Του Τάσου Σοφούλη:
Η Γαλλική «Νέα Δεξιά» (Nouvelle Droite) που ιδρύθηκε το 1968, ίσως
ήταν η πρώτη δεξαμενή σκέψης στην Ευρώπη μεταπολεμικά που αμφισβήτησε
την έννοια της νεωτερικότητας, όπως αυτή εκφράστηκε στην Γηραιά Ήπειρο. Η
“Νέα Δεξιά” ως έννοια και βιοθεωρία αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος για
κάθε παραδοσιοκράτη, ταυτοτιστή, αντιγκωλικό και εθνικιστή Γάλλο.
Παρόλα αυτά η “Νέα Δεξιά” δεν επικεντρωνόταν σε έναν στείρο μυωπικό
πατριωτισμό, αλλά με αφετηρία τους περιφερειακούς πατριωτισμούς της
Ευρώπης, καλούσε σε μια »Ευρωπαϊκή Ένωση» όχι όμως με την σημερινή της
έννοια, αλλά με την αμφικτυωνική, η οποία εμπεριέχει τόσο τον σεβασμό
μεταξύ των ταυτοτήτων, όσο και την συνεργασία προς μετουσίωση ενός νέου
«Dasein» που θα διαμόρφωνε έναν νέο ευρωπαϊκό – πολιτισμικό πατριωτισμό.
Ουσιαστικά μιλάμε για μια μεταμοντέρνα πρόταση, η οποία αμφισβητούσε
τον νεωτερισμό και επαναπροσέγγιζε την Παράδοση. Αρχικά οι επικριτές της
Νέας Δεξιάς, μίλησαν ανοιχτά για μια φασιστική παλινόρθωση που
προσπαθεί να ανασυντάξει τα συντρίμμια του Βισύ, όμως στην
πραγματικότητα μιλάμε για κάτι πολύ πιο σύνθετο και συγκεκριμένο.
Σύνθετο διότι ήταν η πρώτη δεξαμενή σκέψης μεταπολεμικά, που άνοιξε την
συζήτηση των ιδεών με διαφορετικές αφετηρίες και επιρροές, (ξεκινούσαν
από τον Marx και κατέληγαν στον Evola και τον Gasset) ενώ ταυτόχρονα
δεν είχε καμία ιδεολογική υποχώρηση, αντιθέτως διακρινόταν μια συνειδητή
επανατοποθέτηση.
Η αντίληψη της «Νέας Δεξιάς» ήταν η συνθετική σκέψη που απώτερο σκοπό είχε την αποδόμηση του Σύγχρονου Κόσμου
και την δημιουργία μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής δομής η οποία θα
αφυπνίσει τους Ευρωπαίους και θα αποτελέσει τον μοχλό πίεσης για την
κυρίαρχη πολιτική του μέλλοντος. Μερικοί από τους κυρίως ιδεολογικούς
στοχαστές της Γαλλικής «Νέας Δεξιάς» ήταν ο Alain De Benoist, ο Jean
Mabire, ο Guillaume Faye, o Dominique Venner, o Jean Cau κ.α.
Alain De Benoist
: O Alain De Benoist αποτελεί έναν εκ των πιο γνωστών διανοητών της
«Νέας Δεξιάς». Το επίκεντρο των γραπτών του ήταν η ευρωπαϊκή ταυτότητα, ο
πολιτισμός και η αναγέννηση της Ευρώπης μέσα από μια επαναδημιουργία
που στην κυρίως βάση της θα είχε μια αντι- παγκοσμιοποιητική και
αντί-φιλελεύθερη οπτική. Ο De Benoist έδινε βάση στην πολιτισμική
ευρωπαϊκή ταυτότητα (και λιγότερο την φυλετική), η οποία σύμφωνα με τον
ίδιο πρέπει να επανασυνδεθεί με τις ρίζες της, δηλαδή τον ελληνικό
ορθολογισμό, το ρωμαϊκό δίκαιο και την παγανιστική και μετέπειτα
χριστιανική της παράδοση. Εν ολίγοις πίστευε πως η Ευρώπη έχει χάσει την
μεταφυσική της πίστη σε αρχές που την διαμόρφωσαν και εν γένει την
δημιούργησαν, για την ακρίβεια ο De Benoist επαναπροσεγγίζει τον
Rene Guenon ο οποίος πίστευε πως «η αιτία της κατάρρευσης του σύγχρονου
κόσμου έγκειται στην δολοφονία της μεταφυσικής», η οποία διαμορφώνει
την ηθική ως συλλογική έννοια. Ο Γάλλος φιλόσοφος πίστευε πως η
ομοιομορφία, ήταν μια πολιτιστική ισοπέδωση που φέρνει η
παγκοσμιοποίηση και τόνιζε την σημασία της ευρωπαϊκής πολυμορφίας μέσω
του λεγόμενου εθνοπλουραλισμού, ο οποίος θα εξασφάλιζε την ύπαρξη των
Εθνών της Ευρώπης μέσα από μια κορπορατική διαδικασία η οποία θα σεβόταν
τις διαφορετικές ταυτότητες. Εχθρός του εθνοπλουραλισμού είναι ο
φιλελευθερισμός, ο οποίος αυξάνει τον ατομικισμό και λειτουργεί ως
παράγοντας αποσύνθεσης της κοινωνικής συνοχής. Η κριτική του De
Benoist δεν περιορίζεται όμως στην ατομικιστική φύση του
φιλελευθερισμού, αντιθέτως εισχωρεί στον πυρήνα της και υποστηρίζει πως
είναι η πρώτη ιδεολογία που μετουσίωσε την νεωτερικότητα, αλλά και η
τελευταία που θα εξαφανιστεί, διότι αντιλαμβάνεται την ηθική ως
οικονομικό αφήγημα, έχοντας αποτέλεσμα να διαμορφώνει την αντίστοιχη
πολιτική, που εν είδει κατασκευής δημιούργησε τον σύγχρονο ατομικισμό. Η
τεχνοεπιστήμη υποτάσσεται στους νόμους της αγοράς και έτσι μπαίνει στην
υπηρεσία της εκάστοτε εξουσίας που λειτουργεί αφαιρετικά για τα έθνη
και εδώ θα μπορούσε να πει κάποιος πως ο Alain De Benoist συμφωνεί με
τον Max Webber ο οποίος είχε αναλύσει το φαινόμενο της επιστήμηςωςεπάγγελμα».
