
Ανακατεμένοι με φανατικούς πολιτοφύλακες, εξαντλημένους πολιτικούς και μια ετερογενή και ετερόκλητη ομάδα των λεγόμενων Συνεργατών, όπου ως συνήθως δεν λείπουν οι τυχοδιώκτες, οι πληροφοριοδότες, οι πόρνες, οι μαυραγορίτες και ούτω καθεξής, βρίσκεται τοποθετημένο και ένα μέρος των μεγαλύτερων διανοούμενων της Γαλλίας, που έμεινε γνωστή ως «η διανόηση της Συνεργασίας»: Drieu La Rochelle, Lucien Rebatet, Alphonse de Chateubriant, Abel Bonnard, Pierre-Antoine Cousteau, Jean Hérold-Paquis, Alain Laubreaux και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων, αποκομμένος από τα πάντα και τους πάντες, ο μοναδικός Louis-Ferdinand Céline. Μιλάμε για την αφρόκρεμα της Γαλλικής διανόησης και μάλιστα λίγοι, ελάχιστοι, δεν εισχώρησαν σε αυτή τη περίεργη περιπέτεια.
Ανάμεσα σε μια ποικίλη σειρά διαφόρων ιδεολογικών θέσεων ποικίλου βαθμού, πρωταρχικές και κυρίαρχες, αλλά και οι πιο αντιθετικές από αυτές, μπορούν ουσιαστικά να αναγνωριστούν ως εκείνες που ήταν πιστές στον Στρατάρχη Pétain και εκείνες οι λεγόμενες των επαναστατών, οι «σκληροί του Παρισιού». Από τη μία πλευρά υπήρχαν οι υποστηρικτές της παραδοσιακής φιλελεύθερης και εθνικιστικής δεξιάς, εκείνοι οι υποστηρικτές που ακολούθησαν τον παλιό ήρωα του Verdun, με την μετριοπαθή και χρονοβόρα πολιτική του και με έναν τρόπο μιας ξεπερασμένης κρατικής δομής, αυτής του Vichy. Από την άλλη υπήρχαν οι νεότερες γενιές, εκείνες που ανυπομονούσαν να φύγουν, εκείνες που με την είσοδο των Γερμανών στην Γαλλία και την άμεση συνάντησή τους με τον Εθνικοσοσιαλισμό, εμπνευσμένες από το μοντέλο του, τον στήριξαν για μια πραγματική και αποτελεσματική Εθνική Επανάσταση, ικανή να οδηγήσει τη Γαλλία πέρα από τα σύνορά της. Και ακριβώς σε αυτές τις νέες γενιές, που έπαιξαν «το χαρτί της Ευρώπης με απόλυτη ειλικρίνεια και μεγάλο θάρρος» όπως έλεγε ο Brasillach , ο Χίτλερ απέτισε τελικά φόρο τιμής από την κόλαση του αποκαλυπτικού καταφυγίου του.
Πάμε λίγο από την αρχή να βάλουμε τα πράγματα με την σειρά. Βασίστηκα στο εξαιρετικό βιβλίο του Moreno Marchi με τίτλο «Οι «σκληροί» του Παρισιού» αυτόν που διάλεξα για τίτλο του άρθρου. Στις 14 Ιουνίου 1940, τα στρατεύματα του Τρίτου Ράιχ εισήλθαν νικηφόρα στο Παρίσι, βαδίζοντας μεγαλοπρεπώς κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου και κατά μήκος των Ηλυσίων Πεδίων. Δύο ημέρες αργότερα η γαλλική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Paul Reynaud, η οποία εν τω μεταξύ είχε μετακομίσει στο Bordeaux, παραιτήθηκε. Ο στρατάρχης Philippe Pétain διορίστηκε εκατοστός έβδομος πρωθυπουργός της “Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας”. Η Γαλλία χωρίστηκε στη συνέχεια σε δύο διακριτές ζώνες, μία στο βορρά, που περιλάμβανε τα τρία πέμπτα της εθνικής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένου του Παρισιού, υπό άμεσο γερμανικό έλεγχο και την άλλη στο νότο, υπό γαλλική διοίκηση, με έδρα την κυβέρνηση στο Vichy, με χορήγηση πλήρων εξουσιών στον Στρατάρχη Pétain. Και στις δύο συνόδους μάλιστα, με τη συντριπτική, σχεδόν απόλυτη, πλειοψηφία. Το να χρεώνει κάποιος, ολόκληρο το γαλαξία της Συνεργασίας στον Στρατάρχη και την κυβέρνησή του Vichy, είναι εξαιρετικά απλοϊκό και παιδαριώδες, ειδικά στον συγκεκριμένο πνευματικό τομέα που αναλύουμε.
