων χρόνων και από απομακρυσμένους χώρους»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.