Στην σκέψη του De Benoist εντοπίζεται μια παραδοσιοκρατική
αντίληψη με σαφής επιρροές από τον Julius Evola. Συγκεκριμένα
υποστηρίζει πως «ο Κομμουνισμός πρόδωσε τον ευσεβή πόθο της
ισότητας, εγκαθιδρύοντας τα πιο δολοφονικά ολοκληρωτικά καθεστώτα – ενώ ο
Καπιταλισμός την ευτέλισε νομιμοποιώντας τις κοινωνικές ανισότητες στο
όνομα της οικονομίας». Η άποψη τόσο του De Benoist όσο και του
Evola είναι αντινεωτεριστική και πιστεύει πως το υποκείμενο της παρακμής
του Σύγχρονου Κόσμου είναι το γεγονός «πως η νεωτερικότητα διακηρύσσει τα δικαιώματα χωρίς να παρέχει τα μέσα για την άσκηση τους» και εδώ έρχεται να επιβεβαιώσει αυτή την διαπίστωση ο Ernst Junger ο οποίος έλεγε πως «οι εθνικιστές αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο ως κάτι το αληθινό το οποίο διαμορφώνει την μελλοντική ηθική».
Ο Alain De Benoist λοιπόν, ενέταξε τον ακαδημαϊσμό στην υπηρεσία του
ανθρώπου ο οποίος πρέπει να αποκοπεί από το άτομο και να περάσει τον
πνευματικό του Ρουβίκωνα σαν ένας άλλος Zaratustra. Η πρόταση του
φιλοσόφου ήταν πως «ο Σύγχρονος Κόσμος πάσχει από ηθική κρίση»,
άρα η παρακμή θα είναι παραπάνω από αισθητή και πρέπει να υπάρξει μια
πνευματική Ελίτ που θα ηγηθεί της συζήτησης για να ηττηθεί η
νεωτερικότητα ως βιολογική επιβολή. Στην πραγματικότητα
εντοπίζουμε έναν »Γκραμσισμό» από τα Δεξιά (έτσι όπως την όρισε ο
Evola), που θεωρούσε πως μετά την υποχώρηση της Ευρώπης από τις
αποικίες, πρέπει να εκπαιδευτούν «πολιτικοί στρατιώτες» για μια
πολιτιστική ευρωπαϊκή επανάσταση. Μια θέση που επέκρινε αδυσώπητα ο
François Duprat λέγοντας πως «η ανικανότητα θεωρητικοποιείται προκειμένου να επικαλυφθεί η οποιαδήποτε οπισθοχώρηση».
Guillaume Faye
: Στην περίπτωση του Guillaume Faye τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και
ταυτόχρονα συγκεκριμένα, διότι ο Faye δεν είχε ως πρόταση κάποια
συγκεκριμένη θέση, αντιθέτως προωθούσε μια αντίθεση απέναντι στην
κοινωνική δομή της μεταπολεμικής Ευρώπης, η οποία σύμφωνα με τον ίδιο
απειλείται βιολογικά λόγο της μετανάστευσης, νόμιμης και μη, από χώρες
του Τρίτου Κόσμου. Το στρατευμένο και επαναστατικό ύφος του τον έφερε σε
ευθεία σύγκρουση με το ίδρυμα GRECE (H μεταπολιτική δεξαμενή σκέψης της
Νέας Δεξιάς), αλλά και τον Alain De Benoist, διότι σύμφωνα με τον ίδιο
«ο De Benoist διέπεται από έντονο ακαδημαϊσμό που γεννά παθητικότητα»,
ενώ ο De Benoist τον κατηγόρησε «για υπεραπλουστεύσεις και υπερβολές που
υποτάσσονται σε προσωπικές του εμμονές». Ο Faye θεωρούσε πως η
σύγκρουση των πολιτισμών είναι κάτι αναπόφευκτο, γι’ αυτό και η αυστηρή
φυλετική διάκριση είναι μονόδρομος στην μεταπολιτική σκέψη που πρέπει
να δομήσει την Ευρώπη. Σύμφωνα με τον ίδιο η Ευρώπη πρέπει να
ξαναγίνει ομοιογενείς φυλετικά με κάθε κόστος, ακόμα και αν αυτό
σημαίνει την όξυνση των συγκρούσεων με τους μετανάστες εντός ευρωπαϊκού
εδάφους. Μάλιστα ο Faye στο γεωπολιτικό κομμάτι πίστευε πως η Ευρώπη,
πρέπει να ηγηθεί των πολέμων στο Τρίτο Κόσμο προκειμένου να υπάρξει μια
βιολογική επιβολή της στις χώρες που υπάρχει το λεγόμενο ριζοσπαστικό
Ισλάμ, εξού και η στήριξη του στο κράτος του Ισραήλ.(Μιλάμε για την
σκέψη του μετά την δεκαετία του 80, μακρυά από τις εθνικοεπαναστατικές
αρχικές σκέψεις του).