Οι στάσεις και τα επίπεδα εμπλοκής που υιοθέτησαν οι μυθιστοριογράφοι, οι δοκιμιογράφοι, οι δημοσιογράφοι, οι καθηγητές και γενικά όλοι οι διανοούμενοι απέναντι στους Γερμανούς και το δόγμα τους, ήταν συχνά αντίθετα μεταξύ τους, δείχνοντας ένα ευρύ φάσμα πτυχών που κυμαίνονταν από την ενθουσιώδη προσκόλληση, έως την απλή και λεπτή διαφοροποίηση. Η τότε “δεξιά”, ήδη αρκετά ποικιλόμορφη και με πολλές τάσεις από μόνη της, βρέθηκε σε ορισμένες και συγκεκριμένες περιπτώσεις, ακόμη και να παρατάσσεται σε διαμετρικά αντίθετες πλευρές. Ας σκεφτούμε τον Lucien Rebatet και την ομάδα του στην ριζοσπαστική συνεργατική εφημερίδα «Je suis partout», με τις σκληρές φασιστικές και αντισημιτικές θέσεις και μετά αντίθετα έναν άλλον ένθερμο υποστηρικτή του γαλλικού εθνικισμού, τον Charles Maurras – και στη συνέχεια την “Action Française” – που ήταν διαποτισμένος με ακαταμάχητες, σφοδρές αντιγερμανικές προκαταλήψεις, παρά την πλήρη υποστήριξή του στο Vichy. Ή ακόμη φέρνουμε στο μυαλό μας και τον Georges Bernanos – τον σκληρό επικριτή του «Μεγάλου Φόβου της Δεξιάς Σκέψης», έναν εξόριστο στη Βραζιλία και έναν δηλωμένο εχθρό του Κράτους των «Πεταινιστών» και ταυτόχρονα αντιμοντερνιστή και οπαδό της παράδοσης. Αλλά και η αριστερά αντέδρασε εξίσου ανοργάνωτα και διαφορετικά, με πρώην μέλη της όπως ο Georges Suarez και ο Jean Luchaire, ως αποφασισμένους και ενεργούς Συνεργάτες, ή τον πρωτοπόρο οικολόγο Jean Giono, αρκετά κοντά στην κυβέρνηση του Στρατάρχη. Εντελώς αντίθετη συμπεριφορά από τον Bernanos, ήταν αυτή των κομμουνιστών όπως ο Louis Aragone και ο Jean-Paul Sartre, οι οποίοι ήταν ένθερμα αντίθετοι στην ανακωχή και στη γαλλο-γερμανική συνεργασία, αλλά παρέμειναν στη Γαλλία για να εκδώσουν τα βιβλία τους με απόλυτη ηρεμία ή να παρουσιάσουν τα θεατρικά τους έργα ανενόχλητοι. Εδώ βλέπουμε τον φαρισαϊσμό τους.