Ο ίδιος εισήγαγε την ιδέα του λεγόμενου «Αρχαιοφουτουρισμού»,
μιας ιδέας που συνδυάζει την παραδοσιακή και μεταφυσική ευρωπαϊκή ψυχή,
αλλά ταυτόχρονα η συγκεκριμένη τεχνοεπιστήμη θα υποτασσόταν στις ανάγκες
μιας «Ταυτοτικής Ευρώπης». Ο Faye πίστευε πως ο 21ος αιώνας θα
επιταχύνει τις αντιθέσεις και ως αιώνας μετάβασης δεν θα δώσει ιδιαίτερη
σημασία στην οποιαδήποτε θεωρία, είτε πολιτική είτε προσωπική. Θεωρούσε
πως το «φαουστικό» πνεύμα του λευκού ανθρώπου θα επιβληθεί της
επιτάχυνσης και θα κυριαρχήσει έναντι των υποανάπτυκτων λαών της
Ανατολής. Η τεχνολογική Ελίτ θα κυριαρχούσε στην όποια κοινωνική
καθυστέρηση και θα δημιουργούσε νέες δομές για τις λεγόμενες «ηττημένες
κοινότητες», οι οποίες θα ζούσαν σε μη αστικά κέντρα και θα έμεναν στις
πλέον στις ξεχασμένες δεισιδαιμονίες.
Η κριτική του προς την Δημοκρατία ήταν επίσης σκληρή. Συγκεκριμένα υποστήριζε πως «η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που θα επιτρέψει σε έναν μουσουλμάνο να σφάξει έναν Ευρωπαίο για το κέφι του», άρα ένα τέτοιο πολίτευμα που εξισώνει τους γηγενείς με τους εισβολείς είναι επιβλαβές για την κοινωνική συνοχή. Σύμφωνα με τον ίδιο δεν υπήρξε ποτέ μετανάστευση στην Ευρώπη, πάρα μόνο εποικισμός και εισβολή και όλο αυτό το χρέωνε στην ελαστικότητα της Ευρώπης μετά την απαγκίστρωση των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας, από τις αποικίες. Οι παραπάνω απόψεις του Faye αποτελούσαν δριμύ κατηγορώ προς την νεωτερικότητα και σαφέστατα στοχεύουν στην επαναπροσέγγιση της Ευρώπης σε ιδεολογικές έννοιες προ της Γαλλικής Επανάστασης, οι οποίες θα συγκεράσουν την εξέλιξη της τεχνολογίας με την απαγκίστρωση της Ευρώπης από την νεωτερική κοσμοθεωρία, όπως και αν εκφράζεται. Η μεταπολιτική αντίληψη, στην ουσία θα αποτελούσε ένα σάλπισμα πολέμου εναντίον της εισβολής των αλλοφύλων, όπως την ονόμαζε ο ίδιος.Στην πραγματικότητα ο Guillaume Faye απέρριπτε όλη την νεωτερικότητα και πίστευε πως η πρόταση του De Benoist είναι ένας συμβιβασμένος ακαδημαϊσμός που επιχειρεί διάλογο με τους καταστροφείς της Ευρώπης – συνεπώς οι κυρίως διάφορες μεταξύ τους ήταν πρακτικές και εν μέρει ιδεολογικές, καθώς ο Faye εκπροσωπούσε την επαναστατική τάση της Δεξιάς ως σκέψη, ενώ ο De Benoist μια πιο θεωρητική και ακαδημαϊκή προσέγγιση που στόχευε σε ένα μορφωμένο κοινό και όχι στις ευρύτερες λαϊκές μάζες. Επίσης ο Faye αρνιόταν εξολοκλήρου την Δημοκρατία, ενώ ο De Benoist ασκούσε μια κριτική αλλά δεν απέρριπτε την δημοκρατία αναγκαστικά, διότι σύμφωνα με τον ίδιο το πρόβλημα είναι η νεωτερικότητα και η ιδεολογική της έκφραση, ο φιλελευθερισμός, που γεννά την παρακμή και όχι το πολίτευμα απαραίτητα. Ο Faye αντιθέτως θεωρούσε πως η Δημοκρατία είναι αποτέλεσμα της παρακμής που δεν επιτρέπει την όποια εθνοφυλετική ανάπτυξη.

Jean Mabir: Αν ήθελε κάποιος να χαρακτηρίσει τον
Jean Mabire, ο δόκιμος όρος για να περιγράψει την πληθωρική αυτή
προσωπικότητα δεν είναι άλλος από τον «ιδεαλιστή διανοούμενο» ο οποίος
όμως διέθετε μια λαϊκότητα στα γραπτά του, χωρίς να σημαίνει πως ήταν
απλοϊκός. Ο Mabire έζησε σχεδόν όλη την ιστορική φάση του 20ου αιώνα
όντας γεννημένος το 1927 και πρόλαβε την σήψη του μεταπολεμικού κόσμου,
δηλαδή είδε την Ευρώπη να χωρίζετε σε δύο γεωπολιτικά στρατόπεδα . Όπως
και ο Venner έτσι και αυτός το 1958 συμμετείχε στον πόλεμο της Αλγερίας
υπηρετώντας στο 12ο Σύνταγμα Ορεινών Κυνηγών στα σύνορα με την Τυνησία.
Γυρνώντας στην Γαλλία με τον βαθμό του Λοχαγού δεν αναμείχθηκε με τον
OAS, στάση για την οποία κρίθηκε ως αμφιλεγόμενος από ορισμένους. Ο
Mabire βλέποντας την πνευματική παρακμή της Γαλλίας και συλλήβδην της
Ευρώπης, θεώρησε πως η αποστολή του φιλοσόφου και του ιστορικού είναι η
πνευματική παλινόρθωση μέσα στα όποια χαλάσματα ή και χαρακώματα. Κατά
την περίοδο 1962-1965 ο Mabire συνέγραψε μια σειρά από άρθρα και δοκίμια
με επίκεντρο την ευρωπαϊκή παράδοση σχετικά με τον Νεο-Παγανισμό, καθώς
και την μελέτη της ιστορίας της μεραρχίας SS Charlemagne,
επικεντρώνοντας στην αδελφότητα και την ανδρεία των Ευρωπαίων στα πεδία
των μαχών. Στα κείμενα του ο πολεμιστής και ο ηρωισμός ως τρόπος
ζωήςαποτελούσαν την κύρια θεματολογία, καθώς ο πόλεμος, εναντίον της
Σύγχρονης κοινωνικής δομής που με έναν τρόπο «ορθολογικό» απορρίπτει την
υπέρβαση, εξιδανικεύτηκε. Με σαφής επιρροές από τον Friedrich Nietzsche
και τον Ernst Junger συνδύασε την ιστορική έρευνα με την ρομαντική
απεικόνιση του πολέμου μέσα από τον μύθο, ακολουθώντας την «Ηροδότεια αρχή» πως ο μύθος είναι η αρχή της ιστορίας’.
Ο Mabire με βαθιά εθνικιστικές και ευρωπαϊκές ιδεολογικές θέσεις, υποστήριζε πως ιστορικά η Ευρώπη χωλαίνει μετά τον Διαφωτισμό και πως η ανατροπή του παλαιού καθεστώτος επέφερε περισσότερα κακά πάρα καλά για το γαλλικό έθνος αλλά και την Ευρώπη συλλήβδην.Γράφει στο περιοδικό «Europe – Action» το εξής : «Το παλαιό καθεστώς εγγυούνταν στον εργαζόμενο ογδόντα τέσσερεις ημέρες ξεκούρασης το χρόνο (πενήντα δύο Κυριακές και και τριάντα δύο αργίες). Οι αστοί που κυριάρχησαν έσπευσαν να καταργήσουν τις αργίες. Η εβδομάδα από επτά ημέρες αυξήθηκε σε δέκα με σκοπό να δώσουν στους εργαζόμενους μόνο μια ημέρα ξεκούρασης στις δεκα». Συνεπώς ο Mabire τοποθετεί το πρόβλημα πριν το 45′ και φαίνεται να συμφωνεί με τον Rene Guenon ο οποίος πίστευε πως η παρακμή της Δύσης οφείλετε στην Αναγέννηση και όχι στο Διαφωτισμό, καθώς ο δεύτερος αποτέλεσε το πνευματικό παιδί του πρώτου. Ο φιλελευθερισμός εκμεταλλεύτηκε την επαναστατικότητα της εποχής και κατάφερε να «προλεταριοποιήσει» τον τεχνίτη και να απομακρύνει τον δουλευτή από την τέχνη του, κάνοντας έτσι στην κοινωνία απαραίτητο τον τραπεζίτη, αλλά και κάνοντας τον Οικουμενισμό του Rothchild μια αφαιρετική ομοιομορφία που ενισχύει τον φιλελευθερισμό, ο οποίος ιστορικά αποτελεί κατακτητή της παραδοσιακής κοινωνίας που αναγκαστικά είναι αντικαπιταλιστική. Ο ιστορικισμός του κατάφερε να αγγίξει θέματα τα οποία ήταν αρκετά τολμηρά δημιουργώντας μια νέα σχολή ιστορικής σκέψης, που αμφισβήτησε τον μέχρι τότε στείρο ακαδημαϊσμό.