Γύρω από τη Συνεργασία εξακολουθεί να στρέφεται μια μακρά σειρά ετερογενών προσωπικοτήτων, καθεμία από τις οποίες χαρακτηρίζει με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο μια συγκεκριμένη, ιδιόμορφη πτυχή: από τους μυστικιστές ενός «θεολογικού χιτλερισμού» όπως ο Alphonse de Châteaubriant, μέχρι τους καθαρούς σκληρούς Καθολικούς όπως ο Philippe Henriot …από τους ένθερμους αγγλοφοβικούς όπως ο Henri Béraud, μέχρι τους εξίσου ένθερμους γερμανόφιλους όπως ο Marc Augier (γνωστός και ως ο μελλοντικός Saint-Loup)… από τους αδέσμευτους ή όχι και τόσο αφοσιωμένους συμπαθούντες και οπαδούς ενός ιδιόμορφου φασισμού όπως ο Henry de Montherlant και ο Marcel Aymé, μέχρι τους κάπως ξεδιάντροπους κερδοσκόπους όπως ο Abel Hermant ή ο Maurice Sachs… από τους αταξινόμητους άναρχους όπως ο Ferdinand Céline, μέχρι τις υπουργικές προσωπικότητες όπως ο Abel Bonnard… από τους τυχοδιώκτες όπως ο Jean Fontenoy, μέχρι τους μετριοπαθείς όπως ο Αλφρέντ Alfred Fabre-Luce. Και η λίστα είναι μεγάλη…
Σε επίπεδο εξουσίας βέβαια δεν έγινε κάτι, διότι χωρίς τις απαραίτητες ιστορικές, οργανικές και δυναμικές συνθήκες που να ευνοούν την άνοδο στην εξουσία μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής δομής, ένα μεγάλο μέρος των Γάλλων παρέμεινε γενικά απρόθυμο απέναντι στις φασιστικές εκκλήσεις, που τότε ανέβαιναν σχεδόν παντού στην Ευρώπη. Η χώρα ήταν ψυχολογικά και πάνω απ’ όλα, στρατιωτικά απροετοίμαστη για πόλεμο. Πάντως ταυτόχρονα, πολλοί έβλεπαν τη συμμαχία με την Αγγλία με δυσαρέσκεια, μια κατάσταση απέναντι στην οποία υπήρχε σημαντική και συχνά μακροχρόνια δυσπιστία. Πίστευαν – δικαίως – ότι ο πόλεμος ήταν μια σύγκρουση που επιθυμούσαν αποκλειστικά η αγγλοαμερικανική πλουτοκρατία και η εβραϊκή διεθνής, για να διαφυλάξουν τις δικές τους πολιτικές δομές και οικονομικά συμφέροντα και η Γαλλία, η οποία δεν είχε τίποτα να κερδίσει αλλά τα πάντα να χάσει, δεν έπρεπε να εμπλακεί σε αυτή την περιπέτεια. Και ήρθε αυτός ο πόλεμος. Μετά από ένα αρχικό αδιέξοδο, εν ριπή οφθαλμού οι γαλλικές γραμμές κυριολεκτικά διαλύθηκαν και οι στρατιώτες της Βέρμαχτ σάρωσαν νικηφόρα τη χώρα, φτάνοντας σύντομα στην καρδιά της, το Παρίσι.
Έτσι η επακόλουθη ιδεολογική προσήλωση στο δόγμα του νικητή εκ μέρους πολυάριθμων Γάλλων διανοουμένων, γέννησε κάτω από κάποιες ασυνήθιστες καταστάσεις, ένα ιδιότυπο είδος φασισμού. Δεν ήταν κάποιος απλός ενθουσιασμός, ούτε κάποια εποικοδομητική χαρά. Η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν ανέκαθεν ο κύριος εχθρός τους, παρά ο κομουνισμός. Η Συνεργασία τους, ο φασισμός τους, δεν προέκυψε από τη νίκη και την εθνική υπερηφάνεια, αλλά από την ήττα, από μια τραγική ντροπή στα πεδία των μαχών και για αυτόν τον λόγο, ίσως, υπήρχε περισσότερο ζήλος, περισσότερη αποφασιστικότητα, περισσότερος… φασισμός. «Όπως πολλοί από τους συγκεντρωμένους ανθρώπους κατά μήκος των Ηλυσίων Πεδίων, έκρυβαν τις τρεμάμενες ελπίδες τους για τους Γερμανούς στρατιώτες και τα τεθωρακισμένα οχήματα που παρελαύνουν, έτσι και μεταξύ των διανοουμένων υπάρχουν εκείνοι που τελικά και απλά βλέπουν στη Γερμανία κάτι περισσότερο από μια εξαγωγή του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος», αναφέρει εύστοχα ο Marchi. Ένα δόγμα που εκτός από το ότι σώζει τη χώρα τους από τον εκφυλισμό των αξιών και των εθίμων και της παράδοσης, αντιπροσωπεύει ένα απαραίτητο πνευματικό όπλο για την πολυπόθητη οικοδόμηση μιας Ευρώπης των Ευρωπαίων.