Στο θρησκευτικό κομμάτι πίστευε πως η επιστροφή στις προχριστιανικές ρίζες της Ευρώπης, δηλαδή τις παγανιστικές, θα διαμόρφωναν την παραδοσιοκρατική αντίληψη που θα εναντιωνόταν στον Χριστιανισμό ως κάτι το ξενικό προς την ευρωπαϊκή ταυτότητα, που ως επιρροή λειτουργεί εξισωτικά. Ο Jean Mabire είχε γράψει για τον λεγόμενο θετικισμό της Ευρώπης, ο οποίος φέρει τις ρίζες του από την Σχολή της Μιλήτου και καταλήγει στον Φάουστ. Η «παρατήρηση» σύμφωνα με τον ίδιο, είναι χαρακτηριστικό των Ευρωπαίων διότι «όταν ο Αναξαγόρας διαπίστωσε πως τα άστρα δεν είναι διαφορετικά από την Γη, οι ανατολικές αντιλήψεις πίστευαν πως είναι πνεύματα που κινούνται στον αιθέρα». Άρα σύμφωνα με τον Mabire, η Ανατολή είναι βαθιά σκοταδιστική, κάνοντας μάλιστα την σύγκριση μεταξύ Απολλώνιου φωτός και κινέζικου Ταο, όπου σε αντίθεση με τον φωτοδότη Απόλλων η προτροπή του Ταο είναι «Φέρτε το Σκοτάδι», ενώ η αρχαία ελληνική σκέψη συγχωνεύει την αγάπη προς την πατρίδα με τον σεβασμό προς τους Θεούς, κάτι που εκφράζεται έντονα στον επιτάφιο του Περικλέους.
Εν αντιθέσει με τον De Benoist που αποζητούσε μια πλήρη αναθεώρηση – επανατοποθέτηση των ριζοσπαστικών ιδεολογιών όπως ο Φασισμός και ο Εθνικοσοσιαλισμός, ο Mabire έπαιζε στα όρια του γαλλικού πατριωτισμού – εθνικισμού και των προαναφερόμενων ιδεολογιών, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρα φασίστας, απλώς μέσα από την λαϊκή γραφή του και την αντινεωτερική σκέψη του συνέθετε οτιδήποτε το εχθρικό απέναντι στις ιδέες του φιλελεύθερου καπιταλισμού αλλά και της τεχνολογικής ηγεμονίας που αποξένωνε τον άνθρωπο από τον τόπο του. Άλλωστε ελέω αυτής της καθαρόαιμης αποστροφής που είχε απέναντι στον νεωτερισμό, δεν ήταν και τυχαία η λατρεία του για τον Ungern Von Stenberg, τον τρελό βαρόνο ο οποίος είχε ως όραμα την καταστολή των μπολσεβίκων στον ρωσικό εμφύλιο και την δημιουργία μιας παραδοσιακής αυτοκρατορίας από την Υπερ- Βαϊκάλη μέχρι την Εσθονία και σε αυτή την αυτοκρατορία θα συνυπήρχαν όλες οι παραδόσεις και θρησκείες, με μοναδικό τους εχθρό τον Νεωτερισμό οποίος και αν ήταν αυτός.

Dominique Venner : O Dominique Venner αποτελεί και αυτός με την σειρά του μια εξέχουσα προσωπικότητα και ταυτόχρονα ένα τραγικό πρόσωπο για την «Νέα Δεξιά». Στοχαστής, ιστορικός, ακτιβιστής – εθνικιστής και οραματιστής μιας Ευρώπης που θα βασίζετε στην ποικιλότητα των Εθνών της αλλά με πνεύμα συναλληλίας και όχι ηγεμονισμού, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο «ο συγκεντρωτικός πατερναλισμός έβαλε την Ευρώπη στο αίμα». Ξεκίνησε την πολιτική του πορεία στην οργάνωση «Jeune Nation» (η πρώτη ευρωπαϊκή εθνικιστική οργάνωση που χρησιμοποίησε τον κέλτικο σταυρό) αφού πρώτα υπηρέτησε ως αλεξιπτωτιστής στον πόλεμο της Αλγερίας. Αφού διαπίστωσε την ματαιότητα της συστημικής πολιτικής, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής, αφιερώθηκε στο γράψιμο και την μελέτη της ιστορίας. Ακολούθησε έναν δρόμο καθαρά πνευματικό και υπαρξιακό, θέλοντας έτσι να δομήσει μια μεταπολιτική «Δεξιά» όπως την όρισε ο Evola. Ο Venner πίστευε στην επανάσταση του ηρωικού ανδρός, δηλαδή του Ευρωπαίου που μάχεται με σώμα και πνεύμα ούτως, ώστε να παράξει έπος δια μέσου της τιμής, της τάξης και της πειθαρχίας, έννοιες τις οποίες είχε αναλύσει ο Julius Evola στο δοκίμιο του »Άνθρωποι ανάμεσα στα ερείπια». Η Ευρώπη για το Venner αποτελούσε μια αέναη παράδοση, όχι απλώς μια Ήπειρο και επέμενε πως οι Ευρωπαίοι πρέπει να ξαναβρούν τις ρίζες τους στον κλασικό κόσμο δηλαδή στην Ρώμη, την Σπάρτη και τους Βίκινγκ. Μέσα λοιπόν από την επαναπροσέγγιση της παράδοσης, το όραμα του ήταν να ενωθεί η Ευρώπη σε έναν οργανικό σύνδεσμο Εθνών και να δομήσει στην μετά 1945 εποχή την πορεία του αύριο. Συγκεκριμένα αναφέρει «Η ενότητα είναι απαραίτητη για το μέλλον των Ευρωπαϊκών Εθνών. Έχουν χάσει την πρωτοκαθεδρία στους αριθμούς – ενωμένα μπορούν να την επαναφέρουν στον πολιτισμό, στην δημιουργική σκέψη, στην οργανωτική ικανότητα και στην οικονομική δύναμη. Παραμένοντας διαιρεμένα τα εδάφη τους είναι καταδικασμένα να δεχτούν εισβολή και οι στρατοί τους να ηττηθούν. Ενωμένα, θα αποτελέσουν μια ανίκητη δύναμη ενώ αν διαλέξουν τον δρόμο της απομόνωσης τα ευρωπαϊκά κράτη θα μετατραπούν σε δορυφόροι της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ».