Την επόμενη μέρα από την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στο Παρίσι, ήδη εκδίδονταν οι δύο πρώτες εφημερίδες συνεργατών: η “Le Matin” από την ομάδα του Maurice Bunau-Varilla και η “La Victoire” του Gustave Hervé. Και στις δύο εφημερίδες, η λέξη που επαναλαμβάνεται πιο συχνά είναι η «Ευρώπη», εκείνο το μεγάλο, ανυπολόγιστο όνειρο: «Από την αποικιοκρατία, η Ευρώπη κινδύνευε να γίνει αποικιοποιημένη, από εκπολιτιστική δύναμη να γίνει πολιτισμένη…και μάλιστα από ποιους; Από τις δύο υπερδυνάμεις, που βρίσκονταν ολοένα και πιο κοντά στο να γίνουν παγκόσμιοι δυνάστες, η καθεμία με τον δικό της τρόπο βασίζοντας και νομιμοποιώντας την δύναμή της στην αδιάκριτη, αδέξια δικτατορία των μαζών. Η άθλια, πεινασμένη, υποδουλωμένη Σοβιετική Ένωση από τη μία πλευρά και οι άνοστες, επιφανειακές, αλαζονικές Ηνωμένες Πολιτείες από την άλλη. Τραγικά, στη μέση: η Ευρώπη μας», γράφει ο Rebatet. Ταυτόχρονα, ο μεγάλος συγγραφέας Célline, παρά το γεγονός ότι δεν είχε παραστεί στο Συνέδριο της Νυρεμβέργης, στο δεύτερο «καταραμένο» δοκίμιο του “L’école des cadavres”, που εκδόθηκε το 1938, προλέγει ήδη μια συμμαχία, μια στενή συνεργασία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Μια «συνεργασία» με τη Γερμανία επομένως, αυτή που ήλπιζε ο ήδη διάσημος συγγραφέας του “Ταξιδιού στο Τέλος της Νύχτας”, στην οποία «θα αναζητούσε και θα υιοθετούσε μια αποφασιστική, ακραία αντίθετη θέση στην ολοένα και πιο διαδεδομένη κατάσταση παρακμής, που σαν ένα αδιαφανές πέπλο ή ένας μολυσμένος αφρός, οργανώνεται νωχελικά σε όλη τη Δυτική Ευρώπη».

Οι Γάλλοι διανοούμενοι κατά τον Μεσοπόλεμο, θρηνούσαν την καταστροφική έλευση του ορθολογισμού, ο οποίος απομάκρυνε τον άνθρωπο από την υπέρβαση, τον στέρησε από το τραγικό νόημα της ύπαρξης υποβάλλοντάς τον σε ένα πεπρωμένο, του οποίου δεν ήταν πλέον ο κύριος, ο αφέντης. Αναφέρει εύστοχα ο Drieu La Rochelle: «Αφενός καταδικάζουμε το αγνό, αυθόρμητο ζωώδες πάθος που μεταμορφώνεται σε άγονο, απλό διανοητικό υπολογισμό και αφετέρου, την έλευση ενός αχαλίνωτου ηδονισμού, που αποτελείται από χυδαίο πλουτισμό, την επιδίωξη της αποδέσμευσης, την υπαρξιακή ηρεμία, τη μονόδρομη προοπτική τη εκπλήρωσης στόχων και της προσωπικής επιτυχίας, τις ανούσιες απολαύσεις, τις ασήμαντες ανέσεις. Η ίδια η πατρίδα, η μεγαλόστομη έννοιά της, φαίνεται να έχει εκφυλιστεί σε ένα γραφειοκρατικό κράτος, τη μόνη μέθοδο που έχει απομείνει ικανή να διατηρήσει και να υποστηρίξει τα αποδυναμωμένα προνόμιά της. Είναι επομένως μάταιο να εναποθέτουμε ελπίδες σε μεμονωμένους λαούς ως τέτοιους. Σε αυτό το σημείο, η μόνη σωτηρία μπορεί να βρεθεί μόνο σε έναν υπερλαό, ικανό να ξεπεράσει τα στενά, περιοριστικά εμπόδια των ιδιαίτερων, τεχνητών και εσφαλμένων εδαφικών οριοθετήσεων: τον ευρωπαϊκό υπερλαό». Έτσι άνοιξε μια αχτίδα ελπίδας. Ο Εθνικοσοσιαλισμός, ενώ ήταν ένας απτός υποστηρικτής των κινημάτων και των ανατροπών στις κοινωνικές, στις οικονομικές και διοικητικές δομές μιας χώρας, έγινε αντιληπτός και ασπάστηκε από τους διανοούμενους της Γαλλίας, ως μια επανάσταση του πνεύματος.
Μια επανάσταση μέσω της οποίας το πνεύμα αλλά και η ψυχή, μπορούν επιτέλους να επανενωθούν «με το κατεστραμμένο, πρησμένο και εξασθενημένο σώμα του σύγχρονου ανθρώπου», ακόμη και με το κόστος σκληρών συγκρούσεων, ακόμη και με το κόστος του πολέμου, με όλη τη βία που αναπόφευκτα προηγείται και είναι αναπόφευκτα εγγενής σε αυτόν. Οι βασικές έννοιες της τιμής, της αφοσίωσης, του ηρωισμού, της αλληλεγγύης, της ανιδιοτέλειας, του θάρρους, της ειλικρίνειας και ούτω καθεξής, στην πραγματικότητα γίνονται ουσιαστικά κατανοητές ως ακραία οχυρά άμυνας ενάντια στην επικείμενη παρακμή – την εξάπλωση αυτής της πάντα υποτιμημένης, τρομακτικής και περιφρονημένης παρακμής. Η συντριπτική πλειοψηφία των διανοούμενων είναι κατά του πολέμου, είναι με τον δικό τους τρόπο πεπεισμένοι ειρηνιστές, αν και για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά πάνω απ’ όλα αισθητικούς. Μια αισθητική, σε αυτή την περίπτωση, όχι στερούμενη ηθικής, ή μάλλον, αναπόσπαστο μέρος μιας ανώτερης ηθικής. Λέει ο Bonnard: «Όπως όλοι οι πόλεμοι, ο σύγχρονος πόλεμος είναι πόνος, καταστροφή, τραγωδία, θάνατος, αλλά με την πρόσθετη αξιοθρήνητη συνθήκη της γενικής ανωνυμίας». Στην πραγματικότητα, δεν είναι πλέον ένας ιπποτικός, ηρωικός, ρομαντικός πόλεμος, αλλά έχει μετατραπεί σε μια τυφλή, τρελή και παράλογη σφαγή, στην οποία πεθαίνει κανείς χωρίς να βλέπει τον αντίπαλό του, χωρίς να αναμετριέται μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο, στην οποία αντί για πομπές, για σπαθιά, για μεγάλες ανοιχτές εκτάσεις, υπάρχει μόνο λάσπη, λάσπη, τρελά θραύσματα, εκρήξεις, αέριο και βόμβες. Ο πόλεμος των υλικών όπως έλεγε και ο Junger, που παρομοίασε τον σύγχρονο πόλεμο ως κάτι το τρομακτικό.

Ένα από τα κύρια συστατικά των σκληρών του Παρισιού της Συνεργασίας, ήταν ένας βίαιος και επιθετικός αντισημιτισμός, ένα συναίσθημα είχε ήδη ριζώσει στη Γαλλία εδώ και δεκαετίες. Ο Εβραίος είναι φορέας διαφθοράς, η απληστία του, έμφυτη, εγγενής στην ύπαρξή του, τον οδηγεί στον απόλυτο εκφυλισμό, η ανηθικότητα των εθίμων του στην πιο ολοκληρωτική εξαθλίωση. Υπονομεύοντας τα οικονομικά και κοινωνικά θεμέλια των Γκόι μέσω της τοκογλυφίας, της κλοπής της περιουσίας τους, της κακοποίησης των γυναικών τους, ο Εβραίος τείνει να τους υποδουλώσει, να τους κακοποιήσει, τρέφοντας όλο και πιο πιστά το μακρινό, αρχαίο όνειρό του: να υποτάξει άλλους λαούς, να γίνει ο κύριος και ο κυρίαρχος του κόσμου. Έτσι, με την κατάκτηση των Ηνωμένων Πολιτειών, μέσω του καπιταλισμού και της Σοβιετικής Ένωσης, μέσω του κομμουνισμού, των δύο ηγεμονικών χωρών-ηπείρων, ο Εβραίος φαίνεται να βρίσκεται στα πρόθυρα της ολοκλήρωσης, με την κατάκτηση της Ευρώπης, του μεγάλου σχεδίου κυριαρχίας που περιγράφεται στα περίφημα “Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών” (ανεξάρτητα από την πραγματική τους προέλευση). Και εδώ κατά συνέπεια, βρίσκεται η