Μία ενωμένη Ευρώπη σύμφωνα με τον ίδιο θα εξασφάλιζε μια γεωπολιτική
σταθερότητα, καθώς η διατήρηση της πολιτισμικής ομοιογένειας θα ήταν
αυτοσκοπός και ο Τρίτος Κόσμος θα αναβαθμιζόταν συνεργαζόμενος με την
Ευρώπη με αποτέλεσμα να περιοριζόταν η λαθρομετανάστευση αφενός και οι
πόλεμοι αφετέρου, καθόσον η Ευρώπη σε ότι πόλεμο έχει εμπλακεί τα
τελευταία χρόνια με χώρες της Μέσης Ανατολής, είναι προς χάριν της
Αμερικής και μόνο. Συγκεκριμένα είχε γράψει το εξής : «Έξω από το
Ευρωπαϊκό ηπειρωτικό μπλόκ, οι λαοί και τα Κράτη που ανήκουν στον
πολιτισμό της συναποτελούν την Δύση. Η Ευρώπη είναι η ψυχή της. Η πλήρης
αλληλεγγύη θα επιβεβαιωθεί, ιδιαίτερα στα Δυτικά κέντρα της Αφρικής.
Αυτές οι θέσεις αποτελούν τις βάσεις για μια αναδιοργάνωση της
Αφρικανικής Ηπείρου, της οποίας η μοίρα συνδέεται με αυτήν της Ευρώπης.
Στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης, οι υπανάπτυκτοι λαοί θα βρουν ένα
παράδειγμα και λύσεις στις δικές τους δυσκολίες. Δεν ζητούν ελεημοσύνη
αλλά οργάνωση. Η Ευρώπη διαθέτει ένα ασύγκριτο σώμα στελεχών που
ειδικεύονται σε υπερπόντια ζητήματα. Καμία δύναμη δεν μπορεί να
συναγωνιστεί το οργανωτικό ταλέντο αυτών των στελεχών υποστηριζόμενο από
έναν αφυπνισμένο Ευρωπαϊκό δυναμισμό». Από την παραπάνω άποψη αντιλαμβανόμαστε πως ο Venner θεωρούσε
πως η Ευρώπη έπρεπε να παίξει έναν ρόλο γεωπολιτικό μεν, αλλά
μακροπρόθεσμο δε, όπου μέσα από την παροχή λύσης που θα έδινε στον Τρίτο
Κόσμο θα τον ενέτασσε στην Δύση αφενός και θα περιόριζε την
μετανάστευση αφετέρου. Και αυτό καθώς ο εθνικισμός των λαών
αυτών θα ανέβαινε, με αποτέλεσμα να έμεναν στις πατρίδες τους με
αποτέλεσμα να αναπτυσσόντουσαν. Με λίγα λόγια η Νέα Ευρώπη για τον
Venner ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας των εθνικιστικών κινημάτων
τα οποία θα εργαζόντουσαν για αυτή την Νέα Τάξη και σίγουρα η επιδίωξη
τους θα ήταν η ένωση της Ηπείρου σε ένα συλλογικό κράτος, χωρίς όμως
ηγεμονισμούς, διότι σύμφωνα με τον Γάλλο στοχαστή ο ηγεμονισμός διαιρεί
την Ευρώπη.

Ο Venner ήταν υπέρμαχος ενός χειραφετημένου Σοσιαλισμού ο οποίος θα
ήταν η τελική επιδίωξη του ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος, ένας
Σοσιαλισμός που θα περιφρουρούσε την λαϊκή κοινότητα απέναντι στον
Καπιταλισμό που την χτυπά ανελέητα με αποτέλεσμα να γεννάται ένας
κοινωνικός αναχρονισμός στην θέση μιας φυσικής προόδου. Μάλιστα
θεωρούσε πως ο κομμουνισμός είναι ο «Καπιταλισμός του κόμματος», διότι
αυτό φέρει τον ρόλο της εταιρίας μέσα σε ένα κράτος που περιορίζει την
ελευθερία ως συλλογική αλήθεια. Η μαζοκρατία που εκφράζεται μέσα από ένα
ανοργανικό πολίτευμα όπως η Δημοκρατία, περιορίζει την πνευματική
αναγέννηση σύμφωνα με τον ίδιο, ενώ η Δύση αποσυντίθεται ελέω της
Φιλελεύθερης προσέγγισης, η οποία και επιτρέπει την αποδόμηση των θεσμών
μιας μακρόχρονης παράδοσης (εδώ ο Venner ταυτίζεται με τον Faye και τον
Alain De Benoist ταυτόχρονα). Η αυτοκτονία του το 2013 στην Notre Dame
σήμανε την βαθιά απογοήτευση του ιδίου, όπου σε ένα υπάρχον σύνολο
αντιλήφθηκε την κενότητα του Δυτικού πολιτισμού ο οποίος ακύρωσε το
κοινοτικό του πεπρωμένο ένεκα μιας πλασματικής προόδου. Εν ολίγοις ο
Venner προέβλεψε τόσο τον διχασμό της Ευρώπης που επήλθε με το
Βρυξελλοκεντρικό σύστημα, όσο και με την τελική σύγκρουση της με το
Ουκρανικό.