αξιοσημείωτη ευρωπαϊκή εμφάνιση βίαιων αντισημιτικών έργων, ακριβώς κατά την περίοδο μεταξύ των δύο πολέμων και ιδιαίτερα κατά την προετοιμασία για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με το ξέσπασμα του Πολέμου και ειδικότερα στη βόρεια ζώνη που ήταν υπό Γερμανική διοίκηση αλλά και στην λεγόμενη ελεύθερη ζώνη, ο αντισημιτισμός άρχισε να εκδηλώνεται ξανά με αυξημένο σφρίγος. Αμέσως τον Αύγουστο του 1940, ο «Νόμος περί Κατοίκων» καταργήθηκε και τον επόμενο Μάρτιο διορίστηκε Επίτροπος για τις Εβραϊκές Υποθέσεις. Γράφει η ριζοσπαστική εφημερίδα “Je suis partout”: «Είναι οι Εβραίοι που κατέχουν την οικονομική και πολιτική δύναμη της χώρας, είναι αυτοί που κρατούν τα ηνία των ΜΜΕ και είναι αυτοί τελικά που ήθελαν αυτόν τον πόλεμο, που έσυρε τη χώρα στο πιο οδυνηρό, τραγικό και ταπεινωτικό γεγονός της ιστορίας της. Οι Εβραίοι παντού έχουν απαιτήσει πόλεμο για να διατηρήσουν τον συσσωρευμένο πλούτο τους, τα επιβληθέντα προνόμιά τους και να πολεμήσουν τον πιο αποφασιστικό και ασυμβίβαστο εχθρό που έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο: τον Χίτλερ και τον Εθνικοσοσιαλισμό». Από τις 5 Σεπτεμβρίου έως τις 14 Δεκεμβρίου 1941, η έκθεση “Ο Εβραίος και η Γαλλία” πραγματοποιήθηκε στο Palais Berlitz στο Παρίσι, προσελκύοντας περίπου 200.000 επισκέπτες. Στις 29 Μαΐου, τέθηκε σε ισχύ η απαίτηση οι Εβραίοι να φορούν το κίτρινο αστέρι ευδιάκριτο στα ρούχα τους. Εξίσου δραστική ήταν η στάση που τήρησαν οι σκληροί του Παρισιού απέναντι στον Τεκτονισμό, τις δολοπλοκίες του, τις απάτες του, τις συνεχείς, σκοτεινές πλεκτάνες του. «Εκφυλισμένοι αφοσιωμένοι σε εγκληματικές συμμορίες, με την έλευση του πολέμου και την επακόλουθη συντριπτική γαλλική ήττα, οι Ελευθεροτέκτονες, μαζί με τους Εβραίους, τους Κομμουνιστές και τους Άγγλους, συμπεριλήφθηκαν στον «διαβόητο συνασπισμό», που είχε συμβάλει ενεργά στο να γονατίσει η χώρα. Και αυτοί ήθελαν τον πόλεμο, για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, για να αντιμετωπίσουν όσους τους απειλούσαν. Και οι Τέκτονες ήταν επομένως ένοχοι· κι αυτοί άξιζαν δίωξη», τονίζει η εφημερίδα…
Ο άλλος μεγάλος εχθρός είναι πλέον ο κομμουνισμός, που αντιπροσωπεύει την κορύφωση της παρακμής, της ατιμίας, μια ιδεολογία αποσταθεροποίησης πρώτα και καταπίεσης αργότερα, που επινοήθηκε και εφαρμόστηκε από τους Εβραίους, πάντα πρόθυμους, επιθυμώντας να υποτάξουν και να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Πέρα από τους συλλόγους και τους εθελοντές πολεμιστές, το μίσος για τον μπολσεβικισμό και ο αγώνας εναντίον του, που αναλήφθηκε και κατανοήθηκε ως αληθινή αποστολή, αποτελούσε ένα από τα θεμελιώδη και χαρακτηριστικά στοιχεία που ενέπνευσαν τους σκληρούς του Παρισιού, φέρνοντάς τους ακόμη πιο κοντά στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, εξυμνώντας τα ιδανικά της και δοξάζοντας τη «σταυροφορία» της στο Ανατολικό μέτωπο.
Δυστυχώς όμως, ίδιοι οι Γερμανοί δεν υποστήριξαν επίσημα την αποφασιστικότητα και τις ακούραστες προσπάθειες αυτών των ανδρών, βαθιά αντίθετων με το Vichy και πρόθυμων να διεκδικήσουν μια αποτελεσματική, την πραγματική «Εθνική Σοσιαλιστκή Επανάσταση», με επικεφαλής ένα μόνο κόμμα, ικανό να ενώσει και να παράσχει μια σταθερή ενότητα σκοπού και δομής στις διάφορες, ανόμοιες επιθυμίες για αυταρχισμό που αναδύονταν από διάφορες πλευρές. Οι δύο πιο αντιπροσωπευτικές μορφές του γαλλικού φασισμού, παρά τις περιστασιακές διαφορές απόψεών τους και την έντονη αντιπαλότητα, ο Jacques Doriot και ο Marcel Déat ηγέτες του “Γαλλικού Λαϊκού Κόμματος” και του” Εθνικού Λαϊκού Συναγερμού” αντίστοιχα, ήταν πάντα υπό έλεγχο από τους Γερμανούς. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο Γαλλιών, είναι επομένως κυρίως ιδεολογική και η πολυδιαφημισμένη επανάσταση για την οποία καυχήθηκε ο Pétain, τελικά αποδεικνύεται εντελώς απαλλαγμένη από επαναστάτες, αλλά μάλλον μολυσμένη από τον πιο δυσοίωνο και επιβλαβή συντηρητισμό του παλαιού καθεστώτος. Ενώ στο Παρίσι οι πολιτικοί είναι ανήσυχοι, γεμάτοι ιδανικά και διψώντας για εξουσία, οι διανοούμενοι είναι γεμάτοι μόνο ιδανικά και μαραζώνουν. Απογοητεύτηκαν από την τελική συμπεριφορά κάποιων Γερμανών που τους είχαν καλωσορίσει και τους είχαν χαιρετήσει ως απελευθερωτές, αλλά που έμειναν «κρυμμένοι πίσω από έναν φαινομενικό, απατηλό ευρωπαϊσμό ή έναν εγωιστικό, μύωπα δυσοίωνο εθνικισμό» τόνιζε ο Drieu La Rochelle.
Παρόλα αυτά, όλοι οι σκληροί του Παρισιού, έμειναν πιστοί μέχρι τέλους τόσο με τα φλογερά γραπτά τους όσο και με τις θυσίες τους. Το χρέος που πλήρωσαν όλοι αυτοί οι συγγραφείς, στοχαστές, μυθιστοριογράφοι, δοκιμιογράφοι και δημοσιογράφοι, που είχαν τολμήσει να γράψουν καλά για την Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, στο όνομα του ειλικρινούς ευρωπαϊκού τους ιδανικού, ήταν πολύ μεγάλο. Οι George Suarez, Robert Brasillach, Jean Luchaire, Jean Hérold-Paquis, Paul Ferdonnet, πλήρωσαν με την θανατική ποινή από την δημοκρατία . Η θανατική ποινή που επιβλήθηκε στους Henri Béraud, Lucien Rebatet, Pierre Antoine-Cousteau, Claude Jeantet, μετατράπηκε σε ισόβια ή πολύχρονες άλλες ποινές, όπου συνάντησαν τον Lucien Combelle, τον Jacques Chardonne, τον André Algarron και τον ίδιο τον Charles Maurras. Ο Louis-Ferdinand Céline, ο Alphone de Chateaubriant, ο Alain Laubreaux, ο Abel Bonnard, ο Marc Augier, ο Paul Morand καταδικάστηκαν ερήμην, έχοντας διαφύγει στο εξωτερικό και μετά όταν επέστρεψαν η ζωή τους έγινε κόλαση. Με τον δικό του τρόπο διάλεξε την δικιά του εξορία, μια θανατηφόρα εξορία, ο Pierre Drieu la Rochelle. Ο Henry de Montherlant, ο Jean Anouilh, ο Marcel Jouhandeau, ο Jean Giono είχαν και αυτοί σοβαρά προβλήματα. Στο τέλος, τις επόμενες δεκαετίες, όλη αυτή η αφρόκρεμα της Γαλλικής διανόησης, έμεινε στο περιθώριο από την μαρξιστική πολιτισμική κυριαρχία και τα αριστουργήματά τους έμεναν συνεχώς στην σκιά. Αλλά το πνεύμα είναι δύσκολο να πεθάνει.
«Πρέπει να βιαστούμε να σώσουμε τον
άνθρωπο, γιατί αύριο δεν θα μπορεί πλέον να σωθεί, για τον λόγο ότι δεν
θα θέλει πλέον να σωθεί. Γιατί αν αυτός ο πολιτισμός είναι τρελός,
δημιουργεί και τρελούς.»
George Bernanos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.