Jean Cau : Η περίπτωση του Jean
Cau είναι ίσως και η πιο ενδιαφέρουσα, καθώς συνδυάζει τον υπαρξισμό,
εντάσσοντάς τον σε ένα εθνικιστικό πλαίσιο, μαζί με μια λογοτεχνική –
φιλοσοφική χροιά που προσδίδει μια πινελιά ανανέωσης στον ευρωπαϊκό
παραδοσιοκρατισμό, ενώ ταυτόχρονα την αναζήτηση του ιερού μέσα στον
σύγχρονο κόσμο. Η φιλοσοφικοπολιτική του πορεία ξεκίνησε από την
υπαρξιστική αριστερά (υπήρξε μαθητής και βοηθός του Jean-Paul Sartre),
αλλά εξελίχθηκε σε κάτι βαθιά αντί-μοντέρνο. Όπως και ο Dominique Venner
έτσι και αυτός, μπορεί να ήλθε σε επαφή με το ίδρυμα GRECE, όμως
διατήρησε την ανεξαρτησία του ως διανοούμενος. Η κεντρική θεματολογία
του Jean Cau ήταν η επιστροφή στο Ιερό (Sacre), διότι έβλεπε πως η Δύση
βυθίζεται στην παρακμή λόγω της εκθρόνισης του ιερού, ενώ ο μοντέρνος
άνθρωπος ζει χωρίς δέος, χωρίς μυστήριο. Ο σύγχρονος άνθρωπος για τον
Jean Cau ήταν απονευρωμένος και άδειος από αξίες, ενώ η πνευματική του
αιχμαλωσία γύρω από την κατανάλωση και την ευκολία τον μετέτρεπε σε έναν
δούλο της τεχνοκρατίας.

Η πολιτική για τον Jean Cau δεν ήταν τα έδρανα και οι θεσμικές διαδικασίες, αλλά η πνευματική πάλη του ατόμου μέσα στο σύνολο, με λίγα λόγια ο πολιτικός σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του ήταν ο πολεμιστής του πνεύματος. Η λεβεντιά, η ανδρεία και η δράση, αποτελούσαν μορφές αντίστασης στον κόσμο του εκφυλισμού και σε αυτό το σημείο ταυτίζεται με τον Dominique Venner και τον Ernst Junger. Η λυρικότητα της γραφής του με επίκεντρο τον άνθρωπο ως ενεργητικό υποκείμενο, αποσκοπούσε στην αφύπνιση της υπαρξιακής πραγματικότητας του ατόμου, το οποίο θα επηρεάσει το σύνολο μέσα από μια ηρωικότητα. Η λατρεία του για τον Νίτσε και την οπτική του Διονυσιασμού ήταν το επίκεντρο της σκέψης του, ενώ η θέληση για δύναμη ήταν ένα κάλεσμα πολέμου απέναντι στον νεωτερισμό. Ο Cau δεν δίσταζε να μιλήσει για την αναγκαιότητα του ατόμου να δεχτεί την βία ως υπαρξιακό επακόλουθο, ενώ πίστευε πως μέσα από ένα βίαιο έπος μπορεί να παραχθεί μια Νέα Εποχή που θα αντικαταστήσει την μετριότητα. Στο βιβλίο του »Coup de Barre» είχε γράψει πως « Όταν οι άνθρωποι χάσουν την ικανότητα να βλέπουν το μεγάλο πλάνο, όταν η ζωή τους γίνει ένα συνεχές παιχνίδι κοινωνικής υποκρισίας και διαρκούς ευγένειας, η μοναδική αλήθεια παραμένει στην ύπαρξη της βίας. Αν δεν αναγνωρίσει κάποιος αυτή την αλήθεια, δεν υπάρχει δρόμος για τον εαυτό του. Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σειρά από αμέτρητα πλήγματα και μόνο εκείνος που είναι έτοιμος να τη δεχτεί, χωρίς να διαμαρτυρηθεί, μπορεί να απολαύσει την αυθεντική ελευθερία. Όλοι οι υπόλοιποι είναι σκλάβοι του εαυτού τους και των προτύπων που τους επιβάλλονται».
Από το παραπάνω απόσπασμα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί πως ο ίδιος
ο Cau δεν διέπεται από κάπου είδους φοβικότητα απέναντι στην βία, αλλά
αντιθέτως την εντάσσει στα πλαίσια μια φιλοσοφικής αναζήτησης, που με
αφετηρία τον Zarhatustra αποζητεί την αποδοχή της βίας όχι μανιχαιστικά
αλλά υπαρξιακά. Μέσα λοιπόν από την υπαρξιστική του αναθεώρηση ο Jean
Cau προσέδωσε στις αρχές της «Nouvele Droite» την πινελιά μιας
ανδροπρεπούς Ευρώπης με ηρωική και επική πραγματικότητα, όπου η αφετηρία
αυτής της αλήθειας θα ξεκινούσε από τις αξίες της τιμής, της πίστης,
του αίματος και της γης και θα κατέληγε στο ελεγείο της αρχαιοελληνικής
τραγωδίας και του Νιτσεικού μηδενισμού. Η λατρεία του για τις
ταυρομαχίες και τον Μιθραισμό, πήγαζε από την παραπάνω θεώρηση του ιδίου
σχετικά με την ιερότητα που έβγαζε αυτό το θέαμα σχετικά με τον
σεβασμό, την εποποιία και την ηρωική πράξη που κατέληγε σε αιματοχυσία.
O Jean Cau δεν ήταν άλλος ένας »φασίστας» ήταν ένας αναθεωρητής της
Νεωτερικότητας, ένας διανοούμενος που αναζητούσε το Ιερό μέσα από μια
παραδοσιακή αισθητική της δύναμης και του κάλλους και σαφέστατα αποτελεί
μια προσωπικότητα που δεν χωράει σε πολιτικά καλούπια. Σε αντίθεση με
τον Alain De Benoist, που έχει ένα αυστηρό Ακαδημαϊκό ύφος, ο Jean Cau
λειτουργεί πιο βιωματικά και μυητικά, προκειμένου να αγγίξει το Ιερό
μέσα από μια εσωτερική ανάφλεξη. Το έργο του ενίσχυσε το ρεύμα της Νέας
Δεξιάς και γεφύρωσε την ύστερη νεωτερικότητα, δημιουργώντας παράλληλα μια νέα μεταμοντέρνα Ιερότητα χωρίς να γίνεται αντιδραστικός ή ρετρό αντιθέτως ήταν ριζικός και ανατρεπτικός.
Σίγουρα ταυτίζεται πιο πολύ με τον Dominique Venner σχετικά με τον
ηρωισμό και με τον Jean Mabire στην λαϊκότητα, ενώ με τoν Faye
παρατηρείται μια ελαφρά διαφοροποίηση μόνο στο κομμάτι της
τεχνολατρείας, διότι στην ορμή για σύγκρουση με τον νεωτερισμό
ταυτίζονται.
Επίμετρο: Η «Νέα Δεξιά» είναι κάτι σύνθετο και
ιδεολογικά πολυσχιδές και σίγουρα εκπροσωπεί πολλές τάσεις οι οποίες
όμως ταυτίζονται. Ταυτίζονται όχι απαραίτητα ιδεολογικά και εξολοκλήρου,
αλλά φιλοσοφικά και πρακτικά απέναντι στην αφαιρετικότητα του
φιλελεύθερου »γίγνεσθαι» που λειτουργεί αφαιρετικά ως προς την παράδοση,
δηλαδή αυτό που κάποτε υπήρξε και προσπαθούν να εξαφανίσουν με κάθε
τρόπο. Η μακροπρόθεσμη επιδίωξη αυτής δεν ήταν κάτι άλλο, από μια Ευρώπη
που ριζικά θα ενωθεί και θα αλλάξει την πλανητική ισορροπία μέσα από
μια πνευματική αναγέννηση. Η «Νέα Δεξιά», μέσα από τις
αντιθέσεις της, αντιλαμβανόταν την αναγκαιότητα μια Ευρώπης ισχυρής και
γεωπολιτικά μιας Τρίτης Δύναμης. Η Δύση σύμφωνα με την «Νέα Δεξιά» ήταν
η Ευρώπη πριν την ίδρυση της Αμερικής ως κρατικής υπόστασης. Παρόλα
αυτά φαίνεται να υιοθετείται η Εβολιανή αντίληψη, πως η Ευρώπη δεν είναι
απλώς μια Ήπειρο,ς αλλά ένας πολιτισμός που συναντάται και πέρα από τα
όρια της. Ο Εθνοπλουραλισμός της βασίζεται στην ιδέα πως τα έθνη δεν
είναι ουρανοκατέβατα, αντιθέτως έχουν βάση μια κοινή αποστολή ένα
συλλογικό πεπρωμένο το οποίο μετουσιώνει την Ευρώπη ως βιολογική και
πολιτισμική ύπαρξη. Η οργανική αντίληψη της κοινωνίας και της ιεραρχίας
είναι κάτι το εμφανές στα κείμενα των διανοητών, καθώς άπαντες
επιδιώκουν την δημιουργία μιας Τάξης που ως αρχή θα έχει την
σταθερότητα.
Ουσιαστικά η επιδίωξη της «Νέας Δεξιάς» ήταν φουτουριστική και σαφέστατα αγωνιζόταν γι αυτό που έλεγε ο Junger, πως «αγωνιζόμαστε για ένα πεπρωμένο» και το πεπρωμένο της Ευρώπης είναι συγκεκριμένο ειδικά σε περιόδους που η παγκοσμιοποίηση αμφισβητεί την ύπαρξη της μέσα από τον Αμερικανικό και Σινο-Ρωσικό παράγοντα. Ως κατακλείδα δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε την μεταπολιτική σκέψη που διακρίνεται σε αυτά τα κείμενα, καθώς η μεταφυσική συναντά τον ορθολογισμό και ταυτόχρονα το ηρωικό έπος μια Νέα Εποχή που θα βασίζεται σε μια πλανητική συνεργασία που θα αναθεωρείται η παγκοσμιοποίηση και θα αναδύονται τα αρχαία ένστικτα του κάθε λαού με μια καθαρά επαναστατική αντίληψη και λιγότερο ιστορικιστική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.